Ο Λούλα χαιρετά τους υποστηρικτές του έξω από το Συνδικάτο Μεταλλουργών ABC στις 9 Νοεμβρίου 2019, στο Σάο Μπερνάντο ντο Κάμπο της Βραζιλίας, μετά την απελευθέρωσή του από τη φυλακή (Pedro Vilela / Getty Images).

Οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές στη Βραζιλία αφήνουν δύο επιλογές: τέσσερα ακόμη χρόνια της αντιδραστικής, διεφθαρμένης και δεξιάς κυβέρνησης του Χαϊρ Μπολσονάρου ή την επιστροφή του προέδρου που άλλαξε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τη χώρα, του Λούλα ντα Σίλβα.

Πηγή: Jacobin Latin America (10.9.22) | Μετάφραση: Α.Λ.

Η επιλογή που έχουν μπροστά τους οι Βραζιλιάνοι ψηφοφόροι στις 2 Οκτωβρίου δεν θα μπορούσε να είναι πιο επείγουσα: τέσσερα ακόμη χρόνια με τον Χαϊρ Μπολσονάρου, τον θεοσεβούμενο, δεξιό λαϊκιστή, λάτρη των όπλων, που άφησε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να πεθάνουν από τον COVID-19 και πέτυχε επίπεδα ρεκόρ καταστροφής του τροπικού δάσους του Αμαζονίου, ή επιστροφή τουΛουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, του εμβληματικού ηγέτη του Εργατικού Κόμματος (PT) που κυβέρνησε τη Βραζιλία από το 2003 έως το 2010.

Ενώ οι δύο θητείες του Λούλα εξασφάλισαν σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και πολλές προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, οι κατηγορίες για διαφθορά (γενικά αβάσιμες, που όμως μετατράπηκαν σε όπλο από τη Δεξιά) και το δικαστικό πραξικόπημα κατά της διαδόχου του, Ντίλμα Ρούσεφ, τροφοδότησαν μια αντιδραστική δυναμική που τελικά έφερε τον Μπολσονάρου στην εξουσία το 2018. Από τότε που ανέλαβε την προεδρία, ο Μπολσονάρου εργάστηκε σταθερά για να ιδιωτικοποιήσει ό,τι μπορούσε, να διαλύσει τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας που θέσπισε το PT και να προωθήσει μια τοξική ατμόσφαιρα σοβινισμού και μνησικακίας.

Ο Λούλα, ο οποίος επιστρέφει μετά τη φυλάκισή του για κατασκευασμένες κατηγορίες διαφθοράς, πριν από τέσσερα χρόνια, έχει ξεκινήσει καμπάνια για να «νικήσει την απειλή του ολοκληρωτισμού» και να «ανοικοδομήσει και να μεταμορφώσει τη Βραζιλία». Είναι σαφές, λοιπόν, ότι το διακύβευμα αυτών των εκλογών είναι υψηλό.

Με ελάχιστο χρόνο να απομένει για την προσφυγή στις κάλπες, η οικοσοσιαλίστρια Σαμπρίνα Φερνάντες μίλησε στον Λόρεν Μπάλχορν (Loren Balhorn) του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, για το ζοφερό ιστορικό του Μπολσονάρου, την κατάσταση της αντιπολίτευσης και τι μπορεί να μάθει η Αριστερά από τη συσσωρευμένη εμπειρία της Βραζιλίας στην οικοδόμηση ισχυρών κοινωνικών κινημάτων και την κατάληψη της κρατικής εξουσίας.

Η προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές ξεκίνησε επίσημα πριν από αρκετές εβδομάδες. Όλα δείχνουν ότι θα είναι μια αποφασιστική στιγμή: ο Μπολσονάρου διεκδικεί την επανεκλογή του απέναντι στον πρώην πρόεδρο του PT Λούλα ντα Σίλβα. Πόσο άλλαξε η Βραζιλία κατά τη διάρκεια της τετραετούς θητείας του Μπολσονάρου;

Αν θυμηθούμε τους προηγούμενους προέδρους της Βραζιλίας, ένας από αυτούς, ο Ζουσελίνο Κούμπιτσεκ (Juscelino Kubitschek) (1), υποσχέθηκε να αναπτύξει τη χώρα πενήντα χρόνια σε μια πενταετία. Με τον Μπολσονάρου φαίνεται ότι γυρίσαμε σαράντα χρόνια πίσω, σε μια τετραετία.

Δεν είναι μόνο δικό του επίτευγμα. Έφτασε στην εξουσία μετά το πραξικόπημα κατά της Ντίλμα Ρούσεφ. Ο προσωρινός πρόεδρος που προηγήθηκε, ο Μισέλ Τεμέρ, είχε αρχίσει να εφαρμόζει μια ατζέντα λιτότητας και αντιμεταρρυθμίσεων κατά των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των συντάξεων. Ο Μπολσονάρου έφτασε με ένα σχέδιο για την περαιτέρω διάλυση του Κράτους, όπως έκανε με την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων. Οι υποστηρικτές του Μπολσονάρου θεωρούν ότι η διαχείριση του υπουργού Οικονομίας του, Πάουλο Γκουέντες (Paulo Guedes), είναι σχετικά επιτυχής αλλά, στην πραγματικότητα, το αρχικό σχέδιο της κυβέρνησης ήταν να προχωρήσει σε περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις, για παράδειγμα της Correios, της ταχυδρομικής υπηρεσίας της Βραζιλίας, ή της Petrobras, της εθνικής εταιρείας πετρελαίου.

Όταν χτύπησε η πανδημία, ο Μπολσονάρου κατέστησε σαφή τον στόχο του: να σταματήσει το Κράτος να βοηθά τον πληθυσμό. Το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης της Βραζιλίας χωρίζεται στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και η πανδημία θα έπρεπε να είναι η στιγμή για να καταδειχθεί η σημασία της δημόσιας υγείας. Όμως, μετά το σχέδιο λιτότητας που εφάρμοσε ο Τεμέρ και εμβάθυνε ο Μπολσονάρου, η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν είχε χρήματα. Η λιτότητα ξεκίνησε πριν από την εκλογή του Μπολσονάρου, αλλά με το επιχείρημα ότι εξελέγη «δημοκρατικά», υιοθέτησε την εντολή να την εμβαθύνει.

Δημοκρατικά; Κέρδισε τις εκλογές χωρίς να κλέψει, έτσι δεν είναι;

Ναι, αλλά είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί ότι στις εκλογές του 2018 υπήρξε μεγάλη διαφθορά και ένα επίπεδο ψευδών ειδήσεων (fake news) που δεν είχαμε ξαναδεί. Ο Μπολσονάρου χρησιμοποίησε την τακτική του Στιβ Μπάνον για να χειραγωγήσει το εκλογικό σώμα. Υπό αυτή την έννοια, οι μηχανισμοί των εκλογών ήταν δίκαιοι –ο κόσμος ψήφισε πράγματι τον Μπολσονάρου– αλλά η ίδια η εκστρατεία ήταν μια επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα.

Θα λέγατε ότι ο Μπολσονάρου έχει μια συνεκτική ιδεολογική ατζέντα ή είναι περισσότερο ένας καιροσκόπος που εκτελεί τις εντολές του βραζιλιάνικου κεφαλαίου;

Νομίζω ότι ο καλύτερος χαρακτηρισμός για τον Μπολσονάρου είναι αυτός του συντηρητικού φιλελεύθερου. Το οποίο είναι αρκετά αστείο, διότι οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί της Βραζιλίας τσακώνονται εδώ και τέσσερα χρόνια γι αυτόν τον τύπο: «Όχι, δεν είναι μαζί μας. Είναι απλώς συντηρητικός», λένε οι πρώτοι, ενώ οι δεύτεροι «Όχι! Δεν είναι τόσο συντηρητικός όσο θα έπρεπε».

Το αν θα πρέπει να τον αποκαλούμε «φασίστα», «πρωτοφασίστα» ή «νεοφασίστα» είναι μια ακαδημαϊκή συζήτηση. Ο Μπολσονάρου σίγουρα παίζει με το φασιστικό φαντασιακό, έχει μια βάση υποστήριξης νεοναζί και παρατηρούμε ότι αυτές οι ομάδες αυξάνονται στη Βραζιλία. Οι κλασικοί φασίστες τρέφουν μεγάλη συμπάθεια για τον Μπολσονάρου και αυτός δεν έκανε τίποτα για να τους αποκηρύξει. Ορισμένα στοιχεία της ιδεολογικής του πλατφόρμας μοιάζουν με τον κλασικό φασισμό, όπως ο τρόπος με τον οποίο απευθύνεται στις μάζες με θρησκευτική, χριστιανική ευαγγελική ρητορική.

Ταυτόχρονα όμως δεν είναι και μεγάλος υποστηρικτής του προστατευτισμού. Η οικονομική του ατζέντα βασικά είναι να παίξει υπέρ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Υπό αυτή την έννοια, είναι σημαντικό να σημειωθεί η σύνδεσή του με τον Ντόναλντ Τραμπ. Όταν ο Τραμπ ήταν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Μπολσονάρου θεωρούσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η κύρια επαφή του στην περιοχή. Ας θυμηθούμε ότι βγαίναμε από τη ροζ παλίρροια. Πολλές δεξιές κυβερνήσεις έπαιρναν την εξουσία σε όλη τη Λατινική Αμερική –για παράδειγμα η Αργεντινή και η Χιλή– και  μετά ήρθε το πραξικόπημα στη Βολιβία. Ο Μπολσονάρου αισθάνθηκε ότι ήταν μέρος αυτής της τάσης.

Όσον αφορά τη διεθνή καπιταλιστική τάξη, ο Μπολσονάρου εξασφάλισε κέρδη για όσους κατείχαν ξένα ομόλογα των βραζιλιάνικων εταιρειών και εγγυήθηκε στους ξένους επενδυτές πρόσβαση στη βραζιλιάνικη γη. Όμως, κατά τη διάρκεια αυτών των τεσσάρων ετών, πιο ευτυχισμένη από όλους, ήταν η παραδοσιακή βραζιλιάνικη ελίτ, ιδίως όσοι δραστηριοποιούνται στον τομέα της αγροτικής επιχειρηματικότητας (agronegocio). Δηλαδή, παρόλο που ο Μπολσονάρου δεν είναι παραδοσιακός οπαδός του προστατευτισμού, όλο αυτό το διάστημα υπηρέτησε τα συμφέροντα της εθνικής καπιταλιστικής τάξης.

Πώς ήταν η κατάσταση για την εργατική τάξη κατά τη διάρκεια της προεδρίας του; Ανέτρεψε πλήρως τις κοινωνικές κατακτήσεις της κυβέρνησης Λούλα;

Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Λούλα κατά την πρώτη του θητεία ήταν το πρόγραμμα για την καταπολέμηση της πείνας στη Βραζιλία. Η Βραζιλία είχε ιστορικά πρόβλημα επισιτιστικής ανασφάλειας και ο Λούλα έθεσε το πρόβλημα αυτό ως μία από τις προτεραιότητές του. Ξεκίνησε ένα πρόγραμμα με την ονομασία Fome Zero (μηδενική πείνα), το οποίο συνδύαζε προγράμματα σχολικής σίτισης, την επέκταση των εθνικών αποθεμάτων τροφίμων για τη ρύθμιση των τιμών, τις πιστώσεις και τις μεταβιβάσεις εισοδήματος. Ο Λούλα είναι πολύ περήφανος για αυτές τις πρωτοβουλίες, και το Bolsa Família (2) είναι ίσως το πιο επιτυχημένο παγκοσμίως πρόγραμμα μεταφοράς μετρητών υπό όρους, τόσο πολύ που η Παγκόσμια Τράπεζα το χρησιμοποιεί ως πρότυπο. Μπορεί να μην ήταν τόσο ριζοσπαστικό, αλλά ήταν πολύ σημαντικό.

Τώρα, υπό την κυβέρνηση Μπολσονάρου, η Βραζιλία έχει επιστρέψει σε κατάσταση σοβαρής επισιτιστικής ανασφάλειας. Αυτό αντικατοπτρίζεται στις στατιστικές, αλλά αρκεί να κοιτάξετε γύρω σας για να δείτε ότι υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια και μαζεύουν κόκαλα έξω από τα κρεοπωλεία επειδή δεν μπορούν να πληρώσουν για το φαγητό τους.

Οι δολοφονίες ιθαγενών ηγετών έχουν επίσης αυξηθεί. Η Βραζιλία αποτελούσε πάντα ένα επικίνδυνο περιβάλλον για τους ιθαγενείς και περιβαλλοντικούς ακτιβιστές, αλλά επί Μπολσονάρου η κατάσταση χειροτέρεψε. Αυτό συνδυάζεται με την καταστροφή της φύσης γενικότερα: το τροπικό δάσος της Αμαζονίας αποτελούσε χώρο απορρόφησης άνθρακα, αλλά τώρα εκπέμπει άνθρακα λόγω των αλλαγών στη χρήση της γης και της αποψίλωσης των δασών. Ο Μπολσονάρου είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για όλα αυτά. Η έμφυλη βία επίσης έχει αυξηθεί ανησυχητικά.

Από όλες τις απόψεις, παρατηρείται επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων. Δεν είναι μόνο οι περισσότεροι από 600.000 άνθρωποι που πέθαναν κατά τη διάρκεια της πανδημίας ή η καθυστέρηση του Μπολσονάρου να ξεκινήσει την εκστρατεία εμβολιασμού ή η άρνησή του να λάβει επαρκή μέτρα για να σταματήσει η κυκλοφορία του ιού. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνδυάζονται με άλλους σε μια κυβέρνηση που βασίζεται στη νεκροπολιτική.

Αν ο Μπολσονάρου ήταν τόσο καταστροφικός, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την άφιξή του στην κυβέρνηση; Πώς κατάφερε να νικήσει έναν συνασπισμό που ήταν πολύ δημοφιλής και επιτυχημένος; Εξάλλου, δεν διαθέτει καν έναν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο πολιτικό μηχανισμό.

Υπάρχει μια κοινή εξήγηση που συνδέεται με πολλές από τις αναλύσεις σχετικά με τη ροζ παλίρροια και την έκρηξη των commodities (εμπορευμάτων). Οι κυβερνήσεις αυτές στόχευσαν στην αναδιανομή του εισοδήματος αλλά, καθώς η οικονομική πίτα μεγάλωνε, τα κέρδη ρεκόρ συνυπήρχαν ειρηνικά με την αναδιανομή. Αυτό σήμαινε ότι ένα μέρος της ελίτ αισθανόταν πολύ άνετα με τα κοινωνικά προγράμματα, επειδή επίσης κέρδιζε. Όταν ήρθε η οικονομική κρίση, οι ίδιοι καπιταλιστές προσπάθησαν να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού για να διατηρήσουν τα κέρδη τους.

Είναι σαφές ότι αυτό αποτελεί μέρος της ερμηνείας, αλλά δεν είναι το μοναδικό. Για να κατανοήσουμε τον Μπολσονάρου, πρέπει να μιλήσουμε για τον συντηρητισμό και τον ρόλο των φονταμενταλιστών χριστιανών ηγετών που ενοχλήθηκαν από τις προοδευτικές πολιτικές της κυβέρνησης του PT. Για παράδειγμα, το αφροβραζιλιάνικο κίνημα διεκδικούσε επί μακρόν πολιτικές θετικών διακρίσεων και το PT εφάρμοσε ορισμένες από αυτές τις πολιτικές. Αυτό ήταν αρκετό για να ταράξει τα νερά και να αλλάξει την αυτοαντίληψη ενός μέρους της μεσαίας τάξης.

Με ποιο τρόπο;

Το PT είναι ένα σχέδιο εκδημοκρατισμού, αλλά είναι επίσης ένα σχέδιο ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης των εργαζομένων. Με την πάροδο του χρόνου, το κόμμα παρουσίασε υποχώρηση όσον αφορά το τελευταίο, και ορισμένα τμήματα της μεσαίας τάξης άρχισαν να θεωρούν τους εαυτούς τους ξεχωριστούς από την εργατική τάξη.

Ο συντηρητισμός και τα ιστορικά προνόμια ορισμένων τμημάτων της βραζιλιάνικης κοινωνίας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτό. Κάποιοι έβλεπαν με κακό μάτι το γεγονός ότι οι οικιακές βοηθοί τους είχαν περισσότερα δικαιώματα και μπορούσαν να ταξιδεύουν ή να περνούν χρόνο στα ίδια εμπορικά καταστήματα με αυτούς. Αυτό τροφοδότησε τη δυσαρέσκεια ορισμένων τμημάτων της μεσαίας τάξης, ακόμη και ορισμένων τμημάτων της εργατικής τάξης, η οποία αυξήθηκε περαιτέρω με τις κατηγορίες για διαφθορά κατά της κυβέρνησης.

Ακούγεται λίγο σαν το κλασικό δίλημμα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης: όταν μια επιτυχημένη σοσιαλδημοκρατική πολιτική βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, η βάση της εργατικής τάξης που έφερε τη σοσιαλδημοκρατία στην εξουσία αρχίζει να διαλύεται, σε συνδυασμό με την είσοδο όλο και περισσότερων εργαζομένων στη μεσαία τάξη.

Ναι, κάπως έτσι είναι, αλλά μιλάμε για χώρες που βρίσκονται στο περιθώριο του καπιταλισμού, όπου η κοινωνική κινητικότητα σημαίνει κάτι περισσότερο από το να έχεις αυτοκίνητο: σημαίνει να τρως τρία γεύματα την ημέρα. Η κοινωνική κινητικότητα περιορίζεται σε πολύ βασικά πράγματα που έχουν μεγάλη δύναμη. Όμως αν δεν συνδέσουμε αυτό το ζήτημα της κοινωνικής κινητικότητας με τις κατακτήσεις της εργαζόμενης τάξης, για να μην πούμε για την οργάνωσή της, αρχίζουμε να χάνουμε ανθρώπους στο ιδεολογικό μέτωπο.

Και όμως, το PT παραμένει η μόνη δύναμη που μπορεί να νικήσει τον Μπολσονάρου. Αν και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η διαφορά μειώνεται, ο Λούλα διατηρεί σαφές προβάδισμα από τότε που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του τον Μάιο. Τι σημαίνει αυτό για την πολιτική στη Βραζιλία και για την κοινωνία γενικότερα;

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να χαρακτηρίσει κανείς τον Λούλα. Ένας πολύ συνηθισμένος, είναι ότι είναι ο καλύτερος πρόεδρος που είχε ποτέ η Βραζιλία. Με όλες τις αντιφάσεις, τα προβλήματα και τα πράγματα που επικρίνουμε, ήταν ο μόνος πρόεδρος που ήταν πολύ αφοσιωμένος στην ευημερία του λαού. Η ιδέα ότι πρέπει να βγάλεις τους ανθρώπους από τη φτώχεια, να διασφαλίσεις ότι τρώνε καλά, να διασφαλίσεις ότι έχουν καλές δουλειές ήταν πάντα η προτεραιότητα του Λούλα και αυτό είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει.

Είναι επίσης ένας πολύ επιδέξιος πολιτικός, με την έννοια ότι ξέρει πώς να κάνει τους ανθρώπους να συνομιλούν και να οικοδομούν συναίνεση, σε στιγμές που όλοι πιστεύουν ότι αυτό είναι αδύνατο. Αυτό είναι πολύ θετικό αν αναλογιστεί κανείς τον κατακερματισμό της βραζιλιάνικης κοινωνίας, τόσο από άποψη συνείδησης όσο και από άποψη πολιτικής οργάνωσης. Έχουμε περισσότερα από τριάντα επίσημα κόμματα στη χώρα, οπότε αυτή η ικανότητα να συνομιλεί με πολλούς πολιτικούς είναι πραγματικά σημαντική.

Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος του να κυβερνά τον οδηγεί επίσης να εγκαταλείψει πολλά πράγματα: αυτή η ιδέα ότι όλοι μπορούν να κερδίσουν αρκεί κάθε πλευρά να είναι πρόθυμη να παραχωρήσει κάτι στην άλλη, είναι κάτι πολύ προβληματικό στην περίπτωση της εργατικής τάξης. Τελικά, πρέπει να καταλάβουμε ότι ο Λούλα δεν είναι ένας ριζοσπάστης αριστερός ηγέτης, αλλά ένας μετριοπαθής ηγέτης που συχνά καταλήγει να υποχωρεί έναντι της κεντροδεξιάς και της καπιταλιστικής τάξης.

Τι ρόλο παίζουν όλα αυτά στην προεκλογική εκστρατεία, τι είδους συνασπισμό έχει ο Λούλα και ποιο είναι το μήνυμά του;

Ήταν απολύτως σαφές ότι ο Λούλα δεν θα κέρδιζε με ένα «καθαρό» αριστερό ψηφοδέλτιο, όπως συνέβη και το 2018, όταν ο υποψήφιος του PT, Φερνάνο Χαντάντ (Fernando Haddad), διεκδίκησε τις εκλογές με την Μανουέλα ντ΄Άβιλα (Manuela d’Ávila) του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βραζιλίας (PCdoB). Έπρεπε να επιλέξουν κάποιον από την κεντροδεξιά.

Νομίζω όμως ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο το γεγονός ότι επέλεξε κάποιον από την κεντροδεξιά –αυτό ήταν προβλέψιμο– όσο το πρόσωπο που επέλεξε: τον Χεράλδο Αλκμίν (Geraldo Alckmin). Ο Αλκμίν διετέλεσε επί τέσσερις θητείες κυβερνήτης της Πολιτείας του Σάο Πάολο και συνδέθηκε με μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς. Προέρχεται από ένα κόμμα που υπήρξε ένας από τους κύριους αντιπάλους του PT και το οποίο βοήθησε στην προώθηση εκστρατειών λάσπης κατά της Αριστεράς και ψευδών ειδήσεων σε μια εποχή που δεν ήταν τόσο της μόδας.

Πολλοί άνθρωποι στη βραζιλιάνικη Αριστερά πιστεύουν ότι ο Αλκμίν είναι πολύ σημαντικός για να κερδίσει ο Λούλα στις εκλογές. Δεν είναι μόνο μια ιδέα του Λούλα ή μιας μικρής ομάδας στο PT. Ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνικής βάσης του Λούλα συμφωνεί απόλυτα με το σχέδιο αυτό.

Θα πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα, αλλά νομίζω ότι τον βλάπτει αρκετά με την έννοια ότι, ειδικά στην Πολιτεία του Σάο Πάολο, οι φτωχότερες γειτονιές υπέφεραν πραγματικά από την κυβέρνηση του Αλκμίν. Όταν τα συνδικάτα των δασκάλων προχώρησαν σε απεργία, καταστάλθηκαν από την αστυνομία. Υπάρχει ένα πρόβλημα αξιοπιστίας όταν λένε, «Κοιτάξτε, ξέρουμε ότι αυτός ο τύπος δεν ήταν πολύ καλός μαζί σας, αλλά θα πρέπει να ζήσετε μαζί του γιατί τον χρειαζόμαστε για να κερδίσουμε».

Ο συνασπισμός γύρω από τον Λούλα είναι αρκετά επικεντρωμένος στον αγώνα κατά του Μπολσονάρου. Αν ο κύριος αντίπαλος του Λούλα δεν ήταν ο Μπολσονάρου αλλά κάποιος άλλος μετριοπαθής κεντροδεξιός υποψήφιος –ίσως ο Αλκμίν, ο οποίος έβαλε υποψηφιότητα εναντίον του Λούλα το 2006– δεν θα είχε υιοθετήσει την ίδια στρατηγική. Αλλά τώρα που διακυβεύεται η ήττα του Μπολσονάρου, υπάρχει μια τάση να γίνουν αποδεκτά ορισμένα στοιχεία της εκστρατείας, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής μετριοπάθειας, μόνο και μόνο για να διασφαλιστεί ότι ο Μπολσονάρου θα εγκαταλείψει την κυβέρνηση.

Το PSOL (3), το οποίο ξεκίνησε ως διάσπαση από το PT και σήμερα είναι μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της Αριστεράς, στηρίζει τον Λούλα. Ποια είναι η θέση της υπόλοιπης ριζοσπαστικής αριστεράς;

Η βραζιλιάνικη Αριστερά είναι πολύ κατακερματισμένη. Για παράδειγμα, έχουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βραζιλίας (PCdoB), το οποίο είναι αρκετά μετριοπαθές σε σύγκριση με το Βραζιλιάνικο Κομμουνιστικό Κόμμα (PCB), το οποίο έχει μια πιο παραδοσιακή μαρξιστική-λενινιστική γραμμή. Το PCdoB ήταν πολύ κοντά στο ΡΤ για πολλά χρόνια και συμμετείχε στις κυβερνήσεις του.

Ειδικά υπό τον Μπολσονάρου, υπήρξε κάποια σύγκλιση μεταξύ του PT και του PSOL. Αυτό είναι λογικό από την άποψη της δημιουργίας μιας ισχυρής συμμαχίας κατά του Μπολσονάρου, αλλά δημιούργησε επίσης εντάσεις στο εσωτερικό του PSOL και ορισμένα μέλη του αποφάσισαν να αποχωρήσουν. Το PSOL είναι ακόμη αρκετά μικρό σε σύγκριση με το PT, αλλά αποκτά όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα σε ορισμένα τμήματα της κοινωνίας.

Τρία κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, μεταξύ των οποίων το PCdoB και το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSTU), μια τροτσκιστική οργάνωση που διαφώνησε με τον Λούλα πολύ πριν από την πρώτη του θητεία, κατεβάζουν δικούς τους υποψηφίους σ΄αυτές τις εκλογές. Όλοι οι υπόλοιποι στηρίζουν τον Λούλα. Δεν θα έχουν κανένα πραγματικό αντίκτυπο στη όλη διαδικασία, διότι δεν έχουν αρκετή επιρροή για να κάνουν τη διαφορά. Ωστόσο, η κατάσταση αντικατοπτρίζει κάποιο επίπεδο ανάπτυξης της δημόσιας συζήτησης για τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό στη Βραζιλία. Όπως ο αντικομμουνισμός εξαπλώθηκε κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπολσονάρου, έτσι εξαπλώθηκαν και οι κομμουνιστικές ιδέες.

Είπατε ότι, παρά τις επικρίσεις και τους περιορισμούς, ο Λούλα εξακολουθεί να είναι ο καλύτερος πρόεδρος που είχε ποτέ η Βραζιλία. Ταυτόχρονα, κανένας από τους αριστερούς επικριτές του δεν κατάφερε να προτείνει μια πιο ριζοσπαστική ατζέντα. Έχουμε κάτι να μάθουμε από την ιστορία του PT όσον αφορά την οικοδόμηση μιας αριστερής πλειοψηφίας;

Ένα από τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στη Βραζιλία, είναι ότι η πολιτική μας επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στους θεσμούς που οικοδομούμε –συνδικάτα, κόμματα και κοινωνικά κινήματα–, και όχι τόσο στην επέκταση αυτών των σχεδίων στην υπόλοιπη κοινωνία. Μια από τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας είναι ότι έχουμε μια Αριστερά που συχνά καταλήγει να τρώει τον εαυτό της. Αγωνιζόμαστε για [να κερδίσουμε] την ίδια βάση και δεν μας ενδιαφέρει η επέκταση αυτής της βάσης.

Αυτό, με τη σειρά του, συνδέεται με την ιδέα ότι η βάση μας είναι μεγάλη επειδή οι υποψήφιοί μας τελικά εκλέγονται. Αυτό δεν δείχνει το PT; Όμως νομίζω ότι τείνουμε να συγχέουμε την εκλογική βάση με την πραγματική λαϊκή βάση.

Δεν είμαι σίγουρη ότι η Αριστερά έχει μάθει αυτό το μάθημα, ειδικά αν επιστρέψει ο Λούλα και συνηθίσουμε ξανά στην ιδέα ότι αρκεί να έχουμε μια σταθερή εκλογική βάση. Όμως αυτό είναι κάτι για το οποίο ορισμένα τμήματα της ηγεσίας του PT έχουν πλήρη συνείδηση. Αν θέλουν να υλοποιήσουν τις πιο φιλόδοξες προτάσεις του Λούλα, θα πρέπει να βγάλουν τον κόσμο στους δρόμους. Θα πρέπει να κινητοποιηθούν. Η Ρουσέφ ήταν το κλειδί σε αυτή τη διαδικασία προβληματισμού και ήταν σχεδόν αυτοκριτική, όταν αναγνώρισε ότι θα έπρεπε να είχαμε κινητοποιήσει περισσότερο κόσμο κατά του πραξικοπήματος. Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι όταν κυβερνάμε, κυβερνάμε μέσω της κινητοποίησης. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό ειδικά όταν προέρχεται από εκείνη ως εμπειρία.

Αναφερθήκατε στην κόκκινη παλίρροια, το λατινοαμερικάνικο κύμα αριστερών κυβερνήσεων του οποίου μέρος ήταν ο Λούλα, καθώς και στην αντεπίθεση που δέχτηκε την τελευταία δεκαετία. Ακολουθώντας το νήμα των εκλογικών νικών στη Βολιβία, την Κολομβία και αλλού, τι αντίκτυπο θα είχε μια νίκη του Λούλα στη Λατινική Αμερική γενικότερα;

Το γεγονός ότι ο Λούλα είναι ένας τόσο ικανός πολιτικός βοηθά επίσης πολύ όσον αφορά την ολοκλήρωση της Λατινικής Αμερικής. Εάν κερδίσει, και με την προϋπόθεση ότι δεν θα γίνει πραξικόπημα, θα είναι σημαντικός για την ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ αυτών των νέων προοδευτικών κυβερνήσεων και για τη διαμεσολάβηση σε ορισμένες εντάσεις. Για παράδειγμα, υπάρχει σίγουρα κάποια ένταση μεταξύ της κυβέρνησης του Γκαμπριέλ Μπόριτς στη Χιλή και της κυβέρνησης του Νικολάς Μαδούρο στη Βενεζουέλα και νομίζω ότι ο Λούλα μπορεί να βοηθήσει από αυτή την άποψη.

Ο Λούλα διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στις συνομιλίες για εναλλακτικά όργανα διακυβέρνησης στην περιοχή, όπως η Κοινότητα των Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (CELAC), και στην εναντίωση στην ηγεμονία των ΗΠΑ στην ήπειρο. Αλλά η επιρροή του ξεπερνά κατά πολύ τη Λατινική Αμερική. Ο Λούλα είναι σημαντικός στη συνεργασία Νότου-Νότου, η οποία περιλαμβάνει τις BRICS [Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική] και άλλους συμμετέχοντες. Ταυτόχρονα, χαίρει εκτίμησης στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως μετά την κυβέρνηση Μπολσονάρου.

Εκπονείτε εδώ και αρκετά χρόνια το διδακτορικό σας για τον αυταρχισμό και τις αντιστρατηγικές στη Διεθνή Ερευνητική Ομάδα του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ. Σε ποιο βαθμό υπάρχει μια τάση αυταρχισμού σε παγκόσμιο επίπεδο; Μπορούμε να κάνουμε παραλληλισμούς μεταξύ των όσων συμβαίνουν στη Βραζιλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και, για παράδειγμα, στην Τουρκία;

Υπάρχει πάντα η τάση να γίνονται συγκρίσεις και παραλληλισμοί. Κατά τη διάρκεια των εκλογών στην Κολομβία, για παράδειγμα, πολλοί είπαν ότι ο [υποψήφιος της κεντροδεξιάς για την προεδρία] Ροδόλφο Ερνάντες ήταν ένας Κολομβιανός Μπολσονάρου ή ένας Τραμπ. Θα μπορούσαμε να κάνουμε παρόμοιους παραλληλισμούς μεταξύ των Φιλιππίνων, της Ινδίας ή της Τουρκίας. Καλό είναι να τους κάνουμε, αλλά το να κατανοήσουμε τον μηχανισμό που λειτουργεί από πίσω είναι διαφορετικό ζήτημα.

Γνωρίζουμε ότι υπάρχει συσχέτιση, ο τρόπος που χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης,  αυτό δεν είναι τυχαίο – δεν αντιγράφει ο ένας τον άλλον. Στο ενδιάμεσο βρίσκονται οι εταιρείες και η κατάρτιση των ανθρώπων. Επίσης υπάρχουν23

3213πραγματικές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κινημάτων. Δεν βρισκόμαστε σε σημείο που να μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια ενιαία παγκόσμια συμμαχία της ακροδεξιάς, αλλά είναι σαφές ότι υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας. Μοιράζονται τις πρακτικές τους και έχουν οργανώσεις διαφόρων ειδών. Υπάρχουν πολύ σαφείς σχέσεις μεταξύ του Μπολσονάρου και του Χουάν Γκουαϊδό, ο οποίος προσπάθησε να αυτοανακηρυχθεί προσωρινός πρόεδρος της Βενεζουέλας.

Δεν συμβαίνει μόνο στη Λατινική Αμερική, είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Όταν αναλύουμε τους παραλληλισμούς, στόχος μας δεν είναι απλώς να βρούμε σημεία σύγκρισης, αλλά να εμβαθύνουμε στις σχέσεις και να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι ομάδες αυτές αλληλοτροφοδοτούνται. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα έργο που η ερευνητική μας ομάδα κάνει αρκετά καλά.

Υπό αυτή την έννοια, η ήττα ενός χαρακτήρα όπως ο Μπολσονάρου θα είχε συνέπειες για την πολιτική παρόμοιων ηγετών σε άλλα μέρη του κόσμου;

Έχει συμβολικές συνέπειες, αυτό είναι σαφές, αλλά είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η ήττα του Μπολσονάρου δεν σημαίνει ήττα του μπολσοναρισμού. Υπάρχει ένα ευρύτερο φαινόμενο που λειτουργεί πίσω από τον Μπολσονάρου, το οποίο ακόμη προσπαθούμε να κατανοήσουμε. Το να χάσει ο Μπολσονάρου τις εκλογές δεν συνεπάγεται ότι η ακροδεξιά πάει διακοπές.

H Σαμπρίνα Φερνάντες είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Carleton (Καναδάς) και εκδότρια του Jacobin Brazil.

_____________________

Σημειώσεις

1. Juscelino Kubitschek (1902-1976): γιατρός και πολιτικός, πρόεδρος της Βραζιλίας από το 1956 έως το 1961.

2. Bolsa Família: είναι ένα πρόγραμμα μεταβίβασης εισοδήματος που παρέχει οικονομική βοήθεια σε φτωχές οικογένειες στη Βραζιλία, και σε αντάλλαγμα, οι οικογένειες πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα παιδιά τους θα πηγαίνουν σχολείο και θα συμμορφώνονται με τα προγράμματα εμβολιασμού.Το πρόγραμμα θεσπίστηκε το 2003 από την κυβέρνηση του Λούλα.

3. Partido Socialismo e Liberdade (Κόμμα Σοσιαλισμού και Ελευθερίας):  πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 2004 από μέλη του Κόμματος των Εργαζομένων (PT) που διαφώνησαν με πολιτικές του κόμματος και διαγράφηκαν ή αποχώρησαν. Το πολιτικό φάσμα του PSOL ορίζεται από την αριστερά έως την άκρα αριστερά. Υπερασπίζεται τον δημοκρατικό σοσιαλισμό και στις γραμμές του συγκεντρώνει διάφορα εσωτερικά ρεύματα από ρεφορμιστικά έως επαναστατικά.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…