Πηγή: insurgente.org (2/7/2022)
Μετάφραση: Δημήτρης Γκιβίσης
Από το τέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το ΝΑΤΟ προσπάθησε να επανεφεύρει τον εαυτό του και να προσαρμοστεί σε μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στην οποία η σημασία της διατλαντικής σύνδεσης φαινόταν ξεπερασμένη. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, δήλωσε το 2019 ότι η Ατλαντική Συμμαχία ήταν «εγκεφαλικά νεκρή» και ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αρχίσει να ενεργεί ως παγκόσμια δύναμη με «στρατηγική αυτονομία», αυτή η έννοια της μόδας στις Βρυξέλλες που την μια μέρα χρησιμεύει για να μιλάμε για τη βιομηχανική πολιτική, την άλλη για την ενεργειακή πολιτική, και σχεδόν πάντα για την άμυνα. Η ταραχή στο Αφγανιστάν το περασμένο καλοκαίρι από τις ΗΠΑ και τους εταίρους τους στο ΝΑΤΟ, ενίσχυσε την ευρωπαϊκή ιδέα της ανάγκης να ενισχύσει η Ευρώπη τα δικά της πλαίσια ασφαλείας εκτός της Ατλαντικής Συμμαχίας. Τώρα, με τους Ρώσους στρατιώτες να εισβάλλουν στην Ουκρανία και τη Μόσχα να απειλεί σιωπηρά ότι θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα, το ΝΑΤΟ βιώνει μια αναβίωση, έχοντας για άλλη μια φορά έναν καινούργιο σκοπό και ένα νέο υπαρξιακό νόημα. Και στις Βρυξέλλες ορισμένοι αιφνιδιάστηκαν.
Γιατί αν η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει εξυπηρετήσει κάποιον σκοπό, αυτός ήταν να διαλύσει κάθε ευρωπαϊκή επιθυμία δράσης έξω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, το οποίο έχει επιβεβαιώσει τον εαυτό του ως εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Πράγμα που σημαίνει στην πράξη την υποταγή της ευρωπαϊκής συλλογικής άμυνας στις ΗΠΑ. Αυτή την στιγμή, κανένα κράτος μέλος δεν αμφισβητεί τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ και κανένας δεν έχει προτείνει ξανά τη δημιουργία μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής δύναμης εκτός της Ατλαντικής Συμμαχίας, η οποία βιώνει μια άνευ προηγουμένου διεύρυνση με το αίτημα για την είσοδο σε αυτήν δύο ουδέτερων χωρών, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία. Μια απόφαση που ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ είπε ότι ήταν «ένα ιστορικό βήμα». Η Σουηδία και η Φινλανδία είχαν μέχρι τώρα οικοδομήσει την πολιτική ασφαλείας τους γύρω από την «μη συμμετοχή σε στρατιωτικές συμμαχίες». Τρεις μήνες πολέμου άλλαξαν δεκαετίες κρατικής πολιτικής. Ή μάλλον, θα πρέπει να πούμε ότι έχουν επιταχύνει μια αλλαγή που ετοιμαζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά πάντα γύρω από την ίδια σύγκρουση.
Επειδή από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, τόσο η Σουηδία όσο και η Φινλανδία είχαν σταδιακά αυξήσει την στρατιωτική τους συνεργασία με το ΝΑΤΟ, ειδικά μετά την προσάρτηση της χερσονήσου της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014. Αλλά η εισβολή στην Ουκρανία άλλαξε τα πάντα, στρέφοντας την κοινή γνώμη προς την ένταξη και των δύο χωρών στην Ατλαντική Συμμαχία. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Μαρτίου, το 57% των Σουηδών ενέκρινε την ένταξη στο ΝΑΤΟ, και ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που η πλειοψηφία των πολιτών της χώρας επέλεξε να τοποθετηθεί σαφώς υπέρ ενός στρατιωτικού μπλοκ. Στη Φινλανδία, όπου η επιλογή ένταξης στο ΝΑΤΟ δεν είχε φτάσει ποτέ πάνω από το 30% της έγκρισης του πληθυσμού, μέσα σε λίγες εβδομάδες από την εισβολή στην Ουκρανία η κοινή γνώμη έκανε μια δραματική στροφή, φτάνοντας στο 76% υπέρ της ένταξης.
Εάν αυτή η διεύρυνση του ΝΑΤΟ υλοποιηθεί, θα σημαίνει μια αλλαγή στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα με μελλοντικές επιπτώσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι η Φινλανδία μοιράζεται σύνορα 1.300 χιλιομέτρων με τη Ρωσία. Με αυτόν τον τρόπο, προσθέτοντας τους νέους σκανδιναβικούς εταίρους, πέρα από τον τερματισμό της ουδετερότητάς τους και την σημαντική αύξηση του στρατιωτικού δυναμικού του ΝΑΤΟ, η Συμμαχία θα κλείσει οριστικά τη Βαλτική. Στην πραγματικότητα, αυτές τις μέρες γινόμαστε μάρτυρες της οριστικής ταφής της «φινλανδοποίησης» ως έννοιας ουδετερότητας μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο, η οποία παραδόξως σήμερα υποστηρίζεται και πάλι ως στρατηγική αποσυμπίεσης και ως μια εναλλακτική στρατηγική για την Ουκρανία σε μια υποθετική ειρηνευτική συμφωνία με τη Ρωσία. Η είσοδος της Φινλανδίας δεν έχει μόνο υλική και στρατηγική σημασία, αλλά αντιπροσωπεύει επίσης μια μεγάλη πολιτική νίκη για το ΝΑΤΟ, βάζοντας τέλος στα λίγα ευρωπαϊκά κράτη που είχαν καταστήσει την ουδετερότητα έναντι των στρατιωτικών μπλοκ κρατική πολιτική, και θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως ένα άβολο παράδειγμα ότι είναι εφικτός ένας άλλος τρόπος ύπαρξης στον κόσμο έξω από την πολιτική των μπλοκ, χωρίς αυτό να έχει συνέπειες στην ασφάλεια ή στην ευημερία των μέχρι τότε «αδέσμευτων» κρατών.
Η εισβολή στην Ουκρανία μετατρέπεται σε ένα τραύμα που υπόσχεται να αναδιαμορφώσει το μέλλον της Ευρώπης. Μια αλλαγή παραδείγματος στην άμυνα και στη σχέση της με τη Ρωσία, τον πυρηνικό γείτονά της. Εκεί όπου οι ευρωπαϊκές ελίτ και ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ χρησιμοποιούν αυτόν τον πόλεμο ως μια στιγμή καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής αναδιοργάνωσης, στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας γεωπολιτικής αναταραχής και οικολογικής κρίσης που οξύνει τη διαμάχη για τους πόρους. Η εισβολή κατέστησε δυνατή την συνοχή της κοινής γνώμης στην Ευρωπαϊκή Ένωση στη βάση ενός ισχυρού αισθήματος ανασφάλειας απέναντι στις εξωτερικές απειλές, νομιμοποιώντας τη μεγαλύτερη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ταυτόχρονα, επέτρεψε στο ΝΑΤΟ να αποδυναμώσει κάθε επιθυμία για πολιτική ανεξαρτησία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ανέκτησε τη νομιμότητα και την ενότητα που είχε χάσει εδώ και πολύ καιρό, ειδικά μετά την αποτυχία της κατοχής του Αφγανιστάν. Γιατί πέρα από τις εκτιμήσεις για τις στρατιωτικές τακτικές, αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι μέχρι στιγμής οι νικητές της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία είναι ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ, ο μιλιταρισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και οι εταιρείες που κατασκευάζουν το θάνατο και πλουτίζουν από αυτόν. Και οι κύριοι χαμένοι, όπως πάντα, οι λαοί, στην προκειμένη περίπτωση ο Ουκρανικός λαός.
Αντιμέτωποι με την μιλιταριστική και πολεμοχαρή εκτροπή που μαστίζει την Ευρώπη, και παρά την μακαρθική ατμόσφαιρα του πνευματικού εκφοβισμού και της πολεμοχαρούς δημαγωγίας, ορισμένοι από εμάς αποφασίσαμε να υψώσουμε το λάβαρο μιας σοσιαλιστικής παράδοσης που πάντα αγωνιζόταν για την ειρήνη και ενάντια στους ιμπεριαλισμούς, από όπου και αν προέρχονται. Οι μετασχηματιστικές δυνάμεις πρέπει να πάρουν ενεργή θέση με τη δική τους ατζέντα, η οποία απορρίπτει ξεκάθαρα το ιμπεριαλιστικό πολιτικό σχέδιο της ρωσικής ολιγαρχίας και της πουτινιστικής αυτοκρατορίας, αλλά και την μιλιταριστική ατζέντα του ΝΑΤΟ και τις ιμπεριαλιστικές επιταγές της Ουάσιγκτον. Αυτή την στιγμή ο Πούτιν είναι το πρόβλημα, αλλά το ΝΑΤΟ δεν είναι η λύση. Η πίστη μας θα είναι πάντα με τους λαούς, ποτέ με τα στρατιωτικά μπλοκ.
Ισπανός ευρωβουλευτής της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (Anticapitalistas)