Ο ιρανικός ανεξάρτητος κινηματογράφος προσφέρει μια βασική πύλη εισόδου στον αγώνα κατά του θεοκρατικού καθεστώτος. Οι ταινίες του αποτυπώνουν τον παλμό της ζωής κάτω από τον τραυματικό καταναγκασμό της δικτατορίας, γι’ αυτό και η καταστολή έχει πέσει πάνω σε αρκετούς κινηματογραφιστές.

Γράφει η Hanna Khosravi* – Πηγή: https://nuso.org/articulo/la-resistencia-del-cine-irani/  (Δημοσίευση Φεβρουάριος 2023)

 

Στα μισά της ταινίας Ταξί (2015) του Τζαφάρ Παναχί, ο Ιρανός σκηνοθέτης πηγαίνει να πάρει τη μικρή του ανιψιά, τη Χάνα, από το σχολείο. Μόλις έχουν αναθέσει στη Χάνα την εργασία να γυρίσει μια ταινία για την τάξη της και ανυπομονεί να ζητήσει τις συμβουλές του θείου της. Τι καλύτερο από το να ρωτήσει έναν διεθνώς αναγνωρισμένο σεναριογράφο και σκηνοθέτη; Η Χάνα λέει στον Παναχί ότι το σχολείο της, το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία της λεγόμενης «αστυνομίας ηθών» του ισλαμικού καθεστώτος, έχει απαγορεύσει αυτό που η κυβέρνηση αποκαλεί «χυδαίο ρεαλισμό» σε οποιαδήποτε παραγωγή των μαθητών. Ο νομικός όρος για τη λογοκριμένη αυτή μορφή της κινηματογραφικής τέχνης μεταφράζεται από τα περσικά سیاهنمایی που κυριολεκτικά σημαίνει «απεικονίζω κάτι με σκοτεινό τρόπο».

Η Χάνα λέει στον Παναχί ότι ο δάσκαλος τους υπέδειξε να «δείξουν αυτό που είναι πραγματικό, αλλά όχι αυτό που είναι πραγματικό πραγματικό. Στη συνέχεια [ο δάσκαλος] είπε ότι αν η πραγματικότητα είναι σκοτεινή και δυσάρεστη, να μην την δείξουν… Δεν είναι υποχρεωμένοι να την δείξουν, αλλά αποφασίζουν οι ίδιοι». Η Χάνα κάνει μια παύση, χωρίς εμφανή επίγνωση της σπαρακτικής αλήθειας που μόλις αποκάλυψε, και στη συνέχεια προσθέτει: «Τέλος πάντων. Δεν μπορώ να καταλάβω». Ο σοκαριστικός διάλογος σε αυτή τη σκηνή χρησιμοποιεί το νεορεαλιστικό μέσο της προσέγγισης κοινωνικών ή πολιτικών ζητημάτων μέσα από τα αθώα και περίεργα μάτια ενός παιδιού.

Ο Παναχί –αντιφρονούντας, πολιτικός κρατούμενος, καλλιτέχνης– έχει αφιερώσει τη ζωή του σε μια παράνομη μορφή τέχνης. Όπως συμβαίνει με πολλούς αντιφρονούντες κινηματογραφιστές της χώρας του, μεγάλο μέρος της δουλειάς του περιστρέφεται γύρω από ιστορίες γυναικών. Ας πάρουμε την ταινία με την οποία ξεκίνησε ο αγώνας του, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ενάντια στο αυταρχικό καθεστώς του Ιράν: Ο κύκλος (2000), πρωτοποριακή στη σκληρή και απροκάλυπτη απεικόνιση της ασφυκτικής καταπίεσης των γυναικών από την κυβέρνηση. Όπως το έθεσε ο Ρότζερ Έμπερτ (Roger Ebert) σε μια κριτική του, «η ταινία είναι βαθιά επικίνδυνη για το status quo στο Ιράν, επειδή μας παροτρύνει να ταυτιστούμε με τη δυσχερή θέση γυναικών που δεν έχουν κάνει τίποτα κακό εκτός από το να είναι γυναίκες». Όπως και το Ταξί, ο Κύκλος έχει να κάνει με την ποιητική της καθημερινότητας. Είναι μια πράξη αποκάλυψης, που αποκαλύπτει πώς οι Ιρανές γυναίκες αναζητούν την ασφάλεια και την επιβίωσή τους.

Μετά τη συμμετοχή του στο Πράσινο Κίνημα του 2009 ο Παναχί συνελήφθη και κατηγορήθηκε για τη δημιουργία «αντικυβερνητικής προπαγάνδας». Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στη φυλακή Εβίν –που είναι ευρέως γνωστή ως Πανεπιστήμιο Εβίν λόγω του αριθμού των διανοουμένων, δημοσιογράφων, φοιτητών και καλλιτεχνών που έχουν κρατηθεί εκεί– ο Παναχί ξεκίνησε μια απεργία πείνας που πέτυχε την προσοχή κινηματογραφιστών, καλλιτεχνών και ακτιβιστών σε όλο τον κόσμο. Μετά την απελευθέρωσή του, η κυβέρνηση του απαγόρευσε να σκηνοθετεί ή να προβάλλει τις ταινίες του για 20 χρόνια. Το ντοκιμαντέρ του 2011 του Παναχί που περιγράφει τη ζωή του σε κατ’ οίκον περιορισμό, με τον εύστοχο τίτλο Αυτή δεν είναι ταινία, μεταφέρθηκε λαθραία στο φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών σε ένα στικάκι κρυμμένο μέσα σε τούρτα γενεθλίων.

Τον τελευταίο καιρό η καταστολή κατά των καλλιτεχνών έχει επιδεινωθεί. Τον Μάιο του 2022, περισσότεροι από δώδεκα σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ συνελήφθησαν ή δέχτηκαν έφοδο στα σπίτια τους, όταν η υπερσυντηρητική κυβέρνηση του προέδρου Εμπραχίμ Ραΐσι ξεκίνησε την πιο σκληρή καταστολή της καλλιτεχνικής ελευθερίας της έκφρασης που έχει δει το Ιράν εδώ και πολλά χρόνια. Δύο μήνες αργότερα, ο Παναχί συνελήφθη αφού πήγε σε εισαγγελία της Τεχεράνης για να ρωτήσει σχετικά με τη φυλάκιση του φίλου του, κινηματογραφιστή Μοχάμαντ Ρασουλόφ (Mohammad Rasoulof). Ο Ρασουλόφ είχε συλληφθεί τον Ιούλιο, αφού δημοσίευσε μια δήλωση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με την οποία καλούσε τις δυνάμεις ασφαλείας του καθεστώτος να καταθέσουν τα όπλα που έστρεφαν εναντίον των ανθρώπων που διαδήλωναν κατά της κυβέρνησης στην επαρχία Χουζεστάν του Ιράν. Όπως και το Ταξί, η ταινία του Μοχάμαντ Ρασουλόφ Οι ζωές των άλλων (2020), η οποία αφηγείται τέσσερις διασταυρούμενες ιστορίες Ιρανών των οποίων οι ζωές έχουν επηρεαστεί από τη συστηματική διαφθορά και την αδικία των νόμων περί θανατικής ποινής της χώρας, κέρδισε τη φημισμένη Χρυσή Άρκτο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Όπως και στον Παχανί, στον Ρασουλόφ απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα και δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στο φεστιβάλ και να παραλάβει το βραβείο του. Στις 19 Ιουλίου, ο Παναχί καταδικάστηκε επίσης σε έξι χρόνια εγκλεισμού στην φυλακή Εβίν.

Από τον Σεπτέμβριο, χιλιάδες Ιρανοί κρατούνται στην Εβίν επειδή συμμετείχαν στην εξέγερση που συγκλόνισε το Ιράν και μεγάλο μέρος της περιοχής του Κουρδιστάν από τότε που η Μαχσά (Τζίνα) Αμινί, μια 22χρονη Κούρδο-Ιρανή, δολοφονήθηκε από την αστυνομία ηθών, αφού συνελήφθη επειδή φορούσε «ανάρμοστα» το υποχρεωτικό χιτζάμπ. Οι διαδηλώσεις αυτές που χαρακτηρίστηκαν από σφοδρότητα, κλιμάκωση και αντίποινα από πλευράς της κυβέρνησης που δεν είχαν παρατηρηθεί εδώ και δεκαετίες, υιοθέτησαν το σύνθημα «Γυναίκα, ζωή, ελευθερία», μια πολεμική κραυγή που μεταφράστηκε στα περσικά (Zan, Zendegi, Azadi) από ένα κουρδικό επαναστατικό τραγούδι (Jin, Jiyan, Azadî).

Το Σάββατο 15 Οκτωβρίου, μια εφιαλτική εικόνα άρχισε να κυκλοφορεί στο Instagram και το Twitter: Η φυλακή Εβίν βρισκόταν στις φλόγες, περιτριγυρισμένη από τεράστια σύννεφα μαύρου καπνού που κάλυπταν τον ορίζοντα της Τεχεράνης. Ιρανικοί λογαριασμοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έκαναν αναρτήσεις επί τόπου για τις διαδηλώσεις, άρχισαν να αναφέρουν ότι ακουγόταν πυροβολισμοί μέσα από τα τείχη της Εβίν. Μεγάλωσε ο φόβος ότι η κυβέρνηση είχε ξεκινήσει μια συντονισμένη επίθεση κατά των διαδηλωτών που βρισκόταν στην φυλακή.

Οι δικαστές του καθεστώτος δήλωσαν ότι οκτώ άνθρωποι σκοτώθηκαν και 61 τραυματίστηκαν στην πυρκαγιά, η οποία, σύμφωνα με τις δυνάμεις ασφαλείας, ξεκίνησε από «κακοποιούς» στη μονάδα οικονομικών εγκλημάτων της Εβίν και δεν είχε καμία σχέση με τις διαδηλώσεις. Οργανώσεις όπως η Human Rights Watch ζητούν ανεξάρτητη έρευνα για το τι συνέβη, αναφερόμενες στην αδιάκριτη κυβερνητική βία και το ιστορικό βασανιστηρίων και άδικων κρατήσεων στην Εβίν. Τη νύχτα της πυρκαγιάς, ο Παχανί και ο Ρασουλόφ φέρονται να δέχθηκαν επίθεση με δακρυγόνα. Δεν είναι ακόμη γνωστό πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν. Η σύζυγος του Παχανί δήλωσε ότι της περιέγραψε την εμπειρία ως «τις χειρότερες ώρες της ζωής του».

Μια εβδομάδα πριν από την πυρκαγιά έγινε η πρεμιέρα της πιο πρόσφατης ταινίας του Παναχί, Αρκούδες δεν υπάρχουν, η οποία έλαβε το θερμό χειροκρότητα των κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης. Καθώς δεν μπόρεσε να παρευρεθεί αυτοπροσώπως, ο Παναχί έστειλε μια δήλωση αλληλεγγύης με τους διαδηλωτές, την οποία διάβασε στο κοινό του Lincoln Center η πρωταγωνίστρια της ταινίας, Μίνα Καβάνι. Αξίζει να την παραθέσουμε ολόκληρη: «Είμαστε κινηματογραφιστές. Είμαστε μέρος του ιρανικού κινηματογράφου. Για εμάς, ζωή σημαίνει δημιουργία. Τα έργα που δημιουργούμε δεν γίνονται κατόπιν παραγγελίας. Ως αποτέλεσμα, αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία μας θεωρούν εγκληματίες. Ο ανεξάρτητος κινηματογράφος αντανακλά την εποχή του. Εμπνέεται από την κοινωνία. Και δεν μπορεί να είναι αδιάφορος απέναντί της. Η ιστορία του ιρανικού κινηματογράφου μαρτυρά τη συνεχή και ενεργή παρουσία των ανεξάρτητων κινηματογραφιστών που αγωνίστηκαν ενάντια στη λογοκρισία και για να διασφαλίσουν την επιβίωση αυτής της τέχνης. Στην πορεία αυτή, σε κάποιους απαγορεύτηκε να γυρίζουν ταινίες, άλλοι αναγκάστηκαν να εξοριστούν και οδηγήθηκαν στην απομόνωση. Ακόμα κι έτσι, η ελπίδα για δημιουργία αποτελεί και πάλι λόγο ύπαρξης. Είμαστε κινηματογραφιστές, και μάλιστα ανεξάρτητοι κινηματογραφιστές».

Ο Παναχί είναι μια εξέχουσα φυσιογνωμία της γενιάς του ιρανικού Νέου Κύματος, ενός κινήματος που εκτείνεται από τη δεκαετία του 1960. Οι ιρανικές ταινίες του Νέου Κύματος, απόγονοι του νεορεαλιστικού κινηματογράφου που επικράτησε στη μεταπολεμική Ιταλία, διαμορφώθηκαν από την καταπίεση και την πολιτική αναταραχή. Το είδος αυτό αναδύθηκε αρχικά υπό τον Σάχη αλλά ανέπτυξε τη σημερινή του μορφή μετά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979. Οι σκηνοθέτες του Νέου Κύματος είναι χρονικογράφοι της καθημερινής ζωής στο Ιράν. Δεν απεικονίζουν απαραίτητα τον επαναστατικό ζήλο ή δεν κάνουν άμεση αναφορά στην κρατική βία. Αντίθετα, παρακολουθούν τη ζωή των απλών Ιρανών, προσθέτοντας επιπέδα πολιτικού σχολιασμού σε καθημερινές συζητήσεις, οπτικά σενάρια και αφηγηματικές τεχνικές.

Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές δυτικές ταινίες, οι οποίες αντλούν τις δομές τους από μυθιστορήματα και άλλες αφηγηματικές μορφές, ο ιρανικός νεορεαλιστικός κινηματογράφος μοιάζει περισσότερο με ποίηση – ένα στυλ που ο Ιρανοαμερικανός κριτικός Χαμίντ Νταμπασί (Hamid Dabashi) έχει περιγράψει ως «λυρικό, πολιτικό και μεταφορικό» (οι ιδρυτικές λογοτεχνικές φωνές του Ιράν –ο Ρουμί, ο Ομάρ Καγιάμ και ο Χαφίζ– είναι ποιητές, και το αριστούργημα του Πέρση ποιητή Φερντοσί, το Σανχαμέ ή Βιβλίο των Βασιλέων, είναι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο πολύπλοκα γλωσσικά επικά ποιήματα όλων των εποχών). Αργόσυρτες, εγκεφαλικές και γεμάτες συμβολισμούς, οι ταινίες αυτές διατηρούν έναν ρυθμό που προκαλεί αυτό που ο Νταμπασί αποκαλεί «μελωδικό μούδιασμα». Η πλοκή τους είναι σε μεγάλο βαθμό ανοιχτή, αλλά η πλοκή δεν είναι ακριβώς το ζητούμενο. Αντίθετα, ο ιρανικός κινηματογράφος δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις ζωές που διαδραματίζονται στην οθόνη και λειτουργεί ως διαλογισμός πάνω στην πραγματικότητα και τις πολλές σκιές της.

Στο The House is Black (1963), ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους που συνέβαλε να ανοίξει ο δρόμος για το ιρανικό Νέο Κύμα, η φεμινίστρια ποιήτρια Φορούχ Φαροχζάντ (Forugh Farrokhzad) ερευνά τη ζωή σε ένα λεπροκομείο στη χώρα της. Η ταινία της Φαροχζάντ είναι μια συνύφανση της ποίησής της, απαγγελίας θρησκευτικών κειμένων και αισθητικής εξερεύνησης, ένα αμάλγαμα που παραπέμπει στις ποιητικές καταβολές του είδους. Αλλά ο πιο αναγνωρισμένος δημιουργός του κινήματος είναι ο Αμπάς Κιαροστάμι, ένας μαέστρος του μινιμαλισμού και της μεταμυθοπλασίας, γνωστός για το Closeup (1990) και το βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα Η γεύση του κερασιού (1997). Το έργο του Κιαροστάμι συμπυκνώνει τη διακριτική πολιτική του κινηματογράφου του Νέου Κύματος. Το γυρισμένο μετά την επανάσταση ντοκιμαντέρ του Συμπολίτης (1983), σύμφωνα με τον Νταμπασί, αποτυπώνει τα «κρυμμένα συναισθήματα και τις κοινωνικές εκδηλώσεις σε ένα μποτιλιάρισμα» σε έναν παραλληλισμό με την «κοινωνική ψυχολογία των επαναστατικών μαζών που άρχισαν να συγκεντρώνονται κάτω από τα λάβαρα του Χομεϊνί».

Το πειραματικό του δράμα Shirin (2008) ενσωματώνει την ποίηση στη σύλληψη της ταινίας με έναν πιο κυριολεκτικό τρόπο. Αποτελείται εξ ολοκλήρου από αυστηρά κοντινά πλάνα στα πρόσωπα 113 ηθοποιών (112 από τις οποίες είναι Ιρανές και η άλλη είναι η μούσα του Κιαροστάμι Ζυλιέτ Μπινός, καθώς παρακολουθούν μια ταινία βασισμένη στο περσικό ποίημα Κοσρόης και Σιρίν, μια τραγική ιστορία αγάπης που προέρχεται από το Σανχαμέ. Η οπτική κατανόηση του ποιήματος διαμορφώνεται αποκλειστικά μέσα από τα πρόσωπα αυτών των γυναικών – τις βλέπουμε με τις μαντήλες τους και παρατηρούμε τις ανεπαίσθητες αλλαγές στις εκφράσεις τους σε ορισμένες στροφές. Ίσως αυτή η περιγραφή κάνει τη Shirin να ακούγεται σαν ένα επιτηδευμένο προϊόν καλλιτεχνικού κινηματογράφου, αλλά το αποτέλεσμα είναι υπνωτιστικό. Ο Κιαροστάμι μας ζητά να παρατηρήσουμε κάθε ηθοποιό από κοντά και δίνει στο κοινό τον χρόνο να συλλάβει την εσωτερική ζωή που χορεύει στα πρόσωπα αυτών των γυναικών. Σε μια χώρα όπου το «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» έχει γίνει επαναστατικό σύνθημα, η Shirin είναι μια ανατρεπτική δήλωση.

Άλλες ταινίες του Νέου Κύματος προσεγγίζουν πιο ανοιχτά την πολιτική και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στην Ποιος Φοβάται του Γάτους της Περσίας (2009), ο διακεκριμένος Κούρδος σκηνοθέτης Μπαχμάν Γκομπαντί εστιάζει στην απαγορευμένη ποπ και ροκ μουσική σκηνή της Τεχεράνης. Γυρισμένη στα κρυφά, η ταινία παρακολουθεί δύο νεαρούς μουσικούς μετά την αποφυλάκισή τους – έχουν συλληφθεί και διωχθεί επειδή παίζουν ροκ και μάλιστα με μια γυναίκα βασική τραγουδίστρια στο συγκρότημα. Σε μια από τις προηγούμενες ταινίες μυθοπλασίας του, την Και οι Χελώνες Μπορούν να Πετάξουν (2004), ο Γκομπαντί καταγράφει την οδυνηρή δοκιμασία των Κούρδων προσφύγων τις ημέρες πριν από την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν, όπως φαίνεται μέσα από τα μάτια παιδιών που έχουν μείνει ορφανά. Όπως ο Κιαροστάμι και ο Παναχί, ο Γκομπαντί ανήκει στη νεορεαλιστική παράδοση. Οι ταινίες του δεν επιταχύνουν τους ρυθμούς της ζωής για χάρη του ενθουσιασμού ή της ψυχαγωγίας. Απαιτούν να κοιτάξουμε, μέχρι να μην μπορούμε πλέον να αγνοήσουμε την πραγματικότητα που εξελίσεται μπροστά μας.

Οι αιχμηροί διάλογοι στην ταινία Ταξί του Παναχί είναι σεναριακοί, αν και στην αρχή μπορεί να μη φαίνεται. Ο Παναχί υποδύεται τον «Τζαφάρ Παναχί», τον σκηνοθέτη, ο οποίος αυτή τη μέρα παίζει το ρόλο ενός οδηγού ταξί στην Τεχεράνη, μια δουλειά που του επιτρέπει να αφηγείται την ιστορία της χώρας του μέσα από φαινομενικά τυχαίες ανταλλαγές απόψεων με τους εκκεντρικούς χαρακτήρες που παίρνει στο ταξί κατά τη διάρκεια του απογεύματος.

Η παρουσία κάθε χαρακτήρα αποτελεί μια κοινωνικοπολιτική δήλωση αλλά καμία δεν είναι πιο άμεση από αυτή της δικηγόρου ανθρωπίνων δικαιωμάτων Νασρίν Σοτουντέ (Nasrin Sotoudeh), η οποία μπαίνει στο ταξί σε μια διαδρομή προς το τέλος της ταινίας. Η Σοτουντέ, παντρεμένη μητέρα δύο παιδιών, είχε μόλις αποφυλακιστεί από την κράτησή της στην απομόνωση στη φυλακή Eβίν όταν γυρίστηκε τοΤαξί. Αναφέρεται από τον Παναχί μόνο ως «η κυρία των λουλουδιών», ανεβαίνει στο ταξί με ένα ενθουσιώδες χαμόγελο και σφίγγει ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα στο στήθος της. Είναι η πιο φιλική και χαλαρή από τους επιβάτες του Παναχί μέχρι εκείνη τη στιγμή και οι δυο τους αρχίζουν αμέσως την κουβέντα. Αυτό το θυελλώδες πορτρέτο της Σοτουντέ είναι από μόνο του μια πρόκληση για την κυβέρνηση που προσπάθησε να τη φιμώσει.

«Πού πας;» την ρωτάει ο Παναχί καθώς μπαίνει στο αυτοκίνητο. «Στον παράδεισο», απαντά η Σοτουντέ και μια νότα ειρωνείας χρωματίζει το αχνό χαμόγελό της. Πηγαίνει στην Εβίν για να επισκεφθεί την Ghoncheh Ghavami –μια πελάτισσα που συνελήφθη το 2014 επειδή προσπάθησε να παρακολουθήσει έναν αγώνα βόλεϊ ανδρών στην Τεχεράνη– και να προσπαθήσει να την πείσει να εγκαταλείψει την απεργία πείνας που κάνει. Ο Παναχί, σπάζοντας προς στιγμήν τη σταθερά ευγενική του συμπεριφορά, κάνει μια γκριμάτσα. Ανεπαίσθητα συγκινημένος, εξομολογείται στην δικηγόρο ότι, ενώ οδηγούσε, νόμιζε ότι άκουσε τη φωνή του φρουρού που τον ανέκρινε στην Εβίν. Η Σοτουντέ απαντά ήρεμα, με τον καθησυχαστικό τόνο ενός έμπειρου επαγγελματία νομικού: «Πολλοί από τους πελάτες μου λένε το ίδιο πράγμα. Θέλουν να αναγνωρίζουν τους ανθρώπους από τη φωνή τους. Αυτό είναι το πλεονέκτημα της κάλυψης των ματιών». Η αμοιβαία κατανόησή τους δημιουργεί μία από τις πιο συνταρακτικές στιγμές της ταινίας.

Καθώς πλησιάζει το τέλος της διαδρομής της, η Σοτουντέ αφήνει ένα από τα τριαντάφυλλα στο ταμπλό του αυτοκινήτου. «Αυτό το τριαντάφυλλο είναι για τους ανθρώπους του κινηματογράφου, γιατί μπορεί να τους εμπιστευτεί κανείς», λέει, δείχνοντας γελώντας την κάμερα. «Το αφήνω εδώ για να μη νομίζετε ότι δεν ξέρω για τι είστε ικανοί».

Κρύβοντας την κάμερά του, αναφέροντας τη Σοτουντέ «η κυρία των λουλουδιών» και περιορίζοντας ολόκληρη την παραγωγή του στο εσωτερικό ενός ταξί, ο Παναχί παίρνει  μέτρα για να διασφαλίσει ότι δεν θα τον αναγνωρίσουν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και ότι οι ηθοποιοί του θα παραμείνουν ανώνυμοι στους τίτλους της ταινίας. Αυτή η μορφή κινηματογράφησης αποτελεί εν μέρει φόρο τιμής στην αισθητική παράδοση του ιρανικού κινηματογράφου (το Νέο Κύμα άφησε μια τεράστια κληρονομιά εκτεταμένων πλάνων γυρισμένων μέσα σε αυτοκίνητα, όπου το όχημα λειτουργεί ως μέσο σωματικής και ψυχολογικής απομόνωσης) και στην αστική ζωή της Τεχεράνης. Αλλά είναι επίσης μια πρωτότυπη μορφή κινηματογραφικής δημιουργίας εν κρυπτώ, αποκαλύπτοντας τα όρια στα οποία πρέπει να φτάσει ο Παναχί για να προστατεύσει τον εαυτό του και τα κινηματογραφικά του σύνεργα από τα κυβερνητικά αντίποινα.

Η Σοτουντέ συνελήφθη ξανά το 2018, με την κατηγορία της «κατασκοπείας, της διάδοσης προπαγάνδας και της προσβολής του ανώτατου ηγέτη του Ιράν». Το 2019 καταδικάστηκε σε 38 χρόνια φυλάκισης και 148 μαστιγώσεις. Η Σοτουντέ, η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στον ακούραστο αγώνα για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, είναι πλέον η πιο διάσημη υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών της χώρας. Τον Σεπτέμβριο του 2022 δήλωσε στο περιοδικό Time ότι, οι γυναίκες που διακινδυνεύουν τη ζωή τους στους δρόμους του Ιράν σήμερα, της δίνουν ελπίδα ότι «ακόμη και αν δεν ικανοποιηθούν τα λαϊκά αιτήματα, η πραγματικότητα θα έχει αλλάξει για πάντα. Δεν θα ανέχονται πλέον την υποχρεωτική μαντίλα».

Το 2015 η Σοτουντέ δήλωσε ότι στο Ιράν «η δημιουργία μιας ταινίας μπορεί να θεωρηθεί πράξη πολιτικής ανυπακοής». Σήμερα, που περισσότεροι από 40 κινηματογραφιστές έχουν συλληφθεί κατά τη διάρκεια της πανεθνικής εξέγερσης εναντίον του ισλαμικού καθεστώτος, τα λόγια της αποδεικνύονται άκρως προφητικά. Το κόκκινο τριαντάφυλλο που χαρίζει η Σοτουντέ στους «ανθρώπους του κινηματογράφου», δεν είναι μόνο ένα δείγμα ευγνωμοσύνης αλλά και μια προσπάθεια να μας υπενθυμίσει την ευθύνη μας ως θεατές, ότι «μπορούν να μας εμπιστευτούν». Τι θα κάνουμε με τις λέξεις και τις ιστορίες που μόλις παρακολουθήσαμε; Είμαστε σε θέση να εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας ως θεατές, να ακούσουμε τις φωνές εκείνων που αγωνίζονται για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα του ιρανικού λαού, να αντισταθούμε στην τάση για πεισματική άγνοια, να αντέξουμε το βάρος της αναγνώρισης, να αρνηθούμε να παραμείνουμε σιωπηλοί, να μάθουμε και να θυμηθούμε;

Ιρανές και Κούρδισσες γυναίκες καίνε τα πέπλα που ο νόμος τους υποχρεώνει να φορούν στους δρόμους της Τεχεράνης. Έχουν κόψει τα μαλλιά τους στα πεζοδρόμια της Σαγκέζ, της πόλης όπου ζούσε η Μαχσά Αμινί. Η απάντηση ήταν κτηνώδης. Φοιτήτριες που συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες και αψηφώντας τον φόβο ανέμιζαν τα πέπλα τους συνελήφθησαν από κυβερνητικούς αξιωματούχους και οδηγήθηκαν σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Η Nika Shahkarami, 16 ετών, εξαφανίστηκε και δολοφονήθηκε από τις δυνάμεις ασφαλείας του καθεστώτος λίγες ώρες αφότου φωτογραφήθηκε να καίει το πέπλο της στην Τεχεράνη. Την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο, τον Δεκέμβριο του 2022, περισσότεροι από 18.000 άνθρωποι έχουν συλληφθεί και 475 έχουν δολοφονηθεί στις διαδηλώσεις, αν και ο πραγματικός αριθμός είναι πιθανό να είναι πολύ μεγαλύτερος. Τουλάχιστον 65 από αυτούς τους θανάτους ήταν παιδιά. Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι από τους διαδηλωτές, όπως και η ίδια η Αμινί, είναι πολύ νέοι.

Η πρωταρχική κραυγή απόγνωσης και εξάντλησης αντιπροσωπεύει μια επείγουσα και πιεστική ανάγκη για δικαιοσύνη. Ο ιστός που υφάνθηκε από αιώνες αυτοκρατορικής επέμβασης, επανάστασης, πολέμου και δικτατορίας ξετυλίγεται στους ιρανικούς δρόμους. Το «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» είναι ένα άσμα για όλες τις περιθωριοποιημένες ομάδες που έχουν αντιμετωπίσει διώξεις υπό την ισλαμική κυριαρχία και έχει κινητοποιήσει ανθρώπους από όλη την ιρανική κοινωνία. Ο αγώνας για τα δικαιώματα των γυναικών στο Ιράν σήμερα, περιλαμβάνει επίσης την ιστορική μάχη για τα δικαιώματα των Κούρδων η οποία αναπτύχθηκε καθώς οι ένοπλες δυνάμεις του καθεστώτος πολιόρκησαν τις πόλεις Μαχαμπάντ, Σανάντατζ και άλλες κουρδικές πόλεις και προπύργια στα τέλη Νοεμβρίου, ανοίγοντας πυρ εναντίον διαδηλωτών, συλλαμβάνοντας μαζικά πολίτες και σκοτώνοντας ατιμώρητα. «Γυναίκα, ζωή, ελευθερία» είναι μια πολεμική κραυγή της εποχής, κατά το πρότυπο «Όταν η αδικία συμβαίνει κάπου είναι απειλή για τη δικαιοσύνη παντού». Σημαίνει ότι αν οι γυναίκες δεν απολαμβάνουν ελευθερία, αν οι Κούρδοι δεν απολαμβάνουν ελευθερία, τότε κανείς στο Ιράν δεν μπορεί να είναι ελεύθερος.

Κάποιοι εξεπλάγησαν από την ταχύτητα με την οποία οι διαδηλώσεις αυτές κατέλαβαν τη χώρα. Όμως οι Ιρανοί βρίσκονται εδώ και αρκετό καιρό μόλις μια δόνηση μακριά από τον αγώνα για την απελευθέρωση από τη θεοκρατική δικτατορία. Αγωνίζονται, ηχηρά ή σιωπηλά, για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες. Ο ιρανικός κινηματογράφος προσφέρει μια ζωτική πύλη εισόδου σε αυτόν τον ιστορικό αγώνα. Καταγράφει τον παλμό της ζωής των πολιτών κάτω από τον τραυματικό καταναγκασμό της δικτατορίας και αποκαλύπτει πόσο κοντά είναι πάντα οι άνθρωποι στην επανάσταση. Υπάρχει ένα υπόγειο ρεύμα γενναιότητας και ανυποταξίας που ρέει κάτω από τις δομές της ιρανικής κοινωνίας. Η απελπισία δεν είναι ποτέ οριστική και η συσσωρευμένη οργή είναι πάντα έτοιμη να βγει στην επιφάνεια και να εκραγεί.

*Hanna Khosravi: Ιρανοκουρδοαμερικανίδα δοκιμιογράφος και ερευνήτρια με ειδίκευση στη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και την πολιτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…