Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία οδήγησε πολλούς να μιλήσουν για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο. Η ρητορική, όντως, είναι όμοια με αυτή των χρόνων του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, οι διαφορές είναι πολύ περισσότερες και ίσως η πιο κρίσιμη διαφορά είναι ότι ποτέ δεν υπήρξε πολεμική σύγκρουση στην Ευρώπη από το 1945 έως το 1989. Εάν σε κάτι είναι χρήσιμη η αναφορά στον Ψυχρό Πόλεμο, δεν είναι για να αναζητήσουμε αναλογίες, αλλά για να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο, μεταξύ και άλλων παραγόντων, οι κληρονομιές του Ψυχρού Πολέμου οδήγησαν στον σημερινό πόλεμο στην Ουκρανία.

Οταν τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Σ. Ενωση βρισκόταν σε θέση αδυναμίας έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και ήθελε να αποφύγει να βρεθεί περικυκλωμένη από εχθρικές χώρες στα δυτικά σύνορά της, όπως είχε συμβεί προπολεμικά. Η σφαίρα επιρροής της Σ. Ενωσης σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου παρέμεινε η Αν. Ευρώπη και σε όσες χώρες εκτός Ευρώπης ανέβηκαν στην εξουσία κομμουνιστικά κόμματα, αυτό ήταν αποτέλεσμα ενδογενών εξελίξεων.

Επιπλέον, η Σ. Ενωση απέφυγε τις στρατιωτικές επεμβάσεις έξω από τη σφαίρα επιρροής της (με την εξαίρεση του Αφγανιστάν). Την ίδια εποχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν τη στρατηγική της παγκόσμιας ηγεμονίας. Με πεδία παρέμβασης αρχικά τη Δ. Ευρώπη και την Ιαπωνία, κατασκεύασαν ένα αφήγημα περί σοβιετικής επιθετικότητας και παγκόσμιας επέκτασης του κομμουνισμού και αποδύθηκαν σε μια εκστρατεία αναχαίτισής του σε όλο τον κόσμο με μια σειρά ενεργειών, όπως στρατιωτική εισβολή, βομβαρδισμοί, πραξικοπήματα, εμπάργκο, συμμετοχή αμερικανικών στρατευμάτων σε πολέμους και πολλές άλλες.

Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Αν. Ευρώπη και η διάλυση της Σ. Ενωσης έφεραν τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες αντιμέτωπες με τις κληρονομιές του Ψυχρού Πολέμου. Στις μεν χώρες της Αν. Ευρώπης και τις περισσότερες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες η κληρονομιά ήταν πολύ βαριά. Το γεγονός ότι σε αυτές τις χώρες είχε επιβληθεί για δεκαετίες ένα καταπιεστικό καθεστώς οδήγησε στην έξαρση του αντικομμουνισμού και του αντιρωσισμού, μετά το 1989. Ειδικά ο αντιρωσισμός τροφοδότησε τον εθνικισμό, ενώ στις διεθνείς σχέσεις ο φόβος απέναντι στη Ρωσία ώθησε αυτές τις χώρες να επιδιώξουν τη στρατιωτική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ενώ το σοσιαλιστικό στρατόπεδο είχε πλέον εξαφανιστεί, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εγκατέλειψαν στη στρατηγική της παγκόσμιας ηγεμονίας. Το αντίθετο, μάλιστα. Επικράτησε η ψευδαίσθηση ότι είχε έρθει η ώρα να δημιουργηθεί μια αμερικανική «αυτοκρατορία», με την ενσωμάτωση των χωρών στον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελευθερισμό υπό αμερικανική ηγεμονία. Ακόμη και όταν η ισχύς της αμερικανικής οικονομίας άρχισε να υποχωρεί έναντι της Κίνας, η στρατιωτική ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να τους διασφαλίσει την ηγεμονική θέση. Γι’ αυτό και το ΝΑΤΟ, μετά το 1989, δεν διαλύθηκε, αλλά διαρκώς επεκτεινόταν ανατολικά, ενώ όσες χώρες δεν ευθυγραμμίζονταν, «τιμωρούνταν» με στρατιωτική επέμβαση, όπως συνέβη στη Σερβία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν ή τη Λιβύη.

Ο Ψυχρός Πόλεμος χαρακτηριζόταν από τη σταθερότητα ενός κόσμου χωρισμένου σε δύο στρατόπεδα. Μετά το τέλος του, η αμερικανική ηγεμονία απέτυχε να διασφαλίσει μια «διαρκή ειρήνη» και οι αμερικανικές στρατιωτικές επεμβάσεις δημιουργούσαν διαρκώς νέες εστίες έντασης και συγκρούσεων. Η εποχή στην οποία ζούμε χαρακτηρίζεται από την αστάθεια που γεννούν οι συνεχόμενες, αλλεπάλληλες κρίσεις –η οικονομική, η υγειονομική, η κλιματική, η ενεργειακή, η επερχόμενη επισιτιστική. Είναι ένας κόσμος, ο οποίος όχι μόνο δεν είναι χωρισμένος, αλλά αντίθετα είναι διασυνδεδεμένος και αλληλεξαρτώμενος όσο ποτέ πριν στην Ιστορία. Ταυτόχρονα, είναι ένας κόσμος, στον οποίο ισχυρές χώρες διεκδικούν ρόλο και θέση απέναντι στη φθίνουσα αμερικανική παγκόσμια ηγεμονία.

Σε αυτό το περιβάλλον διαρκούς αστάθειας ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Το καθεστώς του Πούτιν, για να εδραιώσει τη θέση της Ρωσίας ως ισχυρής δύναμης έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ, κατέφυγε στην ωμή χρήση στρατιωτικής βίας σε βάρος της Ουκρανίας, χρησιμοποιώντας ως όχημα τον παραδοσιακό εθνικισμό (την «υπεράσπιση» των ρωσόφωνων πληθυσμών και τον έλεγχο των εδαφών τους). Παρ’ όλα αυτά, η λύση δεν μπορεί να είναι η διεύρυνση της στρατιωτικής σύγκρουσης.

Από αυτή τη σκοπιά, η στρατιωτική βοήθεια της Ελλάδας στην Ουκρανία ή, ακόμη χειρότερα, τυχόν ενεργότερη ανάμειξή της στον πόλεμο, είναι λανθασμένη, διότι συντείνει στην κλιμάκωση της σύγκρουσης. Σε ένα τόσο ασταθές περιβάλλον, μόνο η διπλωματία μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη της ειρήνης. Οι διαπραγματεύσεις είναι διαδικασίες χρονοβόρες και φαντάζουν ανεπαρκείς, τη στιγμή που καθημερινά εκατομμύρια Ουκρανών πολιτών βιώνουν με τον πιο τραγικό τρόπο τις συνέπειες της ρωσικής επίθεσης. Ας σκεφτούμε, όμως, το αντίθετο σενάριο: ποιο θα είναι το τίμημα ενός γενικευμένου πολέμου στην Ευρώπη;

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…