Η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Πόλη, όπως αναμενόταν, τουλάχιστον στο δημόσιο πεδίο, το μόνο που απέδωσε ήταν η εκατέρωθεν διάθεση για ήπιο κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ούτως ή άλλως, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος επιβάλλει άμβλυνση της έντασης μεταξύ των δύο νατοϊκών χωρών. Βεβαίως, οι εγχώριες διαμαρτυρίες για τις συνεχιζόμενες τουρκικές παραβιάσεις του «ελληνικού εναέριου χώρου», όπως έχουμε κατ’ επανάληψη διευκρινίσει, είναι έως φαιδρότητας αβάσιμες, καθώς η Ελλάδα είναι αυτή που παραβιάζει τον εναέριο χώρο της Τουρκίας κατά 4 ν.μ., επεκτείνοντας τον δικό της στα 10 ν.μ. ενώ ο θαλάσσιος χώρος της είναι 6 ν.μ.
Η συνάντηση, σύμφωνα και με την επιθυμία των ΗΠΑ, σχετίζεται και με τις εξελίξεις στο παγωμένο –προς το δυσμενέστερο– Κυπριακό με αποκλειστική ευθύνη των κυβερνήσεων Τσίπρα και Μητσοτάκη, καθώς και της ελληνοκυπριακής του ανεκδιήγητου Αναστασιάδη. Δεδομένου ότι τόσο στην Ελλάδα και την Τουρκία όσο και στην Κύπρο το αργότερο μέσα στο 2023 θα γίνουν εκλογές, δεν μπορούμε να περιμένουμε ουσιαστικές πολιτικές ανακατατάξεις στις διακρατικές σχέσεις, ιδιαίτερα αν προκαλούν κραδασμούς στο εσωτερικό των χωρών. Πάντως, ήδη είναι ορατή, ακόμα και στα ελληνικά καθεστωτικά ΜΜΕ, η φθορά του μύθου περί «διεθνώς απομονωμένης Τουρκίας» και η αντίστοιχη φλυαρία για «κυρώσεις στην Τουρκία». Παρότι η γειτονική χώρα δεν συμμετέχει στο εμπάργκο κατά της Ρωσίας, λόγω του γεωπολιτικού βάρους της, της άψογης διπλωματίας της και βεβαίως του –ουδόλως… τρελού– Ερντογάν, πρωτοστατεί στις εξελίξεις περί το Ουκρανικό, ενώ η… υπερατλαντική Ελλάδα στέλνει όπλα στην Ουκρανία, προκαλώντας τη μήνι των Ρώσων.
Πάντως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αν όχι τώρα, αλλά εφόσον επανεκλεγεί (πράγμα το οποίο απευχόμαστε, πλην όμως φοβόμαστε), θα δυσκολευτεί να συνεχίσει την πολιτική της «μη λύσης» στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, όπως εξάλλου και στην κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Όχι μόνο επειδή θα δεχτεί μεγάλες διεθνείς πιέσεις, αλλά και γιατί η αναβαθμισμένη γεωστρατηγικά Τουρκία, ακόμα και αν ο Ερντογάν ηττηθεί στις εκλογές (η τουρκική αντιπολίτευση έχει επί της ουσίας στα ελληνοτουρκικά, ίδια εξωτερική πολιτική) μπορεί να την υποχρεώσει σε συνολική διαπραγμάτευση για τις διαφορές στο Αιγαίο και την Ν.Α. Μεσόγειο. Ακόμα και στην περίπτωση –εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο– που οι δύο χώρες προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μόνο για τα ζητήματα που θέτει η ελληνική πλευρά (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ), το αποτέλεσμα της διαιτησίας του θα είναι ένας συμβιβασμός σε μεγάλη απόσταση από την εγχώρια εθνικιστική προπαγάνδα, αφού ούτε οριοθετημένη ελληνική υφαλοκρηπίδα υπάρχει ούτε κοινά αποδεκτές ΑΟΖ. Όσο για τα υπόλοιπα προβλήματα της ελληνοτουρκικής διαμάχης (12 ν.μ. στη θάλασσα, 10 ν.μ. στον αέρα, ακόμα και η στρατιωτικοποίηση ιδιαίτερα των νησιών του Β.Α. Αιγαίου και των Δωδεκανήσων), οι ελληνικές θέσεις συγκρούονται με το Διεθνές Δίκαιο, οπότε ο βέβαιος συμβιβασμός αποτελεί «καυτή πατάτα» για οποιαδήποτε κυβέρνηση τον αποδεχτεί ενώ ταυτόχρονα πλειοδοτεί εθνικιστικά.
Προφανώς, είμαστε αναφανδόν υπέρ της συνολικής επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Πρώτον, επειδή μειώνεται το εθνικιστικό κλίμα που δηλητηριάζει και αποπροσανατολίζει τους λαούς μας, εξαλείφοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο μιας πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας με την Τουρκία. Δεύτερον, γιατί συρρικνώνει τη νομιμοποίηση που έχουν στις κοινωνίες οι υπέρογκες και οδυνηρές στρατιωτικές δαπάνες. Τρίτον, αποτελεί φράγμα στον αυξανόμενο μιλιταρισμό, τη θωράκιση των συνόρων απέναντι στους «εισβολείς» πρόσφυγες και τον καλπάζοντα νατοϊσμό. Κατά τη γνώμη μου, για την Αριστερά και το ευρύτερο κίνημα δεν υπάρχει άλλη πολιτική από τη μόνιμη ειρήνη Ελλάδας – Τουρκίας και την αλληλεγγύη μεταξύ των λαών τους.
Αποτελεί μεγάλο πρόβλημα στην επίτευξη όλων αυτών ότι δεν υπάρχει αντιεθνικιστική διεθνιστική αντιπολίτευση από τα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με τον ακραίο κυνικό οπορτουνισμό της, αφού ως κυβέρνηση συμμετείχε στο ξεπούλημα της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας στην Κύπρο και στον αλήστου μνήμης East Med, με μοναδικό κίνητρο την απομόνωση της Τουρκίας, τώρα όχι μόνο δεν πιέζει για επίλυση των διαφορών με τη γειτονική χώρα, αλλά ασκεί «εποικοδομητική κριτική» εθνικού και βεβαίως νατοϊκού χαρακτήρα. Το δε ΚΚΕ, σε ένα παραλήρημα σοσιαλπατριωτισμού, την επομένη της συνάντησης Ερντογάν – Μητσοτάκη με πρωτοσέλιδο στον Ριζοσπάστη καταγγέλλει ότι «ανοίγει ο δρόμος για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο και τη Ν.Α. Μεσόγειο» (έτσι είναι, ο… προλεταριακός διεθνισμός επιβάλλει να τα τρώμε μόνοι μας) και πως «απειλούνται τα κυριαρχικά μας δικαιώματα» – ό,τι ακριβώς λέει ο Σαμαράς. Ζητείται Αριστερά…