Την Παρασκευή 11 Μαρτίου συζητήθηκαν, ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δύο αιτήσεις ακύρωσης που κατατέθηκαν από μέλη ΔΕΠ, φοιτητές και φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας κατά των πράξεων που εκδόθηκαν για την πρόσληψη των ειδικών φρουρών που θα στελεχώσουν τη λεγόμενη πανεπιστημιακή αστυνομία [Ομάδες Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (ΟΠΠΙ)]. Στην απέναντι πλευρά ήταν το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, και φοιτητές που παρενέβησαν ουσιαστικά υπέρ της λειτουργίας των ΟΠΠΙ.

Ο χρόνος δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης δεν είναι, φυσικά, γνωστός. Ταυτόχρονα, είναι μάλλον δύσκολο να προβλεφθείο περιεχόμενό της αφού τα θέματα που θα απασχολήσουν το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο δεν έχουν ανακύψει στη νομολογία του έως σήμερα. Το ΣτΕ θα κληθεί να αξιολογήσει τη βασιμότητα αρκετών επιχειρημάτων κατά της πανεπιστημιακής αστυνομίας που σε, πολύ γενικές γραμμές, θα μπορούσαν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: Τα τυπικά και τα ουσιαστικά. Στα τυπικά συγκαταλέγονται οι ισχυρισμοί των αιτούντων που βάλλουν κατά της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για την προκήρυξη των θέσεων και τη στελέχωση των ΟΠΠΙ ενώ στα ουσιαστικά οι αιτιάσεις για την αντίθεση της νομοθετικής πρόβλεψης της ίδρυσης και λειτουργίας των ΟΠΠΙ στο άρθρο 16 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το πλήρως αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων και το πανεπιστημιακό άσυλο ως εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας.

Οι λόγοι που τα παραπάνω ζητήματα είναι καινοφανή για το ΣτΕ είναι πρόδηλοι: Καταρχήν, η περιστολή του ασύλου με νομοθετικές διατάξεις την τελευταία 15ετία δεν ήταν δυνατό να προσβληθεί δικαστικά. Περαιτέρω, ουδέποτε υπήρξε νομοθετική πρωτοβουλία για την εγκατάσταση και μόνιμη παρουσία αστυνομικής δύναμης εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων μέχρι την θέση σε ισχύ του άρθρου 18 ν. 4777/2021. Στις τάξεις των συνταγματολόγων, μάλιστα, επικρατούσε (μέχρι εντελώς πρόσφατα) μία παράδοξη, για τα δεδομένα της νομικής επιστήμης, ομοθυμία τόσο για τη συνταγματική κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου όσο και για την έννοια της πλήρους αυτοδιοίκησης των πανεπιστημίων. Υπό το πρίσμα αυτής της κρατούσας προσέγγισης, η πλήρης αφαίρεση μίας αρμοδιότητας από τις ακαδημαϊκές αρχές και η άνευ όρων ανάθεσή της σε μία εξωπανεπιστημιακή υπηρεσία θα ήταν συνταγματικώς αδιανόητη. Στο ίδιο πνεύμα, η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, που προσιδιάζει στο άσυλο της κατοικίας, έχει χαρακτηριστεί, διαχρονικά, από πολλούς έγκριτους συνταγματολόγους ανίσχυρη λόγω της αντίθεσής της με το Σύνταγμα.

Όλα αυτά δεν εμπόδισαν την κυβέρνηση από το να προχωρήσει στη σύσταση των ΟΠΠΙ, όχι μόνον αδιαφορώντας για το Σύνταγμα αλλά και με προχειρότητα. Είναι χαρακτηριστικότι καμία σοβαρή και αξιόπιστη έρευνα προηγήθηκε της θέσπισης του μέτρου, το οποίο είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει μόνο προβλήματα, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς το εύρος των αρμοδιοτήτων των ΟΠΠΙ ή, ακόμη χειρότερα, αν φέρει στην μνήμη του τις τραγικές εικόνες ξυλοδαρμού φοιτητών στο ΑΠΘ από αστυνομικές δυνάμεις τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2021. Είναι, μάλιστα, ενδεικτικό ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί το, προβλεπόμενο στο άρθρο 18 ν. 4777/2021, προεδρικό διάταγμα, διά του οποίου πρόκειται να ρυθμιστούν όλα τα ζητήματα που συνδέονται με την δράση των ΟΠΠΙ. Ωστόσο, ο Αρχηγός της Αστυνομίας προχώρησε ήδη στην έκδοση της σχετικής προκήρυξης και την πρόσληψη των ειδικών φρουρών που θα στελεχώσουν την πανεπιστημιακή αστυνομία. Το ζήτημα δεν είναι φορμαλιστικό: Με αυτόν τον τρόπο προσπεράστηκε ο, προβλεπόμενος από το Σύνταγμα, προληπτικός έλεγχος του ΣτΕ επί του προεδρικού διατάγματος.

Η θεσμοθέτηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας –εν μέσω πανδημίας και ενώ τα πανεπιστήμια της χώρας ήταν κλειστά και, άρα, δεν υπήρχε κανενός είδους «εγκληματικότητα» που έπρεπε επειγόντως να παταχθεί– δεν υπαγορεύεται από την πρόθεση της κυβέρνησης να θωρακίσει την ασφάλεια προσώπων και υποδομών εντός των πανεπιστημιακών χώρων. Η πειστικότερη εξήγηση είναι ότι πρόκειται για ένα ιδεολογικό μέτρο με σκοπό τον έλεγχο του φοιτητικού κινήματος και την ανατροπή της «ριζοσπαστικής κληρονομιάς της μεταπολίτευσης» όπως έχει γράψει ο Χ. Κουρουνδής. Υπ’ αυτήν την έννοια, τα κυρίαρχα ζητήματα που ανακύπτουν είναι πολιτικής φύσης και, εκ των πραγμάτων, θα λυθούν στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων. Για πολιτικούς λόγους, εξάλλου –που πρέπει να αναζητηθούν στη σφοδρή αντίδραση του φοιτητικού κινήματος και της πανεπιστημιακής κοινότητας εν γένει– οι ΟΠΠΙ δεν έχουν λειτουργήσει μέχρι σήμερα, παρότι η πρωτοβουλία για τη σύστασή τους αποτέλεσε αιχμή της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης.

Ως κατακλείδα σε αυτό το σύντομο σημείωμα, ας μου επιτραπεί ένα σχόλιο: Η εκτίμηση ότι το ΣτΕ αποφεύγει να ασκήσει εντατικό έλεγχο συνταγματικότητας στις υποθέσεις «μεγάλης πολιτικής», δηλαδή στις περιπτώσεις που η πολιτική εξουσία επιχειρεί τομές σε σημαντικά ζητήματα έχει επαληθευθεί σε πάμπολλες περιπτώσεις, όπως έχει υποστηρίξει ο Α. Καϊδατζής. Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν πρόκειται, κατ’ ακριβολογία, για υπόθεση «μεγάλης πολιτικής» αλλά για υπόθεση υψηλής πολιτικής κρισιμότητας για τη συγκεκριμένη κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, η διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 18 ν. 4777/2021 δεν προϋποθέτει εκείνες τις λεπτές σταθμίσεις που θα σήμαιναν την οικειοποίηση του νομοθετικού έργου από τον δικαστή αλλά την απλή εφαρμογή όσων επί δεκαετίες υποστηρίζει η συνταγματική θεωρία. Σε κάθε περίπτωση, η διαφύλαξη του ασύλου και της ελεύθερης σκέψης, δράσης και συλλογικής έκφρασης στα Πανεπιστήμια είναι πρωτίστως υπόθεση του φοιτητικού κινήματος και της κοινωνίας. Το ρολόι της Ιστορίας δεν πρέπει να γυρίσει πίσω από τον Νοέμβρη του 1973.

Ο Βασίλης Τσιγαρίδας είναι δικηγόρος, ΔΝ. Στις 11 Μαρτίου παραστάθηκε (μαζί με τον καθηγητή Ανδρέα Τάκη και τον δρα Βαγγέλη Μάλλιο) ενώπιον της ολομέλειας του ΣτΕ, κατά τη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης που κατέθεσαν μέλη ΔΕΠ και φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας κατά της λεγόμενης πανεπιστημιακής αστυνομίας.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…