«…Τούνελ να σκάψουμε έπρεπε, κοντά είκοσι μέτρα,
κάτω από δρόμο κεντρικό. Πολύ χώμα και πέτρα.
Στης τράπεζας θα μπαίναμε το θησαυροφυλάκιο.
Δεν είχε απ’ έξω φύλακα με το γνωστό φυλάκιο.
Μονάχα ο συναγερμός σίγουρα θα χτυπούσε,
μα εμάς καθόλου αυτό δεν θα μας ενοχλούσε.
Θα έρχονταν και θα νόμιζαν πως πρόκειται για λάθος,
ενώ εμείς θα βρισκόμαστε στης τράπεζας το… βάθος.
Το θησαυροφυλάκιο κλείνουν πόρτες με ατσάλι.
Κανένας τίποτα από εκεί δεν μπόρεσε να βγάλει.
Εμείς από το πάτωμα θα μπαίναμε. Από κάτω.
Δεν είχαν σκεφτεί να βάλουνε ατσάλι και στον πάτο…»
Το «Αλονζανφάν» του Νίκου Κουφόπουλου, σε επιμέλεια Σωκράτη Αβραμόπουλου, από τις εκδόσεις Ελυζέ, είναι το πρώτο στο είδος του στην Ελλάδα, λογοτεχνικά αρτιότατο και με εξαιρετικό πολιτικό ενδιαφέρον. Ο Νίκος, με ακρίβεια, τρυφερότητα, χιούμορ και διακριτικότητα, αφηγείται 44 πραγματικές ιστορίες του αναρχικού/επαναστατικού χώρου, που όλες σχεδόν πλέουν στα τρικυμιώδη ύδατα της παραβατικότητας και της παρανομίας. Υποθέσεις όπως αυτές της Ραφήνας, της Καλογρέζας, της Μαυρικίου, του φόνου από αστυνομικούς του Χρήστου Τσουτσουβή στου Γκύζη, μαζί με πολλές άλλες ιστορίες, πιο ανάλαφρες ή νικηφόρες, πιο τραγικές ή πιο «παράλογες», απαρτίζουν τις περίπου 200 σελίδες αυτού του αξιοδιάβαστου βιβλίου.
Ο Κουφόπουλος, αναρχικός και περιπετειώδης ο ίδιος, έχει γνώση της διαδρομής του αναρχικού κινήματος, αλλά και το ταλέντο να παρουσιάζει αυτή τη διαδρομή, την επαναστατική ορμή, το βιωματισμό και τα αδιέξοδά της, χωρίς στόμφο και διδακτισμούς, με περισσή αυτογνωσία και αγάπη.
Ο ίδιος στον επίλογο του «Αλονζανφάν» δίνει το στίγμα του: «Ναι, “έβραζε” εκείνη την περίοδο η νεολαία αλλά και αρκετοί πιο μεγάλοι σε ηλικία. Μια διαρκής αναζήτηση νοήματος της ζωής. Οι πιο “ανήσυχοι και ζωηροί” πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Οι κομμουνιστές είχαν φτιάξει ένοπλες οργανώσεις. Πλήρωσαν και πληρώνουν κάποιοι ακόμα. Οι αναρχικοί. Ένοπλα, φυλακίσεις, συμπλοκές, νεκροί, αυτοκτονίες. […] Και το ερώτημα παραμένει, για όποιους θέλουν να ζήσουν: Πώς παίζεται μια ζωή και γιατί;».