Σύμφωνα με τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια, ο πληθωρισμός είναι η ταυτόχρονη άνοδος όλων των τιμών και σύμφωνα με την Investopedia οφείλεται στην αύξηση της προσφοράς του χρήματος. Όταν επιχειρήσουμε να μετρήσουμε τον πληθωρισμό τότε το αποτέλεσμα είναι μια μέση τιμή όλων των προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτός ο μέσος όρος είτε αντανακλά μια ομοιόμορφη αύξηση των τιμών, λόγω της μεγαλύτερης προσφοράς χρήματος, είτε αντανακλά την αύξηση ορισμένων μόνο παραγόντων – προϊόντων ή υπηρεσιών.

Εδώ θα εισηγηθούμε κάτι άλλο για τον πληθωρισμό και θα τον διαχωρίσουμε από αυτό που ονομάζεται «ακρίβεια». Δεν αρκεί να έχουμε πληθωρισμό για να «νιώθουμε» την ακρίβεια στην αγορά ή στην τσέπη μας.

Πληθωρισμός και διαβρωτική ακρίβεια δεν ταυτίζονται πάντα

Σε μια οικονομία μπορεί να υπάρχει χαμηλός πληθωρισμός, ως αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, στα πολιτικά όρια ή και κάτω από αυτά που βάζουν οι βασικές κεντρικές τράπεζες (2%), αλλά ταυτόχρονα να υπάρχουν διαφορετικά «καλάθια» καταναλωτή για διαφορετικά κοινωνικά και εισοδηματικά στρώματα, με διακριτούς δείκτες τιμών καταναλωτή. Γενικός πληθωρισμός 2% μπορεί να συνδυάζεται με διακριτό δείκτη τιμών καταναλωτή 8%, που αφορά συγκεκριμένα εισοδηματικά στρώματα και απαρτίζεται από προϊόντα και υπηρεσίες που οι τιμές τους αυξάνονται πολύ ταχύτερα από την μέση τιμή όλων των άλλων προϊόντων.

Αντίστροφα, μπορεί να υπάρξει οικονομία με Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή 8% που συνοδεύεται από ονομαστικές αυξήσεις εισοδημάτων και μισθών 9%. Στην  περίπτωση αυτή, η άνοδος των τιμών δεν γίνεται αντιληπτή στα εισοδηματικά στρώματα που οι ονομαστικές αποδοχές τους αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό. Μια «υπερθερμαινόμενη» οικονομία όπου ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ισχυρός και διατηρείται για παρατεταμένο διάστημα και όπου η κατανάλωση και οι επενδύσεις είναι ισχυρές συνιστώσες του ρυθμού ανάπτυξης, μπορεί να έχει μέτριο ή υψηλό πληθωρισμό αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι η παρατηρούμενη σχετική ακρίβεια συνιστά κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα.

Όσο οι μισθοί και γενικότερα τα εισοδήματα αυξάνονται παράλληλα με την αύξηση των τιμών των προϊόντων, ο μέτριος ή ο λίγο υψηλότερος πληθωρισμός (6 με 10%) δεν συνιστά κάποιου είδους πρόβλημα. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Δηλαδή, ένας μέτριος ή λίγο υψηλότερος πληθωρισμός είναι απαραίτητος για μια οικονομία με δυναμισμό. Ο μέτριος ή λίγο υψηλότερος πληθωρισμός ευνοεί την παραγωγική δραστηριότητα και κατευθύνει περισσότερες επενδύσεις σε παραγωγικές μονάδες παρά σε χρηματοοικονομικά στοιχεία. Ευνοεί την αγορά εισροών και την πώληση προϊόντων σε συμφέρουσες μελλοντικές τιμές. Διαβρώνει το χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών και ευνοεί τους δανειολήπτες κάθε είδους. Όμως ο σημερινός πληθωρισμός δεν είναι τέτοιος, θετικός, πληθωρισμός.

Πού οφείλεται η σημερινή ακρίβεια;

Ο σημερινός πληθωρισμός του 11% στην ελληνική οικονομία, που πολύ πιθανά να φτάσει, τέλη καλοκαιριού του 2022, το 15%, δεν είναι πληθωρισμός «υπερθέρμανσης», ούτε οφείλεται στην περίσσια προσφορά χρήματος. Ειδικά για την ελληνική οικονομία, ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ασθενικός, η εγχώρια κατανάλωση ασθενέστερη, η παραγωγικότητα εξαιρετικά αδύναμη και οι επενδύσεις δεν επαρκούν ούτε για να καλύψουν τις αποσβέσεις. Μιλάμε για μια οικονομία που λειτουργεί υπό συνθήκες μακροχρόνιας συρρίκνωσης, τόσο σε όρους παγίου κεφαλαίου, όσο και σε όρους παραγωγικών δεξιοτήτων.

Θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε τις γνωστές διαπιστώσεις πως ο πληθωρισμός είναι εισαγόμενος, οφείλεται στη ξαφνική άνοδο της ζήτησης σε μια σειρά από προϊόντα και στην αδυναμία της προσφοράς, κατά την έξοδο από τα lockdowns των δυτικών οικονομιών, στη διάλυση των εφοδιαστικών αλυσίδων, λόγω πανδημίας και πολέμου, στη λειτουργία των αγορών και χρηματιστηρίων άνθρακα και ενέργειας, ειδικότερα στην Ελλάδα. Οι διαπιστώσεις αυτές ισχύουν και με το παραπάνω. Όμως εδώ θα διαπιστώσουμε και κάτι διαφορετικό και ίσως παράδοξο, εκ πρώτης όψεως. Οι διαπιστώσεις αυτές εντοπίζουν πραγματικές αιτίες του πληθωρισμού που όμως δεν επενεργούν υλικά στο αποτέλεσμα, στην ακρίβεια δηλαδή. Οι κρίκοι της αιτιότητας που εκπροσωπούν είναι τόσο μακρινοί που απαιτούν και άλλους ενδιάμεσους κρίκους αιτιών για να καταλάβουμε πως ένας μέτριος ή υψηλός πληθωρισμός μετατρέπεται σε σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης, για όλα τα λαϊκά εισοδηματικά στρώματα. Με λίγα λόγια, ακόμα και αν εντοπίσουμε σωστά το πρόβλημα στην κρίση π.χ. των εφοδιαστικών αλυσίδων, τι μπορούμε να κάνουμε για αυτό; Η απάντηση είναι πως δεν μπορούμε να κάνουμε σχεδόν τίποτα. Την πραγματικά δρώσα αιτία θα πρέπει να τη βρούμε άλλου, πιο κοντά στο οδυνηρό αποτέλεσμα της διαβρωτικής ακρίβειας.

Πότε και ποιος πληθωρισμός γίνεται οξύ πρόβλημα ακρίβειας για τα λαϊκά στρώματα;  

Όταν η αύξηση των τιμών πλήττει αγαθά και προϊόντα ή υπηρεσίες που η κατανάλωση τους δεν μπορεί να αναβληθεί, (όπως η κατανάλωση ενέργειας, τροφίμων, ενοικίων, υγείας, εκπαίδευσης, διακοπών), ή να υποκατασταθεί, τότε η αγοραστική δύναμη των εισοδηματικών στρωμάτων που καταναλώνουν αυτά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες διαβρώνεται. Όταν η αύξηση των τιμών αφορά προϊόντα ή υπηρεσίες που η κατανάλωση τους μπορεί να αναβληθεί στο μέλλον (νέες κατασκευές, αυτοκίνητα, άλλα διαρκή καταναλωτικά αγαθά), ή να υποκατασταθεί εύκολα, τότε το πρόβλημα της ακρίβειας δεν είναι τόσο οξύ. Στην πραγματικότητα, σχεδόν το σύνολο των πληβειακών εισοδημάτων αγοράζουν προϊόντα και υπηρεσίες που η κατανάλωση τους δεν μπορεί να αναβληθεί. Ιστορικά, οι μισθωτές – πληβειακές τάξεις αντιμετωπίζουν υψηλότερο πληθωρισμό από ότι είναι, κάθε φορά, ο μέσος πληθωρισμός και η ακρίβεια που αντιμετωπίζουν είναι διαβρωτική της, ήδη, χαμηλής αγοραστικής τους δύναμης. Είναι ένας άλλος τρόπος να υποτιμάται η εργατική δύναμη, διαφορετικός από την μείωση του ονομαστικού μισθού, που είδαμε, στην ελληνική οικονομία, σε πλήρη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια των μνημονίων.

Η δεύτερη συνθήκη, να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα ακρίβειας ένας μέσος ή λίγο υψηλότερος πληθωρισμός, είναι όταν αυτός ο πληθωρισμός επιμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τότε στη περίπτωση αυτή οι επιχειρήσεις και ειδικά αυτές που έχουν μεγάλη δύναμη στην αγορά θα ορίσουν υψηλότερες τιμές, εάν πιστεύουν ότι το κόστος τους θα συνεχίσει να αυξάνεται και οι ανταγωνιστές τους θα αυξάνουν επίσης τις τιμές, για να συμβαδίσουν με το αυξανόμενο παραγωγικό κόστος και να διατηρήσουν αμετάβλητα ή να αυξήσουν τα κέρδη τους. Από τη στιγμή που η προσδοκία για τακτικές, συνολικές αυξήσεις τιμών κλειδωθεί, μπορεί να είναι δύσκολο να αντιστραφεί. Σε αυτήν την κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα και αυτή είναι η δρώσα – άμεση αιτία του υψηλού πληθωρισμού, στην ελληνική οικονομία, και όχι τόσο η μακρινή αιτιοκρατική σχέση με τις αυξημένες διεθνείς τιμές, τις δυσλειτουργίες των εφοδιαστικών αλυσίδων ή την αφηρημένη δράση των αγορών και των χρηματιστηρίων. Όλοι οι προσδιοριστικοί παράγοντες των πληθωριστικών φαινομένων ενσωματώνονται μέσα σε συγκεκριμένα εγχώρια συστήματα διαμόρφωσης τιμών, σε ειδικές συνθήκες άσκησης μονοπωλιακής δύναμης και μέσα από τις τιμολογιακές πολιτικές των επιχειρήσεων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ζούμε υπό συνθήκες ενός «διοικητικού – λογιστικού» πληθωρισμού (administrative inflation), δηλαδή, ενός πληθωρισμού όπου τα λογιστήρια των επιχειρήσεων καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το μέγεθός του και την ταχύτητα ανόδου του[1].

Τέσσερις είναι οι πηγές «διοικητικού» πληθωρισμού: Πρώτον, επιχειρήσεις με μεγάλη και ισχυρή θέση στην αγορά που τιμολογούν, με αυξανόμενο πάγιο κόστος, πάνω σε λιγότερες μονάδες προϊόντος. Δεύτερον, ο όγκος των κερδών παραμένει αμετάβλητος, ως στόχος, και ενσωματώνεται στο πάγιο κόστος που καθορίζει την τιμολόγηση. Τρίτον, υπάρχει αδυναμία εισόδου σε νέους παραγωγούς και άρα συνθήκες διατήρησης της ισχυρής θέσεως στην αγορά με αμετάβλητες ποσότητες παραγόμενων προϊόντων. Τέταρτον, οι μικρές επιχειρήσεις ακολουθούν τη συμπεριφορά των μεγάλων και καθοδηγούνται από τις πληθωριστικές προβλέψεις και προσδοκίες των ηγετών επιχειρήσεων τιμολογώντας ανάλογα.

Με λίγα λόγια σήμερα, επικρατούν τέτοιες πληθωριστικές συνθήκες όπου επιτρέπουν στα εισοδήματα από κέρδη να αυξάνονται ή να διατηρούνται και στα εισοδήματα από μισθό να μειώνονται δραματικά.  Οι συνθήκες αυτές είναι υπό την προστασία των ήπιων κρατικών οικονομικών πολιτικών, της δήθεν αντιμετώπισης της ακρίβειας, που στην πραγματικότητα επιδοτούν τα υψηλά κέρδη και συνιστούν αποτέλεσμα της τεράστιας ασυμμετρίας δύναμης μεταξύ των κοινωνικών τάξεων που προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν οι εφαρμοζόμενες, για πολλές δεκαετίες, νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Ορισμένες προβλέψεις για τις τιμές ενέργειας και τροφίμων στο άμεσο μέλλον

Είναι οι σημερινές τιμές λιανικής ενέργειας στην Ευρώπη οι ψηλότερες που εμφανίστηκαν ποτέ; Η απάντηση είναι πως με τα διαθέσιμα στοιχεία και με τις υπάρχουσες χρονοσειρές, από το 1960, υποθέτουμε ότι δεν είναι. Έχουν υπάρξει και υψηλότερες. Είναι όμως οι υψηλότερες από τότε που υπάρχει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικά για τον εναρμονισμένο δείκτη (ΗΙCP) είναι οι υψηλότερες από το 1997[2].

Με βάση τα στοιχεία διακρίνουμε τέσσερις περιόδους στις διεθνείς τιμές ενέργειας:

* Από το 1960 και μέχρι το 1973 οι τιμές ενέργειας συνεχώς μειώνονται.

* Τη δεύτερη περίοδο, που διαρκεί μέχρι το 1982, οι τιμές διαρκώς αυξάνονται.

* Την τρίτη περίοδο που διαρκεί μέχρι το 2000  οι τιμές είναι σχετικά χαμηλές και την τέταρτη περίοδο που διαρκεί μέχρι το 2020 – 21 οι τιμές είναι σχετικά υψηλές και πολύ ευμετάβλητες.

* Από τα μέσα του 2021 φαίνεται πως τερματίζεται αυτή η περίοδος των υψηλών αλλά ευμετάβλητων τιμών. Οι τιμές θα παραμείνουν σε πολύ πιο υψηλά επίπεδα, χωρίς μεγάλες μεταβολές[3].

Η απάντηση στο ερώτημα είναι σαφής. Έχει συμβεί και στο παρελθόν να απογειωθούν οι τιμές ενέργειας αλλά η τρέχουσα περίοδος του πληθωρισμού ενέργειας αρχίζει να διαρκεί εξαιρετικά πολύ και οδηγεί σε άλλα ερωτήματα: μήπως, σε ιστορική προοπτική, η παρούσα περίοδος οδηγεί σε ένα μάλλον μόνιμα υψηλό επίπεδο τιμών ενέργειας; Μήπως δηλαδή οι τιμές της ενέργειας δεν πρόκειται να επανέλθουν και παρότι δεν θα υπάρχει για πάντα πληθωρισμός ενέργειας οι τιμές θα παραμείνουν σε απαγορευτικά επίπεδα για τους πληβείους; Μια τέτοια σταθεροποίηση φαίνεται να συμβαίνει από το 2023 και μετά ενώ οι τιμές, μάλλον, θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν μέχρι τότε.

Ακόμα πιο τεκτονικές φαίνεται να είναι οι αλλαγές στις τιμές των τροφίμων. Λαμβάνοντας υπόψη την ανελαστική ζήτηση των ειδών διατροφής, ο πληθωρισμός αναμένεται ψηλότερος και ταχύτερος. Και λόγω του πολέμου και των κυρώσεων αλλά και λόγω της κλιματικής αλλαγής, οι τιμές των τροφίμων θα αυξάνονται διαρκώς. Είναι πιθανό να έχουμε μπει στην εποχή του πληθωρισμού της «πεπερασμένης» γης[4]. Πρόκειται για την αντίστροφη περίπτωση της μακροπρόθεσμης μείωσης των τιμών, των ειδών διατροφής, που εμφανίστηκε σε παγκόσμιο επίπεδο αμέσως μετά τη λήξη του αμερικάνικου εμφυλίου πολέμου. Και δω όμως οι ιδιοκτήτες της γης, αυτού του πεπερασμένου πόρου, μπορούν να εγείρουν υπερβολικές απαιτήσεις προς όφελος τους. Παράλληλα, αρχίζει να παρατηρείται σε όλο το φάσμα της αλυσίδας ειδών διατροφής, στην παραγωγή, στην εμπορία, στην μεταποίηση μια προσπάθεια περιορισμού των εξαγωγών μαζί με σημαντικές προσπάθειες συγκέντρωσης αποθεμάτων και περαιτέρω συγκεντροποίησης μεγάλων επιχειρήσεων λιανικής πώλησης. Όλοι αυτοί οι παράγοντες, από κοινού με τον ρόλο των μεγάλων επιχειρήσεων διατροφής, είναι πληθωριστικοί.

Το πραγματικό πρόβλημα

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι τον επόμενο χρόνο ο πληθωρισμός πέφτει κάτω από το 2%, ενώ οι τιμές των τροφίμων και της ενέργειας σταθεροποιούνται σε ιστορικά πολύ υψηλά επίπεδα. Το πρόβλημα έχει λυθεί; Όχι βέβαια! Και αυτό γιατί το πρόβλημα δεν είναι απλά η συνεχής αύξηση όλων των τιμών. Το πρόβλημα είναι οι σχετικές τιμές της ενέργειας και των τροφίμων.

Ας περιγράψουμε λοιπόν καλύτερα το πραγματικό πρόβλημα: Όταν αυξάνονται, ταχύτερα από τους μισθούς, οι τιμές σε προϊόντα και υπηρεσίες που η ζήτηση τους είναι ανελαστική, τότε συμβαίνει μεταφορά και αναδιανομή εισοδήματος, από αυτούς που καταναλώνουν αυτά τα ανελαστικά προϊόντα, προς αυτούς που τα παράγουν ή τα διακινούν. Οι επιχειρήσεις ενέργειας, λιπασμάτων καθώς και όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις λιανικής πώλησης δημιουργούν υπερκέρδη, με τη διαδικασία της τιμολόγησης και όχι με την αύξηση της παραγωγικότητας τους. Λύσεις από την πλευρά του οικονομικού συστήματος σε αυτό το πρόβλημα δεν υπάρχουν. Θα μπορούσαν να υπάρχουν, από την πλευρά των πληβειακών τάξεων και βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες λύσεις, προσωρινές και μόνιμες. Μόνο που χρειάζεται να τις διεκδικήσουν επίμονα και καθημερινά. Οι επιχειρήσεις έχουν βρει τον τρόπο να ξεπερνούν τον πληθωρισμό δημιουργώντας τον και επιταχύνοντας τον. Από την άλλη, οι κεντρικές τράπεζες και η νομισματική πολιτική των υψηλών επιτοκίων, πιέζουν και αντιμάχονται όσες και όσους ζουν από τον μισθό τους και προσπαθούν να αντισταθούν στην υποτίμηση της εργατικής τους δύναμης.

Η νέα φάση του μεταπανδημικού καπιταλισμού μόλις ξεκίνησε και θα είναι αδυσώπητη. Η συζήτηση για τον πληθωρισμό και την ακρίβεια είναι συζήτηση για το καθημερινό όπλο των καπιταλιστών. Οι επιχειρήσεις τους είναι αυτό το όπλο. Και η συζήτηση για τις επιχειρήσεις των καπιταλιστών είναι συζήτηση για τα κέρδη και όχι απλά για κάποιες δυσλειτουργίες της αγοράς. Και η συζήτηση για τα κέρδη είναι, πάντα σχεδόν, συζήτηση για το τι μπορούμε να βάλουμε στη θέση της αυτοαναφορικότητας του καπιταλισμού, στην αρχή βραχυπρόθεσμα και αργότερα μακροπρόθεσμα.

_________________

Σημειώσεις

[1] https://www.jstor.org/stable/4226792

[2] https://ec.europa.eu/eurostat/web/products-eurostat-news/-/ddn-20220225-2

[3] https://rwer.wordpress.com/2022/04/06/consumer-energy-prices-stylized-post-1960-facts/#more-42431

[4] Βλ. Θεωρίες φθινουσών αποδόσεων του Ντ. Ρικάρντο. Λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, της εισβολής της Ρωσίας και των κυρώσεων της Δύσης έχουν βγει ολόκληρες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, εκτός παγκόσμιας παραγωγής, που δύσκολα αντικαθίστανται από κάποιες άλλες πάνω στον πλανήτη, αντίστοιχης παραγωγικότητας.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…