Συνέντευξη με την Ντανιέλ Ομπονό, βουλεύτρια της Ανυπότακτης Γαλλίας

Πηγή: Jacobin (22.4.22) | Μετάφραση: Α.Λ.

Μετά από χρόνια προσπαθειών των μέσων ενημέρωσης να τον παρουσιάσουν ως «διχαστικό» και «μαλακό απέναντι στον ισλαμισμό», ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν πήρε ένα ιστορικά υψηλό ποσοστό στις εκλογές της Γαλλίας. Η αριστερή βουλεύτρια Ντανιέλ Ομπονό (Danièle Obono) μίλησε στο Jacobin για το πώς η εκστρατεία του αψήφησε τις συκοφαντίες και έσωσε την Αριστερά από την κατάρρευση.

Ο δεύτερος γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών αυτής της Κυριακής είναι μια ζοφερή προοπτική, με έναν ακόμη επαναληπτικό γύρο μεταξύ του εν ενεργεία προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν. Το τηλεοπτικό ντιμπέιτ μεταξύ των δύο, το βράδυ της Τετάρτης, έδειξε ότι κανένας από τους δύο δεν έχει απαντήσεις στην κρίση του κόστους ζωής, πόσο μάλλον σε μεγαλύτερες  προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή.

Ωστόσο, ακόμα κι αν αυτό το αποτέλεσμα ήταν ευρέως αναμενόμενο, ο πρώτος γύρος στις 10 Απριλίου έδωσε επίσης ένα ισχυρό αποτέλεσμα για τον ριζοσπάστη αριστερό Ζαν-Λυκ Μελανσόν και το κίνημα της Ανυπότακτης Γαλλίας (France Insoumise). Ενώ οι βασικοί πυλώνες της επιχειρηματικής Κεντροαριστεράς κατήγγειλαν τον Μελανσόν ως «όχι αρκετά φιλοεπιχειρηματικό» και μαλακό απέναντι στον «ισλαμικό κοινοτισμό», ο ίδιος εξασφάλισε γενικά μαζική ψήφο μεταξύ των ψηφοφόρων με χαμηλό εισόδημα, των νέων και των μεγάλων πόλεων, λαμβάνοντας πάνω από το ήμισυ των ψήφων σε διάφορα προάστια του Παρισιού.

Ο Μελανσόν, γενικά ξεγραμμένος ακόμη και πριν από λίγους μήνες, εξασφάλισε το 22% των εθνικών ψήφων (7,7 εκατομμύρια ψήφους), ξεπερνώντας όχι μόνο το αποτέλεσμα του 2017, αλλά ακόμη και τα καλύτερα δημοσκοπικά ποσοστά του,  και καθιστώντας έτσι το κίνημά του επίσης ισχυρό πόλο έλξης για την Αριστερά. Με τις βουλευτικές εκλογές να είναι προγραμματισμένες για τον Ιούνιο, η Λαϊκή Ενότητα (Union Populaire) που υποστήριξε την υποψηφιότητά του ζήτησε τώρα από άλλα μικρότερα κόμματα να ξεκινήσουν συζητήσεις για κοινές λίστες. Ωστόσο, οι διαφορές παραμένουν – ιδίως δεδομένης της συγκρουσιακής προσέγγισης της Ανυπότακτης Γαλλίας απέναντι στις νεοφιλελεύθερες συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της οξύτερης αντίθεσής της στην αυξανόμενη ισλαμοφοβία.

Η Ντανιέλ Ομπονό είναι βουλεύτρια της Ανυπότακτης Γαλλίας. Μίλησε στον Ντέιβιντ Μπρόντερ* για την εκλογική αναμέτρηση της Κυριακής, την εκστρατεία του Μελανσόν και την αναδιαμόρφωση της γαλλικής αριστεράς.

Είχατε μια εξαιρετική εκστρατεία – αλλά και πάλι, έχουμε έναν πολύ χειρότερο δεύτερο γύρο από ό,τι αν ο Μελανσόν ήταν ακόμα στην κούρσα. Ο Μακρόν έκανε μηδαμινές «παραχωρήσεις», λέγοντας για παράδειγμα ότι θα αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 64 και όχι στα 65. Όμως λέει επίσης ότι επιδιώκει την έγκριση του προγράμματός του, όχι απλώς ένα «ρεπουμπλικανικό μέτωπο» εναντίον της Λεπέν. Ποια πιστεύετε ότι θα είναι τα αποτελέσματα μια τέτοιας εκστρατείας από τον Μακρόν – μήπως κάνει πιο πιθανή μια νίκη της Λεπέν;

Ο Μακρόν εργάζεται εδώ και δύο χρόνια γι’ αυτόν τον δεύτερο γύρο. Το  2019 είπε ότι η Μαρίν Λεπέν είναι ο αντίπαλος που προτιμάει. Αυτό το αποτέλεσμα τροφοδοτήθηκε επίσης από τις αντιμεταναστευτικές και ισλαμοφοβικές πολιτικές του, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε την κοινωνική και οικονομική κρίση, καθώς κυβέρνησε με μια δεξιά κυβέρνηση με έντονες  αυταρχικές τάσεις. Ο Μακρόν νομιμοποίησε τμήματα του λόγου της Λεπέν και, ως εκ τούτου, τη στρατηγική της «αποτοξίνωσης», όπως και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Το βλέπουμε αυτό στην εμφάνιση της υποψηφιότητας του Ερίκ Ζεμούρ – που δημιουργήθηκε από το μηδέν, από τα πάνω, από έναν γάλλο ολιγάρχη, και υιοθέτησε σημεία του ακροδεξιού, ρατσιστικού λόγου.

Αυτό έχει κανονικοποιήσει τη Λε Πεν. Η δυσκολία είναι ότι –ακόμα και αν στα ουσιαστικά οικονομικά ζητήματα διαφέρει ελάχιστα από τον Μακρόν και τον νεοφιλελευθερισμό–, σε αντίθεση με το 2017, τώρα έχουμε την πραγματική εμπειρία πέντε ετών Μακρόν, οπότε είναι δύσκολο να κάνει τον κόσμο να καταλάβει πώς θα είναι χειρότερα με τη Λεπέν. Ο κόσμος μισεί πραγματικά τον Μακρόν και έχει ένα καταστροφικό ιστορικό ρεκόρ. Επομένως, το να αλλάξει μέθοδο τώρα και να προσπαθήσει να τρομάξει τον κόσμο με την απειλή της Λεπέν δύσκολα θα είναι πολύ αποτελεσματικό.

Ο Μακρόν προφανώς δεν διεξάγει μια αντιφασιστική εκστρατεία. Δεν είναι μόνο ότι ανήκει ξεκάθαρα στη Δεξιά, αλλά σε μια Δεξιά που δεν έχει καν τα αντανακλαστικά του Ζακ Σιράκ [που αντιμετώπισε και νίκησε τον Ζαν-Μαρί Λεπέν στον δεύτερο γύρο του 2002], ο οποίος ήξερε ότι έπρεπε, τουλάχιστον προσωρινά, να μην παρατραβήξει τα πράγματα.

Η θέση μας στην Ανυπότακτη Γαλλία έχει μια κόκκινη γραμμή: ούτε μια ψήφος στη Λεπέν. Δεν νομίζω ότι βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή όπου τα κόμματα που δίνουν οδηγίες στους ανθρώπους για το πώς να ψηφίσουν επηρεάζουν πραγματικά μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων. Εμείς,  λοιπόν, δείχνουμε γιατί η Λεπέν είναι όντως μια ακροδεξιά υποψήφια η οποία δεν εξυπηρετεί κανένα λαϊκό συμφέρον. Το σίγουρο είναι ότι, αυτά τα τελευταία πέντε χρόνια, ο Μακρόν δεν αποτέλεσε κάποιο είδος προπύργιου απέναντί της.

Λέτε ότι οι οδηγίες ψήφου δεν είναι πλέον τόσο αποτελεσματικές και ένας λόγος είναι η κατάρρευση των παλαιών κομμάτων – τόσο των κεντροαριστερών Σοσιαλιστών όσο και των κεντροδεξιών Ρεπουμπλικανών. Αντίθετα, το αποτέλεσμα αυτό δείχνει μια τριπλή διαίρεση του γαλλικού πολιτικού πεδίου: στη νεοφιλελεύθερη Δεξιά, την Ακροδεξιά και τον πόλο της λαϊκής Αριστεράς. Πριν από αυτές τις εκλογές, υπήρξαν πολλές εκκλήσεις για τη δημιουργία μιας ενιαίας υποψηφιότητας με βάση τα μικρά κεντροαριστερά κόμματα, ακόμη και μια αμφιλεγόμενη «λαϊκή προκριματική». Τελικά, ο Μελανσόν φάνηκε να κινητοποιεί το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πολιτικού χώρου, αλλά ποτέ δεν είχε την υποστήριξη αυτών των κομμάτων. Γιατί πιστεύετε ότι συνέβη αυτό; Είναι ότι η εκστρατεία του ήταν πιο συμβατικά αριστερή απ’ ό,τι το 2017;

Ας πούμε απλώς ότι, από το 2017, παρατηρήσαμε ότι δεν αποκτάς αξιοπιστία προσθέτοντας απλώς ονόματα κομμάτων. Έχουμε υποστεί τις συνέπειες της κοινωνικής φιλελευθεροποίησης, της προεδρίας του Φρανσουά Ολάντ [2012-17] και ακόμη και του Μακρόν που ισχυρίζεται ότι είναι κατά κάποιο τρόπο αριστερός, γεγονός που καταστρέφει την αξιοπιστία της λέξης. Αυτές οι στάσεις δεν έχουν πλέον καμία σχέση με την πραγματικότητα της ταξικής πάλης.

Πάντα λέγαμε ότι η ενότητα δεν έρχεται από την κορυφή, αλλά πρέπει να οικοδομηθεί από τη βάση. Ξεκινήσαμε την καμπάνια πολύ νωρίς, ζητώντας από τον κόσμο να συμφωνήσει όχι με ετικέτες αλλά με το πρόγραμμα. Στη δυναμική που οικοδομήσαμε, αυτό δεν είναι καθόλου δευτερεύον, γιατί το πρόγραμμα είναι η έκφραση των αγώνων. Το χτίσαμε από τις ακροάσεις που κάναμε και την κοινοβουλευτική δουλειά που κάναμε, αλλά είναι ένα πρόγραμμα που απαντά άμεσα στα αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων.

Σε στενή σχέση με αυτό, νομίζω ότι η δεύτερη διάσταση ήταν η στρατηγική μας της Λαϊκής Ενότητας [ένα «κοινοβούλιο» υποστηρικτών που προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τα κοινωνικά κινήματα], αγκαλιάζοντας όλους τους συνομιλητές που είχαμε τα τελευταία πέντε χρόνια. Επιπλέον, έχουμε την πενταετή εμπειρία μιας κοινοβουλευτικής ομάδας που έδειξε ότι άξιζε τον κόπο να έχουμε εκλεγμένους βουλευτές. Έτσι, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι –  συνδικαλιστές, άνθρωποι των αγώνων, προσωπικότητες όπως η πρώην πρόεδρος της Attac, Ορελί Τρουβέ (Aurélie Trouvé), που είδαν τι μπορέσαμε να κάνουμε και προσχώρησαν στην Λαϊκή Ενότητα.

Αναφερθήκατε στις λεγόμενες λαϊκές προκριματικές εκλογές. Η πρόταση ήταν να βγάλουμε κάποιον δύο ή τρεις μήνες πριν από τις εκλογές με βάση την προσωπικότητα και μόνο – μια επιφανειακή προσέγγιση. Όμως είχαμε ήδη την εμπειρία του 2012 και του 2017 και μπορούσαμε να ξεδιπλώσουμε  την οργάνωση που έχει αναπτύξει η Ανυπότακτη Γαλλία, με το να πηγαίνουμε από πόρτα σε πόρτα, τη συλλογική μας νοημοσύνη και την αξιοπιστία που έχουμε οικοδομήσει.

Σε αυτό προστέθηκε, και δεν είναι απλή λεπτομέρεια, η ίδια η απήχηση του υποψηφίου μας, ακόμη και αν δεν ήταν ο πιο δημοφιλής μεταξύ μιας ορισμένης αισθητικής Αριστεράς. Το γεγονός ότι επί πέντε χρόνια μίλησε για καίρια ζητήματα– κυρίως όσον αφορά την καταπολέμηση της ισλαμοφοβίας και του ρατσισμού– φέρνει επίσης μια νομιμοποίηση πέρα από τους κύκλους της παραδοσιακής Αριστεράς, ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και τα θύματα τέτοιων διακρίσεων.

Κάθε φορά που υπήρχαν επιθέσεις εναντίον της Ανυπότακτης Γαλλίας, και ιδίως εναντίον του Μελανσόν, κάθε φορά γίνονταν αντιληπτές με τρόπο διαμορφωμένο από ταξικά κριτήρια. Για παράδειγμα, το περιστατικό με την επίθεση στα γραφεία μας συνέχισε να μας βαραίνει άσχημα, αλλά εννέα φορές στις δέκα οι άνθρωποι που σοκαρίστηκαν πιο αρνητικά ήταν οι μεσαίες τάξεις, οι αστοί, οι διανοούμενοι κ.λπ.

Η στρατηγική μας σε αυτή την εκστρατεία ήταν να μην απαντήσουμε σε καμία από τις επιθέσεις και να παραμείνουμε υπεράνω των καυγάδων. Νομίζω ότι αυτό βοήθησε στην αξιοπιστία μας και έκανε τον κόσμο να επικεντρωθεί στο μήνυμα και το περιεχόμενο του προγράμματος. Κινητοποιήσαμε ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων που συνήθως απέχουν, αν και όχι όλους.

Σχετικά με την αποχή, θα ήθελα να αναφέρω μερικές από τις συχνά στιγματισμένες γειτονιές όπου η συμμετοχή είναι γενικά χαμηλότερη. Όμως, αυτή τη φορά, υπήρξε μεγαλύτερη κινητοποίηση από ό,τι προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Στα banlieues του Παρισιού και άλλων μεγάλων πόλεων, ο Μελανσόν κέρδισε σε μεγάλο βαθμό, μερικές φορές με πάνω από 50%. Στα αγγλόφωνα μέσα ενημέρωσης είναι σύνηθες να ακούγεται ότι είναι ένας σοβινιστής ισλαμοφοβικός. Ωστόσο, στη Γαλλία έχουμε προσωπικότητες όπως η Καρόλ Ντέγκλα (Carole Delga) του Σοσιαλιστικού Κόμματος που καταδικάζουν την Ανυπότακτη Γαλλία ως πολύ κοντά στον ισλαμισμό και τον ισλαμικό «κοινοτισμό», ενώ κανείς δεν αποκαλεί ποτέ την κεντροαριστερά εθνικιστική και ρατσιστική. Τι πιστεύετε ότι εξηγεί αυτές τις θέσεις – και έχει μετατοπιστεί η θέση του ίδιου του Μελανσόν, για παράδειγμα όταν συμμετείχε στη συγκέντρωση για την υπεράσπιση του τζαμιού όπου οι πιστοί δέχθηκαν επίθεση από έναν ισλαμοφοβικό ένοπλο;

Ο Μελανσόν δεν είναι ούτε ισλαμοφοβικός ούτε ισλαμιστής. Αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι εξωφρενικοί και ψευδείς. Είναι –είμαστε– ρεπουμπλικάνος και αντιρατσιστής. Υπερασπιζόμαστε την αρχή της κοσμικότητας (laïcité), όπως καθιερώθηκε από τον νόμο του 1905: διαχωρισμός μεταξύ εκκλησιών και κράτους, ελευθερία έκφρασης και άσκησης της θρησκείας, ελευθερία κάποιος να μην έχει θρησκεία. Όμως αυτή η έννοια έχει κακοποιηθεί και χρησιμοποιείται ως όπλο ενάντια στους ίδιους τους ανθρώπους που προοριζόταν να προστατεύσει.

Υπάρχει μια ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού λόγου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ωστόσο, νομίζω ότι αυτό δεν αντικατοπτρίζεται πλήρως στην κοινωνία, ακόμη και αν έχει τα αποτελέσματά του σ’ αυτήν. Μεταφράστηκε σε μια θανατηφόρα ρατσιστική εμμονή με τους μουσουλμάνους στη Γαλλία. Και νομίζω ότι η πολιτική ευφυΐα του Μελανσόν είναι ότι το κατάλαβε γρήγορα – όπως πρέπει να κάνεις, αν είσαι βουλευτής σε μια πόλη όπως η Μασσαλία.

Με αυτή την ισλαμοφοβική εμμονή να συνεχίζει να ζυμώνεται, δεν είναι πλέον δυνατόν να ακολουθήσει κανείς μια κάπως αφηρημένη ή θεωρητική προσέγγιση, όταν κινδυνεύουν άνθρωποι, όπως με την επίθεση στο τζαμί. Επομένως, ναι, αυτή η στιγμή βοήθησε να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Υπήρξαν επίσης και άλλες στιγμές αποσαφήνισης: το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» και στη συνέχεια η διαδήλωση των συνδικάτων της αστυνομίας έξω από την Εθνοσυνέλευση [μια συγκέντρωση που υποστηρίχθηκε από όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου εκτός από την Ανυπότακτη Γαλλία].

Το ζήτημα της ισλαμοφοβίας εμπεριέχει το πρόβλημα του συστήματος και του στιγματισμού που αυτό περιλαβάνει. Αλλά το ίδιο ισχύει και για το κίνημα των κίτρινων γιλέκων το οποίο επιβεβαίωσε τη διάγνωσή μας για τα στοιχεία και τις δυναμικές μιας λαϊκής επανάστασης των πολιτών που ανατινάζει τα καθιερωμένα πλαίσια. Τα κίτρινα γιλέκα, επίσης, αποτέλεσαν στόχο μαζικής δαιμονοποίησης και ήμασταν η μόνη δύναμη, μεταξύ των συνδικαλιστικών και αριστερών, που υπερασπιζόταν πάντα αυτό το κίνημα, όταν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και μάλιστα πολλοί διανοούμενοι από την αριστερή πτέρυγα της μεσαίας τάξης, ήθελαν να το απορρίψουν ως αντισημιτικό, ρατσιστικό και αντιμεταναστευτικό.

Το ίδιο ισχύει και για τον συμβολισμό της αστυνομικής διαδήλωσης στην Εθνοσυνέλευση. Θυμίζοντας επιτροπή θυμάτων της 6ης Ιανουαρίου 2021 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ακτιβιστές του συνδικάτου της αστυνομίας, έλεγαν ότι είναι απαραίτητο να σπάσουν τα όρια του συντάγματος. Η Ορελί Τρουβέ, η οποία ήταν κινητήρια δύναμη στην Λαϊκή Ενότητα και στο κοινοβούλιο της, μας έλεγε ότι ήμασταν κυριολεκτικά η μόνη δύναμη που όχι μόνο δεν συμμετείχε στη διαδήλωση – ο υποψήφιος των Πρασίνων για την προεδρία, Γιανίκ Ζαντό (Yannick Jadot), και ο Φαμπιέν Ρουσέλ (Fabien Roussel) του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν εκεί – αλλά σηκώθηκε δημόσια και υπερασπίστηκε το γεγονός ότι δεν θα πηγαίναμε.

Νομίζω ότι ήταν αποσαφηνιστικό για τους άλλους να δουν πώς τέτοια θεμελιώδη πράγματα – το κράτος δικαίου, η διάκριση των εξουσιών, οι βασικές ελευθερίες – εγκαταλείπονται εντελώς, και να δουν ότι επιλέξαμε τη σωστή πλευρά.

Τα μικρά κεντροαριστερά κόμματα σημείωσαν χαμηλά ποσοστά και ο Μελανσόν συσπείρωσε το μεγαλύτερο μέρος ολόκληρου του κοινωνικο-οικολογικού στρατοπέδου. Αλλά και το 2017, επίσης, ήταν ο κορυφαίος αριστερός προεδρικός υποψήφιος, δυσκολευτήκατε όμως να τα καταφέρετε σε άλλα επίπεδα – εκλέξατε δεκαεπτά βουλευτές εκείνη τη χρονιά, αλλά στις περιφερειακές και τοπικές εκλογές δεν υπήρξε τόσο μεγάλη πρόοδος. Αυτό δείχνει επίσης ένα πρόβλημα εδαφικού ριζώματος.Τι είναι λοιπόν διαφορετικό αυτή τη φορά που σας κάνει να μιλάτε ακόμη και για την αναζήτηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας;

Η διαφορά είναι τα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν και η εμπειρία που αποκτήσαμε. Δεν αρνούμαστε ότι υπάρχουν αδυναμίες, μεταξύ άλλων και όσον αφορά το ρίζωμα. Αλλά το ρεκόρ μας στις ενδιάμεσες εκλογές [μεταξύ των προεδρικών αναμετρήσεων] θα πρέπει επίσης να αξιολογηθεί στο ευρύτερο πλαίσιο ενός σχετικά νέου πολιτικού κινήματος που ανταγωνίζεται κόμματα που υπάρχουν εδώ και πενήντα, εξήντα χρόνια. Αυτό έχει μεγάλη σημασία στις τοπικές και περιφερειακές εκλογές – στην ευρωπαϊκή αναμέτρηση του 2019, ήταν ακόμη πιο δύσκολο, επειδή η δική μας θέση ήταν πολύ αντίθετη με το ρεύμα σε σχέση με το είδος των ψηφοφόρων που προσέρχονται ακόμη και σε αυτές τις εκλογές. Επιπλέον, ακόμη και αν κόμματα όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα και οι Ρεπουμπλικάνοι άντεξαν στις ενδιάμεσες εκλογές, αυτό δεν σταμάτησε τη σοβαρή πολιτική κρίση (υπήρξε μαζική αποχή) ή την τάση τους προς την πτώση.

Σε αυτή την προεδρική αναμέτρηση, επιδιώξαμε να φτάσουμε στον δεύτερο γύρο ή ακόμη και να κερδίσουμε. Βασιστήκαμε στα δυνατά μας σημεία. Αλλά βλέπουμε επίσης την ανάγκη να συνδυάσουμε τα προβλήματα των εργατικών συνοικιών των μεγάλων πόλεων και εκείνων των αγροτικών περιοχών που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Βλέπουμε ότι υπάρχουν ορισμένοι τομείς στους οποίους είμαστε πιο αδύναμοι.

Νομίζω ότι η Λαϊκή Ενότητα και το κοινοβούλιό της είχαν επιτυχία στο επίπεδο της πολιτικής αποσαφήνισης. Είναι επίσης κάτι σημαντικό λόγω του μεγέθους της και των άμεσων, συγκεκριμένων δεσμών της με τους αγωνιζόμενους τομείς. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό είναι μια μορφή ριζώματος.

Στον δεύτερο γύρο, ούτε ο Μακρόν ούτε η Λεπέν ανταποκρίνονται στη δημοκρατική και κοινωνική κρίση και στις έκτακτες ανάγκες που αντιμετωπίζουμε. Έτσι, υπάρχει και αυτό το αντικειμενικό υλικό στοιχείο καθώς και ο υποκειμενικός παράγοντας της εμπειρίας και της εκ των υστέρων γνώσης που έχουμε αποκτήσει. Έχουμε ένα συλλογικό πλαίσιο που έχει δοκιμαστεί –με την κοινοβουλευτική μας ομάδα – αλλά και την Ανυπότακτη Γαλλία ως οργανωτικό κίνημα. Νομίζω ότι έδειξε την ευελιξία και την ικανότητά του να κινητοποιεί, και – έστω και με όρια και διακυμάνσεις – αυτή η προεδρική εκστρατεία ήταν επίσης ένα δυνατό σημείο για εμάς.

Σε σύγκριση με το 2017, έχουμε το ρεκόρ των βουλευτών μας, τόσο στην Εθνοσυνέλευση όσο και στο κοινοβούλιο της ΕΕ. Και ενώ τότε εξακολουθούσαμε να έχουμε να κάνουμε με τις κοινοβουλευτικές συνομοταξίες των παλαιών κομμάτων, αυτή τη φορά υπάρχει πολύ ισχυρότερη τριχοτόμηση του πολιτικού πεδίου. Γνωρίζετε το έργο του Μπρουνό Άμαμπλο (Bruno Amable) και του Στέφανο Παλομπαρίνι (Stefano Palombarini), οι οποίοι μιλούν για ένα αστικό μπλοκ [που ενώνει το κεντροαριστερό και το κεντροδεξιό τμήμα της αστικής τάξης]. Αν αυτό έμοιαζε θεωρητικό, το είδαμε να παίρνει σάρκα και οστά πίσω από τον Μακρόν και, σε αυτές τις εκλογές, εμείς σχηματίσαμε το αντίθετο λαϊκό μπλοκ που βασίζεται στην εργατική και μεσαία τάξη. Για εμάς, αυτό είναι ένα πραγματικό επίτευγμα.

Πριν από τον πρώτο γύρο, οι εκκλήσεις για ενότητα της Αριστεράς φαινόταν να αποσκοπούν στο να αποτρέψουν την υποψηφιότητα του Μελανσόν, αν και ορισμένα πρόσωπα – για παράδειγμα, ο κομμουνιστής βουλευτής Σεμπαστιέν Ζυμέλ (Sébastien Jumel) και κάποια άτομα που πρόσκεινται στην πτέρυγα των Πρασίνων της Σαντρίν Ρουσό (Sandrine Rousseau) – τάχθηκαν στο πλευρό της εκστρατείας σας. Τώρα έχετε απευθύνει ανοιχτές επιστολές προς τους Πράσινους και τους Κομμουνιστές για συνομιλίες ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου. Τι πιστεύετε ότι μπορεί να κερδηθεί από αυτό – και μπορείτε μαζί να σχηματίσετε ένα λαϊκό μπλοκ;

Γνωρίζουμε ότι αυτό είναι ένα μπλοκ που δεν έχει ακόμη συσπειρωθεί με ισχυρό τρόπο. Αναφερόμαστε σε  μια ψηφοφορία και μια εκλογή με τις ιδιαίτερες συντεταγμένες της: τον κίνδυνο του Ζεμούρ και της Λεπέν και την οργή προς τον Μακρόν. Σε αυτές τις εκλογές, καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε αυτά τα ζητήματα. Όμως τώρα ο πρώτος γύρος πέρασε, οι παράμετροι δεν είναι οι ίδιες, ακόμη και για τις βουλευτικές εκλογές.

Έχουμε συμφέρον να διατηρήσουμε αυτό το κέντρο βάρους στη ριζοσπαστική αριστερά. Για να το πετύχουμε αυτό, χρειαζόμαστε και άλλες δυνάμεις να συσπειρωθούν σε αυτόν τον πόλο, μειώνοντας παράλληλα όσο το δυνατόν περισσότερο το χώρο για ρεφορμιστικούς πειρασμούς ή συμβιβασμούς. Το γεγονός ότι δεν επιλέξαμε να συμπεριλάβουμε το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ή τουλάχιστον την ηγεσία του, αντανακλά ότι δεν αξίζει να επιδιώξουμε μια συμμαχία μαζί τους. Με τους κομμουνιστές, τα πράγματα είναι ίσως λίγο πιο απλά. Όσον αφορά τους Πράσινους, μπορεί να υπάρχει ένα ενδιαφέρον να απαντήσουν και να συζητήσουν μαζί μας, αν και η θέση του Ζαντό μέχρι στιγμής δεν ήταν αυτή.

Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε μια δυναμική ισχύος όπου θα συντρίβουμε όλους τους άλλους. Όμως είναι βασική προϋπόθεση ότι το πρόγραμμά μας θα πρέπει να παραμείνει το κέντρο βάρους. Γιατί μόνο με μια καθαρή θέση θα είναι δυνατόν να έχουμε λαϊκή αξιοπιστία και να πάρουμε σαφή θέση απέναντι στον Μακρόν – όπως και απέναντι σε οποιονδήποτε θα προσαρμοστεί στο σύστημα και θα συμβιβαστεί μαζί του.

Επομένως, το συμφέρον [να επιδιώξουμε την ενότητα με αυτές τις δυνάμεις] είναι πρακτική επί του πεδίου –είναι καλύτερα να μην έχουμε ανταγωνιστικές υποψηφιότητες–, αλλά και στο επίπεδο της ουσίας, στο ζήτημα της στρατηγικής, ξεκαθαρίζει τα πράγματα διότι αναγκάζει όλους να πάρουν θέση.

Η Λαϊκή Ενότητα και το κοινοβούλιό της που βοήθησε στην ανάπτυξη του προγράμματος του Μελανσόν, περιλάμβανε πολλά πρόσωπα που δεν συμμετείχαν προηγουμένως στην Ανυπότακτη Γαλλία. Αν θέλετε να πετύχετε στις ενδιάμεσες εκλογές, δεν χρειάζεται να γίνει πιο δομημένη, με μια πιο οργανωμένη μορφή;

Τα τελευταία πέντε χρόνια ως κίνημα δεν ήταν πάντα εύκολα, αλλά αυτή η μορφή έδειξε και τα δυνατά της σημεία. Δεν είναι ότι η Ανυπότακτη Γαλλία δεν είναι δομημένη – αλλά δεν έχει μια σταθερή μορφή. Ήταν το κύριο πλαίσιο που επέτρεψε να πραγματοποιηθεί αυτή η εκστρατεία, δεν θα μπορούσαμε να το είχαμε κάνει χωρίς τις ομάδες δράσης και τους αγωνιστές της Ανυπότακτης Γαλλίας.

Η Λαϊκή Ενότητα έχει μια δυναμική και χρειαζόμαστε έναν τρόπο να τη διατηρήσουμε. Αλλά πιστεύω επίσης ότι, το γεγονός ότι δεν είχαμε κομματική μορφή, μας επέτρεψε επίσης να δημιουργήσουμε έναν χώρο στον οποίο θα μπορούσαν να συμμετάσχουν αυτοί οι άνθρωποι [που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν]. Η Ανυπότακτη Γαλλία έχει τους δικούς της ηγέτες, οι οποίοι δεν θα είναι απαραίτητα οι υποψήφιοι, ή όχι μόνο αυτοί, διότι θέλουμε να θέσουν υποψηφιότητα και άνθρωποι από την Λαϊκή Ενότητα. Αν έχουμε μια ομάδα που εκλέγεται στην Εθνοσυνέλευση υπό τη σημαία της Λαϊκής Ενότητας με 50 ή 100 ή 200 βουλευτές, θα πρέπει να κινηθεί σε νέα επίπεδα. Αλλά νομίζω ότι, σε αυτό το στάδιο, μετά τον πρώτο γύρο και με τις βουλευτικές εκλογές μπροστά μας, η Λαϊκή Ενότητα διαθέτει την απαραίτητη υποδομή. Το σημαντικό είναι να έχουμε τον κατάλληλο μηχανισμό για το έργο που έχουμε αναλάβει, παρά να δημιουργήσουμε ένα νέο κόμμα.

Σε ορισμένες γειτονιές, ο Μελανσόν κέρδισε την πλειοψηφία των ψήφων στον πρώτο γύρο, οπότε σαφώς εκεί μπορείτε να ελπίζετε ότι θα τα πάτε καλά στις βουλευτικές εκλογές. Όμως πώς μπορείτε να μετατρέψετε την ψήφο υπέρ του σε κάτι πιο ανθεκτικό;

Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε για να διασφαλίσουμε ότι η ψήφος των εργατικών γειτονιών θα αντανακλάται στο κίνημα και στους υποψηφίους του. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την τοποθέτηση ενός προσώπου από αυτές τις γειτονιές ως υποψηφίου, αλλά με έναν τρόπο ριζώματος της ψήφου εκεί, και υπάρχει σαφώς πρόβλημα αντιπροσώπευσης.

Πιστεύω επίσης ότι ο Μελανσόν παραμένει ένα ουσιαστικό σημείο αναφοράς για το κίνημα. Κάποιοι [στην Αριστερά] πίστεψαν και έκαναν υπολογισμούς με βάση το ότι –όπως είχε πει – αυτή ήταν η τελευταία του εκστρατεία. Αλλά νομίζω ότι είναι λάθος να βλέπουμε την περίοδο μετά τις προεδρικές εκλογές ως περίοδο μετά τον Μελανσόν. Το μέρος του εκλογικού σώματος που μας ψήφισε ανταποκρίθηκε σε ένα κάλεσμα που προερχόταν από τον Μελανσόν.

Στη Βρετανία, επίσης, ακούσαμε πολλά από ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι ήταν «σοσιαλιστές αλλά όχι υπέρ του Κόρμπιν», θεωρώντας τον πολύ «διχαστικό», οι οποίοι στη συνέχεια αγκάλιασαν λίγο-πολύ αμέσως τη νεοφιλελεύθερη δεξιά πτέρυγα του κόμματος.

Γι’ αυτό θα έλεγα ότι μάθαμε επίσης πολλά από τα διάφορα κινήματα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών μας έλεγαν συχνά ότι ο Μελανσόν είχε πρόβλημα με το εγώ του. Αλλά το επιχείρημα αφορούσε στην πραγματικότητα τη σαφήνεια των ιδεών και το στρατηγικό όραμα.

Σαφώς, οι δημόσιες προσωπικότητες του Κόρμπιν και του Μελανσόν δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές – αν και ξέρω ότι και οι δύο είναι πολύ καλοί τύποι. Και αυτό που ήταν εντυπωσιακό στη βρετανική περίπτωση ήταν το πώς, παρά το πόσο ήπιος ομιλητής είναι, ο Κόρμπιν υπέστη αυτό το ίδιο είδος «Μελανσονισμού», με την ίδια προσπάθεια να τον μετατρέψουν σε τέρας. Ήταν ενδιαφέρον γιατί έδειξε ότι αυτό δεν είχε να κάνει με την προσωπικότητά τους. Έδειξε ότι το πρόβλημα δεν είναι ότι ο Μεαλνσόν είπε «Η Δημοκρατία είμαι εγώ» (La République cest moi) ή ότι μιλάει πολύ δυνατά ή προκλητικά.

Όχι, το πρόβλημα είναι ο αντιληπτός κίνδυνος που αποτελεί για εκείνους που υπερασπίζονται το σύστημα, ιδίως τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και τις κυρίαρχες τάξεις. Στη συνέχεια, το χρησιμοποιούν για να δημιουργήσουν έναν χαρακτηρισμό στα μέσα ενημέρωσης, ο οποίος στη συνέχεια αποκρυσταλλώνει την [αρνητική] αντίληψη σε ένα μέρος της μεσαίας τάξης, την οποία ονομάζω αριστερά της αισθητικής, για την οποία μια ιδεαλιστική, καπιταλιστικά διαμορφωμένη αυτοπαρουσίαση έχει μεγαλύτερη σημασία από το πραγματικό περιεχόμενο.

Δεν νομίζω ότι μπορείς απλώς να τον αντικαταστήσεις με κάποιον άλλον και να έχεις μια διαφορετική αντίδραση από αυτούς. Και δεν νομίζω ότι κάποιος άλλος θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά που έκανε ο Μελανσόν, μεταξύ άλλων και λόγω της εμπειρίας του. Δεν είναι ότι τα έκανε όλα μόνος του. Αλλά είναι επίσης κάποιος που έχει μια πυξίδα πολιτικής διαύγειας, που καταφέρνει να τη μεταδώσει σε άλλους και να οδηγήσει στη δημιουργία ενός συλλογικού σχεδίου. Είναι λοιπόν ένα κεφάλαιο για το μέλλον.

* Ο David Broder είναι συντάκτης του Jacobin για την Ευρώπη και ιστορικός του γαλλικού και ιταλικού κομμουνισμού.

Διαβάστε επίσης

«Τα ρεπορτάζ μας δεν θα καταλήξουν δελτία Τύπου εταιρειών»: Συνέντευξη με τη Σταυρούλα Πουλημένη

Έπειτα από δύο αναβολές, την Πέμπτη 19 Μαΐου, στις 9 το πρωί,…

Συνέντευξη με τον Ilya Budraitskis: Ουκρανία – Ρωσία, οι ρίζες της πολεμικής σπείρας

Πηγή: nuso.org (26/02/2022) | Μετάφραση: Α.Λ. Η συνέντευξη αυτή, που δόθηκε στον…