Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, στο βιβλίο του Γυναίκες, έχει ένα απόσπασμα από απ’ το βιβλίο Αδελάντε του Φιγκέιρα, που ήταν το αναγνωστικό στα σχολεία της Ουρουγουάης.  Γράφει, λοιπόν, πως «ένα κορίτσι παίζει με δύο κούκλες και τις μαλώνει για να κάθονται φρόνιμες. Μοιάζει και η ίδια με κούκλα, όχι μόνο επειδή είναι όμορφο και καλό κορίτσι, αλλά κι επειδή δεν ενοχλεί κανέναν». Κάπως έτσι κυλούν οι αιώνες. Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε σε δεκαετίες ενοχής, προσπαθώντας να κάνουμε ησυχία σε όσα κάνουν αντίλαλο μέσα μας, νιώθοντας αόρατες σε μια πατριαρχική κοινωνία που μας θέλει υποφερτά συνεργάσιμες.

Η χρονιά που μας πέρασε τράβηξε το πέπλο που από κάτω του φώλιαζαν ιστορίες ασφυξίας, φανερώνοντας την κακοποίηση που κάπως αυτονόητα δέχονταν γυναίκες, θηλυκότητες και αγόρια, εσωτερικεύοντας ένα αίσθημα ευθύνης κι αυτοτιμωρίας για όσα βίωναν, και καθιστώντας τον απεγκλωβισμό τους ένα ανέφικτο σενάριο. Η Σοφία Μπεκατώρου ήταν το νερό που έπεσε στον σπόρο, έναν σπόρο που εντατικά, τα τελευταία τουλάχιστον πέντε χρόνια, καλλιεργείται για να ισχυροποιηθεί ο φεμινιστικός λόγος, επιμένοντας με πείσμα στην ανάδειξη έμφυλων ζητημάτων. Το σπουδαίο της εξομολόγησής της μού φανερώθηκε σε μια συζήτηση που είχα μαζί της, και που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι ο βιασμός αποτελεί από μόνος του βία όμως, όταν δεν αφήνει σημάδια, παραπλανεί και μπερδεύει, εγκαθίσταται μέσα μας διαστρεβλωμένος και θολός, κάνοντάς μας να αναρωτιόμαστε, ακροβατώντας στο τεντωμένο σχοινί της λογικής μας, για το αν πραγματικά συνέβη. Η συμβολή, λοιπόν, της απόφασής της να βρεθεί στο στόχαστρο σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, είναι σε όλες εκείνες τις προσωπικές διαπιστώσεις που κάναμε για τις φορές που αμφιβάλλαμε για το κατά πόσο συναινέσαμε σε ανθρώπους που δεν μας κυνήγησαν σε κάποιο στενό ένα βράδυ, αλλά μπορεί να υπήρξαν σύντροφοι κι οικογένειά μας.

Από τότε μέχρι σήμερα, το νήμα έπιασαν πολλές γυναίκες, κυρίως στον χώρο του θεάτρου και του αθλητισμού, ενώ ανεπιτυχώς –για την ώρα– αρθρώθηκαν καταγγελίες στον δημοσιογραφικό και πανεπιστημιακό χώρο. Οι ψυχαγωγικές εκπομπές αυτοανακηρύχθηκαν θεματοφύλακες του ελληνικού metoo, γκρεμίζοντας στο πηγάδι της τηλεοπτικής λήθης εκατοντάδες ώρες σεξιστικού και κακοποιητικού λόγου, τσαλαβουτώντας, όπως φανερώνεται σιγά-σιγά, σε μια εύπεπτη συνθηματολογία που αγκαλιάζει το κοινό αίσθημα χωρίς να εμβαθύνει όχι στον φεμινιστικό λόγο, αλλά στη σπουδαιότητα όσων διακυβεύονται. Έτσι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, παρακολουθούμε παρουσιάστριες που φιλοξενούν συστηματικά καλεσμένους που αρθρώνουν τοξικό λόγο, να εκπληρώνουν τις οριακά προμελετημένες φεμινιστικές εκρήξεις τους ή ακόμη χειρότερα, να στέκονται απαθείς μπροστά σε περσόνες που εξομολογούνται τον θαυμασμό και την αγάπη τους για ανθρώπους που δικάζονται για φρικαλέα εγκλήματα, βάζοντάς τους σε πρόγραμμα πλυντηρίου για δύσκολους λεκέδες.

Στον αντίποδα του πάντα απογοητευτικού lifestyle, βρίσκεται ο δρόμος, εκεί όπου η διεκδίκηση της ορατότητας γίνεται με αδιαπραγμάτευτους όρους. Με τη συμβολή των social media, που για χρόνια χλευάστηκαν σαν η «επανάσταση του καναπέ», και που σήμερα καταφέρνουν να φέρουν τούμπα αδικίες και παραβιάσεις, τα φεμινιστικά μπλοκ πληθαίνουν σε κάθε πόλη και γειτονιά, προκαλώντας ένα ενθουσιώδες σάστισμα σε όλες όσες κάποτε γελάγαμε μεταξύ μας, λέγοντας πως «σε μια κλούβα θα μας χωρέσουν όλες».

Με 18 καταγεγραμμένες γυναικοκτονίες την προηγούμενη χρονιά, με κορίτσια που βρίσκονταν σε ομηρία ζητώντας βοήθεια από μια σερβιτόρα στην απέναντί τους καφετέρια, με γυναίκες που καθάριζαν σπίτια και βρέθηκαν να κακοποιούνται σε μια πολυκατοικία, η πόλη αυτή βρίσκεται επιτέλους σε καθεστώς φασαρίας. Η μαύρη και η κόκκινη μπογιά, δίνουν χώρο στη ροζ ή στη μωβ, γυναικεία ονόματα βάφουν τους τοίχος. Οι δρόμοι που περπατάμε δεν έχουν πια επιστροφή: πιστεύουν τη Γεωργία στη Θεσσαλονίκη, λένε συνθήματα για την Αμαλία έξω απ’ το Εφετείο, ζητάνε δικαιοσύνη για τη Zackie, δεν ξεχνούν το ρήγμα που άνοιξε η Ελένη, που δεν επέστρεψε ποτέ απ’ τη Ρόδο. Θαρρείς πως μπορεί κανείς να ακούσει την ορμητικότητα στα βήματα μας, που δεν έχει νόημα να αξιολογήσουμε πόσο μικρά ή πόσο μεγάλα είναι, αλλά την κατεύθυνση που έχουν πάρει.

Πολλές φορές τίθεται το ερώτημα γιατί πιστεύουμε ακαριαία τα θύματα. Μπορώ να σκεφτώ ένα κάρο λόγους, όμως αυτό που θέλω σε αυτή τη φάση να τονίσω είναι ότι καμία γυναίκα δεν θέλει να έχει βιαστεί και να μπει στο στόχαστρο γι’ αυτό. Καμία γυναίκα δεν θέλει να περιφέρεται από ιατροδικαστή σε ανακριτή κι από δικηγόρο σε δημοσιογράφο για να περιγράψει τον τρόπο που έπεσε θύμα βιασμού. Καμία γυναίκα δεν αποφασίζει ελαφρά τη καρδία να μιλήσει για μια ερωτική ιδιωτική της στιγμή που ανέβηκε χωρίς τη συναίνεσή της στο διαδίκτυο, ξέροντας ότι αρκετοί θα αποφανθούν ότι τα ήθελε και τα έπαθε, μετατρέποντας το σεξ σε μια εκδικητική τιμωρία, εξαντλώντας την ανύπαρκτη ενσυναίσθησή τους σε ένα τοξικό shaming λόγο.

Οι φεμινιστικές πορείες έρχονται από το μέλλον. Φοράνε και κρατάνε γόβες, σκαρώνουν ευφάνταστα συνθήματα που τραγουδιούνται με ήχους σύγχρονους, δημιουργώντας κι εκεί μια ρήξη με το «παραδοσιακά» κινηματικό. Έχουμε χρέος να προσπαθήσουμε, μέσα απ’ τις εαυλωτότητές μας, να δημιουργήσουμε τους τόπους που θα νιώθουμε ασφαλείς σε μια κοινωνία γεμάτη από λεβέντες, όπου οι φεμινισμοί θα είναι οι δικές μας πέτρες. Προφανώς και είμαστε σε πόλεμο με την πατριαρχία και προφανώς έχουμε στα χέρια μας μια μεγάλη ευκαιρία να την τραυματίσουμε. Θα το κάνουμε όμως με τα δικά μας όπλα, τους δικούς μας όρους, που δεν επανατραυματίζουν, που προστατεύουν, που κατανοούν και που χαμογελάνε μπροστά από εκείνον τον τοίχο στο κέντρο της Αθήνας που λέει πως, «αν φοβηθείς απ’ το σκοτάδι της νύχτας, εμείς θα βάλουμε φωτιά στην πόλη». Έχουμε φοβηθεί πολύ. Μας αξίζει το φως!

Η φωτογραφία από τη φεμινιστική διαδήλωση της Αθήνας είναι του Μάριου Λώλου.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…