«Σάλος» και «σκάνδαλο» έχει προκληθεί, διαβάζω, μετά την αποκάλυψη πως ένας ανταποκριτής που υποτίθεται ότι συνδεόταν ζωντανά με το στούντιο της ΕΡΤ από τη Μόσχα, δεν ήταν στη Μόσχα αλλά στην Κυψέλη.
Φαντάζομαι πως δεν ήμουν η μόνη που στο άκουσμα αυτής της είδησης αναρωτήθηκα: εγώ θα πάω ποτέ στη Μόσχα;
Για κάποιους από μας, ένα ταξίδι στη Μόσχα είναι μια βαθιά, ανεκπλήρωτη επιθυμία. Στις «Τρεις Αδερφές» του Τσέχωφ, η Μόσχα γίνεται το ξεκαρδιστικό μοτίβο της ανεκπλήρωτης επιθυμίας των χαρακτήρων, που νιώθουν να τις πνίγει η καθημερινότητα στην επαρχιακή τους πόλη. Η μικρότερη αδερφή, Ιρίνα, θεωρεί πως η Μόσχα είναι ό,τι πιο υπέροχο υπάρχει στη γη. Άμα βγει η πασιέντζα, λέει, σημαίνει ότι θα γυρίσουν τελικά εκεί. Η μεσαία αδερφή, Μάσα, είναι σίγουρη πως, αν ζούσε στη Μόσχα, δεν θα την ένοιαζε τι καιρό κάνει, πράγμα περίεργο με δεδομένο ότι η μοσχοβίτικη θερμοκρασία πέφτει για μήνες κάτω απ’ το μηδέν. Ο αδερφός τους Αντρέι, πιστεύει πως στα εστιατόρια της Μόσχας που δεν ξέρεις κανέναν, δε νιώθεις μοναξιά, σε αντίθεση με την επαρχία που ξέρεις όλους τους θαμώνες. Η ατάκα αποκτά νόημα αναδρομικά και ως μεταφορά για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
H δυνατότητα να ταξιδέψω στη Μόσχα ήταν, θεωρητικά τουλάχιστον, διαθέσιμη για σχεδόν τριανταπέντε χρόνια. Για το ότι δεν το έκανα, δεν μου φταίει ούτε ο ανταποκριτής της ΕΡΤ, ούτε ο διευθυντής της Κωνσταντίνος Ζούλας, ούτε καν ο Φράνσις Φουκουγιάμα. Επαναπαύτηκα χωρίς να το καταλαβαίνω στο «τέλος της ιστορίας», στην εικονική πραγματικότητα της φιλίας ανάμεσα σε Δύση και Ρωσία, όπως κάποιοι πίστεψαν ότι η βιβλιοθήκη που φαινόταν πίσω απ’ τον ανταποκριτή της ΕΡΤ είχε αγοραστεί στο ΙΚΕΑ Ρωσίας – το οποίο, παρεμπιπτόντως, έχει ήδη κλείσει «προσωρινά» τα παραρτήματά του εκεί.
Είναι φυσικά κωμική η στεναχώρια μου και όχι μόνο γιατί άνθρωποι εκτοπίζονται και σκοτώνονται στην Ουκρανία λόγω της παράνομης ρωσικής εισβολής. Είναι κωμική με τον τρόπο που είναι η αγανάκτηση για την ΕΡΤ, αλλά και η έντονη διαμαρτυρία μας πριν δυο εβδομάδες για την ακύρωση της ζωντανής διαδικτυακής αναμετάδοσης της παράστασης των Μπαλέτων Μπολσόι από την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. Γιατί ενώ ένα τεράστιο, νέο «σιδηρούν παραπέτασμα» υψώνεται, εμείς το συζητάμε σαν να ήταν φράχτης.
Δυτικά μέσα ενημέρωσης έχουν ήδη αποσύρει τους δημοσιογράφους τους απ’ τη Μόσχα, μετά από ψήφιση νόμου που ποινικοποιεί τα fake news. Πόσο καλύτερη ανταπόκριση θα έκανε ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ υπό αυτές τις συνθήκες άραγε, αν αντί για την Κυψέλη, ζούσε σε μια γειτονιά κοντά στο Κρεμλίνο; Το youtube έχει μπλοκάρει δίκτυα χρηματοδοτούμενα απ’ το ρωσικό κράτος, το οποίο αναστέλλει ή περιορίζει τη λειτουργία μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπως το instagram και το facebook, και επιβάλλει κυρώσεις στο google. Πανεπιστήμια, οργανισμοί και εταιρείες, απ’ το Χόλιγουντ ως την Αθήνα, κόβουν τους δεσμούς τους με τη Ρωσία.
Σύντομα ίσως να μην μπορούμε να παρακολουθούμε την παραγωγή τέχνης της Ρωσίας όχι μόνο σε livestream, αλλά ούτε σε μαγνητοσκόπηση, ούτε καν σε φωτογραφίες. Δε θα χαρούμε όχι μόνο παράσταση των Μπολσόι, αλλά ούτε το κτίριο στο google maps. Δε θα στέλνουμε ημέιλ σε Ρώσους, ούτε ένα λάικ δε θα μπορούμε να κάνουμε σε ρώσικη γατούλα που αποκλείστηκε από Δυτικά καλλιστεία.
Το παραπέτασμα είναι πιο σιδηρούν για όσους, Ρώσους και μη, δραπετεύουν λόγω της αστυνομικής καταστολής της κυβέρνησης Πούτιν, για όσους έχουν αγαπημένους ανθρώπους εκεί, αλλά και για τους μετανάστες στη Δύση, που απολύονται, αποκόβονται από χρηματοδοτήσεις, ή δέχονται απειλές και βανδαλισμούς στις επιχειρήσεις τους. Για τους υπόλοιπους είναι ταξιδιωτικό και διαδικτυακό κυρίως, αλλά και ως τέτοιο, πονάει.
Ο Τσέχωφ δίνει τον μονόλογο του τέλους στην μεγαλύτερη αδερφή, Όλια. Η Όλια δεν μιλάει πια για φυγή στη Μόσχα –αυτό είναι σαφές πλέον ότι δε θα συμβεί– αλλά για θάνατο. «Θα ‘ρθει καιρός που θα φύγουμε κι εμείς για πάντα και θα μας ξεχάσουν». Τα βάσανά τους όμως, προσθέτει, ίσως γίνουν χαρά για τους επόμενους ανθρώπους. Ο ηλικιωμένος στρατιωτικός γιατρός Τσιμπουτίκιν σιγοτραγουδά και μονολογεί: «δε βαριέσαι». Η αυλαία πέφτει.
Είναι ώρα να παραδεχτούμε ότι στη Μόσχα, αδερφές μου, δε θα πάμε ποτέ ούτε εμείς, ούτε η Ιρίνα, ούτε η Λίνα. Η Λίνα είπε κάτι σωστό στη Βουλή προχτές, έστω και κατά λάθος. «Δεν γίνεται να είμαστε αμέτοχοι». Έδειξε έτσι το μέλλον. Αμέτοχοι θα είμαστε φυσικά, απομακρυσμένοι, σε άλλα δρομολόγια αεροπλάνων, σε χωριστά εστιατόρια, σε διαφορετικά zoom. Δε βαριέσαι όμως, όπως θα έλεγε και ο Τσιμπουτίκιν. Κάποιοι άνθρωποι στο μέλλον, όταν εμείς θα έχουμε φύγει και ξεχαστεί, ίσως απ’ όλα αυτά να πάρουν χαρά. Στο μέλλον, λέει η Όλια, «η ειρήνη και ευτυχία θα σκεπάσουν τη γη».