Α. Εισαγωγή

Η ύπαρξη και δράση των οργανωμένων δικτύων διακίνησης ανθρώπων τέθηκε στο επίκεντρο του κυρίαρχου αφηγήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της συντριπτικής πλειοψηφίας των κρατών-μελών ήδη από το 2016, οπότε και υπογράφηκε η de iure άτυπη (αλλά de facto δεσμευτική) Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας για την αντιμετώπιση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Η Ελλάδα δεν άργησε να ενσωματώσει το εν λόγω αφήγημα στο ακέραιο. Υπό το πρίσμα αυτό, έχει υιοθετήσει μια δρακόντεια αυστηρή μεταναστευτική πολιτική κλειστών συνόρων και de facto επαναπροωθήσεων με τη συνδρομή της ΕΕ, έχοντας ως στόχο, με πρόσχημα την λεκτική σύγκρουση με τους διακινητές, την έμπρακτη αποτροπή των ροών. Εσχάτως, χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίληψης των παράνομων δικτύων διακίνησης ως αποκλειστικής αιτίας πρόκλησης και όξυνσης του μεταναστευτικού «προβλήματος» αποτελούν οι δηλώσεις της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Κατερίνας Σακελλαροπούλου αμέσως μετά το πολύνεκρο ναυάγιο στα ανοιχτά της Πύλου.

Η αφετηρία αυτής της θέσης στηρίζεται σε δύο –καταρχήν εύλογες- προκείμενες: Πρώτον, στο ότι οι διακινητές εκμεταλλεύονται εξαθλιωμένους ανθρώπους επιδιώκοντας την εξασφάλιση υπέρογκων χρηματικών ποσών. Ασφαλώς, το οικονομικό όφελος από ένα δρομολόγιο με 600 ή 700 ανθρώπους μπορεί να ανέλθει για τα παράνομα δίκτυα διακίνησης ανθρώπων σε καθαρά κέρδη της τάξης των 2 έως 5 εκατομμύριών ευρώ. Δεύτερον, στο ότι οι διακινητές, προκειμένου να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους, στοιβάζουν εκατοντάδες ανθρώπους, χωρίς σωσίβια ή άλλα μέτρα προστασίας, σε ακατάλληλες βάρκες ή πλοιάρια, θέτοντας τις ζωές τους σε άμεσο κίνδυνο. Με βάση τις παραπάνω λογικές προκείμενες, όμως, το κυρίαρχο αφήγημα καταλήγει στο εξής έωλο (όπως θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε στη συνέχεια) συμπέρασμα: εάν κατορθώσουμε να εξαρθρώσουμε αυτά τα κυκλώματα, τότε θα πάψουν οι προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές και, νομοτελειακά, θα αποφευχθούν τέτοιου μεγέθους τραγωδίες.

Πράγματι, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει την –παράνομη και ανήθικη- κερδοσκοπία εις βάρος εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών. Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, που εν προκειμένω τίθεται είναι το ακόλουθο: είναι οι διακινητές η πηγή του κακού ή αποτελούν μονάχα ένα –εξοργιστικό και θλιβερό βεβαίως- σύμπτωμα μιας ευρύτερης δυστοπικής συνθήκης;

Β. Διακίνηση και ανθρώπινη ανάγκη/επιθυμία

Το επιχείρημα ότι χωρίς την ύπαρξη διακινητών δεν θα είχαμε ναυάγια, νεκρούς και τόσο μαζικές προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές μαρτυρά έλλειψη κατανόησης της κατάστασης, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε εννοιολογική σύγχυση μεταξύ των όρων «ανάγκη/επιθυμία» και «εξαναγκασμός». Οι άνθρωποι που αποφασίζουν να θέσουν εαυτούς σε μία τόσο κοστοβόρα, επίπονη και επικίνδυνη διαδικασία θέτοντας υπό διακινδύνευση την ίδια τους τη ζωή δεν αποτελούν «ενεργούμενα» των διακινητών, όπως ελαφρά τη καρδία διαπιστώνεται. Επιλέγουν συνειδητά και οικειοθελώς να ρισκάρουν την ύπαρξή τους, επειδή κινδυνεύουν εξίσου να χάσουν τη ζωή τους στις χώρες προέλευσης ή στις μη ασφαλείς τρίτες χώρες στις οποίες έχουν διαφύγει, επειδή υφίστανται ακραίες διακρίσεις, επειδή αναζητούν ένα πιο ασφαλές, αξιοπρεπές μέλλον για αυτούς και τις οικογένειές τους σε έναν τόπο, όπου προσδοκούν ότι θα αναγνωρίζονται ως ισότιμα πρόσωπα. Ακόμα και εάν δεν υπήρχαν, λοιπόν, διακινητές οι άνθρωποι αυτοί θα αναζητούσαν άλλους τρόπους, πιθανόν ακόμα πιο επικίνδυνους για τη ζωή τους, προκειμένου να φτάσουν στην ευρωπαϊκή «Γη της επαγγελίας».

Κατά συνέπεια, η αντιμετώπιση των κολασμένων της γης ως άβουλων όντων που εν είδει δουλεμπορίου εξαναγκάζονται σε μετακίνηση, δηλαδή ως res στερούμενων ακόμα και της πιο στοιχειώδους αυτονομίας ουδόλως ανταποκρίνεται στις πραγματικές περιστάσεις, καθώς η επιβίβαση εκατοντάδων ανθρώπων στο εκάστοτε σαπιοκάραβο του εκάστοτε διακινητή συνιστά πραγμάτωση της απέλπιδας επιθυμίας τους για μια καλύτερη ζωή, δηλαδή μια αυτόνομη επιλογή που εκπορεύεται από την πηγαία ανάγκη για επιβίωση και αξιοπρεπή διαβίωση. Το κυρίαρχο αφήγημα ότι οι εξαθλιωμένοι μετανάστες δεν αποτελούν υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων με ικανότητα αυτόνομης βούλησης και δράσης, αλλά αντικείμενα εξαναγκασμού από εγκληματικά δίκτυα διακινητών, επιτρέπει στους εξουσιάζοντες και στα υποστυλώματά τους σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών να αμφισβητούν στον πυρήνα του το προπολιτικό «δικαίωμα να έχουν δικαιώματα», απαξιώνοντας έτσι την ίδια την –θεμελιώδη στον πολιτικό φιλελευθερισμό και σε κάθε ριζοσπαστικό εγχείρημα ανθρώπινης χειραφέτησης- έννοια του προσώπου. Τούτη η αμφισβήτηση διανοίγει το δρόμο για την There Is No Alternative «κανονικοποίηση» της στέρησης των θεμελιωδέστερων δικαιωμάτων, ακόμα και της «παράπλευρης απώλειας» της ανθρώπινης ζωής στο όνομα της εξυπηρέτησης σκοπών δημοσίου συμφέροντος (όπως η ασφάλεια των εθνικών και ευρωπαϊκών συνόρων).

Εξάλλου, η δράση των διακινητών αναπτύσσεται, εξαιτίας της δραστικής οπισθοχώρησης των κρατών-μελών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και της διεθνούς κοινότητας ευρύτερα, σε επίπεδο αξιών, θεσμών και πολιτικής βούλησης όσον αφορά στην ανθρωπιστική διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί, αφενός, την παντελή έλλειψη ορθολογικού σχεδίου για ασφαλείς μετακινήσεις, επιτάχυνση των διαδικασιών των αιτήσεων ασύλου και των διεργασιών κοινωνικής ένταξης, και, αφετέρου, την πλήρη αδιαφορία για τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν τόσο στις χώρες προέλευσης, όσο και στις μη ασφαλείς τρίτες χώρες που συνορεύουν με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πολιτική επιλογή των κλειστών συνόρων, η οποία φανερώνει την αμηχανία και την απροθυμία τόσο των εθνών-κρατών όσο και της ΕΕ να αντιληφθούν τι πραγματικά συμβαίνει και διακυβεύεται, προκειμένου στη συνέχεια να προχωρήσουν στις απαιτούμενες αλλαγές του θεσμικού πλαισίου και της πρακτικής του εφαρμογής, δημιουργεί τις ιδανικές συνθήκες για την περαιτέρω εξάρτηση των μεταναστευτικών πληθυσμών από τα δίκτυα των διακινητών. Τούτο διότι η εναλλακτική λύση που προτείνεται από τις πολιτικές, μιντιακές κ.λπ. ελίτ για την πάταξη της διακίνησης δεν είναι τα ανοιχτά σύνορα (δηλαδή η υλοποίηση του οικουμενικού δικαιώματος στην ανθρώπινη μετακίνηση) ούτε τουλάχιστον η –πιο ρεαλιστική- πρακτική εναρμόνιση ανάμεσα στη φύλαξη των συνόρων και στον σεβασμό του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου μέσω της διασφάλισης διόδων και σημείων για νόμιμη υποβολή αιτημάτων ασύλου/επικουρικής διεθνούς προστασίας. Αντιθέτως, η προβαλλόμενη εναλλακτική στην παράνομη διέλευση των συνόρων από ανθρώπους εκμεταλλευόμενους από δίκτυα διακινητών είναι η πλήρης απαγόρευση του δικαιώματος στη μετακίνηση, με συντονισμό της αποτρεπτικής δράσης των εθνικών λιμενικών αρχών και του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (FRONTEX). Από τη στιγμή που δεν υφίσταται επί της ουσίας καμία εναλλακτική ασφαλής λύση για τους ανθρώπους που επιθυμούν να διέλθουν τα ευρωπαϊκά σύνορα, προκειμένου να κριθεί το βάσιμο του –νομικά κατοχυρωμένου στη Σύμβαση της Γενεύης και στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ- δικαιώματός τους στο άσυλο, συμπεραίνουμε ότι η διακίνηση προσφύγων και μεταναστών δεν συνιστά το πρόβλημα, αλλά το κύριο αποτέλεσμα της πολιτικής της αποτροπής.

Η δρακόντεια φύλαξη των συνόρων και η στέρηση του οικουμενικού δικαιώματος στη μετακίνηση υλοποιούνται μέσα από τη de facto «νομιμοποίηση» των παράνομων επαναπροωθήσεων ως του realpolitik τρόπου διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος. Η συγκεκριμένη πολιτική πρακτική οδηγεί σε παραβίαση σειράς θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών τρίτων χωρών, άρα και των αντίστοιχων υποχρεώσεων των αρμόδιων οργάνων σε εθνικό, ενωσιακό και διεθνές επίπεδο. Αναλυτικότερα, παραβιάζονται: το δικαίωμα στη ζωή (άρθ. 2 ΕΣΔΑ, άρθ. 2 ΧΘΔΕΕ, άρθ. 5 παρ. 2 Συντ.), η απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης (άρθ. 3 ΕΣΔΑ, άρθ. 4 ΧΘΔΕΕ, άρθ. 7 παρ. 2 Συντ.), η αρχή της μη επαναπροώθησης (άρθ. 33 Σύμβασης της Γενεύης, άρθ. 19 παρ. 2 ΧΘΔΕΕ), το δικαίωμα στο άσυλο (άρθ. 14 Οικουμενικής Διακήρυξης ΟΗΕ, άρθ. 18 ΧΘΔΕΕ), το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια (άρθ. 5 ΕΣΔΑ, άρθ. 6 ΧΘΔΕΕ, άρθ. 5 παρ. 3 και 6 Συντ.), το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή (άρθ. 8 ΕΣΔΑ, άρθ. 7 ΧΘΔΕΕ, άρθ. 9 Συντ.), το δικαίωμα στην αποτελεσματική έννομη προστασία (άρθ. 13 ΕΣΔΑ, άρθ. 19 και 47 ΧΘΔΕΕ, άρθ. 20 Συντ.), το καθήκον διάσωσης στη θάλασσα (άρθ. 98 της Σύμβασης ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας) και η απαγόρευση διακρίσεων (άρθ. 14 ΕΣΔΑ, άρθ. 21 ΧΘΔΕΕ, άρθ. 5 παρ. 2 Συντ.)

Το κυρίαρχο αφήγημα περί των εγκληματικών δικτύων διακίνησης ανθρώπων ως των αποκλειστικά υπεύθυνων για τις πολύνεκρες τραγωδίες στη Μεσόγειο εξυπηρετεί, συνεπώς, την -άλλοτε επιτυχημένη και άλλοτε ανεπιτυχή- συγκάλυψη του θεσμικού, αλληλοτροφοτούμενου με (αντι)κοινωνικό δηλητήριο, ρατσισμού και ξενοφοβίας. Ασφαλώς, οι διακινητές εκμεταλλεύονται με παράνομα μέσα τον ανθρώπινο πόνο, αλλά η πιο θλιβερή πτυχή της τραγωδίας που εκτυλίσσεται στη γειτονιά μας έγκειται στο ότι, παρά την ακραία εκμετάλλευση των προσφύγων-μεταναστών από τους διακινητές, οι τελευταίοι συνιστούν μια διέξοδο για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες προς την ΕΕ, με αποτέλεσμα η διακίνηση να μην καταδικάζεται τόσο ως αυτοτελής ποινικά κολάσιμη πράξη, αλλά ως συμπεριφορά που θέτει υπό διακινδύνευση τις αξίες και τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Αυτός είναι, εξάλλου, και ο άλλοτε ρητός και άλλοτε υπόρρητος δικαιολογητικός λόγος, για τον οποίο η νεοσυντηρητική επικοινωνιακή στρατηγική μονοπωλείται σε τέτοιο βαθμό από την διακηρυγμένη πρόθεση για εξάρθρωση των κυκλωμάτων.

Κατά συνέπεια, η τοποθέτηση του προβλήματος της διακίνησης στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας συνιστά μία συστηματική προσπάθεια προκειμένου να εμπεδωθεί το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα ως παράνομο «δουλεμπόριο», ως υποκινούμενες μετακινήσεις από τρίτες χώρες ή ακόμη και ως συντονισμένες εισβολές-«υβριδικές απειλές». Όπως προαναφέρθηκε, η συστηματική παρουσίασή των μεταναστών ως παραπλανημένων θυμάτων των διακινητών-δουλεμπόρων οδηγεί, αφενός, σε μία λογική αντικειμενοποίησής τους· δηλαδή, στην μη αναγνώρισή τους ως άτομα που φέρουν δικαιώματα και βούληση, και, αφετέρου στην υπεραπλούστευση ενός πολυδιάστου φαινομένου που απαιτεί μία δομικά διαφορετική προσέγγιση. Η διατήρηση αυτού του αφηγήματος και η συνέχιση αυτής της πολιτικής το μόνο που εξυπηρετεί στην πράξη είναι η ακόμα βαθύτερη συντηρητικοποίηση των κοινωνιών του λεγόμενου δυτικού κόσμου, η αναζωπύρωση ακραίων εθνικιστικών, alt-right και ξενοφοβικών μορφωμάτων και η περαιτέρω εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου πόνου.

Γ. Η απάνθρωπη μεταχείριση στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας και στ’ ανοιχτά της Πύλου

Στο σημείο αυτό, εν είδει παρέκβασης και κατακλείδας, αξίζει να αναφερθούμε στην καταφανή αντίστιξη ανάμεσα στην ψευδή αντικειμενικοποίηση των ανθρώπων (δήθεν «ενεργούμενων» των διακινητών) στο πολύνεκρο ναυάγιο και στην επίμονη άρνηση των ελληνικών διοικητικών και δικαστικών αρχών να αναγνωρίσουν την εκμετάλλευση μεταναστών χωρίς χαρτιά στα ματωμένα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας ως εμπορία ανθρώπων και αναγκαστική εργασία, δηλαδή ως πρόδηλη μορφή αποστέρησης της ανθρώπινης ελευθερίας.

Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της εν λόγω υπόθεσης, οι πολίτες Μπανγκλαντές που προσελήφθησαν χωρίς άδεια εργασίας για τη συγκομιδή φραουλών εποπτεύονταν από ένοπλους άνδρες και ζούσαν σε πρόχειρα καταλύματα, χωρίς τουαλέτες ή τρεχούμενο νερό. Κατέβηκαν σε απεργία ζητώντας την καταβολή των απλήρωτων μισθών τους χωρίς αποτέλεσμα. Φοβούμενοι ότι δεν θα πληρωθούν, μεγάλο μέρος των εργαζομένων σε συνθήκες δουλείας κατευθύνθηκαν προς τους εργοδότες τους, απαιτώντας την καταβολή των δεδουλευμένων  τους. Ένας από τους ένοπλους φρουρούς άνοιξε πυρ, τραυματίζοντας σοβαρά 30 εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένων 21 από τους εν συνεχεία προσφεύγοντες ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Η καταγγελία τους ενώπιον του Εισαγγελέα της Αμαλιάδας απορρίφθηκε με το επιχείρημα ότι οι εάν όντως είχαν υπάρξει θύματα εμπορίας ανθρώπων και αναγκαστικής εργασίας, θα είχαν προχωρήσει ήδη σε καταγγελία στις αστυνομικές αρχές και δεν θα συνέχιζαν να παρέχουν την εργασία τους. Μετά την αθωωτική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πατρών και την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων, η υπόθεση έφτασε στο Δικαστήριο του Στρασβούργου. Η απόφαση του ΕΔΔΑ ήταν κόλαφος απέναντι στα αρμόδια όργανα της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας στη χώρα μας, καταλογίζοντάς τους αποτυχία αποτελεσματικής διερεύνησης της υπόθεσης και προδήλως εσφαλμένη μη υπαγωγή των άθλιων συνθηκών ζωής και εργασίας των προσφευγόντων στις –νομικά κολάσιμες και ηθικοπολιτικά αποτρόπαιες- πράξεις της εμπορίας ανθρώπων και της αναγκαστικής εργασίας (άρθρο 4 παρ. 2 ΕΣΔΑ).

Εκθέτοντας με διαφωτιστικό τρόπο την έννοια του εξαναγκασμού, στη σκέψη 96 της δικαιοδοτικής του κρίσης στην εν λόγω υπόθεση Chowdury κ.λπ. κατά Ελλάδας («υπόθεση Μανωλάδας»), το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι «… όταν ένας εργοδότης κάνει κατάχρηση της εξουσίας του ή αποκομίζει όφελος από την ευάλωτη κατάσταση των εργατών του προκειμένου να τους εκμεταλλευθεί, αυτοί δεν προσφέρουν την εργασία τους οικειοθελώς. Η προηγούμενη συναίνεση του θύματος δεν αρκεί για να αποκλείσει τον χαρακτηρισμό μιας εργασίας ως αναγκαστικής».

Εν κατακλείδι, οδηγούμαστε στο οδυνηρό συμπέρασμα ότι είτε στην περίπτωση της απώλειας ζωών κατά την αποτυχημένη διέλευση των συνόρων είτε στην περίπτωση της εκμεταλλευτικής εργασίας και εμπορίας ανθρώπων σε βάρος των «τυχερών» που κατάφεραν να φτάσουν σε μια νέα κόλαση-«Γη της Επαγγελίας», δηλαδή είτε στην περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεων των κρατών-μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μη θέτουν υπό διακινδύνευση το αναφαίρετο δικαίωμα στην ανθρώπινη ζωή (άρθ. 2 ΕΣΔΑ) είτε στην περίπτωση παραβίασης της απαγόρευσης αναγκαστικής εργασίας (άρθ. 4 παρ. 2 ΕΣΔΑ) ως αποστέρησης μιας από τις βασικότερες εκφάνσεις της ελευθερίας του προσώπου αντίστοιχα, κοινή συνισταμένη της θεσμικής, φτωχοξενοφοβικής στρατηγικής είναι η –διά πράξεων ή παραλείψεων- διαρκής έκθεση των ευάλωτων «άλλων» σε συνθήκες που προσιδιάζουν σε απάνθρωπη-εξευτελιστική μεταχείριση, η οποία απαγορεύεται απολύτως σύμφωνα με το άρθ. 2 παρ. 1 Συντ. και με το άρθ. 3 ΕΣΔΑ.

Ο Σπύρος Μαλάμης είναι πολιτικός επιστήμονας, ΜΔΕ Πολιτικής Θεωρίας ΑΠΘ. Ο Θωμάς Ψήμμας είναι δρ. Φιλοσοφίας του Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…