Ενώ στο Παρίσι πέφτει και το τελευταίο οδόφραγμα της Κομμούνας, ο Μαρξ γράφει από το Λονδίνο για λογαριασμό της Διεθνούς: «Η εργατική τάξη δεν περίμενε θαύματα από την Κομμούνα. Δεν πρόκειται να εφαρμόσει με λαϊκό διάταγμα έτοιμες, επεξεργασμένες ουτοπίες. Ξέρει ότι, για να πετύχει την απελευθέρωσή της […] πρέπει να περάσει από μακρόχρονους αγώνες […] που θα αλλάξουν ολότελα και τις συνθήκες και τους ανθρώπους. Δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει ιδανικά, αλλά να ελευθερώσει μονάχα τα στοιχεία της νέας κοινωνίας που αναπτύχθηκαν πια στους κόλπους της αστικής κοινωνίας […]».

Ακούγεται σχεδόν πεζός: οι επαναστατικές ιδέες δεν «εφαρμόζονται» όπως οι συνταγές μαγειρικής ή οι οδηγίες χρήσης εργαλείων. Υπάρχουν, καταξιώνονται (ή απαξιώνονται…) μέσα σε ιδιαίτερες κάθε φορά συνθήκες, μέσα από αγώνες ανθρώπων που, πράττοντας, τους δίνουν νόημα. Αναδύονται μέσα στην πολιτική. Η φορά, λοιπόν, είναι αντίστροφη: ο πιστός –λέει ο Πασκάλ, σκανδαλίζοντας τους πιστούς– πρώτα γονατίζει, ύστερα προσεύχεται, μετά πιστεύει. Οι απεργίες –συμφωνεί ο Λένιν– δεν ξεσπούν όταν εμφανίζονται σοσιαλιστές: εμφανίζονται σοσιαλιστές εκεί που έχουν ξεσπάσει απεργίες. Η πρακτική προηγείται, οι θεωρίες και οι ιδέες ακολουθούν. Ο Μαρξ «διορθώνει» τις διατυπώσεις περί κράτους στο Μανιφέστο, γιατί το γαλλικό κράτος έχει περάσει πάνω από τα σώματα των επαναστατημένων κομμουνάρων.

Κι όμως: το νόημα της προσευχής δεν φυτρώνει από το πουθενά στο κεφάλι εκείνου που προσεύχεται. Τη σημασία της προσευχής τη διασώζουν, οργανώνοντας προσευχές, οι εκκλησίες: αυτές ερμηνεύουν τη Γραφή, αυτές συμπληρώνουν και διαδίδουν την Παράδοση. Μ’ όλες τις μεγάλες διαφορές της θρησκευτικής πίστης από την ανατρεπτική πολιτική –με όλη την εύλογη δυσπιστία μας στα θαύματα, όσο κι αν οι οργανώσεις μας δεν είναι κατηχητικά να εκπαιδεύουν πιστούς–, οι παραδόσεις που υπερασπίζονται (στο βαθμό, τουλάχιστον, που αυτές δεν χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για περιχαρακώσεις και περιττές αντιπαλότητες), έχουν θεμελιώδη αξία. Ιδίως εν μέσω ήττας και υποχώρησης, είναι πηγές ηθικής δύναμης. Απέναντι στη δεξιά αναθεώρηση της ιστορίας, προσανατολίζουν μέσα στην ιστορία. Στους καθημερινούς θορύβους της επικοινωνίας, εν μέσω αποθέωσης της τακτικής, επιμένουν στην αξία της στρατηγικής: της βάσης πάνω στην οποία ζητάμε από τους ανθρώπους να δεσμευτούν σε μια συλλογική υπόθεση. Ενώ η αντίληψη περί εφικτού, που κυριαρχεί, εξαντλείται «πραγματιστικά» στο παρόν, τα ιδεολογο-πολιτικά ρεύματα διασώζουν την προσδοκία για ένα καλύτερο μέλλον – την προσδοκία που καθοδήγησε τις επαναστάσεις που έγιναν, άρα μπορεί να ξαναγίνουν.

Τι μπορεί να σημαίνουν αυτά για το ρεύμα της ελευθεριακής Αριστεράς; Ποιες είναι οι ρίζες του και το περιεχόμενο της αλληλεγγύης μαρξιστών και ελευθεριακών, που υπερασπίζεται το ρεύμα αυτό; Τι μπορεί να είναι μια ελευθεριακή Αριστερά σήμερα – μετά το διεθνές ’89 και το ελληνικό 2015;

Ηθική δύναμη

Ο τροτσκο-γκεβαρικός Ντανιέλ Μπενσαΐντ, ιδρυτική μορφή του Κινήματος της 22ας Μάρτη, από το οποίο ξεπήδησε ο γαλλικός Μάης, ξεχωρίζει τρεις διαφορετικές στιγμές στη διαδρομή του ελευθεριακού ρεύματος: Μια πρώτη –«συγκροτητική κλασική»– στιγμή (Προυντόν, Στίρνερ και Μπακούνιν), που στον καιρό των επαναστάσεων του 1848 επηρεάζεται από τον ρομαντισμό και τις ουτοπίες της εποχής, και που εκφράζει ταυτόχρονα την ασυνέχεια και την έλξη προς τον φιλελευθερισμό (αυτή η «αμφισημία», λέει ο Μπενσαΐντ, χαρακτηρίζει τον «φιλελεύθερο-ελευθεριακό» προσανατολισμό του Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, έναν αιώνα αργότερα). Μια δεύτερη στιγμή –αντιθεσμική ή αντιγραφειοκρατική–, που εκδηλώνεται στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά την Κομμούνα, στο φόντο της γραφειοκρατικοποίησης των σοσιαλιστικών κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς στην Ευρώπη (Λούξεμπουργκ, Πελουτιέ, Σορέλ, Λαντάουερ, Πεγκύ, Λαμπριόλα). Και μια τρίτη –μετα-σταλινική, νεο-ελευθεριακή–, που έρχεται με τα νέα κινήματα (εναλλακτισμός, οικολογία, νέος φεμινισμός, αντι-απαγορευτικό κίνημα), με το τέλος του κοσμογονικού 1968-1977 (Νέγκρι, Χόλογουεϊ), και την επίδραση του μεταδομισμού (Φουκώ και Ντελέζ). Ανάμεσα στις τρεις αυτές πολιτικο-θεωρητικές στιγμές, ο Μπενσαΐντ τοποθετεί μορφές όπως ο ουτοπιστής Ερνστ Μπλοχ, ο Καρλ Κορς, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν.

Στην παράδοση των ηττημένων επαναστάσεων, ο ελευθεριακός Μπένγιαμιν βρίσκει μια πηγή ηθικής δύναμης: πνευματικές ποιότητες που επιδρούν «στην ταξική πάλη σαν θάρρος, σαν αυτοπεποίθηση, σαν χιούμορ, σαν επιτηδειότητα». Ο Μπένγιαμιν βλέπει στην ελεύθερη επιστήμη έναν συνεπή αντίπαλο του κράτους. Μαθαίνει τον μαρξισμό από το «Ιστορία και ταξική συνείδηση» του Λούκατς, ερωτεύεται τη Λετονή μπολσεβίκα Άσια Λάτσις και, για ένα δίμηνο, μεταξύ 1926 και 1927, βρίσκεται μαζί της στη Μόσχα, λογαριάζοντας να ενταχτεί μετά στο γερμανικό ΚΚ. Δεν το κάνει. Παρά την απογοήτευση από το ταξίδι, στο δοκίμιό του για τον υπερρεαλισμό (1929) δηλώνει πως βρίσκεται «στην απείρως επισφαλή θέση ανάμεσα στην αναρχική εξέγερση και την επαναστατική πειθαρχία». Οι επαναστάσεις, λέει αλλού, δεν έχουν μόνο την αναρχική συνιστώσα της μέθης – μια πράξη μεταξύ άσκησης και προεορτίων: περιλαμβάνουν επίσης την επαναστατική πειθαρχία και την προετοιμασία.

Μαζί με τον Αντρέ Μπρετόν και τον Ντανιέλ Γκερέν, ο Μπένγιαμιν έχει την τιμητική του στο βιβλίο των Μικαέλ Λεβί και Ολιβιέ Μπεζανσενό «Επαναστατικές συγγένειες. Τα Κόκκινα και τα Μαύρα Αστέρια Μας. Για την αλληλεγγύη ανάμεσα σε μαρξιστές και ελευθεριακούς». «Δεν υπάρχει μόνο ένας ελευθεριακός μαρξισμός», σημειώνουν εκεί οι δύο συγγραφείς, «αλλά μεγάλη ποικιλία προσεγγίσεων, οι οποίες έχουν επιτύχει, λιγότερο ή περισσότερο, να γεφυρώσουν τις δύο μεγάλες επαναστατικές παραδόσεις».

Προσανατολισμός μέσα στην ιστορία

Οι γέφυρες αυτές στήνονται μέσα στην πολιτική, ήδη με την Πρώτη Διεθνή, όπου συνυπάρχουν μαρξιστές, οπαδοί του Προυντόν και αργότερα και του Μπακούνιν. Ισχυροποιούνται μέσα στην Κομμούνα, με τον Μαρξ να εκθειάζει ως εγκέφαλο της επανάστασης τον Μπλανκί. Κόκκινοι και μαύροι μεγαλουργούν στην αιματοβαμμένη πλατεία Χεϋμάρκετ του Σικάγο, το 1886: ανάμεσα στους δολοφονημένους αναρχικούς πρωτεργάτες, ο Αύγουστος Σπάις και ο Άλμπερτ Πάρσονς έχουν εγκαταλείψει νωρίτερα το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Οι συγγένειες επιβεβαιώνονται στον γαλλικό επαναστατικό συνδικαλισμό: γεννημένη στη Λιμόζ το 1895, η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT) διακηρύσσει, με τη Χάρτα της Αμιένης (1906), την ανεξαρτησία της από τη σοσιαλδημοκρατία που, ως κόμμα, επιδιώκει ευρύτερες συσπειρώσεις.

Παραμονές του Οκτώβρη, ο Λένιν του «Κράτος και επανάσταση» αντιμετωπίζει τη «μομφή» των αντιπάλων του για «φιλοαναρχισμό» γιατί πριμοδοτεί τα σοβιέτ σε βάρος της Δούμας: ο ίδιος που στο «Τι να κάνουμε» (1903) αμφισβητεί την «ελευθερία κριτικής», αν πρόκειται για τη ρεφορμιστική-οικονομιστική μειοψηφία του κόμματος· ο ίδιος που λίγο αργότερα διαγράφει τους αντικοινοβουλευτικούς οπαδούς του Μπογκντάνοφ, το 1917 πια επιτίθεται στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών και τη λογική των σταδιακών μεταρρυθμίσεων, που βρίσκει απήχηση και στη Ρωσία: «Κάθε κράτος», γράφει, «είναι μια “ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης” της καταπιεζόμενης τάξης. Γι’ αυτό κάθε κράτος είναι ανελεύθερο και όχι λαϊκό».

Στην μπροσούρα της Ρόζας για τη γενική απεργία, το κόμμα και τα συνδικάτα, ο Κάουτσκι βλέπει μια σύνθεση των σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων με τις αναρχικές απόψεις. Το 1919, ο Βελγορώσος αναρχικός Βικτόρ Σερζ φτάνει στην Πετρούπολη: προσχωρεί στους μπολσεβίκους γιατί κάνουν αυτό που λένε – και γιατί, αγνοώντας την πολιτική οικονομία, η πολιτική των αναρχικών του φαίνεται ρομαντική. Υπηρετεί την επανάσταση ως πολυβολητής σε ειδικό τάγμα, οργανώνει τον εκδοτικό οίκο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, εντάσσεται στην Αριστερή Αντιπολίτευση δίπλα στον Τρότσκι, εκτοπίζεται σε στρατόπεδο από τους σταλινικούς και καταγγέλλει το σοβιετικό κράτος ως «ολοκληρωτικό», προτού συγκρουστεί τελικά και με τον Τρότσκι, που αποκηρύσσει ως κεντριστικό το ισπανικό POUM (Εργατικό Κόμμα της Μαρξιστικής Ενοποίησης). Αναρχικοί της CNT και πολιτικοφυλακές του POUM –ο Σερζ τις υποστηρίζει παθιασμένα– χτυπούν μαζί στην ισπανική επανάσταση, τουλάχιστον από το Φλεβάρη του 1937 – γι’ αυτό και υφίστανται από κοινού ασύλληπτες φρικαλεότητες των σταλινικών, μεταξύ των οποίων και η δολοφονία του Αντρές Νιν.

Το παγκόσμιο ’68 είναι μαυροκόκκινο. Στη Γαλλία, ο Μπενσαΐντ είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ μαρξιστών και ελευθεριακών, λόγω και του ρόλου της τροτκσιστικής JCR στα γεγονότα. Στον αντίποδα, το ΚΚ Γαλλίας –από χρόνια σε τροχιά σύγκλισης με τον Μιτεράν και ανοχής προς τον Ντε Γκωλ, για γεωπολιτικούς λόγους–, καταγγέλλει την εξέγερση ως «μικροαστική»· σε δεύτερο χρόνο, ζητά από τους απεργούς να μαζευτούν, καθώς η κυβέρνηση ικανοποιεί τα οικονομικά τους αιτήματα: αμφισβητώντας τον διαχωρισμό διευθυντών-εκτελεστών, ο Μάης δικαίως τρομάζει τους σταλινικούς. Ο διεθνής χαρακτήρας της εξέγερσης, η εναντίωσή της στη γραφειοκρατία (η αλληλεγγύη στην εξεγερμένη Τσεχοσλοβακία και τους Πολωνούς φοιτητές) και η διεθνιστική αλληλεγγύη (στην Ινδοκίνα και την Κούβα) ορίζουν το έδαφος της σύγκλισης μαύρων και κόκκινων. Με το κλείσιμο πια του κύκλου του ’68 και την αντεπίθεση των νεοφιλελεύθερων (Χιλή, ΗΠΑ, Βρετανία), ακολουθεί μια μεγάλη περίοδο υποχώρησης: το ’89-’91 δεν δικαιώνει όσους επέκριναν έγκαιρα και με κόστος τον «υπαρκτό». Όμως η κλεψύδρα θα ξαναγεμίσει: το ‘94 με τους Ζαπατίστας, που εμπνέουν αριστερούς και αναρχικούς όλων των αποχρώσεων, και απ’ το ’99 με το διεθνές κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση – έναν «μεγεθυντικό φακό» πάνω στην κρίση σοσιαλδημοκρατίας και σταλινισμού.

Η μαυροκόκκινη αλληλεγγύη έχει ρίζες και στην Ελλάδα. Υπερκαλύπτοντας τις στιγμές ενδοκινηματικού εμφυλίου, ανθεί σχεδόν παντού: φοιτητικό κίνημα, υποστήριξη προσφύγων και μεταναστών, μαχητικός αντιφασισμός, κινήματα για τα δικαιώματα των κρατουμένων και των αντιρρησιών, αλληλεγγύη στους «συνήθεις υπόπτους» και τους πολιτικούς κρατούμενους, κίνημα για το άρθρο ’16. Μεσουρανεί στον μαυροκόκκινο Δεκέμβρη του 2008: το κάλεσμα μέσω του Indymedia και ο συντονισμός μέσα από συνελεύσεις, οι δεκάδες μπροσούρες αντιπληροφόρησης, η άμεση δράση και η κατάληψη ως «προσωρινή αυτόνομη ζώνη» – όλα αυτά, σήματα κατατεθέντα του αντιεξουσιαστικού χώρου και της εξέλιξής του μετά το τέλος της δεκαετίας του ’90, τον Δεκέμβρη αφορούν κόσμο πολύ πέρα από τα όριά του. Την ίδια στιγμή, μια σειρά από φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της Αριστεράς –η επιμονή στη μαζικότητα και την ενωτική δράση, η σύνδεση της σύγκρουσης στον δρόμο με την κεντρική πολιτική αντιπαράθεση, η (όχι πάντα ευτυχής) προσπάθεια διατύπωσης αιτημάτων-κόμβων, στην προοπτική να αντέξει και να γενικευτεί η εξέγερση–, προστατεύουν τον Δεκέμβρη από την καταστολή και διευρύνουν το χώρο ελευθερίας του, πράγμα που δεν συνέβη το 2005 στα εξεγερμένα παρισινά προάστια.

Στρατηγική

Όλες αυτές οι φιγούρες και οι «στιγμές» δεν συνθέτουν, ασφαλώς ένα ενιαίο ρεύμα· είναι, όμως, και πολύ περισσότερο από «πνεύμα» ή κοινή «ευαισθησία».«Για μας», γράφουν οι Λεβί και Μπεζανσενό, «ο ελευθεριακός μαρξισμός δεν είναι μια συνταγή, ένα πεπερασμένο θεωρητικό σώμα. Πρόκειται περισσότερο για συγγένεια, για έναν ορισμένο πολιτικό και διανοητικό βηματισμό. Είναι η κοινή επιθυμία να απαλλαγούμε, μέσω της επανάστασης, από τη δικτατορία του κεφαλαίου, για να οικοδομήσουμε μια κοινωνία χωρίς αλλοτρίωση, μια κοινωνία ισότητας, απελευθερωμένη από το ζυγό του κράτους». Μπορούμε να μιλάμε ακόμα για επανάσταση, μετά την εμπειρία των επαναστατικών εμφυλίων του εικοστού αιώνα; Με τους όρους του Σερζ για το ρωσικό Οκτώβρη, που επιβεβαίωσε τραγικά η γερμανική (1918-1923) και η χιλιανή εμπειρία (1970-3), εκεί που δεν θα επικρατήσει η επανάσταση, θα επικρατήσει πιθανότατα η δικτατορία.

***
Η επιδίωξη της επανάστασης φέρνει διαχρονικά κοντά μαρξιστές και ελευθεριακούς. Εγγύτητα που, με τη σειρά της, δημιουργεί και διαιρέσεις στο εσωτερικό κάθε πλευράς: οι αναρχικοί του Σικάγο ειρωνεύονται τους οπαδούς του Προυντόν ως «αναρχικούς της μεσαίας τάξης», η αναρχική CNT συμμετέχει στην κυβέρνηση Καμπαγέρο με τέσσερις υπουργούς κ.ο.κ. Στα τέλη του ’36, χρονιά που ξεκινούν οι δίκες της Μόσχας, ο Βικτόρ Σερζ γράφει: «Η αναρχική ομοσπονδία FAI στην Ισπανία ανέκαθεν ισχυρίζεται ότι δεν είναι κόμμα· είναι ωστόσο κόμμα κατά την πραγματική έννοια της λέξης. Αν η κοινωνία δεν περιέχει αυτά τα στοιχεία αποκρυστάλλωσης, τίποτα δεν θα επιτευχθεί· μακροπρόθεσμα ο ρεφορμισμός θα οδηγήσει τα πράγματα σε αδιέξοδο και πολύ αίμα θα χυθεί μάταια».

Πενήντα χρόνια αργότερα, ο Μπενσαΐντ προειδοποιεί: δεν μπορούμε να αποφασίσουμε μια επανάσταση – για να επηρεάσουμε, όμως, τον προσανατολισμό και την έκβασή της, πρέπει να την προετοιμάσουμε, μένοντας μέσα στην πολιτική. Δεν γίνεται να προβλέψουμε πώς θα ξεκινήσει μια επανάσταση και ποιες μορφές οργάνωσης θα έχει (τοπικές επιτροπές, επιτροπές στις γειτονιές ή στους χώρους εργασίας, παλιές συνδικαλιστικέςδομές μετασχηματισμένες από τη μαζική δράση)··είναι, όμως, κεφαλαιώδες να οικοδομηθεί από πριν «κάτι» –ένας οργανωτικο-πολιτικός κορμός–, που να επιτρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις όσο γίνεται πιο αξιόπιστα: όταν ο χρόνος αρχίσει να κυλάει πιο γρήγορα, αυτός θα εκτιμήσει πότε είναι η στρατηγική στιγμή για όσα άλλοτε δεν φέρνει ο χρόνος.

Στο ίδιο μήκος κύματος, οι Λεβί και Μπεζανσενό συζητούν τον συμβουλιακό κομμουνισμό του Πάνεκουκ: η οργάνωση της κοινωνικοποίησης της παραγωγής, αντί οι εργάτες να περιμένουν την κρατικοποίησή της, δίνει στην εργατική τάξη συνείδηση της δύναμής της – τι γίνεται όμως με ό,τι επιδρά στην παραγωγή έξω από την οικονομική πάλη (κόμματα, συνδικάτα και κράτος); Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η αποκέντρωση της κοινωνικής ζωής, που προτείνει ο ελευθεριακός οικολόγος Μάρεϊ Μπούκτσιν, όταν οι στοιχειώδεις ενεργειακές ανάγκες μιας κοινότητας προϋποθέτουν υποδομές που ξεπερνούν κατά πολύ το επίπεδο της κοινότητας; Αν η πριμοδότηση των «ταλέντων» και η αποθέωση των «ειδικών» αξιοποιούν, καταφανώς, και διαιωνίζουν ιεραρχίες γνώσης-εξουσίας, μπορούμε σήμερα να σκεφτούμε μια συλλήβδην αντίθεση σε κάθε είδους ειδικούς;

Τι σημαίνει ελευθεριακή Αριστερά σήμερα;

Σε όλο τον εικοστό αιώνα, ελευθεριακά ρεύματα έδειξαν ότι η επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης έφτανε συχνά να δικαιολογεί άκαμπτες ιεραρχίες, ισόβιες θέσεις ευθύνης, άμετρο συγκεντρωτισμό, αχαλίνωτο αυταρχισμό και εθνικο-ρεφορμισμό. Την ίδια περίοδο, οι φιλελεύθεροι ανέμισαν σημαίες υπέρ της ελευθερίας ενάντια στους «ολοκληρωτισμούς»··όμως, νεοφιλελεύθεροι όπως ο Χάγεκ υποστήριξαν την οικονομική ελευθερία ακόμα και υπό δικτατορική σκέπη, και άλλοι ανέχτηκαν ή στήριξαν ανοιχτά αντικομμουνιστικές δικτατορίες απέναντι στον κοινό εχθρό. Σήμερα, που το φλερτ φιλελευθερισμού και αυταρχισμού αναθερμαίνει μακάβρια ειδύλλια για να περιφρουρήσει θανάσιμες ανισότητες, ενώ ναζιστές επικαλούνται «ελευθερία» και «ατομικά δικαιώματα» ως αντικοινωνικά προνόμια, τι μπορεί να σημαίνει ελευθεριακή Αριστερά;

Κεντρικότητα της ταξικής σύγκρουσης, «ταυτότητες» και ανταγωνιστικά υποκείμενα

Καταρχάς, την υπόμνηση ότι, όποια κι αν ήταν η έκβαση των επαναστάσεων από την Κομμούνα μέχρι σήμερα, οι επαναστάσεις αυτές δεν έγιναν μόνο στο όνομα της ελευθερίας: επιδίωξαν την κοινωνική δικαιοσύνη, γι’ αυτό και υποστηρίχθηκαν από ανθρώπους που δεν είχαν να χάσουν τίποτα. Οι καπιταλιστικές κοινωνίες οργανώνονται πρωτίστως γύρω από την εκμετάλλευση και την ταξική σύγκρουση –την αστική και την εργατική ταξική πάλη–, αν και όχι αποκλειστικά γύρω από την οικονομική πλευρά της πάλης αυτής. Σε όλο τον εικοστό αιώνα, στην Ανατολή και στη Δύση, η πολυπλοκότητα των καπιταλιστικών κοινωνιών έγινε συχνά επιχείρημα υπέρ της συμφιλίωσης με την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Όμως, η αναγνώριση της πολλαπλότητας των κοινωνικών ανταγωνισμών –ταξικών, έμφυλων, εθνικών– δεν είναι υποχρεωτικό (αν και συμβαίνει συχνά…) να οδηγεί στη μεταμοντέρνα λατρεία της «διαφοράς» και των «ταυτοτήτων» – σε έναν κοινωνικό και πολιτικό κατακερματισμό, που κάνει αδύνατη την ενοποίηση σε μια στρατηγική συνολικού κοινωνικού μετασχηματισμού, σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Ο κίνδυνος του κατακερματισμού αυτού, από την άλλη, δεν μπορεί να αναιρεί τη συλλογική εγρήγορση για τις ιεραρχικές-εξουσιαστικές σχέσεις ακόμα και στο εσωτερικό των ανταγωνιστικών υποκειμένων (ταξικές, έμφυλες, ιεραρχικές σχέσεις γνώσης-εξουσίας). Για να μην καταλήγει στην εσωστρέφεια και την αυτοαναφορικότητα, η εγρήγορση αυτή χρειάζεται τη θέσπιση μέτρων (εναλλαγές στις θέσεις ευθύνης, ανακλητότητα κ.ά).

Διεθνισμός

Ιδίως μετά το 1989-91, τα όρια ειρήνης και πολέμου ρευστοποιούνται και, ιδίως σήμερα, που το κέντρο βάρους του ιμπεριαλισμού μετατοπίζεται προς τα ανατολικά, η μεταπολεμική διεθνής τάξη πραγμάτων αμφισβητείται. Ο διεθνισμός ξαναποκτά, λοιπόν, όλες τις σημασίες του: προτεραιότητα της ταξικής σύγκρουσης «στην ίδια μας τη χώρα», αντιπαλότητα με την ιμπεριαλιστική «Διεθνή του Κεφαλαίου», ανάγκη ζωτική (πολιτική και οικονομική) διεθνικού συντονισμού. Και βεβαίως,  απροϋπόθετη αλληλεγγύη σε πρόσφυγες και μετανάστ(ρι)ες. Η επιμονή στον διεθνισμό δεν είναι απλά ζήτημα ιδεολογικής παράδοσης: είναι θεμελιώδης οργανωτική αρχή.

Οικοσοσιαλιστική εναλλακτική και κοινωνικός-δημοκρατικός έλεγχος της παραγωγής

Τη στιγμή που ο καπιταλισμός δημιουργεί περιβαλλοντικές και γεωπολιτικές κρίσεις που διαπλέκονται και δημιουργούν εκρηκτικές ανισότητες, η «Πράσινη Επανάσταση» χτες, η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση και ο «πράσινος καπιταλισμός» σήμερα, είναι «επαναστάσεις» από τα πάνω, προκειμένου να μην αλλάξει τίποτα. Τα κινήματα των ιθαγενών που τσάκισε η καπιταλιστική «ανάπτυξη» στον παγκόσμιο Νότο και αυτά για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη στον παγκόσμιο Βορρά, που ζητούν «να αλλάξει το σύστημα, όχι το κλίμα», τονίζουν το προφανές: η οικοσοσιαλιστική εναλλακτική χρειάζεται δύναμη για να επιβληθεί. Η οικολογική μετάβαση προϋποθέτει να ξανασχεδιαστούν συνολικά η υλική παραγωγή και οι μεταφορές. Για το σκοπό αυτό, όμως, η «αποανάπτυξη» δεν αποτελεί πρόγραμμα: δεδομένης της άνισης ανάπτυξης κάθε χώρας, υπάρχουν τομείς που πρέπει να καταργηθούν, άλλοι να μειωθούν δραστικά και άλλοι να αναπτυχθούν. Για να μην είναι κενές, οι εκκλήσεις για «χειραφέτηση του μυαλού μας» (στο βαθμό που δεν γίνονται όλα μέσα στο μυαλό μας…), χρειάζεται να εξηγούν συγκεκριμένα Πώς θα συνδυαστεί η μείωση της συνολικής υλικής παραγωγής με την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών που δεν ικανοποιούνται; Ποιοι τομείς πρέπει να αναπτυχθούν για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες αυτές; Πώς να προσανατολιστούν οι επενδύσεις προς αυτούς τους τομείς; Πώς θα διασφαλιστούν θέσεις εργασίας χωρίς να ξεπεραστεί ένα «όριο» περιβαλλοντικών-κλιματικών συνθηκών;

Φεμινισμός

Η πατριαρχία σκοτώνει – όχι μόνο εκεί που οι γυναίκες φορούν μπούρκα ή χιτζάμπ, αλλά και στην καρδιά της διαφωτισμένης Ευρώπης. Οι γυναικοκτονίες στην Ελλάδα, ο ομοφοβικός πουριτανισμός και η εθνο-πατριαρχική αξίωση πάνω στα σώματα των γυναικών, η ανυπαρξία δημόσιων δομών φροντίδας για τις κακοποιημένες γυναίκες και το φρικαλέο δόγμα των «δικαιωμάτων του αγέννητου παιδιού», που πρακτικά αποκλείει τις αμβλώσεις στα δημόσια νοσοκομεία, η υποεκπροσώπηση των γυναικών σε όλες τις πλευρές της δημόσιας σφαίρας –και βεβαίως στην πολιτική– είναι πρόβλημα της Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου σε όλες τις αποχρώσεις τους. Συνυφασμένες με ταξικές και εθνικές ιεραρχίες, και ταυτόχρονα αυτόνομες, οι έμφυλες εξουσιαστικές σχέσεις βρίσκονται στο στόχαστρο κινημάτων ενδυνάμωσης, φεμινιστικών και ΛΟΑΤΚΙ κινημάτων, κόκκινων, μαύρων και μωβ. Η ενίσχυση των κινημάτων αυτών είναι (και) κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Η μαχητικότητά τους κινητοποιεί ευρύτατα ακροατήρια και μπορεί να συμβαδίζει με την ανοιχτότητα: σε αντίθεση με τις ταξικές σχέσεις, οι έμφυλες δεν είναι σχέσεις μηδενικού αθροίσματος, ό,τι χάνει η μια να το κερδίζει ο άλλος.

Πολιτική και ηθική

Η σοβαρότητα των κινδύνων της εποχής δεν είναι από μόνη της ευκαιρία για την ανατρεπτική πολιτική: δεν ισχύει το «όσο χειρότερα τόσο καλύτερα». Οι κρίσεις συχνά λειτουργούν παραλυτικά, τροφοδοτούν τον επιβιωτισμό, διογκώνουν την απογοήτευση από τις ήττες και τον εξουσιαστικό κυνισμό. Είναι και γι’ αυτό που ελευθεριακοί, όπως ο Βικτόρ Σερζ, επέμειναν πολύ στην αρχή της συνέπειας λόγων και πράξεων – ενάντια στον πολιτικαντισμό και την επαναστατική φλυαρία, και χωρίς, από την άλλη, η ηθική να υποκαθιστά την πολιτική.

Επιστήμες και κοινωνική χειραφέτηση

Αξιοποιώντας χειραφετητικές πλευρές του ρομαντικού αντικαπιταλισμού, παλιά και νέα ελευθεριακά ρεύματα πρωταγωνίστησαν σε μια ηθική-φιλοσοφική καταδίκη της καπιταλιστικής εξουσίας: του «σιδερένιου κλουβιού» της γραφειοκρατίας, του εργαλειακού ορθολογισμού και των εγκλημάτων στο όνομα της επιστήμης. Ιδίως την τελευταία διετία, ωστόσο, είχαμε πολλές αφορμές να δούμε γιατί το ραβδί πρέπει να λυγίσει από την ανάποδη. Η κριτική στο γεγονός ότι κράτος και κεφάλαιο εργαλειοποιούν τις επιστήμες για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, οι διαψεύσεις του δήθεν παντοδύναμου θετικισμού (ο φιλόσοφος Ζορζ Κανγκιλέμ θυμίζει ότι η επιστήμη είναι το βασίλειο όπου κυριαρχεί η διόρθωση), είναι σημαντικό να οριοθετούνται απέναντι στον ανορθολογισμό, τον συνωμοσιολογικό αντικαπιταλισμό, τη φιλοσοφίζουσα αποξένωση από τις επιστήμες. Ας το θυμόμαστε: ελευθεριακά ή μαρξιστικά, τα επαναστατικά ρεύματα που επιδίωξαν να αλλάξουν τον κόσμο, φρόντισαν να αντικρούουν τους αντιπάλους τους και να θεμελιώσουν τα επιχειρήματά τους συνομιλώντας κριτικά με τις επιστήμες της εποχής τους: την πολιτική οικονομία και την ανθρωπολογία (Μαρξ, Ένγκελς), τις φυσικές επιστήμες (Μπλανκί, Λένιν, Πάνεκουκ, Μπογκντάνοφ), την κοινωνική ψυχολογία και την ψυχανάλυση (Σερζ, Τρότσκι, φροϋδομαρξιστές, Αλτουσέρ). Συμμετρικά, ακόμα και στις πιο θετικιστικές εκδοχές του, ο μαρξισμός ήταν και παραμένει ιδιόμορφη επιστημονική θεωρία και, ταυτόχρονα, πεδίο σύγκρουσης τάσεων στο εσωτερικό του – σχισματική/συγκρουσιακή επιστήμη και ιδεολογία μαζών.
Όλα τα παραπάνω θυμίζουν ότι η απόρριψη της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι τάση στο εσωτερικό αυτής της κοινωνίας: δεν οικοδομεί τον κομμουνισμό από το μηδέν αλλά από τη μέση. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τη στάση απέναντι στις επιστήμες· αφορά επίσης την πολιτική. Στις χώρες με ώριμες κοινοβουλευτικές παραδόσεις, γράφει ο Μαντέλ, το κοινοβούλιο θα μπορούσε να διατηρηθεί, αλλά με σαφώς μειωμένες αρμοδιότητες. Από τη μια, η αναρχική φεμινίστρια Τζο Φρήμαν γράφει για την «τυραννία της απουσίας δομών»·από την άλλη, η μαρξίστρια Μάρτα Χάρνεκερ επιμένει ότι θεσμική και επαναστατική πολιτική δεν αλληλοαποκλείονται – αν η πρώτη φροντίζει για την ισχυροποίηση του κινήματος και την ευρεία συμμετοχή, αν από αυτήν προκύπτουν παιδαγωγικά αποτελέσματα κι αν δεν δημιουργεί εντέλει ψευδαισθήσεις για τα όρια των θεσμών. Η αξία ενός μεταβατικού πολιτικού προγράμματος είναι ακριβώς αυτή: ότι γεφυρώνει τακτικές κινήσεις και στρατηγικούς στόχους.

Ανατρεπτική και θεσμική πολιτική

Ο κάθετος διαχωρισμός τακτικής και στρατηγικής, σήμα κατατεθέν της διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ 2012 και Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2015, μας επαναφέρει στον κοινό τόπο της κριτικής συμβουλιακών και καταστασιακών στην επίσημη Αριστερά: οι επιτυχίες με όρους αστικής/θεσμικής πολιτικής είναι, διαχρονικά, αντιστρόφως ανάλογες της επιτυχίας της επαναστατικής πολιτικής. Η κριτική αυτή, ωστόσο, μένει μετέωρη, χωρίς μια συμπλήρωση: «συχνά», γράφει ο Μπενσαΐντ, «αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως μια οργάνωση πρόληψης για την αντιγραφειοκρατική πάλη παρά ως μια οργάνωση για την πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Όμως το τελευταίο είναι το πρωταρχικό πρόβλημα». Όσο πιο σύνθετα καθήκοντα αναλαμβάνει ένα ιδεολογικο-πολιτικό ρεύμα τόσο πιο απαιτητικός γίνεται ο προβληματισμός του – από το ζήτημα της κοινωνικής σύνθεσης και απεύθυνσής του, ως τις απόψεις του για την οργάνωση και τις πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες του.

 

1 σχόλιο

Comments are closed.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…