Ο συρμός, οι συρμοί του τρένου είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την εργατική τάξη. Η τάξη μας περνάει κατά μέσο όρο μία με δύο ώρες την ημέρα σε κάποιο βαγόνι, πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από το κάτεργο της μισθωτής σκλαβιάς. Αν και, ως έκφραση, η έννοια «του συρμού» είχε θετική χροιά, σήμαινε δηλαδή ότι κάτι ήταν η τελευταία λέξη της μόδας, εν τέλει κατέληξε με αρνητικό πρόσημο, να σημαίνει κάτι που μεταδίδεται μέσω του σιδηροδρόμου από το παρηκμασμένο κέντρο προς τα ήσυχα και γαλήνια προάστια. Τα βιβλία του συρμού λοιπόν δεν είναι ευτελή βιβλία, απεναντίας, είναι βιβλία που διαβάζουμε στριμωχτά σε κάποιο βαγόνι παίρνοντας έτσι πίσω λίγο από τον κλεμμένο ελεύθερο χρόνο μας.
***
Alejandro Zambra, Τρόποι να γυρίζεις σπίτι (μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης), εκδόσεις Ίκαρος 2016, σσ.: 172
[Πάντα πίστευα πως δεν είχα αληθινές αναμνήσεις απ’ τα παιδικά μου χρόνια· πως η ιστορία μου χωράει σε λίγες γραμμές· ίσως και σε μια σελίδα· με μεγάλα γράμματα. Τώρα πια δεν το πιστεύω αυτό.]Στο τρίτο μυθιστόρημά του ο Αλεχάντρο Σάμπρα αφηγείται και, παράλληλα, επανεφευρίσκει τον εαυτό του, ξαναβιώνοντας και ανακατασκευάζοντας τις αναμνήσεις του.
Σε ένα βαθιά αυτοβιογραφικό έργο, ο Σάμπρα ανατρέχει στο καταφύγιο –καταφύγιο κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και όχι κατ’ ανάγκη ασφαλής τοποθεσία– που ονομάζεται παιδική ηλικία. Χωρίζοντάς το σε δύο μέρη, ο συγγραφέας εναλλάσσεται από τη θέση του παρατηρητή σε αυτή του αφηγητή, έχοντας όμως μόνιμα τη συνείδηση ότι πρόκειται για ένα και το αυτό άτομο.
Μέσα από τα μάτια της παιδικής του ηλικίας προσπαθεί και βλέπει τις στιγμές και τα γεγονότα που τον οδήγησαν, ή καλύτερα έπαιξαν κάποιο ρόλο, μικρό η μεγάλο, στο να γίνει ο Αλεχάντρο ο συγγραφέας που επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει τις συνέπιες της πινοτσετικής δικτατορίας, το στίγμα που άφησαν στην χιλιάνικη κοινωνία. Μια μουγκαμαρά και καχυποψία, η οποία, μέσα από αυτά τα παιδικά μάτια, έμοιαζαν με κάτι άλλο, ωστόσο το ίδιο οδυνηρό.
Ο λιγομίλητος πατέρας, ο απόμακρος γείτονας, είναι φιγούρες που δεν μπορούν να διαβαστούν, ως χαρακτήρες, από τον 9χρονο Αλεχάντρο. Κι ό,τι δεν μπορεί να απαντήσει η λογική, το περιλαβαίνει η φαντασία. Η παιδική φαντασία βρίσκει τον τρόπο, ακόμη και σε αυτή την δηλητηριασμένη από τον φασισμό πραγματικότητα, να ταξινομήσει και να απαντήσει στα πιο περίεργα ερωτήματα.
Κι όταν ο ενήλικος πια συγγραφέας έχει την πλήρη εικόνα και κατανόηση του καθεστώτος στο οποίο μεγάλωσε, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις αλλαγές που αυτή επέφερε στον κοινωνικό ιστό, επιστρέφει σε ένα μυθιστόρημα όπου επιχειρεί, και εντέλει καταφέρνει, να συνομιλήσει με τον εννιάχρονο εαυτό του.
Ένα βαθιά τρυφερό έργο, όπου ο συγγραφέας επιλέγει να μπλέξει με γενναιότητα και ειλικρίνεια την αυτοβιογραφία με την μυθοπλασία. Σε ένα παρόν που η κοινωνία επιλέγει την βολική σιωπή, και ίσως «εξαφάνιση», σχετικά με το πρόσφατο παρελθόν της, ο συγγραφέας προτιμά τις μικρότερες ή και μεγαλύτερες δονήσεις που προκαλεί ο σεισμός της μνήμης που «μιλά» . Ένα νοητό ρήγμα που ξεκινά από τον ισχυρό σεισμό του 1985, καταφέρνει να ταρακουνήσει τον Σάμπρα στο 2010, κι οι ενοχές για την απώλεια της αθωότητας γίνονται το νήμα του μίτου της Αριάδνης που οδηγεί την αφήγηση σε αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα αναπόλησης της παιδικής ηλικίας και του τέλους της αθωότητας.