Η απόφαση Μπάιντεν, οι Ηνωμένες Πολιτείες να αναπτύξουν δύναμη 3.000 στρατιωτών στην Ανατολική Ευρώπη, και η ισχυρή παρουσία 100.000 ρώσων στρατιωτών στα σύνορα με την Ουκρανία, φέρνουν το ενδεχόμενο μιας σύρραξης ανησυχητικά κοντά. Γραμμένο στις 30 Δεκεμβρίου, το κείμενο του Φιλίπ Αλκουά που ακολουθεί διατηρεί την επικαιρότητά του, ως εκτίμηση τού γιατί φτάσαμε εδώ και ποια είναι τα πιθανά ενδεχόμενα για τη συνέχεια. Ο Αλκουά (Philippe Alcoy) είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του Γαλλικού ιστότοπου RevolutionPermanente.fr και της διεθνιστικής πλατφόρμας LeftEast. Ερευνά και γράφει τακτικά για τις εξελίξεις και την ιστορία των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ πρόσφατα δημοσίευσε το «Ουγγαρία 1956: Οι μέρες που οι εργάτες κατατρόπωσαν το Σταλινισμό», με θέμα την επανάσταση των συμβουλίων στην Ουγγαρία του 1956.

Πηγή: Left East | Μετάφραση: Κυριακή Κλοκίτη

***

Η Μόσχα συγκεντρώνει 100.000 στρατιώτες στα σύνορά της με την Ουκρανία, η κυβέρνηση της οποίας επιδιώκει να στηριχθεί στο ΝΑΤΟ για να αντιμετωπίσει τον Πούτιν. Αλλά ακόμα κι αν η ρωσική στρατιωτική επέμβαση είναι κεντρικής σημασίας για την άμυνα αυτής της χώρας, είναι μια πολύ επικίνδυνη επιλογή. Είμαστε ένα βήμα από τον πόλεμο;

Εδώ και αρκετές εβδομάδες, οι εικασίες για τις προθέσεις της Ρωσίας σε σχέση με την Ουκρανία πληθαίνουν. Η Μόσχα έχει συγκεντρώσει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες και τεράστιες ποσότητες στρατιωτικού εξοπλισμού στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας, καθώς οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών εξακολουθούν να επιδεινώνονται. Ορισμένοι αναλυτές υπολογίζουν τον αριθμό των ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία σε 100.000. Την περασμένη άνοιξη, ένας παρόμοιος αριθμός στρατιωτών συγκεντρώθηκε για μια στρατιωτική «άσκηση» — αλλά αυτή τη φορά η κατάσταση φαίνεται να είναι αρκετά διαφορετική.

Για να γίνει κατανοητό αυτό, είναι πρώτα απαραίτητο να καταλάβουμε τη σημασία της Ουκρανίας για τη Ρωσία, και ειδικά για την άμυνα της Ρωσίας. Όπως το συνοψίζει ο Τζορτζ Φρίντμαν, γνωστός ειδικός σε θέματα διεθνών υποθέσεων:

Η Λευκορωσία και η Ουκρανία είναι η καρδιά των ρωσικών φόβων. Τα ουκρανικά σύνορα απέχουν λίγες μόνο εκατοντάδες μίλια από τη Μόσχα και ως εκ τούτου αποτελούν σημαντική απειλή όταν βρίσκονται στα χέρια των εχθρών. Η απόσταση δεν θα σταθεί εμπόδιο για έναν εχθρό που επιτίθεται από εκεί. Από τη ρωσική σκοπιά, η απροθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών να αναγνωρίσουν αυτούς τους βαθιά ριζωμένους φόβους υποδηλώνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιθετικά και επικίνδυνα σχέδια. Η μόνη αξία που μπορεί κανείς να φανταστεί ότι έχουν για τους Αμερικανούς η Λευκορωσία και η Ουκρανία, είναι ότι μπορούν να φέρουν τη Ρωσία σε θέση να συνθηκολογήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες για όλα τα κρίσιμα ζητήματα — διαφορετικά, θα διακινδυνεύσει μια ξεκάθαρη εισβολή. Εκεί που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν υπέρτατα συμφέροντα, η Ρωσία έχει υπαρξιακά.

Με άλλα λόγια, η θέση που παίρνει η Ουκρανία απέναντι στη Ρωσία δεν είναι ένα ασήμαντο ζήτημα για τη Μόσχα. Έγινε, μάλιστα, ακόμη πιο κρίσιμο μετά το 2014 και το λεγόμενο κίνημα Euro-maidan,  που ανέτρεψε την κυβέρνηση του Βίκτορ Γιανουκόβιτς —ο οποίος θεωρήθηκε «φιλορώσος» (αν και το θέμα ήταν πιο περίπλοκο) και την αντικατέστησε με φιλοδυτικές κυβερνήσεις. Έπειτα από αυτό, η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και υποστήριξε λίγο-πολύ ανοιχτά τις «φιλορωσικές» πολιτοφυλακές στο Ντονμπάς, που μερικές φορές αποτελούνταν από ακροδεξιούς εξτρεμιστές. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε ενίσχυση των φιλονατοϊκών συναισθημάτων μεταξύ μέρους του ουκρανικού πληθυσμού, ενώ επίσης ενίσχυσε τις ουκρανικές ακροδεξιές εθνικιστικές οργανώσεις.

Έκτοτε, η Ρωσία έπρεπε να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα στην οποία έχασε τον έλεγχο σε ένα μεγάλο μέρος αυτής της χώρας που είναι τόσο κεντρική στην αμυντική στρατηγική της — ειδικά ενόψει της πιθανής επιθετικότητας από τις κύριες ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αλλά η Μόσχα δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Οι Ρώσοι προσπάθησαν να αποκτήσουν κάποια διαπραγματευτική δύναμη ενάντια στις δυτικές δυνάμεις επεμβαίνοντας απευθείας στον συριακό εμφύλιο πόλεμο στο πλευρό του Μπασάρ αλ Άσαντ και κατά των συμμάχων των ΗΠΑ. Αυτή η επέμβαση, μαζί με άλλες στην Αφρική (κυρίως, αλλά όχι μόνο, στη Λιβύη), υποκινήθηκε εν μέρει από τον στόχο να πιεστούν οι δυτικές δυνάμεις στο ζήτημα της Ουκρανίας.

Ο ακριβής προσδιορισμός τού γιατί ο Πούτιν αποφάσισε να δείξει τη δύναμή του εναντίον της Ουκρανίας και  των ευρωπαίων, αλλά κυρίως των αμερικάνων  υποστηρικτών της, είναι δύσκολος. Αναμφίβολα, ένας ακόμη τοπικός παράγοντας είναι η χρήση τουρκικών drones από την ουκρανική κυβέρνηση εναντίον των ανταρτικών δυνάμεων στο Ντονμπάς τον περασμένο Οκτώβριο. Λάβετε υπόψη ότι τα τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη νίκη του Αζερμπαϊτζάν επί της Αρμενίας στη σύγκρουση του περασμένου χρόνου για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Το ρωσικό καθεστώς είδε αυτή την ενέργεια όχι μόνο ως «πρόκληση», αλλά ως άμεση απειλή, επειδή θα μπορούσε να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων — που για το Κρεμλίνο αποτελεί «κόκκινη γραμμή».

Υπάρχουν, ωστόσο, άλλοι λόγοι, σε διεθνές επίπεδο, που μπορεί να εξηγήσουν την τρέχουσα στάση της Ρωσίας. Το ένα είναι το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στη μέση μιας γεωπολιτικής στροφής προς τον Ινδο-Ειρηνικό, ως μέρος των προσπαθειών τους να αντιμετωπίσουν την Κίνα. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι μυστικό ότι η Ουάσιγκτον προσπαθεί να αποφύγει οτιδήποτε βοηθά στην προώθηση μιας «συμφωνίας» μεταξύ Κίνας και Ρωσίας. Επιπλέον, πολλοί αναλυτές και σύμβουλοι λένε ότι θα ήταν λογικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες να οικοδομήσουν μια καλύτερη σχέση με τη Ρωσία ως τρόπο απομόνωσης του Πεκίνου. Υπάρχουν στοιχεία που μαρτυρούν αυτή τη δυναμική αμυντικής προσέγγισης μεταξύ Κίνας και Ρωσίας. Ο Πούτιν, ωστόσο, θα μπορούσε να προσπαθήσει να παίξει με αυτήν την κατάσταση, προκειμένου να κερδίσει κάποιες παραχωρήσεις από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.

Η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου είναι ένα άλλο στοιχείο που ευνοεί τη θέση της Ρωσίας, αλλά σε αυτή την περίπτωση τη φέρνει ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Μόσχα περιμένει το πράσινο φως από τους Ευρωπαίους για τη λειτουργία του συστήματος αγωγών Nord Stream 2, που προσφέρει τόσο εμπορικό όσο και γεωπολιτικό πλεονέκτημα έναντι της Ουκρανίας. Όπως ανέφεραν οι Financial Times, «ο Πούτιν είπε την Τετάρτη ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα σταθεροποιηθούν μόλις η γερμανική ρυθμιστική αρχή επιτρέψει τις προμήθειες στη Δυτική Ευρώπη μέσω του αγωγού Nord Stream 2, ο οποίος περνά κάτω από τη Βαλτική και παρακάμπτει την Ουκρανία. Το Κίεβο λαμβάνει επί του παρόντος διαμετακομιστικά τέλη για το ρωσικό φυσικό αέριο που διέρχεται από το έδαφός του».

Τι ακριβώς θέλει, λοιπόν, η Ρωσία από την Ουκρανία;

Στo περιοδικό Foreign Affairs, ο Ντμίτρι Τρένιν –διευθυντής του Κέντρου Κάρνετζι της Μόσχας– αναφέρει μια πρόταση σύναψης συνθήκης που υπέβαλαν οι ρωσικές αρχές στις Ηνωμένες Πολιτείες «καθώς το 2021 έφτανε στο τέλος του»:

Η Ρωσία παρουσίασε στις Ηνωμένες Πολιτείες μια λίστα με αιτήματα που, όπως είπε, ήταν απαραίτητα για να αποτραπεί η πιθανότητα μεγάλης στρατιωτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία. Σε ένα προσχέδιο συνθήκης που παραδόθηκε σε Αμερικανό διπλωμάτη στη Μόσχα, η ρωσική κυβέρνηση ζήτησε επίσημα παύση της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ στα ανατολικά, μόνιμο πάγωμα της περαιτέρω επέκτασης της στρατιωτικής υποδομής της συμμαχίας (όπως βάσεις και οπλικά συστήματα) στην πρώην Σοβιετική επικράτεια, τερματισμός της δυτικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία και απαγόρευση των πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς στην Ευρώπη. Το μήνυμα ήταν καθαρό: εάν αυτές οι απειλές δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν διπλωματικά, το Κρεμλίνο θα καταφύγει σε στρατιωτική δράση.

Για να το πούμε ξεκάθαρα, η Ρωσία δεν θέλει να προσαρτήσει την Ουκρανία, αλλά τουλάχιστον θέλει να διασφαλίσει την ουδετερότητά της και μια εγγύηση από τις δυτικές δυνάμεις ότι δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ (μια προοπτική που σήμερα φαίνεται πολύ μακρινή). Δεν υπάρχει καμία εγγύηση, ωστόσο, ότι η Δύση θα συμφωνήσει εύκολα με τις απαιτήσεις της Ρωσίας, εκτός αν έχει κάτι σημαντικό να χάσει ή να κερδίσει. Το να παραδοθεί στη Ρωσία τώρα θα σήμαινε απώλεια πλεονεκτήματος έναντι της Μόσχας.

Ωστόσο, εάν η Ρωσία διατηρήσει τη «σκληρή» της στάση, το ΝΑΤΟ θα βρεθεί αντιμέτωπο με τις δικές του αντιφάσεις σε αυτό το θέμα. Όπως το θέτει ο Ντμίτρι Τρένιν, συνεχίζοντας στο άρθρο του στο περιοδικό Foreign Affairs:

Εάν ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν συμπεριφέρεται σαν να έχει το πάνω χέρι σε αυτήν την αντιπαράθεση, σημαίνει ότι το έχει… Οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ έχουν καταδικάσει τις κινήσεις της Ρωσίας, αλλά ταυτόχρονα δήλωσαν ότι δεν θα υπερασπιστούν την Ουκρανία, η οποία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, και έχουν περιορίσει τις απειλές τους για αντίποινα σε κυρώσεις.

Αυτό δεν σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ δεν βλέπει αυτή την προκλητική στάση στρατιωτικά. Τα όπλα, οι εκπαιδευτικές αποστολές και οι στρατιωτικές ασκήσεις στη Μαύρη Θάλασσα έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες. Σημαίνουν όμως όλα αυτά ότι επίκειται ρωσική εισβολή; Όχι — ή, τουλάχιστον, όλα δείχνουν ότι η Ρωσία θα το έκανε μόνο εάν παραβιάζονταν ορισμένες κόκκινες γραμμές, όπως μια επίθεση του Κιέβου κατά των δυνάμεων του Ντονμπάς. Πιθανότατα, η Ρωσία χρησιμοποιεί τη στρατιωτική της κινητοποίηση ως βασικό μέσο πίεσης προς τον δυτικό ιμπεριαλισμό για παραχωρήσεις, αφήνοντας παράλληλα ανοιχτή την πόρτα για περαιτέρω συνομιλίες, χωρίς να εκδίδει γνήσιο τελεσίγραφο.

Πράγματι, μια απόφαση επίθεσης στην Ουκρανία είναι πολύ επικίνδυνη για τη Ρωσία. Υπάρχουν υλικοτεχνικά, υλικά και οικονομικά εμπόδια για μια τέτοια εισβολή, αλλά τα πιο σημαντικά εμπόδια είναι πολιτικά και γεωπολιτικά. Η εισβολή σε μια χώρα δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση. Ακόμα κι αν στην αρχή οι στρατιωτικές νίκες μπορούν να επιτευχθούν σχετικά εύκολα, το ερώτημα είναι πώς θα διατηρηθεί η εξουσία ώστε να διαιωνιστεί ένα καθεστώς ευνοϊκό για τη Μόσχα. Η αντίσταση του τοπικού πληθυσμού μπορεί πολύ γρήγορα να γίνει πονοκέφαλος, απαιτώντας τεράστια δαπάνη ενέργειας από την κατοχική δύναμη. Το εθνικό φρόνημα θα μπορούσε να παρακινήσει εκατομμύρια Ουκρανούς να αντισταθούν. Και όπως συμβαίνει με τις ιμπεριαλιστικές εισβολές στη Μέση Ανατολή, η Ρωσία θα μπορούσε να βρεθεί τελείως βυθισμένη σε μια εχθρική Ουκρανία.

Αλλά υπάρχει ένα άλλο πολιτικό ερώτημα, αυτή τη φορά στην ίδια τη Ρωσία: Είναι ο ρωσικός πληθυσμός έτοιμος και υπέρ ενός πολέμου κατά της Ουκρανίας; Για το θέμα αυτό, ο Ρώσος δημοσιογράφος Αντρέι Κολέσνικοφ γράφει:

Ο μέσος Ρώσος έχει βαρεθεί να εξαπατά τον εαυτό του και να πείθει τον εαυτό του ότι αν υπάρξει πόλεμος, δεν θα επηρεάσει τη ζωή του ή των μελών της οικογένειάς του. Οι Ρώσοι συντηρητικοί είναι, φυσικά, παραδοσιακά πολεμοχαρείς άνθρωποι, αλλά η επιθετικότητά τους είναι αυτή των τηλεοπτικών εκπομπών για λόγους προπαγάνδας ή η γλώσσα του διαδικτυακού μίσους. Κανένας συντηρητικός δεν θέλει έναν πόλεμο μεγάλης κλίμακας: η επιστράτευση δεν αποτελεί μέρος του κοινωνικού συμβολαίου, ιδιαίτερα σε μια εποχή επιταχυνόμενου πληθωρισμού και οικονομικής στασιμότητας…

Φέτος, ο φόβος ενός παγκόσμιου πολέμου έχει αυξηθεί δραματικά, φτάνοντας στη δεύτερη θέση στη λίστα του κέντρου Levada, ως  ένα από τα κορυφαία ζητήματα που προκαλούν ανησυχία στους Ρώσους. Οι άλλοι φόβοι που έχουν αυξηθεί παράλληλα με αυτόν του πολέμου είναι εκείνοι ενός ολοένα πιο σκληρού πολιτικού καθεστώτος, της μαζικής καταστολής και της αυθαίρετης διακυβέρνησης: ο αυταρχισμός του ρωσικού πολιτικού καθεστώτος δεν περνάει απαρατήρητος.

Τέλος, από γεωπολιτική άποψη, το ρωσικό καθεστώς έχει να χάσει πολύ περισσότερα από τη Δύση σε περίπτωση ήττας σε έναν πιθανό πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ρωσία δεν θα μπορούσε να εμπλακεί σε σποραδικές επιθέσεις, αεροπορικούς βομβαρδισμούς ή να υποστηρίξει ουκρανικά μαχητικά στο Ντονμπάς,  μια ολοκληρωτική εισβολή δεν είναι προφανώς η μόνη εναλλακτική που υπάρχει.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, το ζήτημα της Ουκρανίας είναι πολύ σοβαρό για να μπλοφάρει το καθεστώς του Πούτιν σχετικά με μια πιθανή εισβολή ή επίθεση. Αυτό δεν σημαίνει ότι επίκειται πόλεμος, αλλά ότι ο πόλεμος σαφώς παραμένει μια πιθανότητα. Θα ενεργοποιηθεί μόνο εάν ο Πούτιν δεν έχει εναλλακτική ή εάν δει μια πιθανότητα πολιτικού κέρδους αρκετά μεγάλου ώστε να πάρει το ρίσκο.

Είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι σε αυτή την επικίνδυνη κατάσταση για τον λαό και την εργατική τάξη, καμία πλευρά δεν αντιπροσωπεύει κανενός είδους προοδευτική εναλλακτική. Οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις χρησιμοποιούν υποκριτική γλώσσα για την κυριαρχία της Ουκρανίας μπροστά στη ρωσική αλαζονεία — αλλά δεν έχουν καμία πρόθεση να χαλαρώσουν το στενό κορσέ. Τόσο η Δύση όσο και ο Πούτιν βλέπουν την Ουκρανία μόνο ως πιόνι στον διεθνή ανταγωνισμό μεταξύ τους. Όσο για το καθεστώς του Πούτιν, δεν υπάρχει τίποτα αντιιμπεριαλιστικό σε αυτό: υπερασπίζεται μόνο τα συμφέροντα του ρωσικού καπιταλισμού, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει υποταγή άλλων λαών.

Μια επαναστατική διεθνιστική στάση απαιτεί πλήρη αντίθεση σε αυτές τις προκλήσεις και απειλές πολέμου και την άνευ όρων υπεράσπιση του δικαιώματος της Ουκρανίας στην αυτοδιάθεση, σε πλήρη αδελφότητα με τους Ρώσους εργάτες και το  λαό.

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…