Εχουμε πια όση απόσταση χρειάζεται για να δούμε τι συνέβη στις 21 Μαΐου. Να δούμε γιατί αποτύχαμε να προβλέψουμε το «σοκ», το «σεισμό», την «αντεπανάσταση» (λέω κάποια απ’ όσα γράφτηκαν αυτές τις μέρες στις εφημερίδες της Αριστεράς). Και, κυρίως, να σκεφτούμε την «επόμενη μέρα». Για κάποιες πλευρές χρειάζεται να περιμένουμε: το αποτέλεσμα της 25ης Ιουνίου δεν είναι «λεπτομέρεια».  Όμως, το βασικό περίγραμμα το έχουμε ήδη.

1.    Η προεκλογική περίοδος

Στις αρχές Μαΐου μετρούσαμε ομοιότητες με τις εκλογές του 2012. Θεωρούσαμε λογικό να περιμένουμε έναν δεύτερο «σεισμό»: Όπως τότε, υπήρχε και τώρα το βίωμα ότι η ζωή (μας) χειροτερεύει – και υπήρχαν τα δεδομένα που έδειχναν ότι το βίωμα αυτό ήταν πλειοψηφικό. Οι εκλογές, όπως και τότε, γίνονταν την επαύριο μιας μεγάλης κινητοποίησης: τότε ήταν οι «Αγανακτισμένοι» – μέχρι τα τέλη Μάρτη, φέτος, το «κίνημα των Τεμπών». Όπως και τότε, είχαμε Κεντροαριστερά απαξιωμένη, και τη ΝΔ απειλούμενη από τον ανταγωνισμό στα δεξιά της (πολύ περισσότερο μάλιστα το 2023, με 11 κόμματα στα ακροδεξιά). Όπως και τότε, οι δημοσκοπήσεις και η βουβαμάρα τροφοδοτούσαν ελπίδες για ευχάριστη έκπληξη – έστω κι αν όλες, από το 2016, έδειχναν πρώτο το Μητσοτάκη.

«Η τέλεια στιγμή για να επενδύσει κάποιος στην Ελλάδα» (Καθημερινή 4.6.2023)

Δεν ήταν της φαντασίας μας όλα αυτά. Ήταν, όμως, η μία όψη. Δείξαμε τα σημάδια «παρακμής» του ελληνικού καπιταλισμού, την «ανηθικότητα» των απευθείας αναθέσεων συμβάσεων σε επιχειρηματίες φίλους της κυβέρνησης, την «εξαπάτηση» των ανέργων και των νέων με τα κάθε λογής επιδόματα.

Μιλώντας όμως μόνο για την μακροπρόθεσμη τάση –την «παρακμή», τη νεοφιλελεύθερη «υπολειμματική» κοινωνική πολιτική, τις «απάτες»–, υποτιμήσαμε πώς λειτουργούν συνδυαστικά, η οικονομική πολιτική, βραχυπρόθεσμα, και η απαξίωση της Αριστεράς και της κυβερνητικής προοπτικής της, στη μεγάλη διάρκεια.

Πιο συγκεκριμένα, υποτιμήσαμε τι σήμαινε ότι, «από την 1η Ιανουαρίου του 2020 έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2022, δόθηκαν 15.114.228.005 ευρώ σε απευθείας αναθέσεις και σε διαδικασίες κλειστού τύπου ή χωρίς προηγούμενη διαπραγμάτευση, που φτάνουν σε αριθμό σχεδόν τις 500.000 (για την ακρίβεια 496.353»[1].

Πεισμένοι ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ένας άταφος νεκρός, που δεν έχει υποσχέσεις για την κοινωνική πλειοψηφία, εκτός ίσως από το άνοιγμα μερικών ακόμα νέων καφέ, δείχνοντας την απουσία δημόσιων επενδύσεων και την απαξίωση των δημόσιων υποδομών που ακόμα δεν έχουν «αξιοποιηθεί», παραβλέψαμε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες συμβάσεις επιχειρηματιών με το Δημόσιο – άρα πολύ περισσότερους ευνοημένους, από το Ταμείο Ανάκαμψης–, και τους χιλιάδες που επωφελούνται σε όλη τη χώρα από την έκρηξη του airbnb.

Χωρίς τη διάσταση αυτή –τη βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση από τη Δεξιά και την μακροπρόθεσμη απογοήτευση από την (Κεντρο)αριστερά– είναι αδύνατο να εξηγήσει κανείς την εντυπωσιακή συσπείρωση της ΝΔ, που υπήρξε μακράν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων: 86,9% από τους ψηφοφόρους της του 2019, δηλαδή 1.956.000, ξαναψήφισαν ΝΔ – έναντι μόλις 58,2%, δηλαδή 1.037.300 ψηφοφόρων του 2019, που ξαναψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ[2].

Θεωρώντας τον προεκλογικό στόχο της ΝΔ («σταθερότητα», «επενδυτική βαθμίδα»), στόχο που αφορούσε κάποιες ελίτ, παραγνωρίσαμε την αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων (από Ελβετία, Λουξεμβούργο και Κύπρο, μέχρι Κίνα, Χονγκ Κονγκ και ΗΠΑ).

Η Τράπεζα της Ελλάδος κατέγραψε αύξηση των καθαρών εισροών Ξένων Άμεσων Επενδύσεων στην Ελλάδα την περίοδο 2021-2022, σε επίπεδα πολύ υψηλότερα του 2012.

Όπως δείχνει η έρευνα της Ντίνας Δασκαλοπούλου, υπήρξαν νέοι, κάθε άλλο παρά δεξιοί, που δεν παραγνώρισαν αυτή τη διάσταση – αντίθετα, την πήραν στα σοβαρά[3].

Θεωρώντας βέβαιη την απαξίωση του Μητσοτάκη στις ηλικίες 17-24, που είχαν σοκαριστεί με το έγκλημα στα Τέμπη, γελώντας με τα αφελή βίντεο στο Tik-tok του «θείου» που ήθελε με το ζόρι να κάτσει με τη νεολαία, δεν δώσαμε σημασία ούτε στα pass, ούτε στη μείωση της ανεργίας, ακόμα και στους νέους – έστω, με άθλιες δουλειές.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η ανεργία των νέων κάτω των 25 ετών στην Ελλάδα έπεσε,, απο το 34,2% τον Φεβρουάριο του 2022, στο 25,7% τον Φεβρουάριο του 2023

Υποτιμήσαμε, ανεπίτρεπτα για αριστερούς (και ακόμα περισσότερο για μαρξιστές), την «υλική βάση» της ηγεμονίας της Νέας Δημοκρατίας. Ήταν (και δυστυχώς παραμένει) ευκολότερο να θεωρούμε την ηγεμονία αυτή αποτέλεσμα γενικώς διεθνών τάσεων (γιατί τότε δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε συγκεκριμένα με τις εγχώριες). Τη θεωρήσαμε νομοτέλεια, λόγω της υπεροπλίας της Δεξιάς στα ΜΜΕ, σαν η υπεροπλία αυτή να μην υπήρχε όλη την περίοδο 2009-2015. Θεωρήσαμε ότι το πρόβλημα ήταν η δική μας αποξένωση στα σόσιαλ μίντια – αλλά οι εκλογές του 2012 ήταν οι πλέον «σοσιαλμιντιακές», πράγμα που δεν απέτρεψε τον «εκλογικό σεισμό» της χρονιάς εκείνης. Στην πραγματικότητα, ήδη από τις εκλογές του 2019 ξέραμε ότι η τότε επικράτηση Μητσοτάκη δεν ήταν «επικοινωνιακή»[4]: η συντηρητικοποίηση που διαπιστώνουμε το 2023, έχει ρίζες στον Σεπτέμβρη του 2015 και τον Ιούλη του ’19.

Βλέποντας την εξουσία της Δεξιάς αποκλειστικά ως δράση μέσα από κατασταλτικούς ή ιδεολογικούς μηχανισμούς, αγνοήσαμε εντελώς τους οικονομικούς μηχανισμούς του κράτους: ποιοι (δεν) φορολογούνται, πώς διανέμεται το δημόσιο και ευρωπαϊκό χρήμα, με ποιους τρόπους μια κυβέρνηση παραμένει νεοφιλελεύθερη, «χρησιμοποιώντας» ωστόσο συστηματικά το κράτος στην οικονομία [5]. Χωρίς αυτές τις διαστάσεις, για τις οποίες δεν μας φώτισαν τα διαθέσιμα θινκ-τανκ, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε την κυριαρχία της Δεξιάς στο Κέντρο: γιατί, σύμφωνα με το κοινό exit poll, 41,1% όσων δηλώνουν «κεντρώοι», ψήφισαν ΝΔ, έναντι μόλις 12,8% που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ (παρά τη μονομερή απεύθυνση του τελευταίου στη «μεσαία τάξη»).

Βλέποντας τους δρόμους να γεμίζουν για τα Τέμπη, δεν προβλέψαμε πόσο διάσπαρτη θα ήταν η αντιπολιτευτική ψήφος, πόσο γρήγορα θα άλλαζε η συζήτηση (από το έγκλημα στα τρένα, στην τύχη του «κόμματος Κασιδιάρη»), πόσο εύκολα θα μετατοπίζονταν οι ευθύνες (από την ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων, στο «ανθρώπινο λάθος» του σταθμάρχη ή στο «ρουσφέτι» που τον έφερε στη θέση του…), πώς θα λειτουργούσαν οι αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων. Και πόσο κοινή θα ήταν η «κοινή λογική» μετά τον σεισμό στην Τουρκία: «Ναι, ο Ερντογάν/Μητσοτάκης ευθύνεται […] αλλά μόνο αυτός μπορεί να τα ξαναφτιάξει»[6].

Τέλος, μένοντας στον ανταγωνισμό που είχε η ΝΔ από τα δεξιά της, δεν προβλέψαμε ότι η χρήση της υπεροχής της Δεξιάς στον δικαστικό μηχανισμό (δι’ αυτής της οδού αποκλείστηκαν από τις εκλογές, όχι μόνο ο εγκληματίας διευθυντής της Χρυσής Αυγής, αλλά και πέντε ακόμα κόμματα επίδοξων υποδοχέων της ψήφου στη ΧΑ το 2019), η ΝΔ θα κέρδιζε ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής – συγκρατώντας, επιπλέον, απώλειες προς «Νίκη» και Βελόπουλο. Σύμφωνα με το κοινό exit poll, η ψήφος στη ΧΑ του 2019 μοιράστηκε σε Ελληνική Λύση (24,5%), ΝΔ (18%) και Πλεύση Ελευθερίας (8,7%). Οι περισσότεροι απ’ όσους δήλωσαν στο exit poll «Ακροδεξιοί» (37,4%) ψήφισαν ΝΔ – έναντι 25,1% που ψήφισαν Βελόπουλο. Με τη γνώση που έχουμε εκ των υστέρων, είναι προφανές ότι ο δικαστικός ακτιβισμός της ΝΔ έπιασε.

2. Ένα ιστορικό εκλογικό αποτέλεσμα: Μεταπολίτευση από τα δεξιά;

Αν το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου είναι ιστορικό, όπως λέγεται, αυτό μπορεί να φανεί μόνο σε συγκριτική προοπτική:

* Μια τόσο ευρεία επικράτηση της Δεξιάς στο χάρτη, σε όλες τις περιφέρειες πλην Ροδόπης σημειώνεται για πρώτη φορά από το 1974. Ενδεικτικά, το 1974, παρά τον εκλογικό θρίαμβο της ΝΔ, η Κρήτη –εκτός από το Ρέθυμνο– ήταν ολόκληρη στην επιρροή της Κεντροαριστεράς (ΕΔΗΚ). Το 2023, ολόκληρη πια η Κρήτη πέρασε, και αυτή, στη Δεξιά.

* Η διαφορά του πρώτου από τον δεύτερο διεκδικητή της εξουσίας το 2023 (21 μονάδες) ήταν η μεγαλύτερη μετά το 1974 (34 μονάδες). Σε εποχές «στροφής», από τις ιδεολογίες και τα προγράμματα προς τα πρόσωπα, η διαφορά αυτή συνοψίστηκε στο δίλημμα «αναξιόπιστος Τσίπρας – αποτελεσματικός Μητσοτάκης». Όχι τυχαία, ο Μητσοτάκης ήταν μπροστά από τον Τσίπρα με διαφορά μεγαλύτερη από εκείνη μεταξύ ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν το άλλαξε το πολυδιαφημισμένο οργανωτικό «άνοιγμα» στις εσωκομματικές εκλογές.

* Σε όλη τη μνημονιακή περίοδο (2012-2019), το πρώτο κόμμα έπαιρνε από 18,85% (ΝΔ, Μάιος 2012) μέχρι 39,85% (ΝΔ, Ιούλιος 2019). Το τωρινό 40,79% της ΝΔ σηματοδοτεί το κλείσιμο της περιόδου του «αντιμνημονίου». Δεν είμαστε πίσω εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, αλλά ακόμα δεξιότερα: πρώτη ΝΔ, με μεγάλη διαφορά, ενισχυμένη Ελληνική Λύση, και ενδεχόμενη είσοδος στη Βουλή δεύτερου ακροδεξιού σχήματος (με ισχυρές επιδόσεις, ιδίως στη Β. Ελλάδα, που όμως δεν απειλούν την πρωτιά της ΝΔ): αυτός είναι συσχετισμός πρωτοφανής μεταπολιτευτικά, και βεβαίως παραπέμπει στην Ιταλία.

* Οι δυνάμεις της (Κεντρο)αριστεράς δεν έχουν πλέον εκλογικά «προπύργια» ούτε με ιστορικούς-γεωγραφικούς, ούτε με ταξικούς όρους. Οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγαλύτερες στις μικροαστικές και συντριπτικές στις εργατικές γειτονιές, αλλά μικρότερες σε προάστια όπως η Εκάλη ή η Φιλοθέη. Η ήττα του στις εργατικές γειτονιές –σε ορισμένες για πρώτη φορά μετά το 1974– έρχεται με απώλειες που δεν κατευθύνονται αριστερότερα. Η επιπρόσθετη ήττα στους νέους, τόσο του ΣΥΡΙΖΑ (από τη ΝΔ) όσο και του ΜΕΡΑ25 (από την Ελληνική Λύση) ολοκληρώνει την εικόνα μιας στρατηγικής ήττας, βαρύτερης από αυτήν του 1989-1991: το 2023 κάθε αριστερή δύναμη χάνει από κάθε άμεσο εκλογικό ανταγωνιστή στα δεξιά της, σε όλη την κλίμακα: ο ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ, το ΚΚΕ από το (πολύ δεξιότερο) ΠΑΣΟΚ, το ΜΕΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη από τη δεξιότερη Πλεύση Ελευθερίας και την ακροδεξιά «Νίκη», η ΑΝΤΑΡΣΥΑ –σχήμα με γείωση χρόνων σε κοινωνικούς χώρους (πανεπιστήμιο, σωματεία, γειτονιές)–, μένει πίσω από προσωποπαγή ακροδεξιά σχήματα με διαδρομή λίγων μηνών. Ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει πανελλαδικά ψήφους κυρίως προς το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Στο εσωτερικό του, η έστω μετριοπαθής εσωκομματική αντιπολίτευση βλέπει ιστορικά στελέχη της εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας, ενώ ενισχύονται οι θέσεις «προεδρικών» στελεχών και μιντιακών προσωπικοτήτων. Σε όλη δε την περίοδο ως τις εκλογές του Ιουνίου, η Αριστερά και η Κεντροαριστερά δυσκολεύονται να υπερασπιστούν την κοινή ατζέντα τους, από τον αντιεθνικισμό και την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, ως την προοδευτική φορολογία.

3. Το ΜΕΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη

Μετά την καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ, το αποτέλεσμα του ΜΕΡΑ25 ήταν το δεύτερο σοκ για τον κόσμο της Αριστεράς. Οριστική αποτίμηση δεν μπορεί να γίνει, όσο ο αγώνας συνεχίζεται. Μέχρι τις 25 Ιουνίου, όμως, υπάρχουν ορισμένα πράγματα που μπορούν να υποστηριχθούν με σχετική ασφάλεια:

* Σε αντίθεση με μια πιο «μεσοστρωματική» ψήφο το 2019, οι ψηφοφόροι του 2023 ήταν κυρίως φοιτητές (5,8%) και ιδιωτικοί υπάλληλοι (3,9%) (βλ. κοινό exit poll). Με βάση το ιδεολογικό προφίλ, η πιο συμπαγής ομάδα ψηφοφόρων ήταν όσοι δήλωσαν «Ακροαριστεροί» (7,3%) και «Αριστεροί» (5,5%).

* Η συμμαχία καθυστέρησε να μονταριστεί, πλήρωσε την οργανωτική ισχνότητα  των συνιστωσών της (όπως ακριβώς, τηρουμένων των αναλογιών, συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ) και πήγε στις εκλογές με μικρή συσπείρωση (κάτω από 40%), αποτέλεσμα και της πίεσης για το σύστημα Δήμητρα. Είναι προς τιμή της συμμαχίας ότι, από τη ρήξη, ως την ατζέντα για τα δικαιώματα, το ΜΕΡΑ25 υπερασπίστηκε δύσκολες επιλογές, στον αντίποδα της Πλεύσης Ελευθερίας, που είχε λίγη αγάπη (κυριολεκτικά) για όλους.

* Οι περισσότερες απώλειες σε σχέση με το 2019 (περίπου το 20% των ψηφοφόρων του) πήγαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, σημαντικό ποσοστό, εμφορούμενο πιθανότατα από δεξιά αντιπολιτικά/αντι-ΣΥΡΙΖΑ αντανακλαστικά, κινήθηκε προς την Πλεύση Ελευθερίας, και λιγότερο προς το ΚΚΕ.

Από τη μια πλευρά, λοιπόν, η συμμαχία έχανε από ψηφοφόρους που ιεραρχούσαν πρώτο το να φύγει η ΝΔ από την κυβέρνηση, που έβλεπαν την πρόταση των «7 συν 1 σημείων» ανεφάρμοστη και που θεώρησαν το πρόγραμμα της «ρήξης» ανεπίκαιρο, οχτώ χρόνια αφότου η προοπτική αυτή έχανε, από θέσεις πολύ ευνοϊκότερες σε σχέση με σήμερα. Από την άλλη, οι απώλειες κατευθύνονταν σε χώρους με προσανατολισμό «πέραν της Αριστεράς» και, σε κάθε περίπτωση, απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.

4. Η επόμενη μέρα

Από την προεκλογική «μετριοπάθεια», η ΝΔ μετατοπίζεται μετεκλογικά σε πιο σκληρές θέσεις, με διακηρυγμένο το στόχο της αυτοδυναμίας και των 180 βουλευτών. Η διχαστική πίεση κατά της εθνικής μειονότητας στη Ροδόπη (όπου το 2019 είχε κερδίσει η ΝΔ…), οι δηλώσεις περί «ντεμοντέ» προστασίας της πρώτης κατοικίας και το κλίμα επικοινωνιακής τρομοκρατίας ακόμα και για τις πιο μετριοπαθείς θέσεις υπέρ της φορολογίας, δείχνουν μια ΝΔ με ισχυρή αυτοπεποίθηση. Επιπλέον, η εσωστρέφεια στον ΣΥΡΙΖΑ, η πόλωση στην Κεντροαριστερά και το κλίμα «ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά», που καλλιεργούν, με διαφορετικό περιεχόμενο, κόμματα της αντιπολίτευσης (από το κεντρώο ΠΑΣΟΚ και την Πλεύση Ελευθερίας, ως την ακροδεξιά, φιλο-αντιεμβολιαστική Νίκη), την ευνοούν.

Έχουμε ηγεμονία μιας «πληθυντικής» Δεξιάς (ΝΔ, Ελληνική Λύση, Νίκη). Έχουμε μια προαναγγελθείσα νεοφιλελεύθερη πολιτική (εκατοντάδες χιλιάδες πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας ενόψει, πάγωμα μισθών για δύο χρόνια, τερματισμό επιδοτήσεων για τους λογαριασμούς της θέρμανσης, φορολογία «φιλική» στις επιχειρήσεις). Και, βραχυπρόθεσμα, έχουμε κυρίως τη δυνατότητα να εμποδίσουμε την αυτοδυναμία της ΝΔ, στηρίζοντας μια αξιόπιστη αριστερή αντιπολίτευση, αντί του «ούτε Δεξιά, ούτε Αριστερά». Αντιπολίτευση στη ΝΔ χωρίς ορατή (και στοιχειωδώς συντονισμένη) Αριστερά, είναι αδύνατη.

__________________

[1] Δημήτρης Τερζής, «Πλιάτσικο 15 δισ. με τις απευθείας αναθέσεις», Εφημερίδα των Συντακτών 2.6.2023. Την πλευρά αυτή είχε αναδείξει νωρίτερα, σε ένα από τα πιο εύστοχα κείμενα αποτίμησης των εκλογών, ο Πάνος Κοσμάς. Βλ. «Το μπλοκ των «ικανοποιημένων» και η… απιστία της μεσαίας τάξης», Εφημερίδα των Συντακτών, 23.5.2023. Σε ανάλογο μήκος, βλ. επίσης: Μάικλ Ρόμπερτς, «Ελλάδα, το επόμενο κεφάλαιο» (μτφρ.: Θάνος Λυκουργιάς), Rproject, 4.6.2023 και Χρήστος Λάσκος, «Τι ψηφίσατε ρε μαλάκες;», Rproject, 4.6.2023

[2] Γιάννης Μαυρής, «Οι εκλογικές μετατοπίσεις στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου Η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδοτεί το τέλος του μνημονιακού διπολισμού», mavris.gr, 6.6.2023

[3] «Ψηφίζω αυτόν που φέρνει εδώ τις Big Tech, τη Microsoft, την Google, την Amazon -εκεί θέλω να δουλέψω. Οι αριστεροί καλοί είναι για να πιούμε ένα τσίπουρο, έντιμοι όλοι τους και διαβασμένα παιδιά, αλλά κανένας δεν μου λύνει το οικονομικό πρόβλημα». Βλ. Ντίνα Δασκαλοπούλου, «Ετσι ξεπέρασε το 40% η Νέα Δημοκρατία», Εφημερίδα των Συντακτών, 30.5.2023

[4] Βλ. ενδεικτικά: Ηλίας Ιωαννίδης – Πέτρος Τσαουσάκης (επιμ.), Οι πρώτες εκλογές μετά το Μνημόνιο (2019). Η ακτινογραφία της ψήφου, Παπαζήσης 2020.

[5] Στο Συνέδριο Ουόλτερ Λίπμαν, το 1938, στο Παρίσι, ο Γερμανός οικονομολόγος και κοινωνιολόγος Αλεξάντερ Ρούστοφ, εισηγητής του όρου «νεοφιλελευθερισμός», εξηγεί: «Τι είναι αυτό που πραγματικά διακρίνει τον δικό μας νεοφιλελευθερισμό από τον εδώ και καιρό ηττημένο παλαιο-φιλελευθερισμό του laissez-faire; Η διαφορά είναι η εξής: δεν εξοβελίζουμε το κράτος από την οικονομία [αλλά] εξαρχής αναθέτουμε στο ισχυρό και ανεξάρτητο κράτος το ουσιώδες καθήκον της αστυνόμευσης της αγοράς, προκειμένου να διασφαλιστούν η οικονομική ελευθερία και ο πλήρης ανταγωνισμός». Το παραθέτει ο Βέρνερ Μπόνεφελντ, βλ. Ισχυρό κράτος και ελεύθερη οικονομία (μτφρ.: Καλλιρόη Τάγκα), Angelus Novus 2021.

[6] Νίκος Γιαννόπουλος, «Εκλογές στην Τουρκία και την Ελλάδα: μεγάλη ήττα, ομοιότητες και διαφορές», Rednblack, 1.6.2023

You May Also Like

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…