«Το πιο εύκολο είναι να ρίξει κανείς το ανάθεμα σε έναν εργαζόμενο, ίσως άπειρο, ίσως μη επαρκώς εκπαιδευμένο. Η αλήθεια όμως είναι ότι στο πρόσωπό του αντανακλάται το πόσο ανάθεμα είχαν ρίξει οι πολιτικοί προϊστάμενοι στον σιδηρόδρομο…»
Αλιεύουμε την ανάρτηση της Ηρώς Διώτη:
Υπάρχει μια γενική ομολογία στην ελληνική πραγματικότητα ότι η Ελλάδα έχει πολύ καλούς γιατρούς. Οφείλεται στις καλές ιατρικές σχολές των δημόσιων πανεπιστημίων, οφείλεται στη μακρόχρονη εκπαίδευση μέχρι να πάρουν την ειδικότητα, οφείλεται όμως κυρίως στο ότι οι γιατροί στην Ελλάδα στο δημόσιο σύστημα υγείας αναγκάζονται να δουλεύουν σε μια διαρκή συνθήκη γεμάτη ελλείψεις.
Ελλείψεις σε σύγχρονο ιατρικό εξοπλισμό, ελλείψεις σε τεχνολογικές υποδομές, ελλείψεις σε ιατρικοφαρμακευτικό υλικό, ελλείψεις σε προσωπικό. Συνεπώς μαθαίνουν να θεραπεύουν, μαθαίνουν να φροντίζουν τον ασθενή με την εμπειρία και τη γνώση τους, συχνά μέχρι εξάντλησης, με πολλαπλές εφημερίες, δίχως την «ασφάλεια» των νέων μέσων, την «πολυτέλεια» στελεχωμένων κλινικών, τη δυνατότητα νέων τεχνολογιών.
Γίνονται καλοί γιατί πρέπει να εφευρίσκουν τρόπους να σώσουν τον άνθρωπο.
Αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι στον σιδηρόδρομο, αυτοί με τα χρόνια εμπειρίας, έπρεπε να δουλεύουν σε μια συνθήκη χωρίς την εγκατάσταση της νέας τεχνολογίας, με σηματοδότες διαρκώς στο κόκκινο, με την τηλεδιοίκηση να μη λειτουργεί, με πατέντες που έπρεπε να σκεφτούν για να διαχειριστούν την κυκλοφορία, με ασυρμάτους λες και βρισκόμαστε στο 1940, με υποδομές εγκαταλελειμμένες, με λειτουργικά συστήματα σε αργία.
Ήδη από το 2010, με τον νόμο περί αναδιάρθρωσης, εξυγίανσης και ανάπτυξης του Ομίλου ΟΣΕ και ΤΡΑΙΝΟΣΕ (πόσο ειρωνικός τίτλος!), μετατάχθηκαν έμπειροι εργαζόμενοι σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες, στο όνομα μνημονιακών δεσμεύσεων για «μείωση του κράτους», με αποτέλεσμα μηχανοδηγοί χρόνων να δουλεύουν πια τραυματιοφορείς σε νοσοκομεία ή το τεχνικό προσωπικό στη συντήρηση των γραμμών να αντικαθίσταται με υπεργολάβους.
Δεν χρειάζεται κάποιος να είναι ειδικός ή να ξέρει να διαβάζει νόμους -μια απλή αναζήτηση στις δέκα τελευταίες ανακοινώσεις την πανελλήνιας ένωσης σιδηροδρομικών και εργαζόμενων στην έλξη πριν τα Τέμπη θα κατανοήσει ποια ήταν η πραγματικότητα στον σιδηρόδρομο.
Οι εργαζόμενοι στον σιδηρόδρομο εκπαιδεύτηκαν αλλά ταυτόχρονα αναγκάστηκαν να γίνουν καλοί στη δουλειά τους. Έπρεπε, όπως οι γιατροί, να εφευρίσκουν πατέντες για να κινούνται οι συρμοί, να ρυθμίζεται η κυκλοφορία και να φτάνουν οι επιβάτες στον προορισμό με ασφάλεια.
Όταν η ταχύτητα ήρθε να αντικαταστήσει την ασφάλεια, με τα Λευκά Βέλη, και το Αθήνα-Θεσσαλονίκη σε 4 ώρες, φάνηκε και όλη η γύμνια της εγκατάλειψης του σιδηρόδρομου με τα συνεχή ατυχήματα, τα καλώδια που έπεφταν στους συρμούς, τα κλεισίματα των γραμμών, τις συνεχείς καθυστερήσεις.
Το πιο εύκολο είναι να ρίξει κανείς το ανάθεμα σε έναν εργαζόμενο, ίσως άπειρο, ίσως μη επαρκώς εκπαιδευμένο. Η αλήθεια όμως είναι ότι στο πρόσωπό του αντανακλάται το πόσο ανάθεμα είχαν ρίξει οι πολιτικοί προϊστάμενοι στο σιδηρόδρομο, διαμελίζοντάς τον, αφού πρώτα τον απομύζησαν, εγκαταλείποντάς τον, παραχωρώντας τον σε ιδιώτες, αδιαφορώντας για την ασφάλεια, αποψιλώνοντάς τον σε προσωπικό, λοιδορώντας τους εργαζόμενους, αποκαλώντας τους πάντα «συντεχνίες» και εν τέλει βγάζοντας φωτογραφίες για το πόσο εκσυγχρονίσανε τα τρένα στη χώρα.
Η θλίψη και ο θυμός είναι απερίγραπτος. Η σημερινή συγγνώμη του πρωθυπουργού και η αλλαγή στάσης, φοβούμενος την πανελλήνια κατακραυγή για τη δήλωση του ότι πρόκειται απλά για τραγικό ανθρώπινο λάθος, προστίθεται στην επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης να μειώσει “τη ζημιά” εν όψει εκλογών.
Ποιος και ποια όμως μπορεί να ξεχάσει τόσους θανάτους;
Η αλήθεια και η δικαιοσύνη είναι το πρώτο πάνδημο αίτημα.
Το επόμενο, δεν μπορεί παρά να είναι η διεκδίκηση ενός δημόσιου, σύγχρονου και ασφαλούς σιδηρόδρομου.