Για την ενότητα, την ανασύνθεση, την εναλλακτική και την στράτευση μπροστά στην αμηχανία της εποχής

Μια νέα συλλογικότητα

Τις επόμενες μέρες μια νέα συλλογικότητα της Αριστεράς θα γεννηθεί[1]. Όμως αυτή τη φορά ο -ιδιαίτερα μεγάλος- αριθμός των αριστερών οργανώσεων δεν θα αυξηθεί, αλλά θα μειωθεί. Αυτό γιατί δύο υφιστάμενες οργανώσεις (Συνάντηση και Αναμέτρηση), άτομα και ομαδοποιήσεις του κινήματος, θα δημιουργήσουν έναν νέο, ενιαίο πολιτικό φορέα στον χώρο της ανατρεπτικής Αριστεράς.  Υπό αυτό το πρίσμα, μιλάμε ήδη για μια εξαίρεση. Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο διασπάσεων και κατακερματισμού, άνθρωποι με αρκετά διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές καταβολές (από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΝΑΡ και άλλες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τον τροτσκιστικό και αυτόνομο χώρο κ.α.) αποφασίζουν να εκκινήσουν ένα κοινό βηματισμό. Στην περίοδο μετά το 2015, παρότι οι συζητήσεις και διεργασίες για μετωπικές συγκλύσεις και προγραμματικές αναδιατάξεις ήταν διαρκείς, λίγα πραγματικά βήματα ενότητας και ανασύνθεσης συντελέστηκαν.

Φυσικά δε ζούμε σε γυάλα, ώστε να θεωρούμε πως η μικρή μας κατάκτηση αλλάζει κατά πολύ το σημερινό τοπίο κινηματικής ανομβρίας και πολιτικής αμηχανίας μπροστά στη διαρκώς επιδεινούμενη πραγματικότητα της εποχής. Δεν μας αρκεί αυτή η εξαίρεση, καθώς ο στόχος μας είναι να αλλάξει ο κανόνας που κρατά την Αριστερά και το κίνημα καθηλωμένα σε διαδοχικά κύματα ηττών και απογοητεύσεων, ενσωμάτωσης ή περιθωριοποίησης, απομονωτισμού ή ρηχής ενότητας, θεωρητικολογίας ή κινηματισμού, γραφειοκρατίας ή διάχυσης. Ας είναι μια παρακαταθήκη για ένα μέλλον αριστερής ανασυγκρότησης.

Διότι ξεκινάμε από αυτό. Από την ανάγκη για μια αναδιάταξη, ανασυγκρότηση και αντεπίθεση στην Αριστερά (με οποιονδήποτε προσδιορισμό επιθυμεί ο καθένας και η καθεμία) και το μαζικό κίνημα. Η αναγνώριση αυτής της ανάγκης δεν προκύπτει στο μυαλό μας, ως τεχνητή δημιουργία ενός θεωρητικού κενού που δήθεν δικαιώνει την προσπάθεια να καλυφθεί. Προκύπτει κυρίως από την αίσθηση που μοιράζεται το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας (όχι μόνο οι αγωνιστικές πρωτοπορίες) ότι τα πράγματα διαρκώς χειροτερεύουν χωρίς μια ορατή προοπτική αντίστασης και νέας ελπίδας. Αυτό το κενό, της μαζικής ανατρεπτικής πολιτικής, μας ωθεί, και όχι κάποια αυτόβουλη πίστη ότι γνωρίζουμε την βασιλική οδό για το κομμουνιστικό κίνημα.

Γιατί η αλήθεια είναι ότι υπάρχει «αρκετή» Αριστερά ήδη. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφέρεται σε αυτήν. Δύο αριστερά κόμματα βρίσκονται στο κοινοβούλιο διατηρώντας σημαντικά ποσοστά κοινωνικής απήχησης και –ειδικά στην περίπτωση του ΚΚΕ– οργανωτικής ισχύος. Εκτός αυτών, δεκάδες αριστερές, κομμουνιστικές, αναρχοκομμουνιστικές κ.α. οργανώσεις και ομάδες υπάρχουν στον ωκεανό του χώρου που περιγράφεται ως «εξωκοινοβούλιο», ενώ αμέτρητες είναι οι κοινωνικές συλλογικότητες που δρουν στο επίπεδο του κινήματος, συχνά μάλιστα με αξιοζήλευτη αποτελεσματικότητα και μαζικότητα (όπως π.χ. στο, καθώς φαίνεται κίνημα της εποχής μας, το φεμινιστικό). Η υπόθεση ότι μια ακόμα αριστερή συλλογικότητα θα «αλλάξει τα δεδομένα» έχει μια αμετροέπεια, που δεν βοηθά. Όμως, παρά την «αρκετή» υπαρκτή Αριστερά, δεν υπάρχει μαζική αριστερή πολιτική και κίνημα που να αλλάζουν τη «τάξη των πραγμάτων». Δεν χρειάζεται να φλυαρήσω περισσότερο επί αυτού, τόσα χρόνια πολλά έχουν γραφτεί και κάποτε πρέπει και ο «θρήνος» για τις «χαμένες ευκαιρίες» να τελειώνει.

Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις. Προφανώς. Όμως, δεν είναι σαφές σήμερα τι είναι αυτό που εννοείς όταν λες κάτι. Είναι δύσκολη η σύνδεση των λέξεων με τα νοήματά τους. Τι ορίζει, για παράδειγμα, σήμερα η εναντίωση στον ιμπεριαλισμό; Τι σηματοδοτεί η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής/κρίσης; Τι είναι αριστερή πολιτική;  Εγώ σε αυτό το κείμενο αυτό θέλω να καταθέσω. Συνοπτικές σκέψεις για το ποιες λέξεις και φράσεις, έχει σήμερα νόημα, να χρησιμοποιούμε. Τι σημαίνουν και τι αποφάσεις απαιτούν.

Έχει σημασία ο «δρόμος»; Ή, μιλώντας ξανά για το κίνημα

Δεν υπάρχει κανένας αριστερός άνθρωπος που να μην αναγνωρίζει την πρωταρχική σημασία του δρόμου, του μαζικού κινήματος. Που να μην σκύβει ταπεινά μπροστά στην ανείπωτη δύναμη του πραγματικού κινήματος. Όμως τι σημαίνει πραγματικά αυτό; Πώς επιδρά στη σκέψη και την δράση μας; Αν πράγματι κατανοούνταν ως πρωταρχική η σημασία του κινήματος, τότε οι δρόμοι γιατί είναι τόσο περισσότερο άδειοι τα τελευταία χρόνια; Γιατί, πράγματι, η πρώτη και πιο ισχυρή διαφορά στην «μετά_το_2015» περίοδο, είναι η μείωση της ισχύος των κοινωνικών αγώνων.

Σαφώς, πολλά μπορούν να ειπωθούν για την επίδραση της «περιόδου ΣΥΡΙΖΑ» και τα πολιτικά ερωτήματα και αδιέξοδα, ενώ στην πιο πρόσφατη περίοδο δεν μπορεί να υποτιμηθεί η καθοριστική επίδραση της πανδημικής κρίσης. Παρόλα αυτά, η προφανής αναντιστοιχία μεταξύ του κόσμου που με αναφορά στην Αριστερά γράφει στα κοινωνικά δίκτυα – επικροτώντας και κατακρίνοντας γραμμές, καταθέτοντας μανιφέστα ή εξαπολύοντας κατάρες- και του κόσμου που κάνει οτιδήποτε σχετικό με την οργάνωση των αγώνων, δημιουργεί αναγκαστικά προβληματισμό. Το ίδιο συμβαίνει και στο επίπεδο των πολιτικών δυνάμεων και αναλύσεων. Παρότι πάντα θα υπάρχει κάποιο -περισσότερο ή λιγότερο τυπικό- κάλεσμα σε μια διαδήλωση, δεν φαίνεται να καταλαμβάνει τον χώρο που της αντιστοιχεί, η συμβολή στις κοινωνικές μάχες.

Εντός των συλλογικοτήτων, δεν είμαι ο πιο μαχητικός οργανωτής. Ίσα ίσα, συνήθως το ρόλο του πολιτικολογούντα γραφειοκράτη καταλάμβανα. Όμως έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που η συζήτηση για το μέλλον της Αριστεράς πολύ λίγο ασχολείται με την πραγματική προσπάθεια συγκρότησης κινηματικών αντιστάσεων. Φυσικά, η ταξική πάλη είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια μανιέρα ενός ανόρεχτου κινηματικού ημερολογίου. Η ανασυγκρότηση των αγώνων απαιτεί περισσότερα από απανωτά καλέσματα σε πορείες που απευθύνονται σε ένα εξαιρετικά μικρό ακροατήριο. Βρισκόμαστε σήμερα σε μια διπλά προβληματική κατάσταση που στο ένα άκρο της έχει την πολιτικολογία χωρίς σχεδιασμό της μάχης και πραγματική αναφορά σε κοινωνικά μπλοκ, και στο άλλο άκρο έχει την οχλαγωγία κινηματικών καλεσμάτων χωρίς σχεδιασμό, ιεράρχηση και -κυρίως- πολιτική στοχοθεσία. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν:

Πρώτον, η -ανομολόγητη- έλλειψη πίστης στη δυνατότητα των επιμέρους κινηματικών αντιστάσεων να κερδίσουν, στο βαθμό που, περισσότερο ή λιγότερο, συνδέονται με συνολικότερες πολιτικές κατευθύνσεις που δεν υπάρχει ελπίδα ότι θα αλλάξουν.

Δεύτερον, η αύξηση της απόστασης μεταξύ των «θεωρητικών» και των «κινηματικών». Η οργανωτικοπολιτική κρίση των αριστερών δυνάμεων και η μείωση της έντασης των κοινωνικών αγώνων, έχει ενισχύσει μια συνθήκη όπου διάφορες απόψεις κατατίθενται σαν μηνύματα σε μπουκάλια προς απροσδιόριστους αναγνώστες και διάφορες κινηματικές μάχες δίνονται χωρίς επαρκή θεωρητική πλαισίωση και διαπάλη.

Τρίτον, η ηλικιακή αλλαγή. Στην μεγάλη κινηματική περίοδο πριν το 2015, δημιουργήθηκε μια δυναμική σχέση μεταξύ των νεότερων γενιών του κινήματος, των αριστερών νεολαιών και των ηγεσιών των αριστερών συλλογικοτήτων. Σήμερα η απόσταση (και η τυπική, και η πολιτική) μεταξύ των αριστερών ηγεσιών και της νέας γενιάς που πάντοτε θα είναι περισσότερο διαθέσιμη να κατέβει στον δρόμο, είναι μεγαλύτερη. Μετά από 10-20 χρόνια, το κίνημα είναι αναγκασμένο να ανανεώνεται ή έστω να μετασχηματίζεται. Μια συσσωρευμένη αίσθηση κούρασης και ανημπόριας υπάρχει ακόμα και στις πιο αποφασισμένες συλλογικότητες από ανθρώπους και κινηματικά μπλοκ με πάνω από μια εικοσαετία συμβολής σε κινηματικές διεργασίες. Για την δική μου γενιά, που φτάνει πλέον τα 40, βλέπουμε πια την ολοκλήρωση της ηλικιακής μετάβασης, αργοπορημένης κατά μερικά χρόνια σε σχέση με παλαιότερες γενιές ριζοσπαστικοποίησης.

Τέταρτον, η ανάγκη αλλαγής- ανανέωσης ρεπερτορίου. Η Αριστερά, τα τελευταία χρόνια, δεν πετυχαίνει (εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων) να «κατεβάσει» τον κόσμο στο δρόμο με τα ραντεβού και το περιεχόμενο που επιδιώκει. Κάποιες φορές συγχρονίζεται με μια γενική κοινωνική διάθεση, συνήθως όμως δυσκολεύεται να πείσει ακόμα και τα μέλη της. Από την άλλη, υπάρχουν περιπτώσεις που ο κόσμος του αγώνα συμμετέχει με όρεξη σε κινηματικά ραντεβού που δεν προέρχονται από την «συνηθισμένη» ροή πολιτικής παρέμβασης της Αριστεράς. Το ότι η πορεία για τον βιασμό της κοπέλας στη Θεσσαλονίκη που καλέστηκε μέσα σε λίγες μέρες, είχε πολλαπλάσιο κόσμο από την Μέρα Δράσης στις 22 Γενάρη, παρότι αυτή υποστηρίχθηκε με σχετικά καλό τρόπο από ένα τεράστιο εύρος πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, είναι ενδεικτικό. Δεν θέλω βιαστικά να προτείνω συμπεράσματα σε μια σύνθετη συζήτηση, ωστόσο είναι σημαντικό να μην ξεχνιέται.

Πέμπτον, η νέα συνθήκη «παρέμβασης» σχεδόν αποκλειστικά στα κοινωνικά δίκτυα. Δεν είμαι φοβικός απέναντι στο ίντερνετ και τη δυνατότητα μαζικών ακροατηρίων που δίνει, το αντίθετο. Όμως είναι σαφές ότι δαπανάται τεράστιος χρόνος και προσπάθεια σε καλέσματα, συζητήσεις και αντιπαραθέσεις (πολλές φορές τοξικές και ανούσιες) μεταξύ μικρών κύκλων. Η διαδικτυακή γυάλα αποτελεί το ακριβώς αντίθετο της μαζικής παρέμβασης, ενώ η αδρανοποίηση (ειδικά εντός πανδημίας, αλλά όχι μόνο εξαιτίας της) πολλών «παραδοσιακών» μεθόδων παρέμβασης και δικτύωσης καθιστά πάντοτε άγνωστο αν και σε ποια κοινωνικά ακροατήρια απευθύνονται οι δυνάμεις της Αριστεράς όταν καλούν σε κάποιο κινηματικό ραντεβού.

Το πιο σημαντικό, όμως, είναι η τεράστια αναντιστοιχία μεταξύ της διαδικτυακά βροντερής καταδίκης της κυβέρνησης και τα κυρίαρχης πολιτικής και των πραγματικών βημάτων κινηματικής οργάνωσης και αντεπίθεσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι «δεν κινείται φύλλο», όπως ανακηρύσσεται συχνά για να δικαιολογηθεί η μεμψιμοιρία. Τόσο στο επίπεδο των διαδηλώσεων, όσο -ακόμα περισσότερο- στο επίπεδο της ταξικής συνδικαλιστικής δράσης, του φεμινιστικού και ΛΟΑΤΚΙ κινήματος, των δράσεων και δομών αλληλεγγύης, του αντιπολεμικού κινήματος, κ.α. ο κόσμος του αγώνα υπάρχει, αναγεννιέται διαρκώς και αγωνιά.

Όμως, αυτή η φωνή που κατακλύζει το αριστερό διαδίκτυο για την αδήριτη ανάγκη άμεσης πτώσης της κυβέρνησης, πολύ λίγο συνδέεται με ένα σχέδιο και μια αποφασιστικότητα κινηματικής αναμέτρησης με την κυβερνητική πολιτική. Και αυτό αφορά κυρίως τα πολιτικά υποκείμενα, παρά τον «λαό» που καμιά φορά αυτάρεσκα κατηγορείται ως άμυαλα πρόβατα που ακούνε τον Μητσοτάκη ή τους «ψεκασμένους». #Τι ψηφίσατε ρε μαλάκες;, αναρωτιέται συχνά ένα μέρος της Αριστεράς. Ενώ εσείς, που δεν ψηφίσατε, τι κάνετε, θα ήθελα να προσθέσω εγώ. Πότε αναμετρηθήκατε, με ποιους όρους, με ποιες καμπές, με ποια αιτήματα, με ποια αγωνιστική ενότητα; Το ότι δεν προσπαθεί να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα η αξιωματική αντιπολίτευση, καθιστά σαφές τι είδους (μη) αριστερή πολιτική εκπροσωπεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ με μια κοινοβουλευτικά μετριοπαθή (τις περισσότερες φορές) και κινηματικά ανύπαρκτη αντιπολίτευση, ελπίζει ότι η πτώση της κυβέρνησης θα έρθει απλά και μόνο από την οργή και την απόγνωση. Κάτι τέτοιο ίσως και να συμβεί κάποτε, όμως έτσι –πολύ περισσότερο και από την «πρώτη φορά»– δεν ανοίγει ο δρόμος για μια ριζοσπαστική προοπτική.

Η εποχή σκληραίνει διαρκώς, και πολλές φορές απότομα. Μέσα στους λίγους μήνες της νέας χρονιάς, η διαρκής πανδημική καταστροφή συνδέθηκε με το τρομακτικό κύμα ακρίβειας και την ακόμα πιο τρομακτική έκρηξη του πολέμου που φέρνει την ανθρωπότητα μπροστά ακόμα και στο ενδεχόμενο μιας γενικευμένης παγκόσμιας σύγκρουσης. Η «πίστα» έχει πλέον δυσκολέψει αφάνταστα. Η Αριστερά και το κίνημα θα κριθούν, ήδη κρίνονται, σε μια εποχή που τίθενται θέματα επιβίωσης. Και, δυστυχώς, πάλι δεν είμαστε έτοιμοι/ες, ίσως ακόμα λιγότερο από ότι το 2008-2010 όταν μπαίναμε στο μνημονιακό τούνελ.

Το πρώτο καθήκον είναι να κρατηθεί η κοινωνία όρθια. Ο πρώτος στόχος είναι η συγκρότηση του «στρατού των από κάτω» ενάντια στους στρατούς των πολυεθνικών, των μνημονίων και των κανονιών. Αυτό περιλαμβάνει ένα τεράστιο λεξιλόγιο μορφών και δομών και όχι μόνο τον «οικονομικό αγώνα». Η κοινωνική αναμέτρηση αλληλοτροφοδοτείται από την πολιτική προοπτική. Τα πολιτικά σχέδια πάντοτε θα αποτυγχάνουν όσο δεν βασίζονται σε πραγματικά υποκείμενα μάχης, και οι κινηματικές αντιστάσεις θα ασφυκτιούν χωρίς την ανάσα της πολιτικής προοπτικής. Σε κάθε περίπτωση, την, επίπονη αλλά βαθιά δημιουργική, δουλειά της «οργάνωσης» του κινήματος κανένα πολιτικό κόλπο δεν μπορεί να αντικαταστήσει.

Το πρώτο μέλημα και στοίχημα της νέας συλλογικότητας, τοποθετείται εκεί. Στο να γίνει ένα εργαλείο για την καλύτερη οργάνωση της μάχης. Αυτό δεν περιλαμβάνει απλά την παρουσία των μελών της σε «ό,τι κινείται». Το πιο κρίσιμο πρέπει να είναι η αταλάντευτη επιλογή για την μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων σε κάθε μάχη. Δεν είναι τυχαίο που, στον λίγο χρόνο κοινής πορείας, έχουμε βρεθεί με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικές περιστάσεις, σε κινηματική συμπόρευση με όλες τις δυνάμεις, αναστατώνοντας πολλές φορές τις «στέρεες παρατάξεις» των πολιτικών «γεωμετριών». Γιατί η κινηματική δράση δεν είναι απλά η εμφάνιση της μετωπικής πολιτικής στις μάζες. Μερικές φορές, φαντάζει αδιανόητη η αποκαρδιωτική έλλειψη έστω και απλής συνεννόησης μεταξύ δυνάμεων στην Αριστερά και τον αναρχικό χώρο για την συμμετοχή σε κοινές μάχες ή πρωτοβουλίες. Ευτυχώς, τα λίγα δείγματα γραφής που έχουμε, αποδεικνύουν ότι αυτή την εμμονή στην ανάγκη συνεργασίας και αποτελεσματικής συμπόρευσης στο δρόμο δεν θα την απωλέσουμε.

Έχει σημασία η «ενότητα της Αριστεράς»; Ή, μιλώντας ξανά για το υποκείμενο

Μια από τις φράσεις που τείνουν να ξεχαστούν ή χρειάζεται να ανανοηματοδοτηθούν είναι η  «ενότητα της Αριστεράς». Εν μέρει δικαίως. Μια μεγάλη ενότητα της Αριστεράς επιτεύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια και η εξέλιξή της δεν δικαίωσε τις προσδοκίες. Ακόμα και σε δυνάμεις που δεν διακατέχονται από μια λογική απομονωτισμού, το σύνθημα αυτό μοιάζει κενό σημαίνον. Την επικαλείται (σπάνια πια) ο ΣΥΡΙΖΑ για να πιέσει προς την στήριξή του, λες και το διάστημα της διακυβέρνησής του ήταν μια μαύρη τρύπα και η σταθερή διαδικασία ενσωμάτωσής του μπορεί να κρυφτεί από αριστερά συνθήματα. Την επικαλούνται μερικές φορές δυνάμεις του εξωκοινοβουλίου ή μετωπικά εγχειρήματα χωρίς ιδιαίτερη φιλοδοξία, σχεδιασμό και διάθεση πραγματικής ανασύνθεσης και αυτοκριτικής.

Κυρίως τείνει να ξεχαστεί, να θυμίζει κειμήλιο μιας παλιάς εποχής. Πιστεύω ότι αυτό αποτελεί μια εκδοχή παραίτησης από την φιλοδοξία της πολιτικής ανατροπής. Δεν είναι τόσο η χρήση ή μη μιας φράσης, που μπορεί να μην σημαίνει και πολλά. Κυρίως είναι αν παραμένει στην στοχοθεσία των αριστερών δυνάμεων και στα οράματα των αγωνιστριών του κινήματος, η προοπτική ενός μαζικού μαχητικού φορέα-κόμματος-μετώπου με οργανωτική και πολιτική ισχύ ικανή να αποτελέσει αντίπαλο δέος στην αστική πολιτική και να επιδράσει καταλυτικά στην πορεία της ταξικής πάλης. Ο φόβος μου είναι πως, ο περιορισμός της αναφοράς σε έναν τέτοιο στόχο σηματοδοτεί μια ουσιαστική αποδοχή του ανέφικτου της πολιτικής εναλλακτικής, και άρα την κυριαρχία είτε των «μοναχικών» διαδρομών – έστω και με κάποιες κοινές στάσεις-, είτε των «χαμηλών πτήσεων» της κινηματικής ενασχόλησης χωρίς πολιτική φιλοδοξία.

Πράγματι, η προοπτική πολιτικής ενότητας μεταξύ του ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25 και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς δεν είναι πιθανό σενάριο. Όμως, η ανάγκη μιας σύγχρονης ενωτικής πολιτικής και πρότασης δεν σχετίζεται μόνο με εκλογικές ή μετωπικές πρωτοβουλίες. Βασίζεται κυρίως στον στόχο της μέγιστης δυνατής ενότητας του αγωνιζόμενου κόσμου και στην ανάγκη διαλόγου και θεωρητικής συζήτησης στην Αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα. Αυτός είναι ένας πολιτικός προσανατολισμός που δεν είναι αυτονόητος ούτε προκύπτει αυτόματα. Η υπόθεση ότι η κάθε πολιτική δύναμη θα χαράσσει την πορεία της, αλλά μέσα στο κίνημα θα προκύπτει αυθόρμητα η συμπόρευση, έστω με αντιπαράθεση, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να υφίστανται συγκροτημένες δομές, ενεργές και μαζικές, στις οποίες η αντιπαράθεση μεταξύ των διαφορετικών γραμμών να συνδυάζεται με την αγωνιστική συνύπαρξη. Αυτό, σε γενικές γραμμές, δε συμβαίνει και η άρνηση της ενωτικής πολιτικής καταλήγει στην αδυναμία κινηματικού συντονισμού.

Πρώτο στοιχείο, της ενωτικής πολιτικής δεν είναι η αέναη αναφορά στην ανάγκη της, αλλά η προσπάθεια σε κάθε κινηματική αναμέτρηση, στην οργάνωση της αλληλεγγύης, ακόμα και στην αντιπαράθεση στο επίπεδο των ιδεών (π.χ. στον πόλεμο, τον ρατσισμό, την υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος κ.α.) να δημιουργείται το μεγαλύτερο δυνατό μπλοκ ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική.

Δεύτερο στοιχείο, είναι η μετωπική πολιτική και πρόταση. Η διαρκής υπενθύμιση της ανάγκης για την συγκρότηση ενός ισχυρού πολιτικού αντίπαλου δέους που να πρωταγωνιστήσει στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση και περιλαμβάνει από το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ25, τις δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, μέχρι και τμήματα του αναρχικού χώρου, δεν πρέπει να ξεχνιέται, ακόμα και αν φαντάζει ανέφικτο σενάριο ή ακούγεται σε κάποια αυτιά γραφικό. Στα πιο άμεσα, ωστόσο, τίθεται το θέμα της μετωπικής συγκρότησης των δυνάμεων αυτών που επιθυμούν έναν τέτοιο προγραμματικό διάλογο και μια κοινή δράση και συγκρότηση. Σε αυτό εγγράφεται η -μέχρι στιγμής διστακτική- σχέση μας με την ΑΠΔΔ, αλλά αυτή η συζήτηση δεν περιορίζεται σε αυτήν.

Τρίτο στοιχείο, είναι η ανασύνθεση και ο θεωρητικός επανεξοπλισμός για τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα. Η διαρκής «μετωπολογία» που δεν προωθεί θαρρετά μια διαδικασία θεωρητικοπολιτικής αναζωογόνησης και οργανωτικής ενοποίησης, έχει περιορισμένη δυναμική και τα τελευταία χρόνια μετρά απανωτές αποτυχίες. Εν μέρει, η διαδικασία που εκκινούμε με τη νέα συλλογικότητα διατηρεί μια δυναμική και ελπίδα ακριβώς γιατί δεν φοβήθηκε να ακολουθήσει έναν δύσκολο, χρονοβόρο αλλά πολύ πιο ουσιαστικό δρόμο δημιουργίας νέων πολιτικών «κοινών τόπων».

Τα παραπάνω δεν προωθούνται πάντα και με τον ίδιο τρόπο. Έχουν αυτοτέλεια, και συνδέονται με διαφορετικές διαδικασίες και πολιτικές προτάσεις. Αποτελούν, όμως, πλευρές μιας σύγχρονης ενωτικής πολιτικής με στόχο την ανατροπή. Φυσικά, μια κρίσιμη ακόμα πλευρά είναι το περιεχόμενο της ενωτικής πολιτικής.

Έχει σημασία η «εναλλακτική»; Ή μιλώντας ξανά για το πρόγραμμα

Δεν φιλοδοξώ να παρουσιάσω ΤΟ πρόγραμμα. Θα δανειστώ κάποια σημεία από το κείμενο των Θέσεων της ιδρυτικής συνδιάσκεψης για την προσέγγισή του, που με βρίσκουν σύμφωνο:

«Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι το «πρόγραμμα της επανάστασης», δεν είναι ένα σύνολο στόχων που διακηρύσσουμε επειδή ντρεπόμαστε να πούμε «επανάσταση». Αντίθετα, είναι ο δρόμος προς την επαναστατική τομή και τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν βρίσκεται πέραν των κινημάτων, αντιθέτως, μόνο ο οργανωμένος, αγωνιζόμενος λαός μπορεί να επιβάλλει αλλαγές τόσο μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, το πρόγραμμα της ρήξης δεν μπορεί να προκύψει αυτόματα μέσα από την ανάπτυξη των κινημάτων, (ούτε) αποτελεί ένα άθροισμα επιμέρους στόχων-συνδικαλιστικών διεκδικήσεων…

… Το μεταβατικό πρόγραμμα είναι ένα «πρόγραμμα μάχης»· έχει ως αφετηρία του τα κινήματα και επιστρέφει σε αυτά για να τα αναβαθμίσει πολιτικά, να γίνει οδηγός των κοινωνικών συγκρούσεων. Θεμελιώνεται στην πεποίθηση ότι υπάρχει δυνατότητα κατακτήσεων σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας: τόσο επιτυχημένων αντιστάσεων που ανατρέπουν τα σχέδια της αστικής πολιτικής όσο και νικών που δημιουργούν καλύτερους όρους για τη ζωή και την πάλη των καταπιεσμένων. Είναι συγχρόνως ένα πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων αλλά και ένα πρόγραμμα προοπτικής…

Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι ένα πρόγραμμα διακυβέρνησης «μεταμφιεσμένο». Κάτι τέτοιο θα ήταν πλήρως αναντίστοιχο με τα καθήκοντα που έχουμε μπροστά μας, καθώς δεν τίθεται ως άμεσος στόχος η διεκδίκηση κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών αλλά η επίπονη συγκρότηση ενός νέου μπλοκ της ρήξης. Όμως, μία Αριστερά που δεν δοκιμάζει τη σκέψη και την πρακτική της και στο θεσμικό πεδίο, προετοιμάζει την επόμενη ήττα της. Πολύ περισσότερο, μία Αριστερά που εκ των προτέρων αποκλείει το ζήτημα της διακυβέρνησης, χαρίζει τους μεταβατικούς στόχους στη σοσιαλδημοκρατία — η οποία προφανώς ούτε θέλει ούτε μπορεί να τους φέρει σε πέρας.

Το ζητούμενο δεν είναι να προβλέψει κανείς το πώς και αν θα τεθεί ζήτημα διακυβέρνησης. Περισσότερο, τίθεται η πρόκληση μίας στρατηγικής οπτικής για το ζήτημα της δυαδικής εξουσίας ως μία μακρά περίοδος οξυμμένης ταξικής πάλης και απότομων πολιτικών στροφών. Μέσα σε αυτή την περίοδο, μπορεί να συνδυαστεί η επίτευξη πλειοψηφιών (από το επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης μέχρι το κοινοβούλιο) με την ανάπτυξη θεσμών επιβολής της εργατικής-λαϊκής βούλησης που εκ των πραγμάτων βρίσκονται πέραν των ορίων της αστικής δημοκρατίας. …Σε κάθε περίπτωση, ο σοσιαλισμός δεν θα έρθει νομοθετώντας αλλά η Αριστερά έχει κάθε υποχρέωση να αξιοποιήσει και αυτό το πεδίο στο μέγιστο. Για εμάς, η υπόθεση της αριστερής κυβέρνησης δεν έχει κλείσει — αυτό που ηττήθηκε αμετάκλητα είναι ο αριστερός κυβερνητισμός».

Το πρόγραμμα, σήμερα, θα έχει στον πυρήνα του θέματα άμεσης κρισιμότητας, όπως η δημόσια υγεία, η προστασία από την φτώχεια και την ανεργία, η υπεράσπιση των δημόσιων υπηρεσιών και κοινών αγαθών, η εναντίωση στον πόλεμο κ.α. Θα επαναφέρει και αναδιατυπώσει τα κρίσιμα ερωτήματα που καθόρισαν την σύγκρουση στην προηγούμενη φάση (το χρέος, το ευρώ και την ΕΕ, τις εθνικοποιήσεις κ.α.). Θα συνδεθεί οργανικά και θα περιλαμβάνει ένα ευρύτερο πλαίσιο διεκδικήσεων που τίθενται από δυναμικά κινήματα που βρίσκονταν σε «δεύτερο πλάνο» στην περίοδο των μνημονιακών αγώνων, όπως το φεμινιστικό και το περιβαλλοντικό/κλιματικό.

Προφανώς χρειάζεται βαθιά συζήτηση για όλα αυτά. Όμως είναι χρήσιμο να επανακατοχυρωθεί η σημασία της αναζήτησης και πρότασης μιας ριζοσπαστικής εναλλακτικής. Η υποχώρηση τα τελευταία χρόνια, έχει επιδράσει πολλαπλά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και οι «αριστερές φωνές» εντός του, βαφτίζουν εναλλακτική, ριζοσπαστικό πρόγραμμα, άλλο δρόμο κ.α. έναν συνδυασμό γενικών διακηρύξεων και «αριστερού» «τεχνοκρατισμού» (υπό αίρεση, βέβαια και οι δύο λέξεις). Σε ένα φαντασιακό πλαίσιο, η κριτική προς τον ΣΥΡΙΖΑ προέρχεται από μια υπεραριστερή θέση δογματικών κομμουνιστών που δεν ενδιαφέρονται για άμεσες κατακτήσεις αλλά ονειρεύονται εύκολα βήματα σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Όμως, συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Οι άμεσες αλλά αναγκαίες τομές για την προστασία της κοινωνίας, προϋποθέτουν μια ριζοσπαστική κυβερνητική πολιτική που έχει ως βάση την διαρκή σύγκρουση με το εγχώριο και διεθνές αστικό μπλοκ, τους υπερεθνικούς μηχανισμούς, το πολιτικό σύστημα και την δικαστική εξουσία. Ο αποφασιστικός κρίκος για την πιθανότητα επιτυχίας αυτής της πολιτικής, είναι ο «οργανωμένος λαός». Αυτή η πολιτική δεν υιοθετήθηκε, δεν υιοθετείται, και δεν φαίνεται πως θα υιοθετηθεί.

Από την άλλη πλευρά, η συζήτηση για το μεταβατικά πρόγραμμα έχει ουσιαστικά σταματήσει στην αντικαπιταλιστική αριστερά από το 2015. Είτε λόγω συσχετισμού δυνάμεων, είτε λόγω συνειδητής ιδεολογικής άρνησης, οι αριστερές και κομμουνιστικές δυνάμεις μιλούν είτε κυρίως συνδικαλιστικά (περισσότερες ΜΕΘ, προσλήψεις, αυξήσεις…) είτε κυρίως γενικά και στρατηγικά.

Ο κρίσιμος κρίκος, μεταξύ των άμεσων αιτημάτων και των στρατηγικών στόχων, μένει συνήθως μετέωρος. Λογικό, εν μέρει. Όμως, με αυτό τον τρόπο όχι μόνο οι στρατηγικοί στόχοι δεν επιτυγχάνονται, αλλά ούτε και τα άμεσα αιτήματα. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, η διάκριση σήμερα μεταξύ της διαχειριστικής και της ανατρεπτικής πολιτικής, δεν είναι ότι η πρώτη ζητά δέκα ευρώ και η δεύτερη εκατό. Αλλά ότι η δεύτερη τα κατακτά τα δέκα ευρώ συγκρουόμενη με τους θεούς και τους δαίμονες μιας νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης σε διαρκή κρίση.

Έχει σημασία η «οργάνωση»; Ή μιλώντας ξανά για την στράτευση  

Άφησα για το τέλος, το πιο δύσκολο. Γιατί, ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν πράγματα που σκέφτομαι μόνο εγώ ή οι μερικές εκατοντάδες συντρόφισσες και σύντροφοι της νέας συλλογικότητας. Το πιο δύσκολο, ειδικά όσο μεγαλώνεις και η εποχή ολοένα και δυσκολεύει, είναι να αποφασίσεις το τι θα κάνεις εσύ. Όχι το τι είναι σωστό, αλλά το τι θα κάνεις εσύ.

Θυμάμαι παλαιότερα μου είχε προτείνει ένας σύντροφος μια μεθοδολογία για «στρατολογήσεις», ελπίζω να μην με κακοχαρακτηρίσετε που χρησιμοποιώ ακόμα αυτή την λέξη. Την θυμάμαι κάπως έτσι. Ερώτηση πρώτη: Θεωρείς ότι πρέπει να αλλάξει η κατάσταση που βιώνουμε; Ερώτηση δεύτερη: Θες να έχεις μια θέση πρωταγωνιστή στον αγώνα για να την αλλάξουμε ή μια θέση παρατηρήτριας; Ερώτηση τρίτη: Πιστεύεις ότι η οργάνωσή μας έχει την πιο σωστή γραμμή για αυτό ή όχι;

Στα φοιτητικά μου χρόνια, θεωρούσα πως το βάρος πέφτει κυρίως στο πρώτο και το τρίτο. Σήμερα αυτό που κλονίζει εμένα προσωπικά, όχι τα άτομα προς «στρατολόγηση» ή «ενεργοποίηση», είναι το δεύτερο. Αξίζει, μέσα στις προσωπικές μας θύελλες και χωρίς την «μαγική πίστη» των νεανικών χρόνων να δαπανήσεις χρόνο και σκέψη για μια πολιτική οργάνωση; Προσοχή, το ερώτημα δεν είναι αν πρέπει να υπάρχουν, ούτε αν τα λένε καλά, ούτε αν αξίζει ο αγώνας γενικά. Το ερώτημα είναι, εγώ, αξίζει αυτό το απόγευμα μετά τη δουλειά να πάω σε μια ακόμα διαδικασία; Ας πάνε οι νεότεροι, εγώ εδώ είμαι. Θα καταθέσω μόνο τρεις μικρές προσωπικές σκέψεις, επί του ερωτήματος που με διαπερνά μόνιμα.

Όταν τα πράγματα σκουραίνουν, μπορεί να μένει ατάραχη η σκέψη μου; Προσωπικά δεν το έχω καταφέρει ποτέ. Το μικρόβιο, όχι απλά της κριτικής σκέψης αλλά ειδικότερα της στρατευμένης πολιτικής, ζει μέσα στο μυαλό μου. Δεν θέλω να χαζέψω, δεν θέλω να κάνω ενέσεις αδιαφορίας, δεν θέλω να καθοδηγώ φανταστικούς στρατούς με πύρινα ποστ στο Facebook, δεν θέλω να γκρινιάζω για την Αριστερά, δεν θέλω να πω συνειδητά ψέματα στον εαυτό μου ότι αντικαθιστώ με άλλους δρόμους συνεισφοράς την συμμετοχή μου. Δεν κρίνω καμία επιλογή, ούτε ντύνω με αιώνιους όρκους πίστης τη δική μου. Λέω απλά πώς κινείται η σκέψη μου.

Πού είμαι, αν δεν είμαι κάπου;

Τις οργανώσεις και τα κόμματα, πόσο μάλιστα αυτά που τώρα γεννιούνται, δεν τα φτιάχνει η φύση ή ο Θεός, δεν προέρχονται από ιερές γραφές, μοντέλα διαχείρισης ή αλγόριθμους. Τα φτιάχνουμε όσοι και όσες είμαστε σε αυτά. Πρέπει οι οργανώσεις να φτιάχνονται έτσι που να ταιριάζουν στους ανθρώπους τους και όχι οι άνθρωποι να προσπαθούν να μοιάσουν σε κάποια μοντέλα στράτευσης που τους φορέθηκαν. Προφανώς, η ταξική πάλη έχει καθήκοντα, δεσμεύσεις, απαιτεί χρόνο. Η μικρή μου εμπειρία, όμως, λέει πως τα μέλη των μικρών ριζοσπαστικών δυνάμεων είναι πάντοτε κουρασμένα, ανεξάρτητα από την ένταση της ταξικής πάλης. Καμιά φορά μάλιστα, «καίγονται» στην προθέρμανση και βρίσκονται ήδη στον πάγκο όταν έρχεται η ώρα του ματς. Άνθρωποι έρχονται, φεύγουν, επιστρέφουν, αλλάζουν, πείθονται, απογοητεύονται, «τρέχουν», «λούζουν» σε μια διαρκή κίνηση. Δεν γίνεται να σταματήσει αυτό. Ας το αποδεχτούμε με γνώμονα το καλύτερο δυνατό για τη συλλογικότητα. Ως έννοια και ως δομή.

Η δική μου εμπειρία από την Αριστερά και το κίνημα δεν συναινεί σε ένα αφήγημα διαρκών ματαιώσεων και ηττών. Ως φοιτητής έζησα τη δυνατότητα συγκρότησης ενός μαχητικού φοιτητικού κύματος ικανού να ανατρέψει κεντρικές κυβερνητικές πολιτικές. Μέχρι το 2005, αν και ορκιζόμασταν στην αντικαπιταλιστική επανάσταση, δεν πιστεύαμε πράγματι ότι εμείς θα πρωτοστατήσουμε άμεσα σε μια νικηφόρα κινηματική μάχη. Το κάναμε εμείς, όχι κάποιοι σε φωτογραφίες παλιά. Ως νέος έζησα την δυνατότητα κλονισμού του πολιτικού συστήματος μέσα από την ορμητική είσοδο των «μαζών» στο προσκήνιο. Μέχρι το 2010, το πίστευα θεωρητικά. Μετά έγινε πράξη. Η ήττα του 2015 ήταν μια τραγική απόληξη, που όμως ήταν εφικτή λόγω μιας κατάκτησης, της αλλαγής με κινηματικούς όρους του πολιτικού σκηνικού. Μήπως, αντί να κρατάμε την τεκμηρίωση του ανέφικτου, αναδείξουμε την τεκμηρίωση του εφικτού; Αυτή την φορά, καλύτερα. Αυτή την φορά, μέχρι τέλους.

Να η αγαπημένη μου πλευρά της νέας μας οργάνωσης, αυτό που πιστεύω την κάνει μοναδική. Να ανασυνθέσουμε τις εμπειρίες και σκέψεις μας, ώστε αυτή την φορά να πάμε καλύτερα.

Όπως το λέει ο Γκαλεάνο:

«Θα ήθελα να χαιρετίσω περισσότερο αυτό που ξεκινά από αυτό που τελειώνει. Προτιμώ την ελπίδα από τη μελαγχολία. Προτιμώ τα σχέδια από τις ματαιώσεις. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι υπάρχει περισσότερη ζωή μπροστά».

 

___________________

[1] Στις 11-13 Μαρτίου γίνεται η ιδρυτική συνδιάσκεψη της νέας Αριστερής Συλλογικότητας που προέρχεται από κοινή πρωτοβουλία των οργανώσεων Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική και Διεθνιστική Αριστερά, Αναμέτρηση- Ομάδα Κομμουνιστών/τριων, ανένταχτων αγωνιστών/τριων του κινήματος και συντρόφων/ισσων  προερχόμενων από διαφορετικές δυνάμεις της Αριστεράς

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…