EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ

Η πολιτογράφηση αποτελεί μέχρι και σήμερα την κύρια διαδικασία κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας από ενήλικες αλλοδαπές και αλλοδαπούς πολίτες τρίτων χωρών ή χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα κρίσιμο στάδιο της διαδικασίας αυτής είναι η εξέταση συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων πολιτογράφησης που ορίζονται στον νόμο και αφορούν την ένταξη του αιτούντα και της αιτούσας στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας. Σε αντίθεση με το νομικό πλαίσιο που αφορά την κτήση της ιθαγένειας από τη δεύτερη γενιά μεταναστών και μεταναστριών, που έχει υποστεί αλλεπάλληλες τροποποιήσεις τα τελευταία χρόνια, το νομικό πλαίσιο για την πολιτογράφηση ενηλίκων χαρακτηριζόταν μέχρι πρότινος από κάποια σταθερότητα, μέχρι τις πρόσφατες αλλαγές που επέφερε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με τον ν. 4735/2020, όπως τροποποιήθηκε, αλλά και με τις συνακόλουθες υπουργικές αποφάσεις.

Δύο από τις σημαντικότερες αλλαγές που εισήχθησαν στο δίκαιο της ιθαγένειας με τις παραπάνω νομοθετικές τροποποιήσεις ήταν αφενός οι εξετάσεις για την απόκτηση του Πιστοποιητικού Επάρκειας Γνώσεων για Πολιτογράφηση (ΠΕΓΠ), κατά το πρότυπο των πανελλαδικών εξετάσεων με θέματα από Τράπεζα Θεμάτων, και αφετέρου η εξέταση τεκμηρίων οικονομικής και κοινωνικής ένταξης, όπου για πρώτη φορά εισήχθη ως προϋπόθεση για την πολιτογράφηση η κάλυψη ενός ελάχιστου ετήσιου εισοδήματος για προηγούμενα έτη νόμιμης διαμονής.

Όσον αφορά τις εξετάσεις για την απόκτηση του Πιστοποιητικού Επάρκειας Γνώσεων για την Πολιτογράφηση, πολλά έχουν ειπωθεί στον δημόσιο λόγο. Η πληθώρα πολύ ειδικών ερωτήσεων για την ελληνική ιστορία και γεωγραφία, τον πολιτισμό, το πολίτευμα και τους θεσμούς του, στις οποίες καλείται να απαντήσει ο εξεταζόμενος και η εξεταζόμενη, μαρτυρούν μία προσέγγιση στείρας αποστήθισης σκόρπιων πληροφοριών που ουδόλως αφορούν τις ανάγκες της καθημερινής ζωής και την ουσιαστική σύνδεση ενός ατόμου με την κοινωνία και την πραγματικότητά της. Ενισχύουν, αντίθετα, την αίσθηση ενός καφκικού σχήματος αποθάρρυνσης και απομάκρυνσης ανθρώπων από την κτήση της ιθαγένειας με το πέπλο της διαφάνειας και της αξιοκρατίας.

Πολλοί αιτούντες την πολιτογράφηση που καταφέρνουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να περάσουν τον σκόπελο της απόκτησης του παραπάνω πιστοποιητικού βρίσκουν έναν δεύτερο τοίχο να ορθώνεται μπροστά τους και να εμποδίζει την αποδοχή της αίτησής τους: τα εισοδηματικά κριτήρια για την απόδειξη της ένταξής τους στην οικονομική ζωή της χώρας. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών το 2021 ορίστηκε το ύψος του ελάχιστου ετήσιου εισοδήματος που πρέπει να αποδεικνύεται για τα προηγούμενα 3, 5 ή 7 έτη, ανάλογα με την άδεια παραμονής που διαθέτει ο αιτών και η αιτούσα. Ενώ η ρύθμιση αυτή υπήρχε στο αρχικώς κατατεθέν προς ψήφιση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών για την Τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, η διάταξη περί εισοδηματικών κριτηρίων απαλείφθηκε μετά από έντονες αντιδράσεις, με τον τότε Υπουργό Εσωτερικών, Τ. Θεοδωρικάκο, να δηλώνει από το βήμα της Βουλής ότι «με αυτόν τον τρόπο ρυθμίστηκε με μέτρο και λογική ένα πρόβλημα που θα καθιστούσε απαγορευτικό για πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων, που επιθυμούν να γίνουν Έλληνες και που συμπληρώνουν όλα τα υπόλοιπα τεκμήρια που προβλέπει ο Κώδικας Ιθαγένειας». Ωστόσο, λίγο καιρό μετά, το 2021, και σε πλήρη αντίθεση με όσα είχαν διαμειφθεί στην Βουλή και με όσα τελικά ψήφισε το νομοθετικό όργανο, ο τότε Υπουργός Εσωτερικών, Μ. Βορίδης, επανέφερε διά της οδού της απλής υπουργικής απόφασης τα εισοδηματικά κριτήρια.

Είναι σαφές ότι τα εισοδηματικά κριτήρια που ανατρέχουν σε προγενέστερα έτη δεν συνιστούν κριτήριο ένταξης στην ελληνική κοινωνία, αλλά κριτήρια ή «φίλτρο» αποκλεισμού μίας σημαντικής μερίδας ανθρώπων που ζητούν την ελληνική ιθαγένεια, ακόμα και αν πληρούν όλα τα υπόλοιπα ουσιαστικά κριτήρια. Σε μία Ελλάδα που αντιμετώπισε μακροχρόνια οικονομική κρίση και το βαρύ πλήγμα στην αγορά εργασίας κατά την περίοδο της πανδημίας, με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, αλλά και το μόνιμο πρόβλημα της υποδηλωμένης και αδήλωτης εργασίας, η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση φαίνεται -πολύ σκοπίμως- να παραγνωρίζει το γεγονός ότι τα φαινόμενα αυτά έθιξαν πρωτίστως τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, μεταξύ των οποίων τα άτομα χωρίς ελληνική ιθαγένεια. Τα άτομα αυτά αντί να  ενισχυθούν από το κράτος που οφείλει, αλλά αποτυγχάνει να τα προστατεύει από φαινόμενα εκμετάλλευσης, τελικώς «τιμωρούνται», καθώς αποκλείονται έτι περαιτέρω από την κτήση της ιθαγένειας επί τη βάσει της μη επίτευξης εισοδηματικών ορίων.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το μέτρο αυτό, παρ’ όλο που εισήχθη το πρώτον το 2021, εφαρμόστηκε και σε όλες τις μέχρι τότε εκκρεμείς αιτήσεις πολιτογράφησης. Η ρύθμιση αυτή, δεδομένης της μεγάλης καθυστέρησης εξέτασης των αιτήσεων από τις αρμόδιες αρχές, αφορά χιλιάδες ανθρώπους που έχουν κάνει την αίτησή τους πολλά χρόνια πριν, έχουν κάνει όλα τα απαραίτητα βήματα, έχουν καταβάλει όλα τα υψηλού κόστους έξοδα της διαδικασίας και περιμένουν καρτερικά για χρόνια μία απάντηση. Ήδη οι περισσότερες απορριπτικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί αφορούν αιτήσεις του 2016, 2017 ή 2018, πολλές από τις οποίες απορρίπτονται μόνο λόγω μη κάλυψης των εισοδηματικών κριτηρίων, έστω για ένα  από τα απαιτούμενα έτη. Η εφαρμογή του νέου νομικού πλαισίου σε όλες τις εκκρεμείς αιτήσεις συνιστά ανεπίτρεπτο αιφνιδιασμό και κατάφορη προσβολή των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοίκησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου.

Το μέτρο αυτό αποδεικνύει όσο πιο εύγλωττα γίνεται την ταξική προσέγγιση του ζητήματος της κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας, με στόχο τον αποκλεισμό των πιο ευάλωτων οικονομικά και κοινωνικά ανθρώπων και σε απόλυτη ευθυγράμμιση με την εθνικιστική ρητορική περί «μη μόλυνσης» του ελληνικού λαού από αλλοδαπούς βιοπαλαιστές και βιοπαλαίστριες. Η ρύθμιση είναι διπλά ταξική: αφενός αποκλείει τους ανθρώπους αυτούς από την κτήση της ιθαγένειας λόγω του ύψους του ετήσιου εισοδήματός τους που θεωρείται χαμηλό και αφετέρου διαιωνίζει την ευάλωτη θέση τους στην κοινωνία και την έκθεσή τους σε φαινόμενα εργασιακής εκμετάλλευσης και διακρίσεων. Οι άνθρωποι αυτοί ζουν, εργάζονται και φορολογούνται σε αυτόν τον τόπο επί δεκαετίες, δίπλα μας, μαζί μας, αλλά παραμένουν αόρατοι για την Πολιτεία, που συστηματικά και στρατηγικά θέτει εμπόδια στον αγώνα τους να αναγνωριστούν ως ισότιμοι πολίτες, με πολιτικά δικαιώματα και λόγο για τα δημόσια πράγματα της χώρας, που στο κάτω κάτω αφορούν άμεσα και τις δικές τους ζωές.
Η Ελένη Δημητρίου είναι δικηγόρος Αθηνών, μέλος της συλλογικότητας Πίσω Θρανία, εκπαίδευση χωρίς διακρίσεις

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…