Οι κοινωνικοί αγώνες οικοδόμησαν την πιο δημοκρατική συντακτική διαδικασία στην ιστορία της Χιλής η οποία θα κορυφωθεί αυτή την Κυριακή, 4 Σεπτεμβρίου. Όμως η αντεπίθεση της Δεξιάς και η διστακτικότητα της κυβέρνησης απειλούν τη διαδικασία με οπισθοδρόμηση.
Πηγή: Jacobin Latin America (31.08.22) | Μετάφραση: Α.Λ.
Ο πολιτικός μετασχηματισμός που βιώνει η Χιλή από το 2019, ενσωματώνεται πλέον στο κείμενο του νέου Συντάγματος, το οποίο θα τεθεί σε δημοψήφισμα την Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου. Το κείμενο-πρόταση συντάχθηκε από μια Συντακτική Συνέλευση με πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά, όπως η πλειοψηφία των ανεξάρτητων μελών της –ακτιβιστές και διανοούμενοι χωρίς κόμμα– εκτός επαγγελματικής πολιτικής, η ισότιμη συμμετοχή των φύλων (μοναδική εμπειρία στον κόσμο) και η δέσμευση θέσεων για τους ιθαγενείς λαούς.
Πρόκειται για την πιο δημοκρατική και συμμετοχική συντακτική διαδικασία στην ιστορία της χώρας, η οποία δεν έχε ξαναζήσει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν. Όλα τα προηγούμενα συντάγματα της Χιλής –εκείνα του 19ου αιώνα καθώς και του 1925 και 1980– συντάχθηκαν από μικρές κλειστές επιτροπές ή σε συγκεντρωτικές αυταρχικές συνόδους, όπου συμμετείχαν λίγοι λευκοί άνδρες (winkas, θα έλεγαν οι ιθαγενείς).
Το «δημοψήφισμα εξόδου» της τρέχουσας συντακτικής διαδικασίας θα εγκρίνει ή θα απορρίψει το κείμενο, το οποίο αποτελεί νόμιμο κληρονόμο του νέου λατινοαμερικάνικου συνταγματισμού και ενσωματώνει την πολυεθνικότητα, τα δικαιώματα της φύσης, την αλληλέγγυα οικονομία, τη φεμινιστική και οικολογική ατζέντα, καθώς και τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα σε μια σοσιαλδημοκρατική προοπτική. Αυτό το δημοψήφισμα αποτελεί έτσι το αποκορύφωμα μιας βασανιστικής πορείας επανεφεύρεσης της χώρας, ώστε η ίδια να ξεπεράσει την πολυδιάστατη κρίση της (οικονομική, πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική, συμβολική, ταυτοτική, ακόμη και εδαφική), συνέπεια ενός νεοφιλελεύθερου κοινωνικού μοντέλου που διαχειρίζεται ένα επικουρικό Κράτος, σχεδιασμένο από τη δικτατορία του Πινοσέτ, που διαιωνίζεται από το σύμφωνο μετάβασης [στη δημοκρατία].
Οι δημοσκοπήσεις
Προς το παρόν, όμως, προς έκπληξη των αναλυτών, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν νίκη της «απόρριψης» (μεταξύ 45% και 58% στην πρόθεση ψήφου, ανάλογα με την εταιρεία), απέναντι στην «έγκριση» (η οποία κυμαίνεται μεταξύ 32% και 42%). Αποτελεί έκπληξη επειδή το αποτέλεσμα αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική κίνηση των τελευταίων τριών ετών –ή ακόμη και των τελευταίων δεκαπέντε–, που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενες μαζικές κινητοποιήσεις για τα κοινωνικά δικαιώματα, οι οποίες κορυφώθηκαν με την εξάντληση και την καθυστερημένη κατάρρευση του πινοσετικού Συντάγματος του 1980 και της δικτατορικής κληρονομιάς του.
Εμπειρογνώμονες και πολιτικοί από όλο το φάσμα του «Εγκρίνω» αμφισβητούν τις δημοσκοπήσεις που δίνουν τη νίκη στην «απόρριψη», λόγω μεθοδολογικών ατελειών και συνεχών λαθών στα αποτελέσματα προηγούμενων δημοσκοπήσεων, όπως εκείνες που έδειχναν νίκη του Χοσέ Αντόνιο Καστ, στην ψηφοφορία που εξέλεξε τον Γκαμπριέλ Μπόριτς πρόεδρο της Χιλής τον Δεκέμβριο του 2021. Κάποιοι λένε ότι οι δημοσκοπήσεις δεν ανταποκρίνονται στο κλίμα της καμπάνιας στους δρόμους και στις συζητήσεις πόρτα-πόρτα, που είναι πολύ πιο ευνοϊκές για το νέο κείμενο. Επισημαίνουν ότι η μεθοδολογία της τηλεφωνικής επικοινωνίας κατά τις εργάσιμες ώρες έχει την τάση να αποκλείει τους φτωχότερους, ενισχύοντας το βάρος της μεσαίας τάξης στο αποτέλεσμα. Αυτή η τάση είναι ακόμη πιο σημαντική σε μια υποχρεωτική ψηφοφορία, την πρώτη έπειτα από μια δεκαετία προαιρετικών εκλογών, στην οποία οι τομείς που απουσιάζουν από τις δημοσκοπήσεις θα προσέλθουν πιο μαζικά στις κάλπες.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι, επομένως, πολύ πιο αβέβαιο από ό,τι φαίνεται. Μια νίκη της «απόρριψης» θα αντιπροσώπευε το αντίθετο από όλα όσα ο χιλιανός λαός έχει καταδείξει τα τελευταία τρία χρόνια, στους δρόμους –τις πολλαπλές εξεγέρσεις της λεγόμενης κοινωνικής έκρηξης– και στις κάλπες (αρχικό δημοψήφισμα [για την αλλαγή ή όχι του Συντάγματος] το 2020, συντακτικές και προεδρικές εκλογές το 2021). Θα αποτελούσε μια απότομη στροφή από την πορεία που επέλεξε η πλειοψηφία της χώρας και επαναλήφθηκε σε πολλές πρόσφατες ιστορικές στιγμές. Δεν είναι αδύνατο, φυσικά. Αλλά θα ήταν αντίθετο με τα σημάδια της λαϊκής βούλησης των τελευταίων ετών.
Από την άλλη πλευρά, είναι γεγονός ότι η «απόρριψη» έχει διευρύνει την επιρροή της και οι δυνάμεις του μετασχηματισμού έχουν χάσει χώρο στη μάχη για την ηγεμονία. Γιατί συνέβη αυτό;
Η αδέξια στροφή του Μπόριτς
Από την ορκωμοσία του Μπόριτς, ξεκίνησε μια δυναμική και συστηματική καμπάνια για την απονομιμοποίηση του νέου Συντάγματος η οποία οργανώθηκε από ισχυρά τμήματα της άρχουσας τάξης και τα συγκροτήματα του Τύπου που ελέγχουν. Με την ήττα του Καστ, η απονομιμοποίηση της Συντακτικής Συνέλευσης αποτέλεσε την κύρια, αν όχι τη μοναδική, πολιτική στρατηγική της Δεξιάς απέναντι στον δρόμο που άνοιξε η κοινωνική εξέγερση του 2019.
Μη έχοντας τη δυνατότητα να μπλοκάρουν τη Συνέλευση εκ των έσω, καθώς οι δεξιοί δεν συγκέντρωσαν το απαραίτητο ένα τρίτο των συνέδρων για να εμποδίσουν τα προγράμματα των αριστερών στο νέο καταστατικό χάρτη, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να προσπαθήσουν, έξω από αυτήν, να σαμποτάρουν τη διαδικασία, απονομιμοποιώντας την. Στην εκστρατεία αυτή δεν συμμετέχει μόνο ένα σημαντικό μέρος του κυρίαρχου Τύπου, που ιστορικά συνδέεται με τις πλουσιότερες οικογένειες της Χιλής, αλλά επίσης όλα τα διαθέσιμα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του Καστ και των υποστηρικτών του, τα δύο παραδοσιακά δεξιά κόμματα (Renovación Nacional και Unión Demócrata Independiente) και τα νέα (Evópoli και Republicano), καθώς και οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι δεξαμενές σκέψης της Δεξιάς.
Ωστόσο, αυτό δεν θα ήταν αρκετό για να αντιστρέψει τον άνεμο της αλλαγής, αν δεν υπήρχε η κρίση νομιμοποίησης της κυβέρνησης Μπόριτς στα μάτια της ίδιας της κοινωνικής του βάσης, η οποία τον εξέλεξε για να δει πολύ ταχύτερες, βαθύτερες και πιο δυναμικές αλλαγές. Σε αντίθεση με αυτές τις προσδοκίες, ο Μπόριτς λειτούργησε ως ηγέτης του κέντρου και όχι της «νέας αριστεράς», η οποία καθοδηγούσε τη στράτευσή του ως φοιτητή και την πρώτη του βουλευτική θητεία.
Η αδυναμία της κυβέρνησης Μπόριτς οφείλεται στην αναπαραγωγή των πολιτικών της Δεξιάς και της Concertación (1) σε θέματα ιδιαίτερης σημασίας, αδιαπραγμάτευτα για τα λαϊκά κινήματα. Μεταξύ των ζητημάτων που προκαλούν μεγαλύτερη ένταση είναι η πολιτική της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και η στρατιωτικοποίηση της νότιας Χιλής για την καταστολή των ιθαγενών λάων (που επιβλήθηκε από την κυβέρνηση Πινιέρα και συνεχίζεται χωρίς διακοπή), η καθυστέρηση να παρουσιαστεί μια φορολογική μεταρρύθμιση για τη χρηματοδότηση του προγράμματος του Μπόριτς για τα κοινωνικά δικαιώματα, και το ζήτημα που τον απαξιώνει κάθε μέρα και περισσότερο: η απουσία μιας μεταρρύθμισης για την αποϊδιωτικοποίηση των συντάξεων και η θέση του κατά της «πέμπτης ανάληψης» (2) συνταξιοδοτικών κεφαλαίων, που ευνοεί τους Διαχειριστές Συνταξιοδοτικών Ταμείων και έρχεται σε αντίθεση με τις ομιλίες των Μπόριτς, Βαγιέχο (3) και Τζάκσον (4) στο Κογκρέσο, λιγότερο από δύο χρόνια πριν, υπέρ των προηγούμενων αναλήψεων. Σε αυτά προστίθεται η ασήμαντη και διακοσμητική μεταρρύθμιση του θεσμού της αστυνομίας (carabineros), που διέψευσε τις ευρείες προσδοκίες για πρόοδο στην ατζέντα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – για να μην αναφέρουμε την οικονομική πολιτική της νεοφιλελεύθερης σταθεροποίησης, που δεν διαφέρει σε τίποτα από τις κυβερνήσεις των τελευταίων 30 ετών.
Έτσι, η απόρριψη του νέου Συντάγματος θα έβρισκε πατήματα και στην κρίση του Μπόριτς, μια κρίση που δημιουργήθηκε από τη στροφή του προς το κέντρο, με όλο και λιγότερο αξιόπιστα νεύματα προς την Αριστερά.
Το κείμενο του νέου Συντάγματος έχει καινοτόμα στοιχεία ενός λατινοαμερικάνικου «νέου προοδευτισμού» που για τη Χιλή αποτελούν αναγέννηση από τις στάχτες του Συντάγματος του Πινοσέτ. Αν, από τη μία πλευρά, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε την επαναστατική πτυχή της ιστορικής στροφής της Χιλής από την πρωτοπορία του νεοφιλελευθερισμού στην πρωτοπορία του λατινοαμερικάνικου κοινωνικού μετασχηματισμού, δεν πρέπει ούτε να θαμπωθούμε από το κείμενο, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί πλήρως μόνο με σκληρούς αγώνες για την ανατροπή των οχυρών της οικονομικής, ταξικής, εδαφικής και πατριαρχικής εξουσίας.
Οι γραμμές επίθεσης της Δεξιάς
Υπάρχουν τρεις βασικές γραμμές επίθεσης της Δεξιάς κατά του νέου Συντάγματος, σε μια δίνη fake news, ηθικού πανικού και παραπληροφόρησης, που μαγειρεύονται στο συντηρητικό ιδεολογικό ζουμί με άλλοτε εξτρεμιστικές και άλλοτε τεχνοκρατικές αποχρώσεις.
Πρώτον: το ψέμα ότι η πολυεθνικότητα θα σήμαινε τη διάλυση της πατρίδας, τη διαίρεση της χώρας σε διαφορετικές χώρες, με άλλα λόγια: το τέλος της χιλιανικότητας. Το αδέξιο επεισόδιο της υπουργού Ίσκια Σίτσες (5) στην Αραουκάνια, την πρώτη εβδομάδα της κυβέρνησης Μπόριτς, εξυπηρέτησε τέλεια αυτόν τον σκοπό. Τελικά –λέει η Δεξιά– πώς είναι δυνατόν να απαγορεύεται σε έναν αξιωματούχο του κράτους να κινείται στην εθνική επικράτεια; Σύμφωνα με την εκστρατεία παραπληροφόρησης και ψευδών ειδήσεων, η αναγνώριση της πολυεθνικότητας θα εμπόδιζε τους Χιλιανούς να μετακινούνται στην εθνική επικράτεια, η οποία πλέον θα ελέγχεται από άλλους λαούς.
Δεύτερον: ο ηθικός πανικός γύρω από τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα που θεσπίζονται στο νέο Σύνταγμα, καθώς και τα δικαιώματα στη σεξουαλική διαφορετικότητα, εγκάρσια μέτρα που, στο νέο κείμενο, διαπερνούν τη δομή του κράτους, από το δικαστικό και το εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι την αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις. Εδώ η Δεξιά κερδίζει έδαφος με τις διαστρεβλώσεις που προκαλεί η υστερία κατά της λεγόμενης «ιδεολογίας του φύλου». Ο λαϊκός συντηρητισμός και τα θρησκευτικά ταμπού σχετικά με τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην άμβλωση, όπως ορίζεται στο νέο κείμενο, τροφοδοτούν την απορριπτική ατζέντα της Δεξιάς.
Και τρίτον: η Δεξιά ισχυρίζεται, σαν παλιός γρατζουνισμένος δίσκος, ότι το νέο Σύνταγμα θα δημιουργήσει χάος και αναρχία αποδυναμώνοντας το εθνικό Κράτος, επειδή προτείνει την αποκέντρωση των εξουσιών, την ενίσχυση των περιφερειών, των επαρχιών και των κοινοτήτων με προϋπολογισμούς και αυτονομίες, για να μην αναφέρουμε την προώθηση της συμμετοχής των κοινοτήτων στη διαμόρφωση και τη διαβούλευση όσον αφορά τις δημόσιες πολιτικές. Η σημαία της αποκέντρωσης, η οποία σημάδεψε την ατζέντα των μελών της Συνέλευσης, έχει μετατραπεί από τη Δεξιά σε συνώνυμο της διάλυσης της εθνικής ενότητας, της αποδυνάμωσης του Κράτους και της συνακόλουθης ανασφάλειας.
Η επόμενη μέρα
Μετά από όλα αυτά, τι θα συμβεί μετά τις 4 Σεπτεμβρίου; Αν κερδίσει το «εγκρίνω», θα προκαλέσει μια τεράστια δημοκρατική κάθαρση ενάντια στην κληρονομιά του Πινοσέτ: μια μετασχηματιστική κορύφωση, που θα αντιπροσωπεύει ένα πραγματικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το πραξικόπημα του 1973. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή του νέου Συντάγματος θα είναι αργή και θα απαιτήσει την επακόλουθη έγκριση νόμων και κανονισμών, για τους οποίους σίγουρα θα δοθεί μάχη σπιθαμή προς σπιθαμή. Η πλήρης και ολοκληρωμένη εφαρμογή του κειμένου συνεπάγεται την απώλεια προνομίων και εξουσιών για τις άρχουσες τάξεις και η ίδια θα απαιτήσει συνεχή λαϊκή κινητοποίηση.
Ωστόσο, το κυβερνών κόμμα έχει ήδη συμφωνήσει να «εγκρίνει για να τροποποιήσει» (6). Είναι απίθανο οι πιο μετασχηματιστικές πτυχές του κειμένου να μπουν στην ατζέντα της κυβέρνησης με την έννοια της προώθησης μιας πολιτικής βαθιών αλλαγών. Οι συμφωνίες μεταξύ του συνασπισμού του Μπόριτς και των κομμάτων της Concertación είναι όλο και πιο οργανικές και δείχνουν ότι τα πραγματικά νέα αριστερά κόμματα, για άλλη μια φορά, θα αγωνιστούν απ’ έξω, στους δρόμους, με φόντο την κυβέρνηση που εξέλεξαν.
Και αν κερδίσει η «απόρριψη»; Θα είναι ένα βαθύ τραύμα για τη χώρα η οποία κινητοποιήθηκε δυναμικά και συνεχόμενα τα τελευταία χρόνια για να φτάσει στην οικοδόμηση αυτού του κειμένου. Στην περίπτωση αυτή, η κατάσταση είναι πολύ πιο αβέβαιη. Ο πρόεδρος Μπόριτς υποστήριξε δημοσίως ότι, σε περίπτωση νίκης της «απόρριψης», θα πρέπει να προκηρυχθούν νέες εκλογές συντακτικών μελών και νέα Συνέλευση. Ένα μέρος της Δεξιάς, ωστόσο, τάσσεται υπέρ ενός νέου δημοψηφίσματος για να καθοριστεί αν θα υπάρξει ή όχι νέο Σύνταγμα και για να ανακτήσει την ευκαιρία για μεταρρυθμίσεις στο Σύνταγμα του 1980 μέσω του Κογκρέσου, όπου εξακολουθεί να είναι ισχυρή. Ποιά θα είναι η τύχη του κειμένου του νέου Συντάγματος, ποιος θα είναι ο μηχανισμός για τη συνταγματική αλλαγή και τι θα συμβεί με το Σύνταγμα της δικτατορίας; Όλα θα παρέμεναν ανοιχτά και σε κατάσταση αβεβαιότητας, με την πικρή γεύση μιας ιστορικής οπισθοδρόμησης.
* Joana Salém Vasconcelos, Διδάκτωρ Οικονομικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο, καθηγήτρια στο Faculdade Cásper Líbero και επιμελήτρια του βιβλίου La vía chilena al socialismo 50 años después: historia y memoria (CLACSO, 2020).
_________________________
Σημειώσεις
1. Συνασπισμός Κομμάτων για τη Δημοκρατία (Concertación de Partidos por la Democracia) – γνωστός ως Concertación: συνασπισμός πολιτικών κομμάτων της Αριστεράς, της Κεντροαριστεράς και του Κέντρου, ο οποίος κυβέρνησε τη Χιλή για τέσσερις περιόδους, από τις 11 Μαρτίου 1990 έως τις 11 Μαρτίου 2010, και μέχρι το 2013 αποτελούσε την κύρια αντιπολίτευση στην κεντροδεξιά κυβέρνηση του προέδρου Σεμπαστιάν Πινιέρα. Στη συνέχεια, τα κόμματά της ενώθηκαν με άλλες κεντροαριστερές και αριστερές δυνάμεις για να σχηματίσουν τη Νέα Πλειοψηφία (Nueva Mayoría), η οποία από τον Μάρτιο του 2014 έως τον Μάρτιο του 2018 ήταν ο κυβερνητικός συνασπισμός στη δεύτερη κυβέρνηση της Μισέλ Μπατσελέτ.
Δημιουργήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1988 ως Συνασπισμός Κομμάτων για το ΟΧΙ (Concertación de Partidos por el No) και συγκέντρωσε τους κύριους τομείς της αντιπολίτευσης στη στρατιωτική δικτατορία του Πινοσέτ, τον οποίο νίκησε στο εθνικό δημοψήφισμα της 5ης Οκτωβρίου 1988.
2. Η Βουλή των Αντιπροσώπων της Χιλής απέρριψε, τον περασμένο Απρίλιο, και τα δύο νομοσχέδια που κατατέθηκαν σχετικά με το αν θα επέτρεπαν στους πολίτες να αποσύρουν, για πέμπτη φορά (quinto retiro) από την έναρξη της πανδημίας, έως και το 10% του ατομικού λογαριασμού σύνταξης από τις ιδιωτικές εταιρείες-Διαχειριστές Συνταξιοδοτικών Ταμείων (Administradoras de Fondos de Pensiones).
Το πρώτο νομοσχέδιο προωθήθηκε από ομάδα βουλευτών και δεν έθετε περιορισμούς ενώ το κείμενο που προωθήθηκε από την κυβέρνηση Μπόριτς επέτρεπε αναλήψεις μόνο για την πληρωμή χρεών. Η εκτελεστική εξουσία είχε αντιταχθεί σθεναρά στην πέμπτη απόσυρση λόγω του υψηλού πληθωρισμού που θα μπορούσε να προκαλέσει στη χώρα. Ο υπουργός Οικονομικών και πρώην πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Χιλής, Μάριο Μαρσέλ, δήλωσε ότι «η πέμπτη απόσυρση θέτει σε κίνδυνο το κυβερνητικό πρόγραμμα και την ευημερία του λαού» και υποστήριξε ότι ο πληθωρισμός θα μπορούσε να αυξηθεί έως και πέντε ποσοστιαίες μονάδες. Τον περασμένο Μάρτιο, ο δωδεκάμηνος πληθωρισμός έφτασε το 9,4%
3. Καμίλα Βαγιέχο, κυβερνητική εκπρόσωπος της κυβέρνησης Μπόριτς.
4. Τζόρτζιο Τζάκσον επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας της κυβέρνησης.
5. ‘Ισκια Σίτσες, υπουργός Εσωτερικών. Ο πρώτος πονοκέφαλος για την κυβέρνηση Μπόριτς ήταν η περιπετειώδης επίσκεψη της Σίτσες στην Αραουκάνια, τέσσερις μόλις μέρες μετά την ορκομωσία της. Στο πλαίσιο της εφαρμογής της πολιτικής λύσης στη σύγκρουση των Μαπούτσε που προτεινόταν στο κυβερνητικό πρόγραμμα, έφτασε στην περιοχή και στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Temucuicui, μια εμβληματική ζώνη συγκρούσεων. Ωστόσο, η αντιπροσωπεία δεν ειδοποίησε τις τοπικές κοινότητες για την είσοδό της στην περιοχή –η επίσκεψη είχε δημοσιοποιηθεί από τα ΜΜΕ– και η υπουργός κατέληξε να καταφύγει σε κοντινό σημείο ελέγχου της αστυνομίας, αφού σε κάποιο σημείο της διαδρομής ακούστηκαν πυροβολισμοί από άγνωστους δράστες. Η κυβέρνηση κατηγορήθηκε για υπερβολική αυτοπεποίθηση και ότι αγνόησε τα πρωτόκολλα του λαού των Μαπούτσε ενώ η επίσκεψη χαρακτηρίστηκε «αυτοσχέδια».
6. Οι συνασπισμοί Δημοκρατικός Σοσιαλισμός (Socialismo Democrático) και Εγκρίνω Αξιοπρέπεια (Apruebo Dignidad) που στηρίζουν την κυβέρνηση του Γκαμπριέλ Μπόριτς, δημοσίευσαν ένα έγγραφο με τις τροποποιήσεις που δεσμεύονται να κάνουν επί του κειμένου σε περίπτωση που το νέο Σύνταγμα εγκριθεί στο δημοψήφισμα. Πρόκειται για ένα έγγραφο που καθησυχάζει τη Δεξιά και τα ηγεμονικά μέσα ενημέρωσης που προωθούν την απόρριψη του νέου συνταγματικού κειμένου. Ο πρόεδρος Μπόριτς πίεσε τους ηγέτες των κομμάτων που αποτελούν τη βάση της κυβέρνησής του να έρθουν σε συμφωνία υπό αυτή την έννοια, ακόμη και για τα συγκεκριμένα κεφάλαια ή τα άρθρα που πρέπει να τροποποιηθούν, πριν ακόμα από την έγκρισή του στο δημοψήφισμα. Η συμφωνία υπογράφηκε από 10 πολιτικά κόμματα: Partido por la Democracia, Partido Liberal, Acción Humanista, Movimiento Unir, Partido Socialista de Chile, Partido Radical de Chile, Revolución Democrática, Federación Regionalista Verde Social, Partido Comunista de Chile, Convergencia Social.
Ορισμένες από τις κριτικές επί του τελικού κειμένου της Συντακτικής Συνέλευσης –όπως αυτή του πρώην προέδρου Ρικάρντο Λάγος– αναφέρονται στο ότι δεν δημιουργεί «συναίνεση» ενώ άλλα επιχειρήματα υποστηρίζουν ότι, από πολλές απόψεις, τα άρθρα του διχάζουν τους Χιλιανούς και ότι χρειάζεται ένα Σύνταγμα που να τους ενώνει. Στόχος της συμφωνίας μεταξύ των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων και της κεντροαριστεράς είναι να μετριάσει περαιτέρω τη συνταγματική πρόταση. Το έγγραφο διασφαλίζει, για παράδειγμα, ότι οι Διαχειριστές Συνταξιοδοτικών Ταμείων δεν θα καταργηθούν και θα διατηρηθούν οι δραστηριότητές τους, όπως και οι ιδιωτικές κλινικές στον τομέα της υγείας και τα επιχορηγούμενα κολέγια στην περίπτωση της εκπαίδευσης. Δεσμεύονται επίσης να επαναφέρουν το κατασταλτικό Κράτος Έκτακτης Ανάγκης και να περιορίσουν τις σχετικές με την πολυεθνικότητα πτυχές στην ελάχιστη έκφρασή της.
Μετά το κάλεσμα του Μπόριτς και τις εντατικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κυβερνητικών συνασπισμών, η συμφωνία επιτεύχθηκε σε πέντε άξονες: το πολιτικό σύστημα, την πολυεθνικότητα, τα κοινωνικά δικαιώματα, τη δικαιοσύνη και την ασφάλεια (λεπτομέρειες για τη συμφωνία εδώ).