Ένας τρόπος να μιλήσεις για το γαλλικό ’68, είναι να ξεκινήσεις ρωτώντας, όπως ένας από τους πρωταγωνιστές, ο Ανρί Βεμπέρ: «Γιατί, στο αποκορύφωμα της Χρυσής Τριακονταετίας, όταν το ακαθάριστο εθνικό προϊόν αυξανόταν κατά 5% κάθε χρόνο, όταν η ανεργία ήταν “περιστασιακή”, όταν η απειλή του πολέμου απομακρυνόταν, όταν η κοινωνία της αφθονίας, του ελεύθερου χρόνου, της επικοινωνίας είχε εδραιωθεί για τα καλά, την ώρα που φαινόταν να προσφέρονται στους πολίτες των ανεπτυγμένων χωρών όλες οι απολαύσεις της ζωής, η νεολαία στη Δύση ύψωσε ξαφνικά το κοκκινόμαυρο λάβαρο της εξέγερσης;» (1).

Ο Μάης δεν ήρθε από το πουθενά

Στη Γαλλία, οι απολαύσεις της «Χρυσής Τριακονταετίας» δεν ήταν για όλους. Μεταξύ 1950 και 1962, η μέση εργάσιμη εβδομάδα έφτανε τις 46 ώρες – για κάποιους και τις 52. Με το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του 1963, οι μισθοί ήταν κάτω από το κόστος ζωής. Την ίδια χρονιά, 200.000 μεταλλωρύχοι κατέβαιναν σε απεργία για 35 ολόκληρες μέρες: φέρναν μαζί τους σιδηροδρομικούς, χαλυβουργούς, δημόσιους υπαλλήλους και φοιτητές, και στα ταμεία αλληλεγγύης μαζεύαν πάνω από 3 δισ. φράγκα. Τέλη Γενάρη του ’68, στα εργοστάσια της Καέν απαιτούσαν αυξήσεις, συνδικαλισμό και μείωση του χρόνου εργασίας. Δέκα εκατομμύρια απεργοί μέσα στο Μάη δεν ήρθαν από το πουθενά.

Δέκα εκατομμύρια είναι κόσμος πολύς: στο Λαϊκό Μέτωπο του 1936 ήταν μόλις 3 εκατομμύρια. Είναι κόσμος πολύ περισσότερος από τους φοιτητές (γύρω στο μισό εκατομμύριο τότε) και κόσμος συγκεντρωμένος, που μαζεύεται σχετικά εύκολα: 6 εκατομμύρια δουλεύουν σε επιχειρήσεις με πάνω από 500 άτομα και άλλα 3 εκατομμύρια σε επιχειρήσεις με 100 έως 500 (2). Είναι κόσμος επίμονος: το Μάη, πάνω από 2 εκατομμύρια απεργούν επί έναν ολόκληρο μήνα, και ακόμα περισσότεροι για δύο ή τρεις εβδομάδες. Είναι κόσμος που ξεπερνά τα όρια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, την οποία ελέγχει το γαλλικό ΚΚ: απορρίπτουν τον πρώτο συμβιβασμό της Γκρενέλ και αγνοούν τον γραμματέα της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων, τον ανεκδιήγητο Σεγκύ, που στις 21 Μαΐου δηλώνει θορυβημένος: «Ανήσυχη απέναντι στις εκρήξεις βίας και την απουσία της κρατικής εξουσίας, η κοινή γνώμη αναγνωρίζει στη CGT τη μεγάλη ήρεμη δύναμη που θα αποκαταστήσει την τάξη» (3). Είναι κόσμος που το Μάη κάνει τη διαφορά: ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ γράφει στη βιογραφία του ελαφρώς ειρωνικά ότι, ενώ Αλτουσέρ, Φουκώ και Λακάν προσπάθησαν από κοινού να πείσουν για την προτεραιότητα των κοινωνικών δομών, απέναντι σε μια ευρωπαϊκή φιλοσοφία που έδινε «υπερβολική» βαρύτητα στο υποκείμενο, η γενική απεργία του Μάη ήταν το καταπιεσμένο υποκείμενο που τώρα ερχόταν στην επιφάνεια και έδειχνε την πραγματική δύναμή του (4).

Νεολαία

Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες αυξάνονται στη Γαλλία διαρκώς: 123.000 το 1946, 202.000 το 1961, 514.000 το 1968. Όμως στις πανεπιστημιακές αίθουσες ο κόσμος δεν χωρά, η πολιτική απαγορεύεται, οι επισκέψεις σε δωμάτια του άλλου φύλου απαγορεύονται (και το 1967 γίνεται χαμός), να διακοσμήσεις το δωμάτιό σου όπως θες απαγορεύεται, η έκτρωση είναι παράνομη. Ο στρατηγός Ντε Γκωλ υλοποιεί ένα πρόγραμμα αυταρχικού εκσυγχρονισμού σε όλη τη χώρα. Και στη Ναντέρ, που «διοικείται σα βιομηχανία», ο πρύτανης ζητά από τους καθηγητές, αν δουν φοιτητή να ανάβει τσιγάρο στην αίθουσα, να του ζητούν τη φοιτητική ταυτότητα και να τη σκίζουν μπροστά του. Ο Λεφέβρ, που επηρεάζει τους Καταστασιακούς, αντιδρά: «ξέρετε, κύριε πρύτανη, δεν είμαι μπάτσος» (2). Η αστυνομία εμφανίζεται όλο και συχνότερα στην πανεπιστημιούπολη, ενεργοποιώντας το «παράδοξο της καταστολής»: η υπερβολική ανάμειξή της παύει να φοβίζει – φοιτητές και φοιτήτριες την αντιμετωπίζουν στη γλώσσα που καταλαβαίνει.

Το θέμα δεν είναι για όλους μόνο ο αυταρχισμός. Όσοι σπουδάζουν κοινωνικές επιστήμες, νιώθουν πως ματαιοπονούν: «η Ναντέρ είναι ο τάφος των χαμένων αυταπατών», γράφουν αργότερα οι ιστορικοί του Μάη, Σίιλ και Μακόνβιλ. Το Νοέμβρη του ’67, φοιτητές και φοιτήτριες της Κοινωνιολογίας ξεσηκώνονται για την ισοτιμία των διπλωμάτων και το εξεταστικό, και λένε ότι κάνουν «απεργία»: την κρατούν δέκα μέρες. Ο Καστοριάδης γράφει ότι το θέμα τους δεν είναι μη και δεν βρουν δουλειά: είναι η βεβαιότητα τι είδους δουλειά θα βρούνε. Η Ροσάντα συνοψίζει τις διαφορές με τη γενιά της Αντίστασης: το ’45 θέλαν σπουδές και δουλειά – το ’68 στρέφονται πια ενάντια στο πανεπιστήμιο και την εργασία. Θέλουν «να καθορίσουν μόνοι τους τη μέθοδο δουλειάς και έρευνας, να ξαναοργανώσουν τα προγράμματά τους σύμφωνα με τις νέες γνώσεις, να ειδικευτούν όπως το εννοούσαν εκείνοι». Τον Μάη βάζουν φωτιά στο Χρηματιστήριο. Είναι τόσοι, και τρώνε τόσο ξύλο, που τελικά συμπαρασύρουν την αρτηριοσκληρωτική Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων. Στον απόηχο πια της εξέγερσης, έρευνα το Σεπτέμβρη του ’68 δείχνει ότι οι περισσότεροι αποδίδουν τον Μάη σε μια αίσθηση ότι δεν υπάρχει προοπτική (2). Έλλειψη προοπτικής από τη μια, αφόρητος πατερναλισμός κράτους και πρυτανικών αρχών από την άλλη: αυτή η δυναμική είναι πίσω από τα χιλιόμετρα ξηλωμένων πεζοδρομίων, στο Καρτιέ Λατέν και αλλού.

Πόλεμος και κρατικός αυταρχισμός

Το ’68 ο πόλεμος δεν «απομακρυνόταν», όπως έγραφε ο Βεμπέρ. Η Γαλλία ήταν σε πόλεμο στην Ινδοκίνα (1946-1954), που έληξε με την ανεξαρτησία του Βιετνάμ. Η ίδια η Πέμπτη Δημοκρατία γεννιόταν μέσα στον γαλλο-αλγερινό πόλεμο (1954-1962), με το πραξικόπημα του στρατηγού Ντε Γκωλ (1958) και τη σφαγή των Αλγερινών από την αστυνομία στον Σηκουάνα (1961). Μετά την ανεξαρτητοποίηση της Αλγερίας (1962), και τις αιματηρές επιθέσεις της ακροδεξιάς «Οργάνωσης Μυστικός Στρατός» (OAS), σειρά είχε ο αμερικανικός πόλεμος στο Βιετνάμ: η διεθνιστική εναντίωση στον πόλεμο είναι συνώνυμο του γαλλικού Μάη – όπως επίσης του γερμανικού και αργότερα του μεξικάνικου.

Ο Μάης ξεκινά Μάρτιο, φυσικά χωρίς σχέδιο: στις 18 Μαρτίου, ομάδες της άκρας Αριστεράς οργανώνουν επιθέσεις σε τέσσερις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες για το Βιετνάμ. Η αστυνομία συλλαμβάνει πέντε νέους στις 22 Μαρτίου: το ίδιο βράδυ, συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τις συλλήψεις στη Ναντέρ καταλήγει σε κατάληψη του κτιρίου διοίκησης. Εκεί γεννιέται το «Κίνημα 22 Μάρτη», με ηγετικές μορφές τον ελευθεριακό Κον-Μπεντίτ και τον τροτσκο-γκεβαρικό Μπενσαΐντ. Πρωταγωνιστική δύναμη στην εξέγερση που ακολουθεί, το κίνημα αυτοπροσδιορίζεται αντιιμπεριαλιστικό (αλληλέγγυο στους λαούς της Κούβας και της Ινδοκίνας), αντιγραφειοκρατικό (αλληλέγγυο στους Πολωνούς φοιτητές και την Άνοιξη της Πράγας) και αντικαπιταλιστικό (αλληλέγγυο με τους εργάτες της Καέν και του Ρεντόν) (4). Είναι κόκκινο και μαύρο μαζί.

Το γαλλικό ΚΚ και η άκρα Αριστερά

Με την αίγλη του «κόμματος των 75.000 εκτελεσμένων», το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα συμμετέχει στην κυβέρνηση Ραμαντιέ μαζί με τη γκωλική Δεξιά μέχρι το 1947. Με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, απομακρύνεται. Τα επόμενα χρόνια καταγγέλλει τον αυταρχισμό του Ντε Γκωλ ως «μη φασιστικό ολοκληρωτισμό» και «άσκηση προσωπικής εξουσίας»· δεν διανοείται, όμως, άλλο δρόμο για να τον ανατρέψει από τον εκλογικό. Όσα κι αν καταλογίζει στον Ντε Γκωλ, αναγνωρίζει ότι ο στρατηγός έχει βγάλει τη Γαλλία από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1966) και ότι κρατά αποστάσεις από τις ΗΠΑ – πράγμα που ευνοεί την ΕΣΣΔ.

Στο αλγερινό μέτωπο, το 1956 το ΚΚΓ στηρίζει τα έκτακτα μέτρα κατά της Αλγερίας που παίρνει η σοσιαλιστική κυβέρνηση Μολέ και θεωρεί τους Αλγερινούς του FLN «προβοκάτορες». Υπό τις ευλογίες της Μόσχας, συγκλίνει διαρκώς με τον Μιτεράν, που θεωρεί ότι «η Αλγερία είναι Γαλλία». Στις προεδρικές εκλογές του ’65, ο Μιτεράν είναι κοινός υποψήφιος σοσιαλιστών-κομμουνιστών (χάνει με 55-44 από τον Ντε Γκωλ). Και στις βουλευτικές του 1967, σοσιαλιστές και κομμουνιστές μαζί παίρνουν περισσότερες ψήφους από τη Δεξιά. Το σχέδιο του ΚΚΓ απαιτεί ηρεμία για να κερδηθούν οι προεδρικές του 1972. Αλλά ο Μάης βαριέται την ηρεμία. Ο Σαρτρ εξηγεί συνοπτικά το πρόβλημα: «η στάση του Κόμματος στη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας, τη στιγμή του πραξικοπήματος του Ντε Γκωλ, και αργότερα, κάτω από την γκολική ηγεμονία κι ως τον Μάη του ’68, μου απέδειξε ότι το επαναστατικό τούτο κόμμα ήταν αποφασισμένο να μην κάνει την επανάσταση» (2).

Η νεολαία αντιλαμβάνεται το πρόβλημα γρηγορότερα. Το 1960, το ΚΚΓ προσπαθεί ανεπιτυχώς να εμποδίσει διαδήλωση της Ένωσης Κομμουνιστών Φοιτητών (ΕΚΦ) για την Αλγερία και το ’61 η ΕΚΦ αυτονομείται από τον έλεγχό του. Λίγο μετά, διαγράφει από την Ένωση τους «αποκλίνοντες» που διαφωνούν με την συνεργασία υπό τον Μιτεράν. Επιπλέον, το 1966 είναι η χρονιά της Πολιτιστικής Επανάστασης και το ΚΚΓ έχει ανταγωνισμό στ’ αριστερά. Είναι η χρονιά που μια εκατοντάδα διαγραμμένοι της ΕΚΦ ιδρύουν τη μαοϊκή UJC (ML), μια νεανική οργάνωση κοντά στους Ρομπέρ Λινάρ και Λουί Αλτουσέρ, που προωθεί την εγκατάσταση φοιτητών στα εργοστάσια και τη δημιουργία Επιτροπών Βάσης Βιετνάμ, κόντρα στην πιο φιλοτροτσκιστική Εθνική Επιτροπή Βιετνάμ: οι επιτροπές δράσης νέων και εργαζομένων το Μάη θα ξεπεράσουν τις 450. Το ’66 είναι, βεβαίως, και η χρονιά που διαγραμμένοι από το ΚΚΓ συγκροτούν την Επαναστατική Κομμουνιστική Νεολαία: η JCR, ομάδα οργανωτικά ισχνότερη από τους μαοϊκούς, τον Μάη αριθμεί 300 μέλη, με μέσο όρο ηλικίας τα 21. Σε αντίθεση με τους μαοϊκούς, που στην αρχή καταγγέλλουν συνωμοσία σοσιαλδημοκρατών-ρεβιζιονιστών-τροτσκιστών για να αποκοπεί η γαλλική νεολαία από την εργατική τάξη, η JCR είναι στην εξέγερση σαν το ψάρι στο νερό, χάρη στην παρουσία του Κριβίν στη Σορβόνη και του Μπενσαΐντ στη Ναντέρ: οι δυο τους ξέρουν από κοντά τη γερμανική φοιτητική άκρα Αριστερά και, σε πείσμα της αναρχοφοβίας ΚΚΓ-μαοϊκών, συνεργάζονται με τους ελευθεριακούς.

Εξέγερση ή επανάσταση;

Στον απολογισμό τους για τα 20ά γενέθλια του Μάη, οι Κριβίν και Μπενσαΐντ θυμίζουν ότι επαναστατική κατάσταση δεν έχουμε όταν κατεβαίνουν πολλοί στο δρόμο, αλλά «όταν οι από πάνω δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν, όταν οι από κάτω δεν μπορούν πλέον να ανεχτούν την κατάσταση, όταν εκείνοι που είναι στη μέση στρέφονται προς τους από κάτω». Με την προσθήκη του Τρότσκι: και όταν υπάρχει μια επαναστατική δύναμη, ικανή να δώσει λύση στην κρίση – ο περίφημος «υποκειμενικός παράγοντας»:

Εμείς τότε είχαμε απαντήσει: λείπει ένα επαναστατικό κόμμα. Αυτό ήταν εξαιρετικά αληθινό. Ήταν ωστόσο μόνο η μισή απάντηση. Γιατί προϋπέθετε τον πλήρη διαχωρισμό του ενός παράγοντα απ’ τους άλλους. Έτσι όμως δημιουργείται η εντύπωση ότι θα ήταν αρκετό να βρεθεί, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ένα υποκατάστατο κομμάτι για να συμπληρωθεί το σύνολο. Αυτή ακριβώς είναι η βάση, είτε δηλώνεται ρητά είτε υπονοείται, του ξέφρενου αυθορμητισμού και του αριστερισμού μετά το ’68. Ο μανιώδης ακτιβισμός και η «παραδειγματική δράση» υποτίθεται ότι θα ξεπερνούσαν, όσο πιο γρήγορα γινόταν, την έλλειψη ενός επαναστατικού, μ’ όλη τη σημασία της λέξης, κόμματος […] Αλλά αν δεν ξεπέσει κανείς σε ένα ντελίριο ιδεαλισμού, θα αντιληφθεί ότι αυτή η αδυναμία εκφράζει, αν και με έναν παραμορφωμένο τρόπο, τη γενικότερη κατάσταση της εργατικής τάξης, των μαχητικών τμημάτων της, της φυσικής της πρωτοπορίας στους εργασιακούς χώρους και στα συνδικάτα (5). 

Η μία πλευρά δεν είχε τον πολιτικό και οργανωτικό κορμό που, αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της στιγμής, θα συγκέντρωνε δυνάμεις και θα έθετε ζήτημα ανατροπής του Ντε Γκωλ: τέτοιο ζήτημα δεν τέθηκε το Μάη, πέρα από τις αμήχανες εκκλήσεις του γαλλικού ΚΚ για «λαϊκή κυβέρνηση». Στον αντίποδα, ο Ντε Γκωλ «διάβασε» την κρίση και τις δυνατότητες των αντιπάλων του: φεύγοντας απροειδοποίητα για το Μπάντεν Μπάντεν της Γερμανίας, βεβαιώθηκε για την αφοσίωση του γαλλικού στρατού,  κατήγγειλε κίνδυνο «ολοκληρωτικής κομμουνιστικής επανάστασης» με ραδιοφωνικό διάγγελμα στις 30 Μαΐου, που θύμιζε τα διαγγέλματα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και διέλυσε τη Βουλή, προκηρύσσοντας εκλογές: με το τέλος του διαγγέλματος, 500.000 οπαδοί της τάξης βγήκαν στο δρόμο (την προηγούμενη μέρα, ο πρωθυπουργός Πομπιντού είχε θέσει στρατό και άρματα μάχης σε κατάσταση συναγερμού). Αδύναμη να δημιουργήσει ρήγματα στο στρατό, όπως νωρίτερα στην αστυνομία, και συνεπώς απρόθυμη για μια στρατιωτική αναμέτρηση, η εξέγερση υποχώρησε. Με διάταγμα στις 12 Ιουνίου, οι οργανώσεις της άκρας Αριστεράς τέθηκαν εκτός νόμου. Και στις 23 Ιουνίου η Δεξιά κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές με 49,8% και 367 έδρες, έναντι 91 της Αριστεράς.

Γιατί λέμε ακόμα για τον Μάη

Για τον απολογισμό του Ανρί Βεμπέρ, μέλους τότε της JCR (κατόπιν των σοσιαλιστών), η γαλλική κοινωνία μετά το Μάη ήταν «πολύ πιο φιλελεύθερη, πιο δημοκρατική, πιο ηδονιστική, πιο αλληλέγγυα, ενώ παρουσίαζε λιγότερες ανισότητες απ’ ό,τι τις δεκαετίες του ’50 και του ’60». Σε αντίθεση, ωστόσο, με άλλα «παιδιά του Μάη», που έκτοτε προτιμούσαν να βλέπουν το ’68 με τα γυαλιά του εκσυγχρονισμού –απλά ως εξέγερση της νεανικής λίμπιντο και της καλλιτεχνικής δημιουργίας ενάντια σε αναχρονιστικές απαγορεύσεις–, ο Βεμπέρ δεν σταματά εκεί: οι Γάλλοι κέρδισαν μηνιαίες πλέον αποδοχές, αναγνώριση του επιχειρησιακού σωματείου, αύξηση 35% του κατώτατου ημερομισθίου και 10% των μισθών, επιδότηση της ανεργίας (1). Η σύγκλιση νεολαίας και εργατικής τάξης, που αποπειράθηκε ο Μάης, πήγε παραπέρα ένα χρόνο μόλις μετά, με το ιταλικό «θερμό φθινόπωρο». Και μια από τις μεγάλες ελλείψεις του Μάη, αυτή της φεμινιστικής πολιτικής, αναπληρώθηκε στη Γαλλία ιδίως την περίοδο ’70-’71.

Ο Μάης δεν ήταν επανάσταση. Ένα από τα όριά του, λένε οι Κριβίν και Μπενσαΐντ, που δεν τον αποκήρυξαν, ήταν ο εξωκοινοβουλευτισμός του:

δίκοπο μαχαίρι: Απ’ τη μια εξέφραζε μια βαθιά δυσπιστία για τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής εξουσίας που είχαν δημιουργηθεί έτσι ώστε να αποκλείουν τις μάζες από την άσκηση της εξουσίας. Απ’ την άλλη εξέφραζε το χάσμα ανάμεσα στην κοινωνική δύναμη των κινημάτων και στην έλλειψη της πολιτικής τους έκφρασης, δηλαδή την έντονη αίσθηση της αδυναμίας τους στο καθαρά πολιτικό πεδίο» (5)

Το φρένο αυτό έγινε γκάζι για όσους θέλησαν να ανέβουν κοινωνικά μέσα από τις ευκαιρίες που έδωσε λίγο μετά η κυβέρνηση Μιτεράν. Αλλά εδώ είναι και το μειονέκτημα να λέει κανείς την ιστορία από το τέλος των πραγμάτων: στο τέλος όλοι πεθαίνουμε, πράγμα που δεν αναιρεί ό,τι σπουδαίο, όπως ο Μάης, προηγήθηκε.

_____________________________

Αναφορές

(1) Weber, H, Πρέπει να απαλλαγούμε από την κληρονομιά του Μάη του ’68 (μτφρ.: Ευγενία Τσελέντη), Ηλίβατον 2014

(2) Μηνακάκης Β., Μάης 1968: Ρωγμή απ’ το μέλλον, ΚΨΜ 2018

(3) Συλλογικό, «Επίμονος μοντέρνος Μάης» (αφιέρωμα στα 50 χρόνια του Μάη ’68), Marginalia, τεύχος 4, Μάιος-Ιούνιος 2018 https://marginalia.gr/afieroma/epimonos-monternos-mais/

(4) Bensaϊd, D. (2013), An impatient life, Verso 2013

(5) Μπενσαΐντ Ντ., Κριβίν Α., «Εμείς είμαστε οι κληρονόμοι του Μάη ‘68», στο Σίηλ Π., Μακόνβιλ Μ. Η γαλλική επανάσταση του 1968, Εργατική Πάλη 2005

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…