Ο δισεκατομμυριούχος Έλον Μασκ κατέληξε σε συμφωνία τη Δευτέρα (26.04.2022) για την αγορά του Twitter, για 44 δις δολάρια (Patrick Pleul / POOL / AFP via Getty Images)

Πηγή: Jacobin (26.04.2022) | Μετάφραση: Λινα Κυργιαφίνη

Ποια είναι η κατάσταση της ελευθερίας του λόγου στο διαδίκτυο, μετά την απόφαση  να πουληθεί το Twitter στον δισεκατομμυριούχο Έλον Μασκ, ο οποίος έχει υποσχεθεί να θεσπίσει ισχυρότερους κανόνες για την ελευθερία του λόγου στην πλατφόρμα; Πολλοί κεντρώοι σχολιαστές φαίνεται να ανησυχούν με τη σκέψη ότι οι απλοί άνθρωποι της εργατικής τάξης θα είναι υπερβολικά ελεύθεροι ώστε να εκφραστούν όπως θέλουν και να έχουν πρόσβαση σε ένα ευρύ φάσμα απόψεων, ώστε να μπορούν να αποφασίσουν τι είναι σωστό και τι λάθος.

Έχω ανησυχίες στην αντίθετη κατεύθυνση. Ανησυχώ ότι δεν μπορούμε να υπολογίζουμε στον Μασκ ότι θα τηρήσει τις διακηρυγμένες αρχές του, όταν αυτές έρθουν σε αντιπαράθεση με τα κέρδη του. Το πιο σημαντικό, είναι παράλογο να ζούμε στο είδος της καπιταλιστικής κόλασης, όπου η μόνη ελπίδα για τη θέσπιση λογικών κανόνων, που προστατεύουν την ελευθερία του λόγου στο διαδίκτυο, είναι να είμαστε τυχεροί ώστε ο σωστός δισεκατομμυριούχος να αγοράσει την ψηφιακή μας πλατεία. Είναι σα να ζούσαμε σε ένα είδος ελευθεριακής (libertarian) δυστοπίας, όπου κάθε εκατοστό κάθε πόλης ήταν ιδιωτική ιδιοκτησία και εμείς μπορούσαμε να κάνουμε πορείες διαμαρτυρίας μόνο σε πεζοδρόμια, που τυχαίνει να είχαν αγοραστεί από δισεκατομμυριούχους, φιλικά προσκείμενους στην ελευθερία του λόγου.

Θα πρέπει να επιτρέπεται στον Τραμπ να κάνει tweet;

Ας αρχίσουμε με τις ανησυχίες εκείνων που θεωρούν ότι το πρόβλημα με τον Μασκ στη διοίκηση του Twitter δεν θα είναι η έλλειψη, αλλά η ύπαρξη, υπερβολικής ελευθερίας του λόγου. Μία συγκεκριμένη περίπτωση που ανησυχεί μερικούς φιλελεύθερους και αριστερούς είναι ότι ο Μασκ είναι πιθανό να αποκαταστήσει τον προσωπικό λογαριασμό Twitter του Ντόναλντ Τραμπ και ότι αυτό θα βοηθήσει τον Τραμπ να κερδίσει τις εκλογές του 2024.

Αυτή η ανησυχία είναι άστοχη, τόσο πρακτικά, όσο και σε επίπεδο αρχών. Ως άμεσα πρακτικό ζήτημα, ο συνάδελφός μου στο Jacobin, Μπράνκο Μάρκετιτς (Branko Marcetic) υποστήριξε πειστικά ότι η συνδρομητική τηλεόραση ήταν πολύ ισχυρότερος παράγοντας για τη νίκη του Τραμπ το 2016, από ό,τι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όσον αφορά τη μείωση της δημοτικότητας του δημαγωγού. ούτε η απαγόρευσή από το Twitter απέδωσε καρπούς. Πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι, πάνω από ένα χρόνο αφότου ο Τραμπ έχασε τον λογαριασμό του, είναι σε καλό δρόμο είτε να νικήσει τον Τζο Μπάιντεν στις εκλογές του 2024 είτε, στην καλύτερη περίπτωση, να χάσει με διαφορά μικρότερη από ό,τι έχασε το 2020, όταν ανέβαζε καθημερινά tweets.

Αλλά, ας υποθέσουμε, χάριν του επιχειρήματος, ότι αυτή η ανάλυση είναι λάθος και ότι ο λογαριασμός του Τραμπ στο Twitter θα αποτελέσει πράγματι σημαντικό βραχυπρόθεσμο πλεονέκτημα γι’ αυτόν. Ακόμη και για ρεαλιστικούς λόγους, αυτό δεν θα πρέπει να είναι αρκετό για να παραταχθούμε με τους εταιρικούς λογοκριτές. Στρατηγικά, η αριστερή υποστήριξη στην απαγόρευση κατά του Τραμπ –και γενικά σε ένα αυστηρότερο καθεστώς «διαχείρισης περιεχομένου»– είναι κοντόφθαλμη.

Όπως και άλλες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, το Twitter έχει κάθε κίνητρο, για λόγους κέρδους, να αντιτίθεται στην ατζέντα της Αριστεράς. Οποιοσδήποτε εκατομμυριούχος κι αν διευθύνει την παράσταση, και οποτεδήποτε, δεν θα ήθελε να αναδιανεμηθούν τα πλούτη του ή να αφαιρεθεί μέρος από την εξουσία του. Και έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν να παραμείνουν στην καλή πλευρά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Για να τροποποιήσω μια ερώτηση που έχω κάνει αλλού, εάν το Twitter υπήρχε το 2002, ποιος πιστεύετε ότι θα είχε περισσότερες πιθανότητες να υποστεί απαγόρευση για διάδοση «παραπληροφόρησης»: χρήστες που συμφώνησαν με τον πρόεδρο και τους New York Times ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε όπλα μαζικής καταστροφής ή χρήστες που υποψιάζονταν ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπους συνωμοτούσαν για να πουν ψέματα στο κοινό;

Εάν ποτέ η Αριστερά καταλάμβανε την αμερικανική προεδρία, ο νέος πρόεδρος θα αντιμετώπιζε άμεσα μια παρατεταμένη και σκληρή αντιπαράθεση από το σύνολο των μέσων ενημέρωσης, της εταιρικής Αμερικής γενικότερα, των «κοινοτήτων» της άμυνας και των πληροφοριών και των ιδρυμάτων και των δύο μεγάλων κομμάτων. Οι δημοκρατικοί σοσιαλιστές θα πρέπει να αισθάνονται εξαιρετικά άβολα με την ιδέα ότι ένας εν ενεργεία πρόεδρος μπορεί να κόψει τις γραμμές επικοινωνίας με το ευρύ κοινό, λόγω αόριστων κατηγοριών για υποκίνηση.

Ορίστε το σενάριο που έθεσα εκείνη την εποχή: φανταστείτε μία γενική απεργία που ενθαρρύνεται από μια μελλοντική πρόεδρο, π.χ. την Αλεξάντρια Οκάζιο Κορτέζ. Μιλά σε μία μαζική συγκέντρωση απεργών και κάνει μία ομιλία τόσο ξεσηκωτική (και τόσο αόριστη) όσο εκείνη που έκανε ο Τραμπ την 6η Ιανουαρίου. Μπάτσοι μάχονται με τους απεργούς –συχνό φαινόμενο στην ιστορία της οργανωμένης εργασίας– και η ΑΟC κατηγορείται για υποκίνηση. Δεν θα ελπίζατε ότι οι κανόνες για την εκδίκαση αυτής της καταγγελίας, οποίοι και αν ήταν αυτοί, θα χαρακτηρίζονταν από διαφάνεια, τις δέουσες δικονομικές διαδικασίες και ότι θα “έσφαλλαν” για να προστατέψουν την ελευθερία του λογού;

Γιατί η ελευθερία του λόγου είναι μία σημαντική σοσιαλιστική αξία

Ως ζήτημα αρχής, η περίπτωση των σοσιαλιστών που υποστηρίζουν την ευρεία προστασία της ελευθερίας του λόγου είναι ακόμη πιο ξεκάθαρη από τακτικής και στρατηγικής άποψης. Σε αντίθεση με τους ελευθεριακούς (libertarian), που πιστεύουν ότι μόνο το είδος του «καταναγκασμού» που πηγάζει από την κυβέρνηση μπορεί να περιορίσει την ελευθερία, και ότι κάθε απόφαση περιορισμού περιεχομένου που λαμβάνεται από ιδιωτική εταιρεία εμπίπτει στην κατηγορία που ο Ρόμπερτ Νόζικ (Robert Nozick) αποκαλεί «καπιταλιστικές πράξεις μεταξύ συναινούντων ενηλίκων», καταλαβαίνουμε ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία μπορεί από μόνη της να είναι μια σημαντική πηγή ανελευθερίας. Γι’ αυτό, για παράδειγμα, παλεύουμε για διεύρυνση της προστασίας της ελευθερίας του λόγου στο χώρο εργασίας, όπου οι περισσότεροι ενήλικες πρέπει να περνούν τις μισές ώρες του ξύπνιου, τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας.

Και, σε αντίθεση με του κεντρώους φιλελεύθερους, που θεωρούν ότι η «κοινωνική δικαιοσύνη» είναι ζήτημα των καλύτερων και εξυπνότερων μελών κάθε ομάδας που ανέρχονται στην κορυφή και βρίσκουν τις τεχνοκρατικές λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα, η καρδιά και η ψυχή της δικής μας πολιτικής είναι η ενδυνάμωση των απλών ανθρώπων της εργατικής τάξης να αυτοκυβερνηθούν. Αυτό σημαίνει να τους εμπιστευόμαστε να ακούν κάθε άποψη και να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις.

Αυτό δεν σημαίνει ότι το Twitter πρέπει να είναι ένα δωρεάν για όλους μέσο λασπολογίας, παρενόχλησης και παιδικής πορνογραφίας. Αλλά υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ αυτού και του τρέχοντος επιπέδου λογοκρισίας, και θα πρέπει να υποστηρίξουμε τους κανόνες έκφρασης στο Twitter και σε κάθε άλλη πλατφόρμα που τείνει να κάνει λάθος στην πλευρά της ελευθερίας του λόγου. Το ερώτημα που αντιμετωπίζουμε τώρα είναι αν εμπιστευόμαστε τον Έλον Μασκ για να πλοηγηθεί σε αυτόν τον χώρο – και αν πρέπει να βασιζόμαστε σε έναν καλοπροαίρετο, υποτίθεται, ολιγάρχη να λαμβάνει τέτοιες αποφάσεις.

Μπορούμε να υπολογίζουμε ότι ο Έλον Μασκ θα κρατήσει το λόγο του;

Είναι πολύ εύκολο να υποστηρίζεις την ελευθερία λόγου ανθρώπων με τους οποίους βασικά συμφωνείς, ή των οποίων οι απόψεις πιστεύεις ότι τουλάχιστον δεν είναι όλες τόσο κακές. Δεν ανησυχώ για την ελευθερία λόγου όσων λατρεύουν την αγορά, των ελευθεριακών υποστηρικτών του bitcoin για παράδειγμα, από τη διαχείριση του Twitter υπό τον Έλον. Δεν ανησυχώ καν για την ελευθερία λόγου διαταραγμένων ακροδεξιών υποστηρικτών θεωριών συνωμοσίας, με τους οποίους ο Έλον μπορεί προσωπικά να διαφωνεί. Το να αποκατασταθουν οι απαγορευμενοί λογαριασμοί του Qanon ή του ιδιου του Τραμπ θα ήταν εντός πλαισίου.

Θα ενδιαφερόμουν πολύ περισσότερο να δω εάν, για παράδειγμα, θα αποκαταστήσει διάφορους «Αντίφα» λογαριασμούς με εβδομήντα μία χιλιάδες ακολούθους συνολικά, οι οποίοι απαγορεύτηκαν στις αρχές της προηγούμενης χρονιάς. Παρακινούσαν πράγματι σε βία με πιο άμεσο και ξεκάθαρο τρόπο από ό,τι ο Ντόναλντ Τραμπ; Παρομοίως, με ενδιαφέρει να δω αν θα επιμείνει σθεναρά στην ελευθερία του λόγου, αν συνειδητοποιήσει ότι τα οικονομικά του συμφέροντα ικανοποιούνται δυσκολεύοντας τους οργανωτές των συνδικάτων της Tesla ή τους καταγγέλλοντες που εφιστούν την προσοχή σε ισχυρισμούς για σοκαριστικά ρατσιστικές πρακτικές στην εταιρεία, για να βγάλουν το μήνυμά τους.

Βέβαια, όλα αυτά είναι εικασίες. Ας υποθέσουμε, χάριν του επιχειρήματος, ότι κάνω λάθος να υποψιάζομαι ότι ο Μασκ δεν θα ενεργήσει σύμφωνα με τις διακηρυγμένες του αρχές. Το βαθύτερο ερώτημα είναι αν πρέπει να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας σε έναν μόνο πλούσιο άνθρωπο που κάνει το σωστό.

Θα ήταν πολύ καλύτερο εάν απλά μεταφέραμε τη δημόσια ψηφιακή πλατεία μας σε δημόσια ιδιοκτησία, ώστε, όπως στις πραγματικές δημόσιες πλατείες, να εφαρμόζονται ευρέως οι νόμοι για την ελευθερία λόγου.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν κανόνες. Όπως ακριβώς θα σε πετούσαν έξω από μία συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου εάν προσπαθούσες να χρησιμοποιήσεις την ενότητα των δημόσιων σχολίων για να ουρλιάξεις ρατσιστικές βρισιές σε άλλα μέλη του κοινού ή να διαρρεύσεις τους τηλεφωνικούς αριθμούς και τις διευθύνσεις της κατοικίας τους, ένα δημόσιας ιδιοκτησίας Twitter θα μπορούσε πιθανότατα να αποκρούσει οποιοδήποτε αμφισβήτηση της Πρώτης Τροποποίησης, με λογικούς κανόνες κατά της παρενόχλησης, της δοξολογίας, της ξεκάθαρης υποκίνησης βίας κτλ.

Δεν αρνούμαι ότι μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει χώρος για λογικούς ανθρώπους προκειμένου να διαφωνούν για το πόσο αυστηροί πρέπει να είναι αυτοί οι κανόνες. Ούτε υπάρχει κάποια εγγύηση ότι θα επιτυγχάνεται πάντα η σωστή ισορροπία. Θα ένιωθα απείρως πιο άνετα, εάν τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονταν στο δημόσιο τομέα, όπου μπορούν να υπαχθούν σε δημοκρατική συζήτηση και διαβούλευση, παρά αν αφήναμε απλώς τις τύχες μας στις ιδιοτροπίες ενός βαθιά μη εντυπωσιακού ολιγάρχη. Η ελευθερία του λόγου είναι πάρα πολύ σημαντική για να την εμπιστευόμαστε σε τέτοιους ανθρώπους.

* Ο Ben Burgis είναι αρθρογράφος του Jacobin, επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας στο Morehouse College και παρουσιαστής της εκπομπής YouTube και του podcast Give Them An Argument. Είναι ο συγγραφέας πολλών βιβλίων, με πιο πρόσφατο το «Christopher Hitchens: What He Got Right, How He Wrong, and Why He Still Matters».

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…