Οι υποκλοπές σε βάρος του Νίκου Ανδρουλάκη και του Θανάση Κουκάκη εξέθεσαν διεθνώς τον πρωθυπουργό ως πολιτικά υπεύθυνο για τη δράση ενός παρακρατικού κυκλώματος ωτακουστών. Η Σοφία Σακοράφα, εκπρόσωπος του ΜέΡΑ25 στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τις υποκλοπές, αναφέρεται στις αστειότητες της κυβέρνησης περί δήθεν ανθελληνικής υπονόμευσης, σημειώνει την αξία της λαϊκής κινητοποίησης μπροστά στις κυβερνητικές προσπάθειες να συγκαλυφθεί το σκάνδαλο και εξηγεί την πολιτική του ΜέΡΑ, καταλήγοτας ότι χρέος της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι να προχωρήσει στη ρήξη με το σύστημα εξουσίας.
Κυρία Σακοράφα, η λειτουργία της Εξεταστικής Επιτροπής, που υποτίθεται θα φώτιζε το σκάνδαλο των υποκλοπών, αποδεικνύεται καθημερινά σκανδαλώδης η ίδια. Μετά και τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις για να μην εξεταστούν από τη Βουλή οι υπεύθυνοι της Intellexa, της εταιρείας του Predator, την περασμένη εβδομάδα καλέσατε με δήλωση τα μέλη της Επιτροπής «να συναισθανθούν τις ευθύνες τους για τον απόλυτο ευτελισμό των διαδικασιών». Έχει ακόμα νόημα η συμμετοχή του MΕΡΑ25 στην Εξεταστική; Από την άλλη, αν η αντιπολίτευση αποχωρήσει, πώς θα μάθουμε για το παρακρατικό κύκλωμα που «άκουγε» –και μάλλον συνεχίζει να ακούει– δημοσιογράφους και αντιπάλους της ΝΔ, υποτίθεται για λόγους εθνικής ασφάλειας;
Η Εξεταστική Επιτροπή για τις υποκλοπές αποτελεί μία ακόμα πτυχή της απαξίωσης της Δημοκρατίας από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα. Οι θεσμοί και οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες χρησιμοποιούνται μόνο προσχηματικά, «για τα μάτια του κόσμου». Και, μάλιστα, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να το δηλώνουν αυτό, όσο πιο καθαρά γίνεται, οι εμπνευστές και οι αυτουργοί αυτών των μεθοδεύσεων. Δήθεν θα διερευνηθεί η αλήθεια αλλά έχουν προκαθορίσει ότι με την κατάχρηση του απορρήτου κανένα ουσιαστικό στοιχείο δεν θα τεθεί σε γνώση της Επιτροπής.
Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος έχει ακυρωθεί πριν ξεκινήσει και ούτε η Κυβέρνηση ούτε η πλειοψηφία της Επιτροπής έχουν διάθεση να επιτρέψουν την παραμικρή ρωγμή στο σχέδιό τους. Ύστερα εξανίστανται με τις διεθνείς εκθέσεις για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Δεν θα παραδεχθούν ποτέ την πραγματικότητα για τις πρακτικές τους και θα αμύνονται με αστειότητες περί δήθεν ανθελληνικής υπονόμευσης από διάφορους «εχθρούς».
Θα ευχόμουν να αποδειχθεί ότι κάνω λάθος αλλά η πορεία των πραγμάτων είναι, δυστυχώς, προδιαγεγραμμένη. Ένα ένοχο σύστημα αμύνεται με πείσμα. Και φαίνεται πως αμύνεται ακριβώς γιατί έχει πλήρη συνείδηση πως η διαρροή ή η αποκάλυψη και του παραμικρού στοιχείου θα προκαλέσει ανήκεστη βλάβη στην εικόνα και το πολιτικό μέλλον του ενόχου ή των ενόχων.
Σε κάθε περίπτωση, εμείς έχουμε την υποχρέωση να είμαστε στην Επιτροπή μέχρι το τέλος. Αφενός μεν για να έχουμε την άμεση γνώση για την πορεία των πραγμάτων σε μια διαδικασία που διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών και καλύπτεται και αυτή από το απόρρητο. Και αφετέρου γιατί πρέπει να θέτουμε τα κρίσιμα θέματα στην Επιτροπή αλλά και για να έχουμε το δικαίωμα να πούμε στον κόσμο ποια είναι η πραγματικότητα σε σχέση με όλο αυτό το σκηνικό.
Μια ιστοσελίδα από το χώρο της σαμαρικής Δεξιάς έγραφε το καλοκαίρι ότι μια κυβέρνηση δεν πέφτει μόνο από ένα σκάνδαλο υποκλοπών – αν όμως έχει ανοίξει και άλλα μέτωπα, όπως η ακρίβεια, οι υποκλοπές μπορεί να τη ρίξουν. Το πιστεύετε; Είστε ικανοποιημένη από τις προσπάθειες της αριστερής αντιπολίτευσης να συνδυάσει τα ζητήματα δημοκρατίας με το υπερεπείγον της φτώχειας;
Πιστεύω ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι το αν μπορεί μια κυβέρνηση να πέσει μόνο από ένα σκάνδαλο υποκλοπών. Παρενθετικά πάντως, η άποψή μου είναι ότι μια αυθαίρετη και παράνομη μεθόδευση παρακολούθησης, και μάλιστα σε βάρος βουλευτή/ευρωβουλευτή που έγινε και αρχηγός κόμματος, αποτελεί τέτοιο καίριο πλήγμα κατά της δημοκρατίας και των θεσμών που δεν θα μπορούσε να περάσει σα να μην έχει συμβεί τίποτα. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, υπάρχει και η πεισματική άμυνα, που σας είπα πριν, με το σχέδιο πλήρους και εσπευσμένης συγκάλυψης.
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι πόσο ακόμα κακό μπορεί να κάνει αυτή η κυβέρνηση μέχρι να πέσει… Τα μέχρι σήμερα χαρακτηριστικά είναι γνωστά: Έλλειμμα δημοκρατίας και ένταση της καταστολής, που αποτελεί άλλο ένα μέσο άμυνας του ένοχου συστήματος εξουσίας, αποδόμηση των εργασιακών δικαιωμάτων κλπ. Ακόμα και η ακρίβεια, που λέτε, δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο, όπως περίπου θέλουν να μας πείσουν. Είναι το άμεσο αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης πολιτικής, που είναι απροκάλυπτα ταγμένη στην υπηρεσία των ολιγαρχικών συμφερόντων, με κάθε κόστος.
Απέναντι σε αυτή την κυβερνητική επίθεση κατά της κοινωνίας, τον πρώτο λόγο τον έχει η ίδια η κοινωνία. Εμείς, σαν ΜέΡΑ25 έχουμε ξεκαθαρίσει πως αντιλαμβανόμαστε το ρόλο μας σαν πολιτικό κόμμα: Αυτό που έχουμε υποχρέωση να κάνουμε είναι να στηρίζουμε τα κινήματα που γεννιούνται μέσα στην κοινωνία και απέναντι σε αυτές τις πολιτικές. Να είμαστε η φωνή τους στο πολιτικό σύστημα. Αν μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό, δίπλα και μαζί με τη συνειδητή και ζωντανή κοινωνία, χωρίς διαχωρισμούς και χωρίς ηγεμονισμούς, τότε θα μπορούμε να αποτιμήσουμε θετική την παρουσία μας.
Οι υποκλοπές –σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες επαναπροωθήσεις, τη χειραγώγηση των ΜΜΕ και την αστυνομική βία– έδειξαν σε όλο τον κόσμο ότι η Ελλάδα είναι πια σε επικίνδυνη τροχιά: η Ουγγαρία του Όρμπαν και η Τουρκία του Ερντογάν δεν είναι όσο μακριά πιστεύαμε. Όμως, με την εξαίρεση μιας μικρής διαδήλωσης στα τέλη Αυγούστου, στην οποία συμμετείχε το ΜέΡΑ25, η αντιπολίτευση δεν καλεί τον κόσμο στο δρόμο. Δεν είναι μια αντίφαση, να καταγγέλλεις ότι η δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο, αλλά να ρίχνεις όλο το βάρος στο θεσμικό παιχνίδι – εκεί όπου εξ ορισμού συμμετέχουν λιγότεροι και όπου ο συσχετισμός είναι εμφανώς πιο δυσμενής;
Μου φέρνετε τώρα στο νου μια δήλωσή μου πριν την εκλογική νίκη του 2015, που έφερε το περίφημο αποτέλεσμα του «πρώτη φορά Αριστερά». Είχα πει τότε, ακριβώς γιατί το πίστευα, ότι πρέπει και μετά τις εκλογές να συνεχίσει ο κόσμος να είναι στους δρόμους, για να προστατεύσει την υλοποίηση των επιλογών του. Δυστυχώς, αποδείχθηκε ότι μέρος της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια διατεταγμένη ρητορική εφησυχασμού, που ήθελε να ξανακλείσει τον κόσμο στα σπίτια του. Γι’ αυτό και σάστισαν μπροστά στη μεγάλη συγκέντρωση του Όχι πριν το δημοψήφισμα, σάστισαν και με το αποτέλεσμά του, για να ακολουθήσουν οι γνωστές εξελίξεις, όπου έφτασε η λαϊκή εντολή να βαφτίζεται «αυταπάτη». Από την σειρά των γεγονότων ο καθένας δικαιούται πλέον να συμπεράνει ότι, δυστυχώς, ο συμβιβασμός ήταν προαποφασισμένος. Είναι από τότε που η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί την ίδια τακτική. Ο κόσμος στους καναπέδες και η κομματική ηγεσία, μια συστημική και ενσωματωμένη αντιπολίτευση, να περιμένει να πέσει η κυβέρνηση σαν ώριμο φρούτο, όπως λένε. Επομένως, όταν μιλάμε για κάλεσμα κομμάτων προς τον κόσμο για διαδηλώσεις, για κινητοποιήσεις λαϊκής αντίδρασης, μιλάμε μόνο για το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25. Νομίζω εξήγησα παραπάνω πώς αντιλαμβανόμαστε εμείς το ρόλο μας. Σε κάθε περίπτωση, δεν πάσχουμε από κανέναν μικρομεγαλισμό. Ξέρουμε ποιες είναι οι σημερινές μας δυνατότητες και για αυτό πιστεύουμε ότι η ενίσχυση του κόμματός μας θα μπορούσε να είναι σημαντική για την κινηματική πραγματικότητα και τον επηρεασμό των εξελίξεων. Θα επαναλάβω όμως: τον πρώτο λόγο τον έχει η κοινωνία, όλος αυτός ο κόσμος που ζει την πραγματικότητα των αδιεξόδων στην καθημερινή του ζωή.
Η κρίση της δημοκρατίας δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Στην Ιταλία κυριαρχεί ένα κόμμα που δεν κρύβει τη σχέση με τον φασισμό, και που επωφελήθηκε από τη στρατηγική της επίσημης Δεξιάς, έναν προβληματικό εκλογικό νόμο των Δημοκρατικών, την τέλεια ασυνεννοησία της Αριστεράς και την τεράστια αποχή. Στα δικά μας, ενώ η ΝΔ απευθύνεται συστηματικά πια προς τα δεξιά της, το ΜέΡΑ25 διατύπωσε πρόταση (και) προς τον ΣΥΡΙΖΑ, για προεκλογική συμφωνία σε 7 σημεία – για την ώρα, όμως, χωρίς αποτέλεσμα. Πώς σκέφτεστε να κινηθείτε;
Η πρότασή μας για τα σημεία προγραμματικής συμφωνίας είναι μία πρόταση δημοσίου διαλόγου και αποτελεί απόφαση του Συνεδρίου μας. Δεν απευθύνεται μόνο στις ηγεσίες των κομμάτων. Δεν απαιτούμε καν την αποδοχή όλων αυτών των σημείων. Αυτό που προτάσσουμε είναι η προγραμματική συζήτηση και η κατάληξη σε συμφωνία, με δέσμευση υλοποίησης. Και πάλι, για εμάς, εάν υπάρξει η οποιαδήποτε συμφωνία, η τελική απόφαση θα ανήκει στα μέλη μας. Δεν μας ενδιαφέρουν τα παιχνίδια συναλλαγών μεταξύ κομματικών ηγεσιών. Μιλάμε για καθαρή και ανοιχτή δημόσια προγραμματική συζήτηση.
Αυτή η συζήτηση, όμως, για να το προχωρήσουμε και λίγο παραπέρα, περιλαμβάνει και ένα ακόμα αναγκαίο βήμα: τι θα γίνει στην περίπτωση που οι συνεννοήσεις, οι διαπραγματεύσεις, οι εκβιασμοί, δεν επιτρέψουν την εφαρμογή ενός προοδευτικού πολιτικού προγράμματος; Είναι το ερώτημα «και αν όχι, τι;». Εκεί, λοιπόν, εμείς λέμε ότι αυτός ο λαός δεν έχει πλέον άλλα περιθώρια για δικαιολογίες και για συμβιβαστικές ρητορικές. Γι’ αυτό και μιλάμε για την ανάγκη απόφασης και συμφωνίας και για ρήξη. Εάν δεν υπάρξει υλοποίηση, δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνο η ρήξη. Και, επιτέλους, σε αυτές τις συνθήκες, αυτό είναι το ιστορικό χρέος της ελληνικής Αριστεράς.