Πριν ακριβώς έναν χρόνο, το γυναικείο κίνημα στη χώρα μας βρισκόταν σε μεγάλο αναβρασμό: αυτή τη φορά ο λόγος ήταν η απόφαση της κυβέρνησης να εισαγάγει προς ψήφιση στη Βουλή ένα σχέδιο νόμου για την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου, το οποίο, υπό τη μορφή που παρουσιάστηκε,  ανέτρεπε πολύχρονες κατακτήσεις του κινήματος, στο όνομα της ισότητας των γονέων, θεσπίζοντας την υποχρεωτική «συνεπιμέλεια». Η δημόσια συζήτηση που επικράτησε ήταν έντονη, παρατηρήθηκε μάλιστα και αρκετή παραπληροφόρηση σε σχέση με τις δήθεν νομικές υποχρεώσεις της Ελλάδας ως προς το να καθιερώσει συγκεκριμένα συστήματα επιμέλειας κλπ. 

Οι γυναικείες οργανώσεις εξέφρασαν τους προβληματισμούς τους, τοποθετήθηκαν στη δημόσια διαβούλευση μεν, αλλά δεν κλήθηκαν σε διάλογο με το αρμόδιο Υπουργείο. Τελικά, ο νόμος που ψηφίστηκε (ν. 4800/2021), παρά τις ακρότητες των αρχικών προτάσεων που απορρίφθηκαν, παραμένει ένα νομικό κείμενο πολλαπλώς προβληματικό, καθώς μετατρέπει το οικογενειακό δίκαιο σε γονεο-κεντρικό και προβλέπει πάρα πολλές περιπτώσεις προσφυγής των γονέων στα δικαστήρια. Παράλληλα, βέβαια, από το νέο νόμο απουσιάζει εντελώς οποιαδήποτε ρύθμιση για αναγνώριση οικογενειακών μοντέλων πέρα από το πυρηνικό, ενώ δεν γίνεται καμία απολύτως πρόβλεψη για την άρση των διακρίσεων κατά των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων ως προς το γάμο και την τεκνοθεσία. Και βέβαια είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μέσα από τις διατάξεις του παρέχεται προστασία και ασφάλεια σε μητέρες-επιζώσες κακοποίησης και τα παιδιά τους. 

Η συμφωνημένη, από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και της συνεπιμέλειας, στις περιπτώσεις υγιών σχέσεων, σύμφωνα και με το προϊσχύσαν δίκαιο, αποτελεί πράγματι τον ιδανικό τρόπο ανατροφής των παιδιών και αντανακλά και μια πάγια φεμινιστική θέση, σύμφωνα με την οποία αμφότερα τα μέρη πρέπει να εμπλέκονται με τον ίδιο, ενεργό τρόπο και να υπάρχει ισοκατανομή βαρών και υποχρεώσεων. Αντίθετα όμως, η υποχρεωτική συν-απόφαση των γονέων και η υποχρεωτική ενίσχυση της σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα, που μπορεί να είναι κακοποιητικός, όπως τα παραπάνω ρυθμίζονται από το νέο νόμο, μπορεί να εκθέσουν σε επαναθυματοποίηση μητέρες και παιδιά που έχουν υποστεί ενδοοικογενειακή βία: πριν την ποινική καταδίκη –με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, πρωτόδικη κατά την ισχύουσα ρύθμιση– δεν μπορεί να γίνει δεκτή κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. Επίσης, για να περιοριστεί ή αποκλειστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του κακοποιητή γονέα, απαιτείται ο τελευταίος να κριθεί –δικαστικά– ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα αυτό. Η δικαστική διάγνωση των παραπάνω καταστάσεων είναι προαπαιτούμενη.

Και εδώ, λοιπόν, ερχόμαστε να αντιμετωπίσουμε τις στρεβλώσεις και τις ανεπάρκειες του συστήματος απόκρισης όλων των Αρχών που είναι αρμόδιες να διαχειριστούν τα περιστατικά κακοποίησης και να τεκμηριώσουν συνακόλουθα την ύπαρξη της βίας. 

Ξεκινώντας από την Αστυνομία: όταν, συνήθως μετά από αρκετές διεργασίες, μια επιζώσα κακοποίησης φθάσει στο σημείο να καταγγείλει βίαια περιστατικά εναντίον της, παρατηρούνται ακόμη και σήμερα, παρά την βελτίωση που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια, ακατάλληλες συμπεριφορές από αρκετά αστυνομικά όργανα, είτε γιατί κυριαρχεί η έλλειψη γνώσης του νομικού πλαισίου είτε επειδή αναπαράγονται έμφυλα στερεότυπα.  «Αν κάνεις μήνυση, θα σου κάνει και ο άλλος για ψευδή καταμήνυση. Θα πάτε και οι δυο Αυτόφωρο και ποιος θα σου κρατήσει τα παιδιά; Πού να μπλέκεις τώρα; Κοίτα καλύτερα να τα βρείτε» είναι λόγια που έχουν ακούσει και ξανα-ακούσει επιζώσες βίας. Οι γυναίκες αποθαρρύνονται να καταγγείλουν, παροτρύνονται να γυρίσουν πίσω στο κακοποιητικό περιβάλλον, δηλαδή την οικογενειακή στέγη, λαμβάνουν προειδοποιήσεις ότι ο θύτης θα καταγγείλει με τη σειρά του και θα οδηγηθούν και οι δύο πλευρές στο δικαστήριο, ακόμη και ότι και θα ζητηθεί από τα αυτές να καταβάλουν αποζημιώσεις για συκοφαντική δυσφήμιση! Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, ορισμένα αστυνομικά όργανα προσβάλλουν τα θύματα, λέγοντας ότι τα όσα καταγγέλλουν αποτελούν αποκυήματα της φαντασίας τους. Αυτή η πρακτική προκαλεί τρόμο στις γυναίκες και δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως τους ασκείται βία για δεύτερη φορά.

Παράλληλα, και οι δικαστικές Αρχές δεν αξιοποιούν το νομικό οπλοστάσιο. Μετά και τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία αποτυπώνει με συστηματικό τρόπο όλες της μορφές έμφυλης βίας, ακόμη και αυτές που δεν περιορίζονται στους ορισμούς των ελληνικών νόμων, δυστυχώς δεν εξαντλούνται τα διαθέσιμα εργαλεία του νομοθετικού πλαισίου για την ορθή αντιμετώπιση των περιστατικών βίας. Δικαστές και Εισαγγελείς –κάποιες φορές συνεπικουρούμενοι και από συναδέλφους μας Δικηγόρους– αμφισβητούν την αξιοπιστία των επιζωσών, χαρακτηρίζουν τα συμβάντα ενδοοικογενειακής κακοποίησης ως «παρεξηγήσεις και υπερβολές» και σχετικοποιούν τη βία. Άλλες φορές, «ξεχνούν» να λάβουν υπόψη ότι γεγονότα βίας που συμβαίνουν μπροστά στα παιδιά καθιστούν και τα ίδια, εμμέσως, θύματα κακοποίησης. Όσον αφορά, δε, στα εγκλήματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική ελευθερία, πολλές επιζώσες καταλήγουν να θυματοποιούνται δευτερογενώς υποβαλλόμενες στη βάσανο εξευτελιστικών ερωτήσεων, που προσβάλουν βάναυσα την προσωπικότητά τους κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας ή στο ακροατήριο. 

Πώς, τελικά, το ισχύον σύστημα αντιλαμβάνεται τη στοιχειοθέτηση της διάπραξης εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας; 

Με πόσο κόπο και μετά από πόσα εμπόδια θα καταφέρει άραγε να αποδείξει μια επιζώσα βίας –στον κοινωνικό της περίγυρο, αρχικά και μετά, στην Αστυνομία και στη Δικαιοσύνη– ότι η ίδια και πιθανώς και τα παιδιά της υφίστανται κακοποίηση και ότι ένας κακοποιητικός σύζυγος/σύντροφος δεν μπορεί να είναι κατάλληλος γονέας; Πόσες μητέρες θα εγκλωβίζονται για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα σε κακοποιητικούς γάμους ή συντροφικές σχέσεις, για να μην απωλέσουν την επιμέλεια των παιδιών; Στο όνομα ποιας ισότητας των φύλων παραβιάζονται, τελικά, τα ανθρώπινα δικαιώματα; Παλαιότερες μεμονωμένες αδικίες, ίσως ακόμη και εξόφθαλμες, σε ό,τι αφορά την ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας των παιδιών στις μητέρες, δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως δικαιολογητικός λόγος, ώστε πατέρες με βαριά εγκληματική συμπεριφορά εναντίον γυναικών να θεωρούνται κατάλληλοι για την ανατροφή των παιδιών τους, επικαλούμενοι το συμφέρον τους ή την αγάπη τους για αυτά. 

Εξακολουθούμε να διεκδικούμε την ανατροπή του νόμου για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια

Η φετινή 8η Μάρτη στο ελληνικό συγκείμενο, όπου κυριαρχεί ακόμη η ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων, με το χάσμα στους μισθούς και μία αγορά εργασίας με καταγεγραμμένες τις έμφυλες διακρίσεις, μας βρίσκει συνεπώς με πάντα επίκαιρη τη συζήτηση για τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί ήδη αυτός ο νόμος, ο οποίος αποτυγχάνει να προστατέψει τα θύματα και τα αναγκάζει, μετά το χωρισμό, να έρχονται σε συστηματική επαφή με τους κακοποιητές τους. Εξακολουθούμε, λοιπόν, να διεκδικούμε την ανατροπή του. Εξακολουθούμε να διεκδικούμε τη γενικότερη στήριξη της μητρότητας, της γονεϊκότητας, των ίδιων των παιδιών.

Η Μαρία Αποστολάκη είναι δικηγόρος 

Δείτε εδώ όλα τα άρθρα του αφιερώματος για την 8η Μάρτη   

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…