Ίσως ένα από τα σημεία του απολογισμού των κυβερνήσεων του προοδευτικού κύκλου, γύρω από το οποίο υπάρχει η μεγαλύτερη συναίνεση, είναι η αντίφαση μεταξύ της προώθησης πολιτικών που αποσκοπούν στην ανάκτηση της κυριαρχίας, αφενός, και του οικονομικού μοντέλου που επικεντρώνεται στον εξορυκτισμό και την εξαγωγή πρώτων υλών, αφετέρου. Παρά τις προόδους στην αναδιανομή του εισοδήματος, η παραγωγική βάση στην οποία οι προοδευτικές κυβερνήσεις έχουν στηρίξει τις πολιτικές τους, περιορίζει τη δυνατότητα να προωθηθούν ριζοσπαστικοί μετασχηματισμοί. Το Jacobin América Latina μίλησε με τους Σαμπρίνα Φερνάντες (Sabrina Fernandes), Εδουάρδο Γκουντίνας (Eduardo Gudynas), Μικαέλ Λεβί (Michael Löwy) και Ρενέ Ραμίρες Γκαγέγος (René Ramírez Gallegos) για αυτά και για άλλα θέματα.

Η Σαμπρίνα Φερνάντες είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Carleton (Καναδάς) και εκδότρια του Jacobin Brasil. Ο Εδουάρδο Γκουντίνας είναι ερευνητής στο Λατινοαμερικανικό Κέντρο Κοινωνικής Οικολογίας (Centro Latino Americano de Ecología Social – CLAES). Το τελευταίο του βιβλίο είναι το Transiciones. Post extractivismo y alternativas al extractivismo en Perú (Μεταβάσεις. Μετα-εξορυκτική δραστηριότητα και εναλλακτικές λύσεις στον εξορυκτισμό στο Περού). Ο Μικαέλ Λεβί είναι διευθυντής έρευνας στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας, Γαλλία (Centre National de la Recherche Scientifique – CNRS), συγγραφέας του Ecosocialismo, La alternativa radical a la catástrofe ecológica capitalista (Οικοσοσιαλισμός, Η ριζοσπαστική εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική οικολογική καταστροφή), μεταξύ άλλων βιβλίων. Ο Ρενέ Ραμίρες Γκαγέγος είναι οικονομολόγος με ειδίκευση στις δημόσιες κοινωνικές πολιτικές, την ανισότητα και τη φτώχεια. Διετέλεσε Υπουργός Παιδείας, Επιστημών και Τεχνολογίας του Εκουαδόρ, κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Ραφαέλ Κορέα.

Πηγή: Jacobin América Latina (11.1.2022) | Μετάφραση: Α.Λ. | Εικονογράφηση: Lorena Ruiz

Οι προοδευτικές κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών έκαναν κάποιες σημαντικές προόδους όσον αφορά «πολιτικές κυριαρχίας»: τράπεζες, δημόσιες δαπάνες, εξωτερική πολιτική κ.λπ. Ωστόσο, σε κοινωνικο-περιβαλλοντικά θέματα έχουν αμφισβητηθεί από διάφορες πλευρές και οπτικές. Ίσως το πιο ακανθώδες ζήτημα είναι τί είδους κυριαρχία μπόρεσαν –ή είχαν την πρόθεση– να προωθήσουν, με ένα οικονομικό μοντέλο που επικεντρώνεται στην εξόρυξη και εξαγωγή πρώτων υλών, δηλαδή σε μια παραγωγική βάση που, όπως έχει επισημανθεί, οδηγεί περισσότερο στην εμβάθυνση της εξάρτησης, παρά στην επέκταση της κυριαρχίας. Ποια είναι η δική σας ανάγνωση όσον αφορά τον τύπο της ανάπτυξης που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «προοδευτικού κύκλου»;

Μικαέλ Λεβί: Το κύριο επίτευγμα των προοδευτικών κυβερνήσεων περιστράφηκε γύρω από την αναδιανομή του εισοδήματος με κοινωνικά μέτρα υπέρ των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού. Εδώ είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ δύο τύπων προοδευτικών κυβερνήσεων: των «σοσιαλφιλελεύθερων» (όπως η Βραζιλία και η Ουρουγουάη), οι οποίες ανέπτυξαν μια σημαντική κοινωνική πολιτική, χωρίς όμως να αλλάξουν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, και των αντιιμπεριαλιστικών (Βενεζουέλα και Βολιβία), οι οποίες ήρθαν αντιμέτωπες με την ολιγαρχία και τον ιμπεριαλισμό, αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις που θα ενίσχυαν την κυριαρχία τους. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται στην εξόρυξη και εξαγωγή πρώτων υλών, το οποίο έχει οδηγήσει σε μια νέα μορφή εξάρτησης από τη διεθνή αγορά.

Ο εξορυκτισμός είναι επίσης αρνητικός και από άλλες απόψεις: πρώτον, έρχεται σε αντίθεση με την επισιτιστική κυριαρχία, η οποία απαιτεί την παραγωγή τροφίμων για την εγχώρια αγορά και όχι προϊόντων για εξαγωγή. Δεύτερον, συχνά έχει εξαιρετικά αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες για τους τοπικούς αυτόχθονες ή αγροτικούς πληθυσμούς. Και τρίτον, στην περίπτωση της εξόρυξης ορυκτών καυσίμων –ιδίως του πετρελαίου– συμβάλλει στην καταστροφική παγκόσμια διαδικασία της κλιματικής αλλαγής.

Οι προοδευτικές κυβερνήσεις έχουν αναμφίβολα υιοθετήσει σημαντικά κοινωνικά μέτρα όσον αφορά την κοινωνική αναδιανομή. Αλλά δεν έχουν αμφισβητήσει το καπιταλιστικό οικονομικό εξαγωγικό μοντέλο. Πράγματι, είναι δύσκολο για χώρες όπως το Εκουαδόρ, η Βενεζουέλα ή η Βολιβία να διακόψουν απότομα την παραγωγή πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Υπάρχουν, όμως, και ενδιάμεσα μέτρα, όπως η πρόταση για το Εθνικό Πάρκο Γιασούνι, που προώθησε η κυβέρνηση του Ραφαέλ Κορέα στο Εκουαδόρ (αν και αργότερα την εγκατέλειψε): σε μια περιοχή με δάση υψηλής βιοποικιλότητας, να παραμείνει το πετρέλαιο στη γη, και να απαιτηθεί αποζημίωση από τις πλούσιες χώρες. Η πρόταση αυτή αποτέλεσε το σύμβολο μιας ριζοσπαστικής επιλογής: να προτιμήσουμε τη φύση από την αγορά, τη ζωή από το κέρδος. Οι βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες δεν ενθουσιάστηκαν με το σχέδιο αυτό, όχι μόνο επειδή δεν είχε καμία σχέση με τους «μηχανισμούς της αγοράς», στους οποίους έχουν προτίμηση, αλλά και επειδή φοβόντουσαν το διεγερτικό αποτέλεσμα αυτής της πρωτοβουλίας: άλλες χώρες θα μπορούσαν να παρουσιάσουν παρόμοιες προτάσεις…

Εδουάρδο Γκουντίνας: Η αξιολόγηση των αναπτυξιακών στρατηγικών του προοδευτικού κύκλου αποδεικνύεται ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση. Στο εσωτερικό των χωρών, αρκετοί τις υπερασπίζονται –ταυτόχρονα υπάρχουν πολλοί πρωταγωνιστές αυτού του κύκλου που εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους– είτε λόγω της ειλικρινούς πεποίθησής τους ότι έκαναν το σωστό είτε λόγω της πρόθεσής τους να κρύψουν λάθη. Οι τελευταίες προεκλογικές εκστρατείες, για παράδειγμα στη Βολιβία και το Εκουαδόρ, έδειξαν ότι τα κόμματα του προοδευτικού κύκλου οριοθέτησαν περισσότερο τις αναπτυξιακές στρατηγικές τους, στοχεύοντας στην ανάκτηση της κυβέρνησης. Αλλά πάνω στο θέμα αυτό υπάρχει ένας υπερεθνικός ιστός απόψεων και αναλυτών, τόσο από το εσωτερικό της Λατινικής Αμερικής όσο και από το εξωτερικό, που κάνουν κατάχρηση απλουστεύσεων και συνθημάτων.

Για παράδειγμα, μου λέτε ότι οι προοδευτικές κυβερνήσεις πέτυχαν «κυρίαρχες πολιτικές» στον τραπεζικό και σε άλλους τομείς. Παρόμοιες απόψεις είναι πολύ συνηθισμένες, ειδικά στον παγκόσμιο Βορρά. Αλλά κάπου κάνουν λάθος. Στην πραγματικότητα, υπό τους προοδευτικούς, η ιδιωτική τραπεζική γνώρισε έναν παράδεισο: η επέκτασή της σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού αυξήθηκε και διευρύνθηκε η χρηματιστικοποίηση. Αυτό συνέβη, μεταξύ άλλων, με τις κυβερνήσεις του Κορέα στο Εκουαδόρ, του Λούλα στη Βραζιλία ή του Frente Amplio (Ευρύ Μέτωπο) στην Ουρουγουάη. Αυτό εξηγεί την υποχρεωτική σχέση με το τραπεζικό σύστημα στην Ουρουγουάη ή την επέκταση της χρηματιστικοποίησης σε τομείς όπως η λαϊκή κατανάλωση, η εκπαίδευση και η υγεία στη Βραζιλία.

Στην πραγματικότητα, το έργο των προοδευτικών κυβερνήσεων ήταν γεμάτο από κιαροσκούρος (1). Υπήρξαν πρόοδοι, στασιμότητα και οπισθοδρομήσεις σε κάθε τομέα. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ως σημαντικό το γεγονός ότι οι πολιτικές τους μείωσαν τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση, επειδή έφεραν ανακούφιση σε εκατομμύρια οικογένειες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναγνωρίσουμε τα όρια που είχαν, λόγω της μεγάλης εξάρτησής τους από την οικονομική βοήθεια στους φτωχότερους ή από την πίστωση για τη λαϊκή κατανάλωση. Οι επενδύσεις τους σε υποδομές είναι επίσης αξιοσημείωτες. Στο Εκουαδόρ, για παράδειγμα, είναι εμφανείς στο οδικό δίκτυο και τις γέφυρες που χτίστηκαν. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι πολλά χρήματα χάθηκαν στους κρατικούς λαβύρινθους, τόσο με νόμιμα αλλά αναποτελεσματικά μέσα όσο και λόγω της διαφθοράς.

Οι αντιφάσεις αυτές οφείλονταν στο γεγονός ότι ο προοδευτισμός –σε γενικές γραμμές και πολύ σχηματικά– ήταν προσανατολισμένος σε ένα είδος καπιταλισμού που επιδίωκε να κατακτήσει μεγαλύτερο μερίδιο του πλεονάσματος σε μια προσπάθεια οικονομικής αναδιανομής. Αλλά κατέφυγε σε συγκεκριμένες πρακτικές που, όπως ο εξορυκτισμός και η μαζική κατανάλωση, απαιτούσαν την υποταγή του στο κεφάλαιο. Και αυτό συνέβη με διάφορους τρόπους: θωράκισαν τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αύξησαν τις εξαγωγές πρώτων υλών, προσέλκυσαν ξένες επενδύσεις και προσχώρησαν πλήρως στους παγκόσμιους θεσμούς (όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου).

Αυτή η διαδικασία εξελίχθηκε μέσα από λεπτές ισορροπίες, στις οποίες τα προοδευτικά κράτη προσπαθούσαν, από τη μία πλευρά, να ρυθμίσουν το κεφάλαιο και, από την άλλη, έπρεπε να υποχωρήσουν σε αυτό. Οι ισορροπίες ήταν ασταθείς, αλλά, όσο οι τιμές των πρώτων υλών ήταν υψηλές, το αντίστοιχο πλεόνασμα ήταν σε θέση να συντηρεί αντισταθμιστικά και αποσβεστικά μέτρα. Όταν οι τιμές των commodities (2) μειώθηκαν, αυτό δεν ήταν πλέον εφικτό. Ακόμη χειρότερα, αυτό συνέβη την ίδια στιγμή που η ικανότητα του προοδευτισμού για πολιτική ανανέωση είχε εξαντληθεί.

Ρενέ Ραμίρες Γκαγέγος: Η υπέρβαση του εξορυκτικού μοντέλου, και συνεπώς της συσσώρευσης ως τέτοιας, ήταν πάντα ο ορίζοντας. Αλλά αυτό που είναι θεμελιώδες είναι να μη χαθεί η έννοια της χρονικότητας: πρώτον, επειδή πρόκειται για μια συζήτηση που δεν μπορεί να αφήσει στην άκρη την υποκειμενικότητα και δεύτερον, επειδή υπάρχουν μεταρρυθμίσεις του παρόντος και μεταβατικές μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν σε ποσοτικές αλλαγές (όπως η ικανοποίηση των αναγκών) και σε ποιοτικά άλματα (όπως ο μετασχηματισμός προς την κοινωνία του «ευ ζην»).

Από αυτή την άποψη, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι μια «άλλη συσσώρευση» (η οποία περιλαμβάνει τη «μη συσσώρευση» ως ορίζοντα) συνεπάγεται και απαιτεί να υπάρχει σήμερα μεγάλη συσσώρευση (προφανώς, για οικοκοινωνικούς σκοπούς). Αυτό είναι κάτι που μια ορισμένη Αριστερά δεν θέλει να ακούσει. Αλλά ζούμε μέσα στον καπιταλισμό, και, ενώ ο ορίζοντας είναι να τον ξεπεράσουμε, πρέπει να σκεφτούμε τη «μεγάλη μετάβαση» για αυτόν τον «μεγάλο διαρθρωτικό μετασχηματισμό». Το να μη σκέφτεσαι τη χρονική γέφυρα είναι σαν να γράφεις επιστημονική φαντασία.

Η επιλογή του κοινωνικού μετασχηματισμού πρέπει να είναι βιώσιμη σε βάθος χρόνου, διότι η  συσσώρευση για κοινωνικό όφελος σε μεγάλη κλίμακα απαιτεί δεκαετίες, ενώ η κατασπατάληση της συσσώρευσης προς όφελος των λίγων είναι πολύ εύκολη (και αυτό το είδαμε ή το βλέπουμε στις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις του Μπολσονάρου, του Μάκρι ή του Μορένο). Η επιλογή που είχαν οι προοδευτικές κυβερνήσεις για τη συσσώρευση αυτή ήταν οι φυσικοί πόροι. Και εδώ πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας τουλάχιστον δύο ερωτήματα: η συσσώρευση που απέκτησαν από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων χρησίμευσε για την αναδιανομή του εισοδήματος και τον εκδημοκρατισμό των δικαιωμάτων; Σύμφωνα με την CEPAL (Οικονομική Επιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική του ΟΗΕ), επί προοδευτικών κυβερνήσεων υπήρξε σαφής κάλυψη των κοινωνικών δικαιωμάτων και μείωση της φτώχειας και της ανισότητας. Δεύτερον, αξίζει να αναρωτηθούμε αν οι πόροι που απέκτησαν κατευθύνθηκαν για μια αλλαγή της παραγωγικής μήτρας (του τρόπου παραγωγής). Κατά την άποψή μου, όχι αρκετά. Σε ορισμένες χώρες, επιπλέον, η ανάγκη για έναν τέτοιο μετασχηματισμό ούτε καν συζητήθηκε.

Πέρα από την πολιτική συγκυρία, όλες οι οικονομίες της Λατινικής Αμερικής εξακολουθούν να μοιράζονται ορισμένα κεντρικά χαρακτηριστικά: οι κυρίαρχοι οικονομικοί τομείς βασίζονται στην εξόρυξη πόρων, στη γεωργία κυριαρχεί η μονοκαλλιέργεια και στη μεταποίηση οι χαμηλοί μισθοί. Όσον αφορά την απασχόληση, η περιοχή χαρακτηρίζεται από έναν μεγάλο άτυπο τομέα καθώς και από την παγιωμένη πρακτική της επισφάλειας και της εξωτερικής ανάθεσης, με αποτέλεσμα μια εργατική τάξη που εργάζεται σε συνθήκες ακραίας επισφάλειας, χωρίς ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Όσον αφορά την ένταξή της στο παγκόσμιο σύστημα, η περιοχή βρίσκεται σε μια θέση εξάρτησης που χαρακτηρίζεται από εξαγωγές χαμηλής προστιθέμενης αξίας, πλήρη ενσωμάτωση στις παγκόσμιες αγορές και υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους. Τι αποκάλυψε η πανδημία και η οικονομική κρίση για το μοντέλο συσσώρευσης της περιοχής; Ποια προσέγγιση πρέπει να καθοδηγήσει την ανάκαμψη της Λατινικής Αμερικής και σε ποια κλίμακα πρέπει να σχεδιαστεί και να εφαρμοστεί;

Σαμπρίνα Φερνάντες: Η πανδημία αποκάλυψε ότι οι καπιταλιστικές τάξεις της ηπείρου δεν αισθάνονται την παραμικρή ντροπή μπροστά στην επιθυμία να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, ενώ οι φτωχότεροι άνθρωποι ζουν με τον καθημερινό κίνδυνο να πεθάνουν, είτε από πείνα είτε από Covid. Με την άτυπη απασχόληση και τη φτώχεια να αυξάνονται, ελπίζουμε ότι οι αριστερές οργανώσεις σε όλη την ήπειρο θα συνειδητοποιήσουν, μια για πάντα, ότι το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης μας καθηλώνει σε ευάλωτη θέση και ότι δεν είναι δυνατόν να νικήσουμε τη Δεξιά χωρίς πιο ριζοσπαστικές πολιτικές.

Η ιστορία μας είναι μια ιστορία ιμπεριαλιστικών πραξικοπημάτων και επεμβάσεων. Η ανάμνηση της επίθεσης κατά του Σαλβαδόρ Αλιέντε, για παράδειγμα, ζει ως μια μελαγχολική προειδοποίηση ότι «δεν μπορούμε να απαιτούμε πάρα πολλά». Αυτός είναι ένας επικίνδυνος δρόμος αποδοχής του καπιταλιστικού συστήματος. Αλλά τότε, τι πρέπει να γίνει; Πρώτον, να καταλάβουμε ότι η αστική τάξη γίνεται ισχυρότερη, όταν μπορεί να κυβερνήσει τόσο με τη δεξιά όσο και με την αριστερά. Το πραξικόπημα κατά της κυβέρνησης της Ντίλμα Ρούσεφ, υπό αυτή την έννοια, ήταν ένα διπλό χτύπημα: ήρθε από έξω (όπως γνωρίζουμε, μέσω της επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών), αλλά και από μέσα, από τις ίδιες ομάδες που συμμάχησαν με τις κυβερνήσεις της Ντίλμα και του Λούλα λίγο νωρίτερα.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να πειστούμε ότι οι αριστερές κυβερνήσεις πρέπει να επενδύσουν πολύ περισσότερο σε ένα σχέδιο οικολογικής αλλαγής, ως προοπτική για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, σε ένα όσο το δυνατόν πιο αυτόνομο ενεργειακό δίκτυο, καθώς και σε δρόμους που να οδηγούν σε μια αγρο-οικολογική αγροτική μεταρρύθμιση. Οι επενδύσεις πρέπει να είναι δημόσιες, κρατικές ή κοινοτικές: πολύ διαφορετικές από τις αναπτυξιακές συμφωνίες, οι οποίες ενθάρρυναν τα κερδοσκοπικά έργα 20 ή 30 ετών για εταιρείες που δεν εξασφάλιζαν ούτε καν καλές υπηρεσίες.

Για να πάψει η ανάκαμψη να μην αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα νέο πακέτο οικονομικής τόνωσης του καπιταλισμού, τα συνδικάτα πρέπει να συμπεριληφθούν στη διαδικασία σχεδιασμού, όπως ακριβώς η διδακτική και ερευνητική κοινότητα πρέπει να έχει λόγο στις μεγάλες αλλαγές στο περιεχόμενο των πανεπιστημίων και στην κατεύθυνση της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Και οι επενδύσεις αυτές με δημόσιο χρήμα πρέπει να περιλαμβάνουν και τις κοινότητες, καθώς αυτές είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα αν το τοπικό πρόβλημα της πείνας μπορεί να αντιμετωπιστεί πιό αποτελεσματικά με κοινοτικούς κήπους ή με περισσότερη τροφή στα σχολεία των παιδιών.

Εδουάρδο Γκουντίνας: Η τρέχουσα κρίση έρχεται να προστεθεί στις διάφορες κρίσεις που ήταν ήδη σε εξέλιξη από το 2019 και νωρίτερα. Ταυτόχρονα, ενώ υπάρχουν ομοιότητες, υπάρχουν επίσης πολύ σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών. Αυτό που συμβαίνει στη Βραζιλία, για παράδειγμα, δεν είναι το ίδιο με αυτό που συμβαίνει στη Χιλή, το Μεξικό ή την Κολομβία. Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι στην πολιτική και στο ρόλο των κυβερνήσεων παρατηρούνται διαφορετικοί βαθμοί αποτυχίας, κατάρρευσης ή δυστυχίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η κατάσταση είναι ακραία, όπως συμβαίνει με την αδράνεια και τον αυταρχισμό του Μπολσονάρου στη Βραζιλία. Χωρίς να φτάνουμε σε αυτό το επίπεδο, κι άλλες καταστάσεις είναι επίσης δραματικές – αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στο Περού, όπου, καθώς τα κρούσματα λόγω Covid αυξάνονταν δραματικά, η πολιτική των κομμάτων κατέρρεε.

Σε αυτό το πλάισιο απόγνωσης, οι κυβερνήσεις στρέφονται και πάλι στον εξορυκτισμό ως μέσον ανακούφισης από την οικονομική κρίση. Όλες ανεξαιρέτως οι χώρες της Νότιας Αμερικής προσπαθούν να αυξήσουν τις εξαγωγές πρώτων υλών και ταυτόχρονα να προσθέσουν νέους τομείς (όπως η εξόρυξη λιθίου ή η επέκταση των μονοκαλλιεργειών μεταλλαγμένων προϊόντων).

Ρενέ Ραμίρες Γκαγέγος: Η πανδημία της Covid απαιτεί μια ριζική αλλαγή στα αγροτοβιομηχανικά συστήματα τροφίμων, είναι ο μοναδικός τρόπος για να μειωθεί ή να εξαλειφθεί η πιθανότητα νέων ζωονόσων. Τα περιβαλλοντικά κινήματα έχουν από καιρό προειδοποιήσει γι’ αυτό. Επιπλέον, ολόκληρο το μοντέλο της σχέσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης πρέπει να μετασχηματιστεί, διότι η επιταγή της συσσώρευσης είναι αυτή που οδήγησε στη λεηλασία του περιβάλλοντος και στις οικολογικές ανισορροπίες που οδήγησαν στη σημερινή πανδημία.

Ενώ η περιοχή χρειάζεται να εδραιώσει ένα Κράτος Πρόνοιας που θα θέτει το δημόσιο και τα κοινά πάνω από το ιδιωτικό ή το εμπορικό, η επίτευξη αυτού του στόχου δεν οδηγεί στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που θέτει η πανδημία. Για τις χώρες της περιοχής μας, το να πάψουν να είναι «περιφερειακές» και να γίνουν μέρος του «κέντρου» δεν είναι η λύση. Η Ευρώπη, ως η ήπειρος με τα υψηλότερα επίπεδα ευημερίας στον κόσμο, δεν ξέφυγε από τις επιπτώσεις της πανδημίας.

Ο στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία εναλλακτικών λύσεων στην ανάπτυξη. Επειδή η ανάπτυξη, όπως την γνωρίζουμε, οδηγεί σε εμβάθυνση της υγειονομικής κρίσης και τέτοιες απειλές θα γίνονται όλο και πιο συχνές στον κόσμο.

Πέρα από τη στιγμή της ανάκαμψης, ποιος είναι ο πολιτικός ορίζοντας για την Αριστερά; Εάν αντιλαμβανόμαστε την πανδημία Covid ως την πρώτη παγκόσμια οικολογική κρίση μεγάλης κλίμακας, μήπως είναι καιρός για ένα παράδειγμα που να αντιμετωπίζει πιο ρητά τα αλληλένδετα προβλήματα της εξόρυξης πόρων, της οικολογικής καταστροφής και της κλιματικής αλλαγής; Με άλλα λόγια, μήπως είναι καιρός να προχωρήσουμε από τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» σε μια συζήτηση για τον οικοσοσιαλισμό, ένα νέο οικοκοινωνικό σύμφωνο, μια δημοκρατική πράσινη οικονομία ή κάποια άλλη διατύπωση; Πώς ορίζετε το όραμά σας για μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση στο οικονομικό μοντέλο που σήμερα επικρατεί και πώς πιστεύετε ότι θα μπορούσαν να διαρθρωθούν οι θεμελιώδεις σχέσεις μεταξύ της οικονομίας και της φύσης;

Σαμπρίνα Φερνάντες: Ζούμε σε μια εύθραυστη στιγμή της επαναστατικής Aριστεράς και η Δεξιά συνεχίζει να προελαύνει στην ήπειρό μας. Δεν μπορούμε απλώς να περιμένουμε τη στιγμή της επανάστασης, διότι είναι μεγάλος ο κίνδυνος να φτάσουμε πολύ αργά. Ένα μεγάλο οικοκοινωνικό σύμφωνο ή μια νέα πράσινη συμφωνία, όποιο κι αν είναι το όνομα ενός σοβαρού σχεδίου απανθρακοποίησης, που θα έχει τις ρίζες του στην κοινωνική δικαιοσύνη, πρέπει να αποτελέσει μέρος της οικοδόμησης του οικοσοσιαλισμού στη Λατινική Αμερική.

Αλλά, ένα σύμφωνο δεν θα είναι αρκετό και οι οικοκαπιταλιστές το γνωρίζουν αυτό και προσπαθούν να ελέγξουν τις συζητήσεις για τις επενδύσεις και την πολιτική γύρω από αυτές. Έτσι, το καθήκον είναι να προωθηθούν μέτρα απανθρακοποίησης, με επίκεντρο το δημόσιο τομέα, σε συνδυασμό με ένα σχέδιο ενεργειακής αυτονομίας και τεχνολογικών επενδύσεων. Ένας νέος προοδευτικός κύκλος θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Η πιο ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να ξεκινήσει από αυτή τη βάση για τη διαμόρφωση της συνείδησης της εργατικής τάξης προς μια θεμελιώδη ρήξη. Και μόνο ο οικοσοσιαλισμός έχει τη δυνατότητα σύνθεσης των συζητήσεων για τον μετα-εξορυκτισμό, την απαλλαγή από τον άνθρακα, το δικαίωμα στην πόλη, το δικαίωμα στο «ευ ζην», τον οικοφεμινισμό, την κυριαρχία και το διεθνισμό, τον αντιρατσισμό και την αποανάπτυξη, έτσι ώστε ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα να γίνει κάτι περισσότερο από μια έκφραση και να μετατραπεί σε συγκεκριμένη πραγματικότητα.

Ρενέ Ραμίρες Γκαγέγος: Τα παραδείγματα δεν γεννιούνται από μεγάλες δεξαμενές σκέψης, αλλά από ιστορικούς αγώνες, δημοκρατικές διαδικασίες, δημιουργικές αντιστάσεις. Χρειάζονται, όμως, πλαίσια ανάλυσης που να συνοδεύουν και να παρέχουν εργαλεία για αυτές τις μεγάλες πολιτισμικές διαμάχες. Στο Εκουαδόρ, στη συντακτική διαδικασία που οργανώθηκε για την αλλαγή του Συντάγματος μεταξύ 2007 και 2008, το κοινωνικό σύμφωνο που ορίστηκε ως «buen vivir» ή «Sumak Kawsay» (ευ ζην, στα ισπανικά και κέτσουα) προέκυψε από τη συλλογική κοινωνική σκέψη. Απ’ τη δική μου οπτική γωνία, η πρόταση αυτή υπερβαίνει το λεγόμενο «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», ακόμη και τον οικοσοσιαλισμό: είναι μια πρόταση που γεννήθηκε από μια ευρεία συντακτική διαδικασία.

Πρόκειται για μια πρόταση επιστημικής κοινωνικής αλλαγής και, για να συνεχίσουμε με τα παραπάνω, για μια κοινωνική εναλλακτική λύση στην ανάπτυξη. Δεν προέκυψε από κάποιο κεφάλι, από κάποια δεξαμενή σκέψης. Έχει τις ρίζες της σε ένα αντι-νεοφιλελεύθερο κοινωνικό μέτωπο, που διοχετεύτηκε σε μια συντακτική διαδικασία, η οποία τροφοδοτήθηκε από την προγονική γνώση των ιθαγενών λαών, το φεμινισμό, την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, τον περιβαλλοντισμό, τους αγώνες των φοιτητών, των μεσαίων τάξεων, των φτωχών κ.λπ. Αυτό το αναλυτικό πλαίσιο υποδεικνύει ότι η έννοια του «buen vivir» θα πρέπει να διαβαστεί από τη σκοπιά των όσων κατοχυρώνονται στο σύμφωνο συνύπαρξης που υπέγραψαν οι κάτοικοι του Εκουαδόρ στο Σύνταγμα του 2008. Κάτι παρόμοιο συνέβη στη Βολιβία, όπου οικοδομήθηκε μια συντακτική διαδικασία με εναλλακτικά παραδείγματα.

Οι δημόσιες πολιτικές, φυσικά, δεν προκύπτουν στο κενό, ούτε παραχωρούνται ελεύθερα από τις πολιτικές ελίτ. Τα κράτη είναι συμπυκνώματα της ταξικής πάλης και οι πολιτικές που θεσπίζουν αντανακλούν την ισορροπία δυνάμεων που επικρατεί στην κοινωνία γενικότερα. Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω απαντήσεις σας, πώς θα μπορούσε να επέλθει μια τέτοια αλλαγή παραδείγματος; Ποιοι συλλογικοί φορείς, ταξικές δυνάμεις και κοινωνικά κινήματα είναι προετοιμασμένοι να δράσουν ως πρωταγωνιστές στην επερχόμενη μάχη για το μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάκαμψης, και όχι μόνο; Ποιες συμμαχίες και μπλοκ θα μπορούσαν να συσπειρώσουν διαφορετικές ομάδες σε μια δυνητικά ηγεμονική δύναμη, ικανή να μετασχηματίσει το κυρίαρχο μοντέλο συσσώρευσης;

Ρενέ Ραμίρες Γκαγέγος: Ένα μείζον πρόβλημα των δύο δεκαετιών του 21ου αιώνα είναι ότι, στη Λατινική Αμερική, υπήρξε μια διαδικασία αποβιομηχάνισης με τη μετάβαση σε μια κοινωνία με επίκεντρο τον τομέα των υπηρεσιών, συχνά αποκεντρωμένων (στο πλαίσιο μιας ετερογενούς, άτυπης οικονομίας, με υψηλά επίπεδα υποαπασχόλησης). Αυτό καθιστά τη λογική της συλλογικής δράσης γύρω από τους αγώνες για αξιοπρεπή εργασία πολύ πιο περίπλοκη.

Πριν από μερικές εβδομάδες, διάβασα ένα tweet που, παραπέμποντας στον Chico Mendes, έλεγε: «ο περιβαλλοντισμός χωρίς ταξική πάλη είναι κηπουρική, ο φεμινισμός χωρίς ταξική πάλη είναι ο πόλεμος των φύλων, ο αντιαποικιοκρατισμός χωρίς ταξική πάλη είναι (δυνητικός) φασισμός». Φυσικά, η λογική αυτή πρέπει να διαβαστεί και αντίστροφα, δηλαδή, δεν πρέπει να σκεφτούμε τον κοινωνικό αγώνα χωρίς τον φεμινιστικό, οικολογικό ή μετα-αποικιακό αγώνα, όπως και τον οικολογισμό χωρίς τον φεμινιστικό αγώνα, και ούτω καθεξής. Αυτό που χρειάζεται είναι η σύγκλιση όλων αυτών των κοινωνικών αγώνων. Η μορφή που παίρνει αυτή η σύγκλιση εξαρτάται από το εκάστοτε πλαίσιο: στην Αργεντινή, για παράδειγμα, πρωταγωνιστές είναι οι εργαζόμενοι και οι γυναίκες, στο Εκουαδόρ, σήμερα, το ιθαγενικό κίνημα. Και αυτοί οι τομείς θα πρέπει να διαρθρωθούν με τα πολιτικά κινήματα που αγωνίζονται για τη διακυβέρνηση μέσα από τον εκλογικό δρόμο, επειδή ο αγώνας πρέπει να γίνει τόσο στην κοινωνική όσο και στην κρατική σφαίρα.

Μικαέλ Λεβί: Προς το παρόν, νομίζω ότι οι πιο ενεργές δυνάμεις στον αγώνα για μια αλλαγή παραδείγματος στη Λατινική Αμερική είναι η νεολαία, οι γυναίκες, οι αγρότες και οι κοινότητες των αυτοχθόνων. Κινήματα όπως η Via Campesina (3) παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, επειδή προσπαθούν να συνδέσουν τον αγώνα των αγροτών για τη γη με μια οικολογική προοπτική. Και οι κοινότητες των αυτοχθόνων βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά της εξόρυξης, για την υπεράσπιση των δασών και των ποταμών. «Νερό ναι, χρυσός όχι!» είναι το σύνθημα των αγροτών και των ιθαγενών στο Περού ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, που δηλητηριάζει τα ποτάμια. Οι γυναίκες είναι συχνά οι πιο δραστήριες σε αυτές τις κινητοποιήσεις, ακόμη και με κίνδυνο της ζωής τους, όπως η Berta Cáceres (4) στην Ονδούρα.

Ωστόσο, δεν θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε μια ηγεμονική δύναμη, ικανή να σπάσει το κυρίαρχο μοντέλο, χωρίς την υποστήριξη της εργατικής τάξης, του προλεταριάτου της υπαίθρου και της πόλης. Πρέπει, επίσης, να συμπεριλάβουμε τους διανοούμενους, τους καλλιτέχνες, τους χριστιανούς της Θεολογίας της Απελευθέρωσης και τη μάζα του «φτωχαριάτου», αυτούς που είναι αποκλεισμένοι από το σύστημα. Το θεμελιώδες καθήκον της σοσιαλιστικής Αριστεράς είναι να οργανώσει αυτό το μπλοκ τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων. Και να το κάνουμε από τα κάτω: στις γειτονιές, στα εργοστάσια, στα σχολεία, στην ύπαιθρο, στα δάση. Ξεκινώντας από συγκεκριμένα και άμεσα αιτήματα, όπως το όχι στην πληρωμή του εξωτερικού χρέους, την αγροτική μεταρρύθμιση κ.λπ., αλλά προσπαθώντας να δώσουμε ώθηση, στο ίδιο το κίνημα, σε μια αντισυστημική, αντικαπιταλιστική δυναμική.

Τέλος, δεδομένης της πιθανότητας ενός νέου υπερ-κύκλου commodities και με το άνοιγμα ενός νέου κύκλου προοδευτικών κυβερνήσεων, τι συμβουλές θα δίνατε στις αριστερές ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις –τόσο τις σημερινές όσο και τις μελλοντικές– στην περιοχή; Πώς θα πρέπει να προσανατολιστούν σε ένα πλαίσιο πολυδιάστατης κρίσης, στο οποίο μια νέα έκρηξη commodities μπορεί να φέρει μαζί της μεγαλύτερη πίεση για την επέκταση των γεωργικών και εξορυκτικών συνόρων; Πώς θα μπορούσαν να στρέψουν τις εθνικές τους οικονομίες σε μια κατεύθυνση μετάβασης προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μεγαλύτερη κοινωνική προστασία, αναγεννητική γεωργία και άλλες εναλλακτικές, έναντι του εξορυκτισμού, οικονομικές λύσεις; Θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί μια τέτοια μετάβαση; Είναι δυνατόν να χαραχθεί μια τέτοια πορεία, χωρίς το συντονισμό των κυβερνήσεων σε ολόκληρο τον παγκόσμιο Νότο, για να μπει ένα τέλος στο καθεστώς χρέους και λιτότητας που επιβάλλουν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί;

Σαμπρίνα Φερνάντες: Αν δεν υπάρχει σοσιαλισμός σε μία μόνο χώρα, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε οικοσοσιαλισμός, αφού ο οικοσοσιαλισμός αναγνωρίζει ότι για τη φύση δεν υπάρχουν σύνορα. Από την άλλη πλευρά, είναι επικίνδυνο για τον προοδευτισμό να βλέπει έναν νέο υπερ-κύκλο commodities ως παράθυρο ευκαιρίας για περισσότερες επενδύσεις στους εξορυκτικούς τομείς, σε συνεργασία με τους μεγάλους καπιταλιστές.

Δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψουμε τον αγώνα για τη δίκαιη κατανομή της ιδιοκτησίας της γης και των προγονικών και παραδοσιακών δικαιωμάτων στα εδάφη. Οι αριστερές κυβερνήσεις πρέπει να ξεκινήσουν με τη διόρθωση της τεράστιας ανισότητας στην πρόσβαση στη γη, αν θέλουν πραγματικά να αποφύγουν, ο υπερ-κύκλος, να οδηγήσει σε μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου και περιουσιακών στοιχείων. Και αυτό σχετίζεται, επίσης, με τη συζήτηση σχετικά με τη χρηματοπιστωτική αγορά και το ρόλο που διαδραματίζει στην εξασφάλιση των κερδών από τα commodities, όταν οι διαφορές τιμών και τα εμπόδια στον ανταγωνισμό θέτουν σε κίνδυνο τους εργαζόμενους στην ύπαιθρο.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που πρέπει να συζητήσουμε: γιατί η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι τόσο σημαντική. Κάθε παραγωγή ενέργειας μεγάλης κλίμακας έχει περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Καθήκον μας είναι να ελαχιστοποιήσουμε τις επιπτώσεις, ανταποκρινόμενοι στις απαιτήσεις των απειλούμενων κοινοτήτων. Δεν είναι δυνατόν να πιστεύουμε -όπως πιστεύουν σήμερα ορισμένες από τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις- ότι πρόκειται απλώς για οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη η οποία, τώρα, πραγματοποιείται με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Με αυτόν τον τρόπο, οι επιπτώσεις που έχει το βιομηχανικό εξορυκτικό σύστημα, ακόμη και όταν οι επενδύσεις πραγματοποιούνται στην πράσινη τεχνολογία, ξεχνιούνται.

Για ορισμένες από αυτές τις κυβερνήσεις, η αναζήτηση λιθίου και άλλων ορυκτών θεωρείται ήδη ως μια νέα ευκαιρία ανάπτυξης. Στη Βολιβία, ο Λουίς Άρσε, στην προεκλογική του εκστρατεία, δήλωσε ότι φιλοδοξεί να κάνει τη χώρα μια ηλιακή μονάδα παραγωγής ενέργειας με το δικό της λίθιο. Δηλώσεις όπως αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη τα όρια του βολιβιανού λιθίου, τις απαιτήσεις της προστασίας του περιβάλλοντος στην περιοχή και τη μεγάλη πρόκληση της μεταφοράς τεχνολογίας. Η εκμετάλλευση του λιθίου και η εξαγωγή του, χωρίς άμεση πρόσβαση στην τεχνολογία, δεν είναι προς το συμφέρον της πράσινης ανάπτυξης της Βολιβίας, αλλά προς το συμφέρον άλλων, είτε πρόκειται για την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε για την Κίνα.

Μικαέλ Λεβί: Δεν υπάρχει «θαυματουργή συνταγή» για να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα της τρέχουσας κρίσης. Ένα πράγμα όμως είναι σαφές: οι προοδευτικές κυβερνήσεις δεν θα ακολουθήσουν το δρόμο της αλλαγής παραδείγματος, αν δεν υπάρξει κοινωνική και πολιτική πίεση «από τα κάτω» που θα τις οδηγήσει σε αυτό. Γι’ αυτόν το λόγο, το πρωταρχικό καθήκον των οικοσοσιαλιστών είναι η οργάνωση του κινήματος, η συμμαχία των τάξεων και των κοινωνικών ομάδων που ενδιαφέρονται για ριζοσπαστική αλλαγή.

Όμως, δεν μπορούμε να καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια και να περιμένουμε να ενωθούν όλες οι κυβερνήσεις του παγκόσμιου Νότου. Με μία ή δύο πιο προηγμένες κυβερνήσεις, οι οποίες να χρησιμεύσουν ως παράδειγμα και να ενθαρρύνουν άλλες εμπειρίες, θα έχουμε ήδη κάνει ένα μεγάλο βήμα προς τον τελικό στόχο: μια λατινοαμερικανική ατζέντα αλλαγής παραδείγματος, ικανή να δημιουργήσει έναν συσχετισμό δυνάμεων σε ηπειρωτικό επίπεδο.

________________________

Σημειώσεις:

1. κιαροσκούρο: ιταλικός όρος που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική για να περιγραφεί η χρήση έντονων αντιθέσεων μεταξύ φωτεινών και σκοτεινών σημείων

2. commodities: προϊόν, εμπόρευμα, αγαθό

3. Via Campesina: διεθνές κίνημα το οποίο συντονίζει οργανώσεις αγροτών, μικρών και μεσαίων παραγωγών, γυναικών της υπαίθρου, αυτόχθονων κοινοτήτων, μεταναστών εργατών γης, νέων και αγροτών χωρίς γη. Συνασπισμός 164 οργανώσεων από 73 χώρες όλων των ηπείρων, εκπροσωπεί περίπου 200 εκατομμύρια αγρότες. Επινόησε την έννοια της Διατροφικής Κυριαρχίας.

4. Berta Cáceres: (Ονδούρα, 1971-2016). Υπήρξε ηγέτιδα των ιθαγενών Lenca, φεμινίστρια και περιβαλλοντική ακτιβίστρια. Κέρδισε το βραβείο Goldman, το σημαντικότερο βραβείο για περιβαλλοντικούς ακτιβιστές. Δολοφονήθηκε, μετά από απειλές που επί χρόνια δεχόταν κατά της ζωής της, για τη δράση της. Η δολοφονία της καταδικάστηκε διεθνώς.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…