Η πρόταση για εκλογή προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ από τη βάση αποφεύγει εύλογα μια λέξη που θα δημιουργούσε αρνητικούς συνειρμούς. Όπως και αν παρουσιάζεται, όμως, αυτό που προτείνει ο Αλέξης Τσίπρας είναι ουσιαστικά ένα εσωκομματικό δημοψήφισμα.

Μολονότι επιδιώκουν την καθολική συμμετοχή, τα δημοψηφίσματα δεν σημαίνουν περισσότερη δημοκρατία – ακόμα και αν αυτή ακριβώς επικαλούνται. Υπερασπιζόμενος στην Κυριακάτικη Αυγή την πρότασή του να εκλεγεί, αντί του συνεδρίου, από εσωκομματικό δημοψήφισμα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει: «Δεν πιστεύω στο προνόμιο των λίγων να επιλέγουν με ορθότερα κριτήρια έναντι των πολλών που δεν ξέρουν[:]  το επιχείρημα αυτό προσομοιάζει με το αντίστοιχο της αριστοκρατίας, που δεν επιθυμούσε το δικαίωμα ψήφου να γίνει καθολικό διότι οι πολλοί δεν ήξεραν να ψηφίσουν ορθά, όπως ήξεραν οι ευγενείς».

Ο …δημοκράτης Ναπολέων

Τα πράγματα με τα δημοψηφίσματα είναι, ωστόσο, πιο σύνθετα: Τον Μάρτιο του 1802, όταν η Βρετανία τερμάτιζε τον πόλεμο με τη Γαλλία υπογράφοντας τη συνθήκη της Αμιένης, ο Ναπολέων Βοναπάρτης, με αναβαθμισμένο πλέον κύρος, οργάνωνε και κέρδιζε σχεδόν παμψηφεί –αν και με αποχή άνω του 40%– δύο δημοψηφίσματα: ένα τον Μάιο του 1802 («να ανακηρυχθεί ο Ναπολέων Βοναπάρτης Ισόβιος Ύπατος;») και ένα το 1804 («θέλει ο λαός ως Αυτοκράτορα τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη;»).

Δεν επρόκειτο, φυσικά, για θρίαμβο της άμεσης δημοκρατίας – αυτής που υποστήριζε ο Ρουσσώ: ο Ναπολέων (και όχι ο λαός) προκήρυσσε το δημοψήφισμα, ο Ναπολέων (όχι ο λαός) έθετε το ερώτημα, ο Ναπολέων (όχι ο λαός) αποκτούσε υπερεξουσίες στο εσωτερικό. Γι’ αυτό εξάλλου, επειδή δηλαδή ο Ναπολέων εκχωρούσε την ψήφο, όχι όμως και την άσκηση της εξουσίας, τα δημοψηφίσματα ονομάστηκαν «ναπολεόντεια» – όχι «λαϊκά». Για παρεμφερείς λόγους, σε άλλο επίπεδο, θεωρούμε καλύτερο να ψηφίζουμε κόμματα, δηλαδή συγκροτημένες προτάσεις διαχείρισης των δημόσιων υποθέσεων, αντί να εκλέγουμε απευθείας πρωθυπουργό ή πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Η εμπειρία του 2013-2015

Η αλλαγή του καταστατικού, και δη του τρόπου εκλογής του προέδρου   του, δεν υπήρξε αίτημα οργανώσεων ή μελών του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ήταν τέτοιο αίτημα ούτε το 2013, όταν και πάλι ο πρόεδρός του πρότεινε να τον εκλέξει σώμα ευρύτερο από την Κεντρική Επιτροπή και, παράλληλα, να περιοριστεί καταστατικά η λειτουργία των τάσεων που θα τον αντιπολιτεύονταν (σε όλα τα κόμματα, η «συμπολιτευόμενη» τάση αναγορεύεται σε σύμβολο της ενότητας του κόμματος, εξού και ο δικός της περιορισμός δεν απασχολεί ρητά κανέναν). Τι σήμαινε εκείνη η επιλογή του 2013, το έβλεπε κανείς στην προεκλογική καμπάνια του 2014 και στη σχέση κόμματος και κυβέρνησης το 2015. Τότε μπορούσε ακόμα να υποτιμάται, γιατί τότε ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε ακόμα να τραβά προς το μέρος του ένα ορισμένο κοινό της Κεντροαριστεράς. Σήμερα, όμως, η φορά προς τα αριστερά έχει αντιστραφεί: τώρα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που ρυμουλκείται προς το Κέντρο – και η σύγχυση, αν πρέπει στην Κουμουνδούρου να πανηγυρίζουν τη νίκη τον Πορτογάλων Σοσιαλιστών, ενώ η πορτογαλική Αριστερά συνετρίβη, είναι ένας μόνο από τους πολλούς σχετικούς δείκτες γι’ αυτή την αντιστροφή της φοράς.

Υπολογισμός ενόψει πιθανής ήττας

Επιπλέον –και σε αντίθεση με τη Γαλλία του Βοναπάρτη–, η πρόταση για εσωκομματικό δημοψήφισμα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έρχεται την επομένη κάποιας μεγάλης νίκης, αλλά ενόψει διαφαινόμενης ήττας. Μπορεί στην Κουμουνδούρου να μέμφονται δικαίως τις δημοσκοπήσεις ως αναξιόπιστες. Όμως, το μεν επιχείρημα για την αναξιοπιστία τους καλλιέργησε την συλλογική ψευδαίσθηση ότι, και τον Ιούλιο του 2019, οι εκλογές «παίζονταν στα ίσα». Ακόμα, δε, και οι δημοσκοπήσεις που παραγγέλνουν Μέσα φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζουν την αξιωματική αντιπολίτευση σταθερά κοντά στις 10 μονάδες πίσω από τη ΝΔ. Είναι ενδεικτικό ότι, παρά το κυβερνητικό βατερλό της «Ελπίδας», που αναδείχτηκε στη συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας στη Βουλή, «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει να αποκόμισε οφέλη», όπως σημειώνει ο Άγγελος Σεριάτος της ProRata στην Εποχή (6.2.2022). Όλα αυτά είναι, φυσικά, σε γνώση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και η πρότασή του είναι απολύτως ορθολογική: αν έχεις εκλεγεί τον Απρίλιο ή τον Μάιο από 60.000 μέλη, είναι μάλλον απίθανο να σε αμφισβητήσουν λίγους μήνες μετά, σε περίπτωση δεύτερης συνεχόμενης ήττας από τη ΝΔ σε εθνικές εκλογές.

Η λογοδοσία αναβάλλεται

Ενόψει πιθανής ήττας είναι που προτείνεται στο συνέδριο η αλλαγή του τρόπου εκλογής της ηγεσίας: ακόμα και για την πιο αισιόδοξη στρουθοκάμηλο, η αποσιώπηση της πιθανότητας αυτής δεν αναιρεί το σοβαρό ενδεχόμενο. Όμως, με το να προσωποποιείται το διακύβευμα του συνεδρίου του Απριλίου, η ερμηνεία της καθήλωσης και της πιθανής ήττας αποπολιτικοποιείται: Αν το μείζον είναι πώς θα εκλεγεί  ο πρόεδρος, δεν υπάρχει χώρος και χρόνος να λογοδοτήσει η ηγεσία για την πολιτική που όλα αυτά τα χρόνια –με αξιοσημείωτες ανοχές στο εσωτερικό– καθήλωσε δημοσκοπικά τον ΣΥΡΙΖΑ παρότι τον διεύρυνε προς ένα Κέντρο που χωρά όσους δεν είναι ΝΔ, ρευστοποίησε τη λειτουργία των οργανώσεων, μετέτρεψε τις διεθνείς συμμαχίες σε υποστήριξη «όσων νικάνε», νεκρανάστησε το ΚΙΝΑΛ και απάλειψε από την ατζέντα θέματα αντιδημοφιλή στα «μεσαία στρώματα» (προοδευτική φορολογία, σύγκρουση με τον ιδιωτικό τομέα, αντιεθνικισμός και αντιμιλιταρισμός, αλληλέγγυα υποδοχή των προσφύγων). Επιβάλλοντας την εκλογή προέδρου στη συνεδριακή ατζέντα, το συνέδριο δύσκολα θα μπορέσει να συζητήσει γιατί η «προοδευτική» διακυβέρνηση έφτασε να εξαρτάται από τον τσάι-και-συμπάθεια Ανδρουλάκη ή προς τι η ασάφεια Τσίπρα (βλ. συνέντευξη στην Αυγή) όσον αφορά την απεύθυνση σε ΜΕΡΑ25 και ΚΚΕ. Κάπως έτσι, αυτά που προτεραιοποιούνται και εκείνα που δεν λέγονται, δημιουργούν σήμερα τοξική εσωστρέφεια στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ (βλ. διαδικτυακό «μπούλινγκ» κατά του Νίκου Φίλη).

Μετατρέποντας εγνωσμένα σε βασική ύλη της προσυνεδριακής συζήτησης ένα ζήτημα εσωκομματικής λειτουργίας, ο Τσίπρας δηλώνει ότι η ηγετική λειτουργία στον ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί θέση ευθύνης και υπηρεσίας, αλλά θέση ισχύος –προσωποποιημένης ισχύος–, όπως στα κόμματα που ταυτίζονται με το κράτος, γι’ αυτό και ο πρόεδρός τους –ως πρώην, εν αναμονή ή εν ενεργεία αρχηγός κράτους–, είναι στο εσωτερικό τους ένα είδος μονάρχη. Διατυπωμένο από πρόεδρο κοινοβουλευτικού κόμματος, που μάλιστα υπερασπίζεται και θεωρητικά τον συνδυασμό άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας, το επιχείρημα «στα μέλη του κόμματος οφείλουμε να λογοδοτούμε, όχι στους αντιπροσώπους τους», θυμίζει ακριβώς το «Ισχύς μου η αγάπη του λαού», σύνθημα ευρωπαϊκών μοναρχιών κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα.

Συνέδριο για το πρόγραμμα ή για τον πρόεδρο;

Η εσωκομματική εξουσία μπαίνει, έτσι, πάνω απ’ τη συζήτηση για το κυβερνητικό πρόγραμμα: Αν επέλεγε άλλη ατζέντα, ο Τσίπρας θα χρειαζόταν να εξηγήσει πώς θα επιβληθεί το 35ωρο, όταν η κατάργηση του 8ωρου υπήρξε προϋπόθεση για την ένταξη της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης· γιατί η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ αυτή τη φορά δεν θα «αποσταθεροποιήσει την αγορά και τις μικρές επιχειρήσεις» (με το επιχείρημα αυτό είχε αναβληθεί προ 7ετίας η αύξηση στα 751 ευρώ)· με ποιους φόρους θα υποστηριχθούν οι απολύτως αναγκαίες προσλήψεις στο Δημόσιο, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εξαγγέλλει σχεδόν αποκλειστικά φοροελαφρύνσεις· πώς θα ενισχυθεί η κοινωνική κατοικία, ενόψει πλειστηριασμών και γενίκευσης της ενεργειακής φτώχειας· πώς θα στηριχθούν οι κακοποιημένες γυναίκες (ελλείψει δομών) και οι άνεργοι (όταν ο υποστελεχωμένος ΟΑΕΔ «ακούει» κατά κανόνα δυνατότερα τις ανάγκες των εργοδοτών).

Γι’ αυτά δεν είναι που πρέπει να φύγει η Δεξιά;

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…