Paco Ignacio Taibo II, Προσκλητήριο Ηρώων (μτφρ.: Δήμητρα Σταυρίδου), Eρμα 2020, σ. 168.

Τότε του είπες:
«Θα τους μαζέψω όλους μαζί και θα τους σκίσουμε».
«Δεν έχει απομείνει κανείς για να μαζέψεις» είπε ο Ρενέ.
«Μας μάζεψαν μια φορά κάποτε και αποτύχαμε», απάντησε ο Αλεχάντρο.
«Όχι, όχι εμάς», είπες.
«Τότε ποιους;» ρώτησε ο Ρενέ.
«Τους ήρωες».
«Ποιους ήρωες;»
«Τους δικούς μου».
«Έχουν απομείνει πραγματικοί ήρωες;» ρώτησε ο Ρενέ, που γινόταν πάντα επιφυλακτικός με τα πολιτικά θέματα.
«Ναι πίστεψέ με».
«Είναι η ώρα για το φάρμακό σου», ακούστηκε να λέει η νοσοκόμα
[1].

 

Θα πρέπει να ομολογήσω ότι κάθε φορά που το βλέμμα πέφτει σε κάποια νέα έκδοση κειμένου του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο νου –για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, που δεν με ενδιαφέρει όμως να τον ψάξω περισσότερο– είναι αν «θα συναντήσω άραγε ξανά τον Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν στις συγκεκριμένες σελίδες». Και αν όχι, αν θα υπάρξει κάποιο συναπάντημα με την «Σκιά», τον αναρχοκομμουνιστή «Περαστικό» Σεμπαστιάν Σαν Βινσέντε. Προς αρχική μου απογοήτευση, το Προσκλητήριο ηρώων δεν εμπεριείχε τίποτα από παραπάνω. Οι συγκεκριμένοι ήρωες απουσίαζαν ξανά. Ξεκίνησα, λοιπόν, να διαβάζω το κείμενο αρκετά «κουμπωμένος».

Εντούτοις δεν πέρασαν παρά μερικές σελίδες μέχρι τελικά να με βάλει ο Τάιμπο στον κόσμο του: στο Μεξικό της δεκαετίας του 60, στα χρόνια της οργής (και της ελπίδας παράλληλα, για ένα σύντομο έστω χρονικό διάστημα), στα χρόνια του 1968. Μόνο που, τούτη τη φορά, ο Τάιμπο δημιουργεί την ιστορία του στον επίλογο του Κινήματος του 1968.  Πιο συγκεκριμένα, η πένα του μεξικανοϊσπανού συγγραφέα εστιάζει στο φοιτητικό κίνημα και τη διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 2 του Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς και που τελικά πνίγηκε στο αίμα –πάνω από 200 φοιτητές και πολίτες δολοφονήθηκαν εκείνη τη μέρα– από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του μεξικάνικου κράτους.

Η συσκότιση των γεγονότων που ακολούθησε, επί της ουσίας δεν προκάλεσε έκπληξη σε κανέναν. Αναμενόμενο μάλλον ήταν το γεγονός ότι οι κυρίαρχες τάξεις, η πολιτική εξουσία και οι κρατικοί μηχανισμοί του μεξικανικού κράτους προσπάθησαν να «εξαφανίσουν» το γεγονός από την ιστορική θύμηση, φροντίζοντας παράλληλα ώστε να μην οδηγηθεί κανείς από τους υπαίτιους των μαζικών δολοφονιών στη δικαιοσύνη. Αλλά σε ποια δικαιοσύνη, αναρωτιέται συχνά πυκνά ο Τάιμπο; Στην δικαιοσύνη που έχει δομηθεί κάτω από συγκεκριμένες (δολοφονικές) σχέσεις εξουσίας. Τις σχέσεις που τελικά απέτυχε να ανατρέψει το Κίνημα του 1968 στο Μεξικό.

Ο Τάιμπο τούτη τη φορά αποφασίζει να διαμορφώσει δυο παράλληλες ιστορίες: Μια «ρεαλιστική» αφήγηση –«η εκδοχή των άλλων» την ονομάζει ο Τάιμπο– η οποία κινείται σε ένα περιγραφικό πλαίσιο της ήττας του ’68, μέσα στην οποία οι ήρωες αναλύουν την ιστορική συνθήκη και επαναφέροντας ταυτόχρονα (τις πρόσφατες) μνήμες του Κινήματος του ’68, σε ένα ιδιόμορφο πλαίσιο αναστοχασμού. Και μια «φανταστική» αφήγηση, στην οποία ο ήρωας του Τάιμπο, ο Νέστορ Ρίκα, ένας ελευθεριακός κομμουνιστής δημοσιογράφος που συμμετείχε στα γεγονότα του Οκτώβρη και που έζησε τις δολοφονικές πρακτικές του Μεξικανικού κράτους, αρνείται να δεχτεί της «ρεαλιστική εκδοχή» των συντρόφων του και καλεί τους ήρωες της παιδικής του ηλικίας προκειμένου να τον βοηθήσουν να πάρει εκδίκηση και να ανατρέψει το αυταρχικό καθεστώς του Ντίας Ορντάς.

Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τάιμπο παρουσιάζει παράλληλες ιστορίες, εντούτοις αυτή τη φορά υπάρχει μια ιδιαιτερότητα. Ενώ φαινομενικά οι δυο ιστορίες κινούνται στις σφαίρες του «πραγματικού» και του «φανταστικού», την ίδια στιγμή η αλήθεια και η φαντασία μπαίνουν, ως έννοιες και ως καταστάσεις, η μια μέσα στην άλλη. Και ακριβώς σε αυτό έγκειται η μοναδικότητα της μυθοπλασίας του Τάιμπο: ο Σέρλοκ Χολμς, ο Γουάιτ Ερπ, ο Ντοκ Χολιντέι, οι Τίγρεις της Μαλαισίας, οι Τρεις Σωματοφύλακες και άλλοι (παιδικοί και όχι μόνο) λογοτεχνικοί ήρωες, με σάρκα και οστά, έρχονται, όχι για να σώσουν το «χαμένο» Κίνημα του ’68 (παρόλο που ο ίδιος ο Τάιμπο επιμένει να λέει ότι το Κίνημα έχει τροφοδοτήσει την σκέψη με επαναστατικά καύσιμα για πολλά χρόνια ακόμη), αλλά να διαμορφώσουν ένα λογοτεχνικό-φανταστικό πεδίο, μέσα στο οποίο τα όνειρα μπορούν να πάρουν εκδίκηση.

Ο κόσμος των φανταστικών ηρώων του παρελθόντος έρχεται κάπως να ισορροπήσει το θλιμμένο νοσοκομειακό πλαίσιο (τα «τραύματα της ήττας» θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς) που περιτριγυρίζει τον Νέστορ Ρίκα. Οι ήρωές του, οι οποίοι μοιάζουν να έχουν ξεφύγει από την κατάληξη του Κινήματος του ’68 (ένα ακόμη φάντασμα για ορισμένους), τις γραφειοκρατικές στενότητες, τις πειθαρχίες, τις εσωτερικές θεωρητικές διαμάχες, τις σωστές και τις λάθος τακτικές, αποτελούν ένα είδος αναχώματος στο… «θλιμμένο ρεαλισμό» των συντρόφων του. Οι ήρωες του Ρίκα (και κατ’ επέκταση του Τάιμπο) θέλουν εκδίκηση για λογαριασμό εκείνης της γενιάς που έμαθε να πλάθει τους μύθους της. Για λογαριασμό εκείνων των νουάρ τύπων που δεν νοιάστηκαν ποτέ για το «ποιος έδωσε βενζίνη στο απλωμένο χέρι». Που τους ένοιαζε μόνο να τροφοδοτείται η φωτιά, όπως συνήθιζε ο ίδιος ο Τάιμπο να επισημαίνει, κάθε φορά που μιλούσε για το «δικό του» Κίνημα του 1968 στο Μεξικό.

Ο Τάιμπο, εξάλλου, γνωρίζει καλά πως το μόνο που λειτουργεί είναι η μνήμη. Και μάλιστα η συλλογική μνήμη. Εντούτοις, όμως, υπάρχει και η πιο μικρή, η ατομική μνήμη, θλιμμένη ή μη. Με τα φαντασιακά της χαρακτηριστικά, τους μύθους και τις υλικότητές της. Καμία όμως ατομική μνήμη δεν μπορεί να ζήσει μόνη της, έξω από τη συλλογική μνήμη δηλαδή. Αλλά ισχύει και το αντίθετο. Δεν μπορεί να υπάρχει συλλογική μνήμη χωρίς τις μικρές θύμησες. Όπως ο ίδιος άλλωστε συνηθίζει να λέει, «τελικά δεν υπάρχουν χώρες δίχως παραμύθια με νεράιδες κάτω από τη σκιά τους». Αυτούς ακριβώς τους μύθους παράγει (και αναπαράγει κάποιες φορές) ο Τάιμπο αποφεύγοντας –γι’ ακόμη μια φορά– έναν πολιτικό/λογοτεχνικό επικήδειο για ένα χαμένο (;) Κίνημα.

____________________________

[1] Απόσπασμα από το βιβλίο, σσ. 41-42

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…