Την Παρασκευή που μας πέρασε, καθώς η Βρετανίδα πρωθυπουργός του ενός μηνός παραιτούσε τον υπουργό Οικονομικών – επίσης του ενός μηνός – ο Εκόνομιστ κάλεσε τους Βρετανούς να βάλουν ένα στοίχημα, για το τι θα αντέξει πιο πολύ: ένα μαρούλι έξω από το ψυγείο ή η πρωθυπουργία της Λιζ Τρας;

Είναι εύκολο οι πρόσφατες κυβερνητικές κρίσεις να ιδωθούν ως μια βρετανική κωμικοτραγωδία. Ούτως ή άλλως η χώρα έχει παράδοση στον χιουμοριστικό αυτοχλευασμό. Σίγουρα θα ήταν αμαρτία να μη γελάσουμε με το θέαμα των Συντηρητικών, του «αρχαιότερου πολιτικού κόμματος» της «αρχαιότερης δημοκρατίας», να παράγουν τα τελευταία χρόνια τόσες γκάφες, τη μία μετά την άλλη. Από μόνη της η πρωθυπουργία του Μπόρις Τζόνσον θα γέμιζε πολύ εύκολα βιβλίο κωμικών ανάλεκτων.

Το πρόβλημα της Βρετανίας έχει βεβαίως βαθύτερες ρίζες: ένα εκλογικό σύστημα μονοεδρικών που εγγυάται τη διαιώνιση των ίδιων κομμάτων εξουσίας∙ ένα εργατικό κόμμα τόσο απομακρυσμένο από την εργατική τάξη που το κατεστημένο του εναντιώθηκε στο πείραμα Κόρμπιν όσο κανείς άλλος στη χώρα∙ ένα βαθύ σύστημα εξουσίας που έχει από καιρό επιβάλει το αξιακό του σύστημα ηγεμονικά σχεδόν σε όλες τις μορφές δημόσιας κουλτούρας∙ και ένας λαός που έχει κλείσει πλέον σαράντα χρόνια μέσα σε ένα αδιάλειπτο πείραμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού που πιστεύει αξιωματικά ότι τα πάντα πουλιούνται και ότι όλοι είναι εναντίον όλων.

Μέσα σε τέτοια θολούρα είναι εύκολο να επιπλεύσουν απίθανοι χαρακτήρες σαν την Τρας και όλο τον υπόλοιπο θίασο απαράδεκτων των τελευταίων ετών, που κάνουν τον Ντέιβιντ Κάμερον να φαίνεται σοβαρός, και την Τερέζα Μέι ικανή.

Ένα από τα πιο αξιοπερίεργα όμως χαρακτηριστικά της βρετανικής κρίσης των τελευταίων ετών είναι πως ο δρόμος της καταστροφής έχει παρθεί με ορθάνοιχτα μάτια και εσκεμμένα βήματα που μπόρεσαν να προσπεράσουν όλα τα αναχώματα που ο νομοθέτης έχει θέσει σε ένα κατ’εξοχήν συντηρητικό πολίτευμα.

Αυτά που συμβαίνουν στη Βρετανία δεν είναι συνεχή ατυχήματα. Είναι οι επιλογές ενός πλειοψηφικού ρεύματος που πιστεύει ότι είναι αδύνατο να κάνει λάθος, αν και όλα δείχνουν ότι υποσκάπτει ακόμη και τα βασικότερα συμφέροντά του.

Γιατί αυτοπυροβολείται το βρετανικό σύστημα;

Μέρος της απάντησης βρίσκεται στο ότι η Βρετανία τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει ερωτευτεί τους μύθους που η ίδια έχει φτιάξει για τον εαυτό της.

Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και για τα επόμενα σαράντα χρόνια η Βρετανία έζησε μια πορεία επίπονης αποκαθήλωσης από την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία που είχε διατηρήσει τα προηγούμενα εκατό πενήντα χρόνια.

Οι πρωθυπουργοί της Βρετανίας τα τελευταία 70 χρόνια

Η είσοδός της στην ΕΟΚ το ‘70 και ο Θατσερισμός το ’80 ήταν απέλπιδες προσπάθειες της χώρας να ανασχέσει την πτώση της και να βρεθεί ξανά στην παγκόσμια πρωτοπορία. Το ‘90, και ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο του Τόνι Μπλέρ και της Κουλ Μπριτάννιας, οι προσπάθειες φάνηκαν να αποδίδουν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτή η ανάκαμψη συνοδεύτηκε πολύ γρήγορα από έναν αναθεωρητισμό για όλη την ιστορική διαδρομή της Βρετανίας που προβλήθηκε ως μοναδικά εξαιρετική.

Τι επέτρεψε στον Μπλερ να παρακάμψει τόσο προκλητικά δύο φορές τον ΟΗΕ, το 1999 για το Κόσοβο και το 2003 για το Ιράκ, και τι ενέπνευσε το 2016 το εκλογικό σώμα να αποχωρήσει από την ΕΕ; Οι αιτίες είναι σίγουρα πολλές αλλά κοινός παρανομαστής είναι η πίστη στις ειδικές ικανότητες του βρετανικού χρωμοσώματος, είτε αυτό φαίνεται στην ξεχωριστή «ηθική» διάσταση της διεθνούς πολιτικής του Λονδίνου, είτε στο οικονομικό «δαιμόνιο» του Σίτυ. Όλες αυτές οι φαντασιώσεις στηρίχθηκαν σε μια μεγάλη λίστα μυθοπλασιών, διαστρεβλώσεων του παρελθόντος, που επέτρεψαν στο μέσο Βρετανό να λέει και να πιστεύει ότι η βαθιά ταξική χώρα του είναι προαιώνια δημοκρατική, ότι η αιματοβαμμένη αυτοκρατορία των προγόνων του ήταν επωφελής για την υφήλιο, και ότι ο κοινωνικός δαρβινισμός της Θάτσερ ήταν ένεση ζωντάνιας στον κουρασμένο εθνικό κορμό.

Αυτός ο ανιστόρητος βρετανικός ναρκισσισμός τη τελευταία δεκαετία έχει πλέον φύγει εκτός ελέγχου, με το δημόσιο λόγο να ξεχειλίζει από κάθε είδους υπερθετικούς, βάσει των οποίων η Βρετανία έχει από τους καλύτερους αστυνομικούς, στρατιωτικούς, και πυροσβέστες, έως τους καλύτερους μουσικούς και μάγειρες.

Η Λιζ Τρας είναι η ίδια θύμα αυτής της μυθοπληξίας. Πίστεψε στον μύθο της Θάτσερ που ήρθε σα τυφώνας και τα παρέσυρε όλα, εκσφενδονίζοντας την χώρα στο δρομο της ανάπτυξης. Την πίστεψε και η βάση του Συντηρητικού κόμματος. Και καθώς η χώρα, λόγω του θανάτου της βασίλισσας, είχε βουτήξει για άλλη μια φορά στη μέθη των «αρχαίων παραδόσεων» της, ποιος θα έλεγε στη νέα πρωθυπουργό οτι αυταπατάται;

Ο προϋπολογισμός-καμικάζι που παρουσίασε η κυβέρνηση στις 23 Σεπτεμβρίου, κόβοντας δεκάδες δις. φόρους εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ήταν το προϊόν μια νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής εμμονής, χωρίς καμία βάση στην οικονομική επιστήμη, αλλά με γερά θεμέλια στην πίστη της ικανότητας των Βρετανών να κάνουν οικονομικά θαύματα και να οδηγούν την παγκόσμια πρωτοπορία.

Αυτός ο ναρκισσισμός μάς έδωσε το Μπρέξιτ, τον Τζόνσον, και την Τρας. Και μάλλον έπεται συνέχεια, μέχρι κάποια στιγμή – μέσα από ποια άλλα δράματα άραγε; – να σπάσει η άκριτη πίστη των Βρετανών στους μύθους τους.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…