Πολλοί έχουν αναφερθεί τελευταία στην  πορεία που ακολούθησε το κόμμα που διαδέχθηκε το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλάζοντας συνεχώς σύμβολα και ονόματα.

Επί τροχάδην, αυτό που κάποτε ήταν το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Δύσης, άρχισε να βγάζει από πάνω του τα ρούχα που εμπόδιζαν την παραδοχή της μιας και μοναδικής αλήθειας που πίστευαν ότι είχε πλέον εδραιωθεί: ότι ο άλλος κόσμος δεν ήταν εφικτός.

Σύμφωνα με μια ανέκδοτη μέχρι πρόσφατα συνέντευξη (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Jacobin Italia) του επιφανούς κοινωνιολόγου Λουτσιάνο Γκαλίνο, που πέθανε το 2015, ορισμένα μέλη της ηγεσίας του ΙΚΚ και στη συνέχεια  του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς και τέλος του Δημοκρατικού Κόμματος καλλιεργούσαν ιδέες ουσιαστικά νεοφιλελεύθερες. «Η οικονομία έπρεπε να είναι ελεύθερη, έπρεπε να έχει μια διαχείριση τεχνικά τέλεια. Αυτό που προηγουμένως το καπιταλιστικό σχέδιο και η καπιταλιστική αγορά δεν έκαναν σωστά, θα γινόταν καλύτερο μέσω των τεχνολογιών της πληροφορίας».

Η «τεχνικά τέλεια διαχείριση φέρνει μαζί της τεχνοκράτες αριστερούς και μη», ενώ, τελικά, πολλά από τα μέλη της ηγεσίας δηλώνουν ότι δεν υπήρξαν ποτέ κομμουνιστές, όπως ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο και ο πρώτος γραμματέας του Δ.Κ. Βάλτερ Βελτρόνι.

Στα κείμενα αρχίζουν να εξαφανίζονται εκφράσεις όπως «ταξική πάλη» και «σύγκρουση με την κυρίαρχη ιδεολογία», και να εμφανίζονται όλο και συχνότερα εκφράσεις όπως «ανταγωνιστικότητα», «επιχειρηματικότητα», κλπ.

Αυτό συνδυάζεται με μια βροχή από νεοφιλελεύθερους νόμους στην παιδεία, στην υγεία, στις κοινωνικές υπηρεσίες, με ιδιωτικοποιήσεις σε όλο και περισσότερους τομείς, με τον κατακερματισμό του κόσμου της εργασίας και την προώθηση της ελαχιστοποίησης της κριτικής σκέψης στο πανεπιστήμιο που όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε επιχείρηση.

Η ηγεσία του κληρονόμου του ΙΚΚ, του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς, θέλοντας πλέον να έχει συμμετοχή στη διακυβέρνηση του τόπου, επιδιώκει να έχει καλές και όχι συγκρουσιακές σχέσεις με τον ιταλικό Σύνδεσμο Βιομηχάνων.

Μαζί όμως με τα κείμενα και τις στοχεύσεις πρέπει να αλλάξει ουσιαστικά το μοντέλο του κόμματος, όχι μόνο ο τίτλος, για να μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις. Ένα κόμμα μαζικό, μια λαοθάλασσα που θα στηρίζει στις μεγάλες διαδηλώσεις τις πολιτικές διεκδικήσεις υπέρ των υποτελών τάξεων, δεν είναι πλέον χρήσιμο.

Έτσι, αρχίζουν και οι καταστατικές τροποποιήσεις, που θα μετατρέψουν το κόμμα όχι σε ένα παράγοντα επιδίωξης μεγάλων αλλαγών σε όφελος της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων επαγγελματιών, αλλά σε ένα παρακολούθημα των διάφορων κομματαρχών και σε εκλογικό μηχανισμό για την προώθηση του ενός και του άλλου αριβίστα που επιδιώκει να αναρριχηθεί.

Σήμερα, είναι κοινός τόπος ότι οι οργανώσεις βρίσκονται σε λήθαργο, για να ξυπνήσουν μόνο στις διάφορες τοπικές γιορτές και διοργανώσεις, όπου θα συμμετάσχουν τα παλαιά και ηλικιωμένα πλέον μέλη που δεν μπορούν να ξεχάσουν τον καιρό που το κόμμα εκπροσωπούσε την εργατική τάξη, και πριν από τις εκλογές, όπου οι διάφοροι γραβατωμένοι υποψήφιοι θα ζητήσουν υποστήριξη και τα στελέχη και τα μέλη που θα τους βοηθήσουν θα περιμένουν κάποιο είδος ανταμοιβής.

Οι εξελίξεις αυτές έφεραν, όπως ήταν φυσικό, και την εκλογή του γραμματέα από το «λαό», με ένα περίπλοκο σύστημα, πρώτα από τα μέλη του κόμματος και στη συνέχεια από όλους εκείνους που έχουν ενταχθεί σε έναν κατάλογο υποστηρικτών του κόμματος. Το καταστατικό περιέχει και κάποια άρθρα που επιβάλλουν τη συμμετοχή των φίλων σε μερικές συνελεύσεις και γενικά στη ζωή της οργάνωσης (ποια ζωή;), αλλά ποιος τα τηρεί αυτά;

Πάντως, ακόμη και σε ένα κόμμα σαν το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας είναι αδιανόητη η συμμετοχή ενός μοναδικού υποψηφίου για την εκλογή του γραμματέα.

Με τούτα και με εκείνα, το κόμμα που θεωρείται ως ο κληρονόμος του μεγαλύτερου κομμουνιστικού κόμματος της Δύσης, αφού αφαίρεσε μέχρι και τη λέξη «αριστερά» από τον τίτλο του και αφού ενέταξε στις γραμμές του και μάλιστα σε ηγετική θέση μέχρι και άτομα σαν τον Ματέο Ρέντσι, κατόρθωσε να γίνει ένα κόμμα που ψηφίζεται από τα πιο εύπορα τμήματα της ιταλικής κοινωνίας.

Οι διάφοροι πολιτικάντηδες που απαρτίζουν την ηγεσία του κόμματος, μέσα στην αγωνία τους να είναι αρεστοί στον πλανητάρχη Μπάιντεν, δεν δίστασαν να έχουν την πρωτοκαθεδρία στις πολεμοκάπηλες επιδιώξεις της κυβέρνησης Ντράγκι, υπερασπίζοντας φανατικά την αποστολή όπλων στην Ουκρανία, προσπαθώντας να επιβάλλουν τη νατοϊκή προπαγάνδα, αγνοώντας το Σύνταγμα και την πλειοψηφία του ιταλικού λαού, που είναι αντίθετος με τον πόλεμο, και ζητά από την κυβέρνησή του να έχει ρόλο διαμεσολαβητή για την επίτευξη της ειρήνης.

Επειδή όμως οι εκλογές δεν είναι και πολύ μακριά, ίσως και να ακούσουμε μια δειλή κουβέντα περί ειρήνης από τον γραμματέα του κόμματος Ενρίκο Λέτα, που βλέπει τα ποσοστά του να μειώνονται και τη φασίστρια Μελόνι να είναι πρώτη στις δημοσκοπήσεις. Ίσως να τον δούμε να βγάζει το γελοίο κράνος και το αλεξίσφαιρο γιλέκο με το οποίο τον απαθανατίζει η ναυαρχίδα  του φιλο-νατοϊκού τύπου La Repubblica. Παρά τις φράσεις για ειρήνη και διαπραγμάτευση που ψέλλισε ο Ντράγκι από την Αμερική, όπου βρέθηκε χωρίς να καταδεχτεί να συζητήσει προηγουμένως  με το Κοινοβούλιο, οι αποστολές όπλων συνεχίζονται.

Η απόσταση του Δ.Κ. από την επαφή με τον λαϊκό παράγοντα, που υποτίθεται ότι υπηρετεί, μεγαλώνει διαρκώς. Η άμεση επαφή του μακαρίτικου Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος με κάθε γωνιά της ιταλικής πόλης και υπαίθρου δεν χρειαζόταν θεσμούς δήθεν «άμεσης δημοκρατίας» για να λειτουργήσει.

Ας προσέξουν λοιπόν όσοι προσπαθούν να μοιάσουν στο ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα. Η πορεία προς την «κανονικότητα», ένα βήμα της οποίας είναι η εκλογή από τον «λαό», δεν φέρνει πάντα την ευτυχία των ηγετών  της λεγόμενης Κεντροαριστεράς ούτε των ψηφοφόρων-οπαδών τους.

 

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…