Αν κάποιος έχει την ψευδαίσθηση ότι η ακροδεξιά είναι ένα παροδικό φαινόμενο, ο πρώτος γύρος των εκλογών στη Βραζιλία θα πρέπει να μας πείσει για το αντίθετο. Ήρθε για να μείνει, όπως συμβαίνει στην Ιταλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Χιλή, την Κολομβία και όλο και περισσότερο σε χώρες όπως η Αργεντινή και η Ουρουγουάη, όπου δεν είχε σταθερή παράδοση.

Πηγή: La Jornada (7.10.22) | Μετάφραση: Α.Λ.

Το Φιλελεύθερο Κόμμα (PL), του Χαϊρ Μπολσονάρου, έγινε η πρώτη πολιτική δύναμη κερδίζοντας 99 βουλευτές και αυξάνοντας σημαντικά την εκπροσώπησή του, όπως και στη Γερουσία, όπου κέρδισε 13 έδρες. Το Κόμμα των Εργαζμένων (PT) εξέλεξε 68 βουλευτές, οι οποίοι μαζί αυτούς των συμμάχων του –Πράσινο  Κόμμα (PV) και Κομμουνιστικό Κόμμα της Βραζιλίας (PCdoB)– ανέρχονται σε 80 και μόνο 9 γερουσιαστές.

Το Κοινοβούλιο είναι τόσο δεξιό όσο ήταν από τις εκλογές του 2018 που κέρδισε ο Μπολσονάρου. Προσθέτοντας τα συμμαχικά κόμματα, ο Μπολσονάρου φτάνει τους 198 βουλευτές, ενώ ο Λούλα θα μπορούσε να φτάσει τους 223 αν καταλήξει σε συμφωνίες με ορισμένα κόμματα της κεντροδεξιάς. Απομένουν 92 έδρες σε σύνολο 513, οι οποίες, σύμφωνα με την έρευνα της Folha de Sao Paulo, θα μπορούσαν να πάνε σε όποιον προσφέρει τις καλύτερες θέσεις ή διευκολύνσεις για επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Αν το Κοινοβούλιο θα είναι ένας ακανθώδης τομέας που θα καταστήσει τον Λούλα, αν εκλεγεί, έναν κεντρώο πρόεδρο, η ακροδεξιά έχει κερδίσει την πλειοψηφία των κυβερνήσεων των Πολιτειών, οι οποίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διακυβέρνηση καθώς επηρεάζουν τα ομοσπονδιακά και πολιτειακά σώματα.

Αυτό που είναι ανήκουστο είναι ότι μετά από τέσσερα χρόνια επιδείνωσης της οικονομίας, καταστροφικής διαχείρισης της πανδημίας και μόνιμων αντιδημοκρατικών συμπεριφορών, ο Μπολσονάρου έλαβε περισσότερες από 50 εκατομμύρια ψήφους που δείχνουν μια χώρα χωρισμένη στη μέση, μια διαίρεση που θα συνεχιστεί και μετά τον δεύτερο γύρο στις 30 Οκτωβρίου.

Το ισχυρό ρίζωμα της ακροδεξιάς, τόσο στη Βραζιλία όσο και σε άλλες χώρες, θα πρέπει να μας κάνει να προβληματιστούμε σχετικά με τις βαθύτερες αιτίες, προκειμένου να λειτουργήσουμε πιο αποτελεσματικά και να προσπαθήσουμε να ανακόψουμε αυτό το κύμα.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι η παγκόσμια συστημική κρίση που αποδιαρθρώνει το διεθνές σύστημα των κρατών και τις μεταξύ τους συμμαχίες. Σε κάθε περιοχή και χώρα εμφανίζονται τάσεις ακυβερνησίας και χάους. Η διαμάχη μεταξύ της φθίνουσας δύναμης, των Ηνωμένων Πολιτειών, και της ανερχόμενης δύναμης, της Κίνας, είναι ένας αποσταθεροποιητικός παράγοντας που ευνοεί τη γενίκευση των πολέμων μεταξύ των εθνών.

Σε αυτό το κλίμα, αυξάνεται η πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική πόλωση μεταξύ τάξεων, χρώματος δέρματος, φύλων και γενεών. Η βία από πάνω προς τα κάτω είναι ο τρόπος με τον οποίο οι κυρίαρχες τάξεις επιδιώκουν να αναδιαμορφώσουν τις κοινωνίες σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, εγκαταλείποντας όλο και περισσότερο κάθε τάση προς την ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων και των λαών. Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου πρόκληση για τις αντισυστημικές δυνάμεις, την οποία δεν καταφέρνουμε να συζητήσουμε και να αναλάβουμε αντίστοιχη δράση.

Το δεύτερο ζήτημα είναι η τεράστια αποπολιτικοποίηση που παρατηρείται στις κοινωνίες, η αξιοσημείωτη εξάπλωση του καταναλωτισμού με το φορτίο αποξένωσης και παράλυσης που κουβαλάει, μπροστά στις προκλήσεις που θέτει η τρέχουσα κρίση/καταιγίδα. Οι νέες δυνατότητες κυριαρχίας μέσω των πιο προηγμένων τεχνολογιών (από τα κοινωνικά δίκτυα και τα κινητά τηλέφωνα μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη) δεν βρίσκουν απαντήσεις που να είναι ανάλογες με τις απειλές που τίθενται για την ανθρωπότητα.

Είναι αλήθεια ότι σε αυτό το σημείο η Αριστερά φέρει το δικό της μερίδιο ευθύνης για την εγκατάλειψη κάθε αντισυστημικής στάσης. Όμως, αν ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά, θα διαπιστώσουμε ότι σε άλλες περιόδους η Αριστερά αντανακλούσε την αντίσταση από τα κάτω, αλλά δεν τη δημιουργούσε. Κανείς δεν δίδαξε στις εργαζόμενες τάξεις να εξουδετερώσουν τον φορντισμό και τον τεηλορισμό, όπως κανείς δεν δίδαξε στους ιθαγενείς και τους μαύρους να αντιμετωπίσουν την αποικιοκρατία, ούτε στις γυναίκες να αντιμετωπίσουν την πατριαρχία.

Αν και εύχομαι να κάνω λάθος, πιστεύω ότι είναι η ίδια η επαναστατικότητα, ένα χαρακτηριστικό που ανέκαθεν φώλιαζε στη φτωχή και κακοποιημένη ανθρωπότητα, που σήμερα εξουδετερώνεται από τις κυρίαρχες τάξεις. Ίσως πρόκειται μόνο για ένα αστικό φαινόμενο, όπου η έκθεση στους μηχανισμούς της κυριαρχίας είναι σημαντικά μεγαλύτερη. Ίσως γι’ αυτό οι περιπλανήσεις μας προς αναζήτηση χώρων αντίστασης γίνονται κυρίως σε περιοχές της υπαίθρου, μακριά από τον πολύκοσμο και μιντιακό θόρυβο.

Τέλος, πιστεύω ότι οι αναλύσεις μας είναι πολύ έντονα προσανατολισμένες προς τις ιδεολογίες, σαν να αποτελούσαν το κλειδί για την εξήγηση της αυξανόμενης εδραίωσης της ακροδεξιάς. Όμως τα ανθρώπινα όντα κινητοποιούμαστε από ζητήματα πιό στενά συνδεδεμένα με την πραγματική ζωή, αν και όχι απαραίτητα λόγω ενός εργαλειακού ορθολογισμού. Οι ιδεολογίες έρχονται αφού έχουμε πάρει θέση, ως ένας τρόπος να δικαιολογήσουν και να δώσουν διέξοδο σε αυτό που έχει ήδη αποφασιστεί.

Η ισχυρή πνευματικότητα που φωλιάζει στους ανθρώπους που αντιστέκονται δεν μπορεί να είναι τυχαία. Το να μοιράζεσαι χώρους και στιγμές αποτελεί το συνδετικό στοιχείο των κοινοτήτων, χωρίς τη συναισθηματική και μυστικιστική συνοχή των οποίων δεν θα ήταν δυνατόν ούτε να αντισταθούμε ούτε να ονειρευτούμε έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που μας καταπιέζει. Η πνευματικότητα είναι το πρωταρχικό κοινό στοιχείο της ζωής – αν δεν την αισθανόμαστε, ναυαγούμε στην απόλυτη μοναξιά.

Ο Raul Zibechi (1952 ,Ουρουγουάη) είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και στρατευμένος διανοούμενος. Έχει αφιερώσει την εργασία του στη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…