Παραβλέποντας τις κοινότυπες απαντήσεις που συνηθίζουν να δίνουν οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ στις τηλεοπτικές εκπομπές όταν τους τίθεται το παραπάνω ερώτημα, του τύπου «οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν την εικόνα της στιγμής», «έχουμε αύξηση του ποσοστού μας κατά μηδέν και κάτι μονάδες από τον προηγούμενο μήνα», «αν τολμάει ο κύριος Μητσοτάκης να κάνει εκλογές εδώ και τώρα», κλπ, θεωρώ ότι η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι σύνθετη και ως τέτοια πρέπει να τη δούμε. Έχοντας λοιπόν αυτό ως αφετηρία, θα προσπαθήσω να κάνω κάποιες σκέψεις.

Η προοδευτική κυβέρνηση

Είναι προφανές ότι το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ για σχηματισμό μιας προοδευτικής κυβέρνησης μετά τις πρώτες εκλογές μπάζει. Και μπάζει με δική του ευθύνη.

Πρώτον, γιατί δεν γίνεται να μιλάς για προοδευτική κυβέρνηση με έναν τόσο θολό και αόριστο τρόπο και, κυρίως, χωρίς να περιγράφεις, ως ένα βαθμό, τα κύρια χαρακτηριστικά της. Η λογική του «ψηφίστε μας» και εμείς μετά, με κάποιον τρόπο, κάπως, θα τα βρούμε μεταξύ μας δεν είναι μόνο προβληματική, αλλά είναι και προσβλητική απέναντι στους ψηφοφόρους, γιατί ουσιαστικά τους λέει «εμείς είμαστε αυτοί που ξέρουμε». Ανάθεση εις διπλούν θα το έλεγε κάποιος.

Δεύτερο, δεν μπορείς να μιλάς για προοδευτική κυβέρνηση όταν βρισκόμαστε τρεις περίπου μήνες πριν από τις εκλογές και το θέμα αυτό ακόμα δεν έχει «δουλευτεί», όχι μόνο μέσα στην κοινωνία αλλά ούτε καν στην κομματική σου βάση, με κοινές πρωτοβουλίες και δράσεις που θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση σε μια τέτοια προοπτική.

Τρίτο, δεν μπορείς να μιλάς για προοδευτική κυβέρνηση και να συνδέεις απαραίτητα το σχηματισμό της με την δική σου πρωτιά στις εκλογές. Μια κυβέρνηση που θα προκύψει από την απλή αναλογική απαιτεί απεγκλωβισμό από τις παλιές λογικές της εκλογικής νίκης και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να το έχει ακόμα κατανοήσει.

Η κριτική της συναίνεσης

Βασικό σημείο της κριτικής που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στον Μητσοτάκη εδώ και τριάμισι χρόνια είναι ότι το επιτελικό του κράτος είναι ανίκανο, ότι ο ίδιος δεν είναι αποτελεσματικός κ.λπ. Δεν θα πω εδώ το απλό αυτονόητο: «δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήθελε να είναι πιο αποτελεσματικός ο Μητσοτάκης;», αλλά θεωρώ ότι είναι αδιανόητο να γίνεται μια τέτοια κριτική από ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό. Δεν μπορείς να εγκαλείς κάποιον για αναποτελεσματικότητα/ανικανότητα, γιατί αυτό αυτόματα σημαίνει ότι έχεις υιοθετήσει τους στόχους του, ότι α πριόρι δεν έχεις διαφορές μαζί του, ότι δεν αμφισβητείς το πλαίσιο που έχει καθορίσει. Και ότι απλά επειδή αυτός δεν είναι όσο χρειάζεται αποτελεσματικός, εσύ λες «ψηφίστε με» με την υπόσχεση ότι θα φέρεις καλύτερα αποτελέσματα. Δηλαδή, ότι θα κάνεις τα ίδια, αλλά με έναν καλύτερο τρόπο. Μια υπόσχεση που φαντάζει εντελώς κριντζ και αδιάφορη και δύσκολα μπορεί να γεννήσει την παραμικρή ελπίδα, ακόμα και στα νέα ακροατήρια του ΣΥΡΙΖΑ.

Η λάθος ανάγνωση

Σε συνέχεια του προηγούμενου, να προσθέσω ότι η αναφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην αναποτελεσματικότητα του Μητσοτάκη είναι και πολιτικά προβληματική.

Το ισχυρίζομαι αυτό, γιατί όταν γίνεται μια τέτοια ανάγνωση από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ παραβλέπεται το γεγονός πως η ΝΔ, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την κυβέρνηση, έχει πάντα σαφείς στοχεύσεις, προσπαθώντας να διευρύνει τα εκλογικά της ακροατήρια, να απευθυνθεί στους συμμάχους της, να εξυπηρετήσει τα φιλικά της συμφέροντα κ.λπ. Οι επιθέσεις στον κόσμο της εργασίας, στις καταλήψεις, στη νεολαία, στο πανεπιστημιακό άσυλο, μόνο κυβερνητική αναποτελεσματικότητα δεν δείχνουν. Οι επαναπροωθήσεις, ο φράχτης της ντροπής στον  Έβρο, η σκλήρυνση της καταστολής και η αναβάθμιση του αυταρχισμού, άσχετα από το πόσο μας εξοργίζουν, δεν μπορούν να ιδωθούν ως κάτι λιγότερο από αυτό που πραγματικά είναι: μια πολιτική που, ναι μεν είναι ακραία, αλλά συγχρόνως είναι και συγκροτημένη και για αυτό επιβραβεύεται από το λαό της Δεξιάς, και όχι μόνο.

Γι’ αυτό, απέναντι σε μια τέτοια πολιτική, αυτό που χρειάζεται είναι ένα συγκροτημένο αριστερό εναλλακτικό σχέδιο, πάνω στο οποίο θα οικοδομηθεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, και όχι γενικόλογα συνθήματα του τύπου «δικαιοσύνη παντού».

Τα όρια το θεσμικού ανένδοτου

Με την κυβέρνηση να έχει δείξει ότι καταφέρνει, με το έναν ή τον άλλο τρόπο, να απορροφά τους όποιους κραδασμούς από το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και να μην έχει σημαντικές δημοσκοπικές απώλειες από τα σκάνδαλα διαπλοκής των γαλάζιων στελεχών ή την αδυναμία της να αντιμετωπίσει την κρίση του κόστους ζωής, το ερώτημα που βάζουν πολλοί είναι «τι άλλο πρέπει να γίνει ακόμα για να ξεκινήσει μια πορεία κυβερνητικής φθοράς;». Που αυτόματα το μεταφράζουν «τι άλλο πρέπει να δουν τα μάτια μας για να μετατραπεί η λαϊκή αγανάκτηση σε ψήφο προς τον ΣΥΡΙΖΑ;».

Θεωρώ, ότι για όσους εξακολουθούν να σκέφτονται με όρους του παλιού δικομματισμού αυτά τα ερωτήματα έχουν κάποια βάση. Όμως σήμερα, με τον ΣΥΡΙΖΑ, έστω αυτόν τον ΣΥΡΙΖΑ που βλέπουμε, να αποτελεί τον έναν από τους δύο πυλώνες ενός νέου δικομματισμού που έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, τα παραπάνω ερωτήματα το μόνο που αναδεικνύουν με τρόπο εμφατικό είναι τα όρια που έχει ο θεσμικός ανένδοτος του ΣΥΡΙΖΑ.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…