Ο συρμός, οι συρμοί του τρένου είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την εργατική τάξη. Η τάξη μας περνάει κατά μέσο όρο μία με δύο ώρες την ημέρα σε κάποιο βαγόνι, πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από το κάτεργο της μισθωτής σκλαβιάς. Αν και, ως έκφραση, η έννοια «του συρμού» είχε θετική χροιά, σήμαινε δηλαδή ότι κάτι ήταν η τελευταία λέξη της μόδας, εν τέλει κατέληξε με αρνητικό πρόσημο, να σημαίνει κάτι που μεταδίδεται μέσω του σιδηροδρόμου από το παρηκμασμένο κέντρο προς τα ήσυχα και γαλήνια προάστια. Τα βιβλία του συρμού λοιπόν δεν είναι ευτελή βιβλία, απεναντίας, είναι βιβλία που διαβάζουμε στριμωχτά σε κάποιο βαγόνι παίρνοντας έτσι πίσω λίγο από τον κλεμμένο ελεύθερο χρόνο μας.

***

Οσάμου Νταζάι (Osamu Dazai), Δεν Ήμουν Πια Άνθρωπος (μετάφραση από τα ιαπωνικά: Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος), εκδόσεις Gutenberg 2022, σσ.: 176

[Η ζωή των ανθρώπων, είμαι σίγουρος, βρίθει από παραδείγματα ανειλικρίνειας και απιστίας που διαπράττονται ευχάριστα, αθώα και εύθυμα.

[…]

Έζησα μια ζωή γεμάτη από επαίσχυντες καταστάσεις.

Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι είναι αυτό που λένε μια κανονική ανθρώπινη ζωή.]

Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος που μας κρατάει σε μια κόσμια αλληλεπίδραση με τους γύρω μας; Τι είναι εκείνο που μας εξαναγκάζει να χαμογελάμε ευγενικά σε ανθρώπους που μισούμε ή περιφρονούμε; Ποια ανάγκη μας κρατά δέσμιους της αρμονικής συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης εντός της χαβούζας που ονομάζουμε κοινωνία;

Ποιος μπορεί να απαντήσει αυτά τα αμείλικτα ερωτήματα με ειλικρινή ειλικρίνεια πρώτα απ’ όλα προς τον ίδιο του τον εαυτό;

Μια τέτοια απόπειρα πραγματοποιεί, και κατά κάποιο τρόπο πετυχαίνει, ο Νταζάι στο παρόν βιβλίο του. Έχοντας στην πραγματικότητα την εμπειρία αποτυχημένων αποπειρών -πριν τα καταφέρει-, και την οδύνη της επιβίωσης μετά από μια τέτοια πράξη, καταπιάνεται με την καταγραφή των σκέψεων και των αισθημάτων του. Ανατρέχει στη ζωή του, και ομαδοποιώντας την σε τρεις υποκατηγορίες, με τη μορφή σημειωμάτων, μας παραδίδει αυτό το αριστούργημα.

Στο, ουσιαστικά, τελευταίο ολοκληρωμένο έργο του, ο Οσάμου Νταζάι μας τραβά μαζί του σε μια αφτιασίδωτη πραγματικότητα, απαλλαγμένη από κάθε ηθικό φραγμό. Έχουμε την αλήθεια που πολλές φορές κανείς δεν τολμά ούτε να ψιθυρίσει στον ίδιο του τον εαυτό.

Με μια αύρα μισανθρωπικού πεσιμισμού να διατρέχει το πόνημά του, καταφέρνει να γράψει ένα από τα λογοτεχνικά αριστουργήματα του εικοστού αιώνα. Γραμμένο με σύντομες κοφτές, ακόμη και ολιγοσύλλαβες προτάσεις, γεγονός που κάνει τη δουλειά του μεταφραστή ακόμη δυσκολότερη, το κατηγορώ του Νταζάι στρέφεται πριν απ’ όλους στον ίδιο του τον εαυτό. Θα τολμούσα ίσως να πω ότι έχουμε τις Αναμνήσεις εγωτισμού του Σταντάλ παιγμένες ανάποδα. Από έξω προς τα μέσα. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού πρόκειται για έναν ιάπωνα δεξιοτέχνη.

Όλοι οι αποσυνάγωγοι της κοινωνίας-φυλακής, όλοι οι απόκληροι της «κανονικής ζωής», όλο το περιθώριο της κοινωνικής ευρυθμίας, συμπιέζεται και βρίσκει φωνή έκφρασης μέσω του Γίο-τσαν. Σε μία φιγούρα που φέρνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ενός Φλωμπερικού (αντι)ήρωα, τοποθετημένου σε ένα περιβάλλον Στανταλικών αποχρώσεων, και μια φιλοσοφική στάση ζωής αντάξια των πιο κρυστάλλινων θέσεων του Σοριάν, ο ιάπωνας αυτόχειρας καταφέρνει να μας δώσει ένα θαυμάσιο κράμα απαράμιλλης απαισιοδοξίας.

Μαζεύοντας όλη την ουσία και χύνοντας στη λεκάνη της τουαλέτας όλη την αχρείαστη σάλτσα, ο αναγνώστης κρατά στα χέρια του μια γυμνή αλήθεια, μια καθάρια ομολογία ηθελημένης αποτυχίας. Με δυο λέξης: Γυμνή ποίηση.

Ο Νταζάι καταφέρνει να φωτίσει και να χαρτογραφήσει τα σκοτάδια του ανθρώπινου νου, τον πόνο της ψυχής, ενός ανθρώπου που αφήνεται στην γοητεία της εθελούσιας εξόδου, που παρασύρεται συνειδητά, έρμαιο προς κατασπάραξη από μια -κατά την ιαπωνική σκέψη- πράξη εκλεπτυσμένης υψηλοφροσύνης: την αυτοκτονία.

Δεν βγαίνει κανείς εύκολα αλώβητος από την αναμέτρηση με ένα τόσο σπουδαίο βιβλίο που απαιτεί, ή/και ωθεί, τον αναγνώστη να σταθεί με ειλικρίνεια τόσο απέναντι σε ένα τόσο δυνατό κείμενο, όσο και απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…