Ο «Αρχιλήσταρχος» είναι από τις ταινίες που ξεχωρίσαμε στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Θέμα της, η ζωή, η δράση και ο θάνατος του αρχιληστή Φώτη Γιαγκούλα, το κεφάλι του οποίου κρεμάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1925, επί δικτατορίας Παγκάλου, στον σταθμό της Κατερίνης. Οι νεότεροι μάθαν για τον επικηρυγμένο ληστή Θωμά Γκαντάρα και τον Μπαμπάνη από τα τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ενώ πιο πρόσφατα, το μυθιστόρημα του Τάσου Θεοφίλου Η ληστεία της πέτρας (Red nNoir 2020) μας γνώρισε τους «Ρετζαίους». Στηριγμένος στις μελέτες του Βασίλη Ι. Τζανακάρη Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν και Φώτης Γιαγκούλας: Ο απέθαντος και άλλες ληστρικές ιστορίες, ο Μάριος Γάσπαρης έφερε στην οθόνη μια συναρπαστική, αλλά υποφωτισμένη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας. Καθώς τη Δευτέρα πέφτει η αυλαία του Φεστιβάλ, μιλήσαμε μαζί του για την ταινία, τους ληστές και την αγριότητα με την οποία τους αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος.

***

Η ιστορία της ληστείας στην Ελλάδα είναι παλιά ιστορία: ο Φώτης Γιαγκούλας, όπως λες στην ταινία, αποκεφαλίζεται το 1925. Ποιο ήταν το κίνητρο να καταπιαστείς μ’ αυτή την ιστορία;

Με έχουν ρωτήσει πολλοί, αλλά αυτή παραμένει η πιο δύσκολη ερώτηση. Καταρχάς πήγαινα για πολλά χρόνια στον Όλυμπο. Επισκεπτόμουν το μέρος συχνά. Είναι απ’ τα αγαπημένα μου μέρη, η φύση οργιάζει! Εκεί, λοιπόν, άκουσα ιστορίες για τον Γιαγκούλα, αλλά τότε ακόμα πολύ επιδερμικά.

Έχεις καταγωγή αποκεί;

Όχι, καμία σχέση! Άκουσα όμως τις ιστορίες και, τι να πω, ίσως τότε έψαχνα έναν ήρωα πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία μου. Είπα, λοιπόν, για το Γιαγκούλα: «ξέρεις κάτι, ναι, αυτόν τον τύπο τον συμπαθώ!». Είχα δει ένα επεισόδιο στη «Μηχανή του Χρόνου» και είπα μέσα μου «ρε φίλε, πώς γίνεται να υπήρχε τέτοιο τσακάλι;».

Μιλάμε τώρα για έναν ενθουσιασμό όταν ακόμα ήμουν 23-24. Δεν έχω πια την ίδια προσέγγιση. Αλλά τότε έλεγα «κοίτα να δεις, ο Γιαγκούλας ήταν ο Ρομπέν των Δασών της Ελλάδας», χωρίνα γνωρίζω το υπόλοιπο πλαίσιο. Διαβάζοντας τον Βασίλη Τζανακάρη, ο οποίος έχει γράψει δύο πολύ ενδιαφέροντα βιβλία –σε αυτά βασίστηκα για  ντοκιμαντέρ– είδα ότι ο θάνατος του Γιαγκούλα σηματοδοτεί ουσιαστικά το τέλος της ληστοκρατίας. Οπότε σκέφτηκα ότι πρέπει να πάμε πίσω να δούμε: Ποια είναι η ρίζα της ληστοκρατίας; Τι κράμα είναι οι ληστές;

Πάλι, μάλλον λανθασμένα, τους τοποθέτησα –επειδή και χρονικά συμπίπτουν–, ανάμεσα στη γενιά μετά τους κλέφτες και τους αρματολούς του 1821 και πριν τους αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Βέβαια δεν μιλάμε για πολιτικοποιημένα όντα: αυτό φάνηκε εξαρχής. Αλλά κάποιοι από αυτούς είχαν ένα αίσθημα κάπως ελευθεριακό. Ουσιαστικά ήταν οι καταπιεσμένοι νεολαίοι που, αντί να διαλέξουν ανάμεσα στη φτώχεια και το να μπουν στο στρατό, πήραν το δρόμο του βουνού.

Λες στο ντοκιμαντέρ ότι αυτή η ιστορία κρατάει περίπου έναν αιώνα.

Ναι, κρατάει εκατό χρόνια η ληστοκρατία.

Είναι ενιαία αυτή η περίοδος;

Όχι, δεν είναι. Ο Τζανακάρης το λέει καλύτερα – μάλλον θα τον αναφέρω πολλές φορές, είναι …ο μίστερ Μιγάγκι της ληστοκρατίας (γέλια)! Ξεκινάει το 1830, αμέσως μετά την Απελευθέρωση. Υπάρχουν ομάδες που δεν εντάσσονται στους μηχανισμούς ασφαλείας της εποχής. Η πρώτη περίοδος κρατάει περίπου τριάντα χρόνια, και έχουμε πολλές συμπλοκές. Πιο μετά (σ.σ.: 1870) έρχεται η σφαγή στο Δήλεσι, με τον αρχιλήσταρχο Αρβανιτάκη, που έχει προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο. Υπάρχει μια περίοδος παύσης. Και μετά μια νέα φάση, μεταξύ 1880-1910. Ακολουθούν Βαλκανικοί και Μικρασιατική Εκστρατεία-Μικρασιατική Καταστροφή. Κάπου εκεί εντάσσεται το τελευταίο κύμα της ληστοκρατίας: στις 20 Σεπτέμβρη του 1925 κρεμιούνται τα κεφάλια του Γιαγκούλα, του Τσαμήτα και του Μπαμπάνη στην Κατερίνη. Νομίζω ότι εκεί πια αρχίζει η Ελλάδα να γίνεται «σύγχρονο κράτος». Έχουμε μια Χωροφυλακή που, όσο βάρβαροι κι αν ήταν οι ληστές, αυτή πάντα θάχει τα σκήπτρα. Ήταν κυνηγοί κεφαλών. Την επικήρυξη την έπαιρνε όποιος θα σκότωνε το ληστή ή θα τη μοιραζόταν το απόσπασμα.

Κάποια στιγμή πήγα στο Εγκληματολογικό Μουσείο: τα κεφάλια τους είναι ακόμα εκεί. Έφριξα. Ό,τι και να είχαν κάνει (ήταν εγκληματίες, δολοφόνοι), μου φάνηκε φριχτό να μην έχουν ταφεί, ιδίως σε μια χώρα παραδοσιακά χριστιανική, χώρια τις δεισιδαιμονίες, ότι ένα σώμα δεν πρέπει να θάβεται χωρίς το κεφάλι, γιατί θα τριγυρνάει ως φάντασμα! Αυτό με ταρακούνησε πολύ. Φυσικά δεν είναι ανοιχτό για το κοινό.

Είναι τότε σα να υπάρχει ένας «διάλογος» μεταξύ κράτους και ληστοκρατίας, που οι μεν παρακολουθούν την πορεία των δε.

Ναι, υπάρχει μεγάλη βεντέτα, είναι εμφανές αυτό. Αλλά, όπως λέγεται και στο ντοκιμαντέρ, κράτησε πολύ η ληστεία, σε ένα βαθμό γιατί οι ληστές είχαν διαχυθεί και μέσα στο κράτος. Δηλαδή έχουμε περιπτώσεις όπως οι Ρετζαίοι, λίγο πριν και λίγο μετά τον Γιαγκούλα, οι οποίοι είχαν σπίτι δίπλα στο σταθμό της Χωροφυλακής στα Γιάννενα. Ήταν και λίγο …mafia κάποιοι, κάποιοι άλλοι όχι. Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για ανθρώπους που δεν θέλουν να ζήσουν σα σκλάβοι. Η Ελλάδα δίνει εκείνα τα χρόνια για εκπαίδευση το 1/10 απ’ όσα διαθέτει η Βουλγαρία. Δεν είναι και παράξενο, λοιπόν, που συμβαίνουν όσα συμβαίνουν στα βουνά.

Είχαμε την εντύπωση ότι το ντοκιμαντέρ δίνει έμφαση στην Κεντρική Ελλάδα. Έχεις εικόνα για την εξάπλωση και την έκταση της ληστοκρατίας στην υπόλοιπη χώρα; Πόσοι ήταν περίπου οι ληστές;

Πάλι διαβάζοντας τον Τζανακάρη, συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν παντού: στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο, στα παράλια της Μικράς Ασίας, πάνω προς την Αλβανία – σε όλη τη χώρα. Εγώ συγκεντρώθηκα στο Γιαγκούλα λόγω Ολύμπου και γιατί ήταν ένας λήσταρχος που συμπαθώ: είχε μια ποιότητα, σε αντίθεση με τον Γκαντάρα, που ήταν αγριάνθρωπος. Διάβασα ότι οι δυό τους γνωρίστηκαν όταν ο Γιαγκούλας έσωσε μια κοπέλα την οποία πάρα λίγο να τη βιάσει ο Γκαντάρας.

Υπάρχει ένα βιβλιαράκι που συγκεντρώνει τα ληστρικά τραγούδια[1]. Εκεί βρίσκεις αναφορές σχεδόν για κάθε χωριό της Ελλάδας. Δεν γίνεται να πεις πόσοι ήταν. Σε κάθε χωριό υπήρχε τουλάχιστον ένας ή μια ομάδα – από κλεφτοκοτάδες μέχρι λήσταρχους μεγάλους, με τα όπλα τους. Οι κοινωνίες είναι πολύ κλειστές: δεν συντονίζονται όλοι αυτοί. Υπάρχει, όμως, μια τάση που φαίνεται ισχυρή.

Συντονισμός δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως ανταγωνισμός, τύπου «εδώ χτυπάω εγώ, εσύ δεν μπαίνεις κλπ»;

Φαντάζομαι ότι συνέβαινε: «εδώ είναι το τσιφλίκι το δικό μου», «αυτοί οι αγρότες είναι δικοί μου, μην τους πειράζεις», καμιά φορά με όρους μαφίας.

Έλεγες πριν ότι ο Γιαγκούλας έσωσε μια γυναίκα από τα χέρια του Γκαντάρα. Πώς βλέπουν οι γυναίκες τους ληστές και πώς εκείνοι;

Καταρχάς κάτι που δεν αναφέρεται στην ταινία: εκείνη την περίοδο υπήρχαν και λησταρχίνες. Η Μαρία Πενταγιώτισσα, για την οποία άκουγα από τη γιαγιά μου και νόμιζα ότι ήταν φανταστικό πρόσωπο, ήταν λησταρχίνα, στην περιοχή του Παρνασσού. Κάποτε ίσως καταφέρω να κάνω κάτι για τη γυναικεία συμμετοχή στη ληστοκρατία.

Αν σκεφτούμε ότι οι ληστές ήταν ενάντια στους πλούσιους της εποχής, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι γυναίκες των χαμηλότερων στρωμάτων τους έβλεπαν με συμπάθεια. Υπάρχει ένα τραγούδι που λέει για ένα κορίτσι που πλένει στο ποτάμι και περνά αποκεί ο Γιαγκούλας. Τη ρωτάει προς τα πού πήγαν οι χωροφύλακες και εκείνη του απαντάει. Είναι μια ωραία ιστορία. Από την άλλη, είμαστε σε εποχές ακραίας υποβάθμισης των γυναικών. Υπάρχουν, λοιπόν, αναφορές για βιασμούς γυναικών από ληστές. Σου είπα πριν για τον Γκαντάρα. Για τον Γιαγκούλα δεν υπάρχει τέτοια αναφορά: ήταν γυναικάς, τον αγαπούσαν οι γυναίκες. Φαντάζομαι ότι στο βαρύ χιονιά οι ληστές δεν μέναν στα βουνά και σκέφτομαι ότι είναι πιθανό να μέναν σε γυναίκες που εκδίδονταν ή χήρες.

Δεν υπήρχε ως προειδοποίηση, «προσέξτε τις γυναίκες και τις κόρες σας»;

Σίγουρα. Αλλά από την άλλη ίσως για κάποιες ήταν γοητευτικοί.

Τι δυσκολίες αντιμετώπισες δουλεύοντας για το ντοκιμαντέρ;

Το πιο δύσκολο ήταν να ξεκινήσουμε. Στα 23-24, που πρωτάκουσα γι’ αυτά, σκεφτόμουν «νάχα κάποτε ένα μεγάλο budget, να κάνω μια ταινία για τον Γιαγκούλα». Φυσικά δεν μπορείς να το κάνεις αυτό στην Ελλάδα αν δεν έχεις 200-300 χιλιάρικα. Μιλώντας κάποια στιγμή με έναν κολλητό, μου λέει «γιατί δεν κάνεις ένα ντοκιμαντέρ;». Και λέω «όντως, γιατί όχι;».

Για όλους μας ήταν το πρώτο ντοκιμαντέρ: δεν το έχουμε ξανακάνει. Απόπειρα πρώτη, λοιπόν: Έχω πάρει την πρώτη μου κάμερα, έχω πάει σε κάποια χωριά, πετυχαίνω κάποιους παππούδες. Μου λένε ιστορίες, ότι κάποιοι ονομάζαν το βόδι τους «Γιαγκούλα», το άλλο «Γκαντάρα», ότι ήταν κάτι σαν Ρομπέν των Δασών και τέτοια. Γυρνάω στην Αθήνα, κλείνω εξοπλισμό και πάμε με το φωτογράφο, τον Δημήτρη τον Δαλακλή, να κινηματογραφήσουμε: για λόγους ανωτέρας βίας, άκυρο το γύρισμα. Το καλοκαίρι ξαναξεκινάμε, πάμε 2-3 φίλοι στον Όλυμπο, τελείως χύμα: χαλάει το αμάξι πάνω στο βουνό.

Πότε ξεκινάνε τα γυρίσματα;

Το πρώτο γύρισμα γίνεται το ’17 – με πλάνα που έχουν χαθεί, γιατί χάθηκε η κάμερα (γέλια)!. Δεύτερη απόπειρα το ’18… Οπότε εκεί καταλαβαίνω ότι, εντάξει, συνέβησαν όλα αυτά, αλλά μήπως κι εγώ δεν είμαι έτοιμος να το κάνω; Θέλει μια ωριμότητα και μια οργάνωση. Εγώ όμως ήθελα να το γυρίσω μόνος μου. Με τα πολλά, το ’19 γίνεται το πρώτο γύρισμα με τον Δημήτρη Δαλακλή, τρεις μέρες πάνω στο βουνό. Μετακομίζω στη Θεσσαλονίκη.

Ο Τζανακάρης με βοήθησε πολύ. Μου είπε ότι έχει ξανασχοληθεί γνωστός ηθοποιός, συνδρομητικό κανάλι και μερικοί άλλοι, και δεν τάχουν καταφέρει. Στα τελευταία δύο γυρίσματα μαθαίνω ότι υπάρχει σκηνοθέτης που θέλει να ξεκινήσει ντοκιμαντέρ για τον Γιαγκούλα! Ένιωθα, λοιπόν, ότι τρέχω μόνος μου με ένα φιατάκι κι οι άλλοι απέναντι πάνε με 250! Αλλά πάντα είχα στο νου μου ότι ένα ντοκιμαντέρ για τον Γιαγκούλα πρέπει να το κάνει και κάποιος που… Πρέπει να πας στη σπηλιά του Γιαγκούλα για να κάνεις τέτοιο ντοκιμαντέρ. Ε, πρέπει νάσαι τρελός για να πας εκεί πάνω. Όταν πήγαμε, χαθήκαμε σε μια θέση που λέγεται «Παγίδα» και την πέφτουν αγριογούρουνα! Πώς να το κάνει συνεργείο αυτό; Εμείς ήμασταν τέσσερις, μαθημένοι το βουνό, με μια κάμερα κι ένα τρίποδο.

Να μην πω τίποτα για την πανδημία: απαγορεύονταν οι μετακινήσεις και έπαιρνα το χαρτί της δουλειάς, πέρναγα τα διόδια κι έλεγα ότι πάω στο Λιτόχωρο ένα κομοδίνο (γέλια)!

Είπαμε για τις δυσκολίες. Πού στηρίχτηκες;

Ξεκίνησα την έρευνα από ένα βιβλίο που βρήκα το 2016 στη Βίλα Ζωγράφου, Η κοινωνική ληστεία στον ελλαδικό χώρο (1830-1940): αποκεί έμαθα όλη τη βιβλιογραφία. Εκτός από τις μελέτες του Τζανακάρη, διάβασα και τον Κυριάκο Κάσση, που όμως είναι πιο γενικός. Ο Τζανακάρης μου σύστησε επίσης τον Γιάννη Χατζή, που είναι καραγκιοζοπαίχτης, και έχει παράσταση «Ο Καραγκιόζης και ο Γιαγκούλας»: μου έλυσε τα χέρια, δεν ήθελα να γυρίσω αναπαράσταση.

Στηρίχτηκα πολύ σε ένα κείμενο του Δημήτρη Παπαρρηγόπουλου, γιου του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Μιλάμε για ένα 18χρονο παιδί, το οποίο γράφει το 1861 ένα μανιφέστο (σ.σ.: Σκέψεις ενός ληστού ή η καταδίκη της κοινωνίας). Το βιβλίο το βρήκα στις «Ακυβέρνητες Πολιτείες», στη Θεσσαλονίκη, και ακόμα μου φαίνεται παραπάνω από σύγχρονο: μιλάει για τις αρρώστιες, για την ταξική κόντρα και τους πλούσιους, στρέφεται όμως και εναντίον των φτωχών, που τους θεωρεί παθητικούς. Ένιωσα ότι μόνο και για τη μνήμη αυτού του 18χρονου τότε παιδιού, που τελικά πέθανε στα 30 του, άξιζε να γίνει κάτι. Με έτρωγε και πάντα όμως: τι σκατά έγινε στην Ελλάδα μεταξύ 1830 και 1940; Δεν γινόταν τίποτα εδώ; Και ξαφνικά ανακαλύπτω ότι ήμασταν Φαρ-Ουέστ!

Τι αλλάζει με τη ληστεία μετά το φόνο του Γιαγκούλα;

Λέγεται ότι ο Γιαγκούλας είπε κάποτε προφητικά «θα ξοφλήσουμε εμείς απ’ τα βουνά και θα κατεβούμε στις πόλεις». Είχαμε παράδοση στη ληστοκρατία μετά από εκατό χρόνια. Οπότε, αφού μαζεύεται ο κόσμος και ο πλούτος στις πόλεις… όπου υπάρχει πλούτος και εμπόριο, εκεί υπάρχουν και κλέφτες! Βέβαια, εκτός από τη ληστοκρατία, είχαμε παράδοση και στη ρουφιανιά… Έπρεπε κάποιος να δώσει το σύντροφό του. Εκεί τελείωσε ουσιαστικά η ληστοκρατία, όταν άρχισε ο ένας να δίνει τον άλλο, με ένα νόμο που επανέφερε ο Κονδύλης, και έδινε χάρη στον καταδότη. Τα κάστρα πέφτουν από τα μέσα. Κι έτσι βγήκε το περιβόητο «τα παληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν».

[1]  Βλ. Δημήτρης Χαλατσάς (επιμ.), Ληστρικά τραγούδια. Ανθολογία, Εστία 2003.

_______________________

Συντελεστές του ντοκιμαντέρ:

Σκηνοθεσία: Μάριος Γάσπαρης
Σενάριο: Μάριος Γάσπαρης
Διεύθυνση φωτογραφίας: Δημήτρης Δαλακλής, Μάριος Γάσπαρης
Μοντάζ: Δέσποινα Αλεξοπούλου
Ήχος: Γιώργος Χειμώνας
Μουσική: Γιώργος Χειμώνας, Φίλιππος Φασούλας
Παραγωγοί: Μάριος Γάσπαρης
Αφήγηση: Ηλίας Ανδρέου, Νικολέττα Μακρυνόρη
Φορμάτ: ProRes
Χρώμα: Έγχρωμο
Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα
Έτος Παραγωγής: 2021
Διάρκεια: 51΄
Επικοινωνία: Μάριος Γάσπαρης, mariosgasp@hotmail.com

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…