Ο συρμός, οι συρμοί του τρένου είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την εργατική τάξη. Η τάξη μας περνάει κατά μέσο όρο μία με δύο ώρες την ημέρα σε κάποιο βαγόνι, πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από το κάτεργο της μισθωτής σκλαβιάς. Αν και, ως έκφραση, η έννοια «του συρμού» είχε θετική χροιά, σήμαινε δηλαδή ότι κάτι ήταν η τελευταία λέξη της μόδας, εν τέλει κατέληξε με αρνητικό πρόσημο, να σημαίνει κάτι που μεταδίδεται μέσω του σιδηροδρόμου από το παρηκμασμένο κέντρο προς τα ήσυχα και γαλήνια προάστια. Τα βιβλία του συρμού λοιπόν δεν είναι ευτελή βιβλία, απεναντίας, είναι βιβλία που διαβάζουμε στριμωχτά σε κάποιο βαγόνι παίρνοντας έτσι πίσω λίγο από τον κλεμμένο ελεύθερο χρόνο μας.

***

Luis Sepúlveda, Το χειρόγραφο του καθρέφτη (μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, φωτογραφίες-επιλογή κειμένων: Daniel Mordzinski),  Εκδόσεις Opera, 2022 σσ.: 136

[Έχω πολύ κόσμο, πολύ δρόμο κάτω απ’ τα πόδια μου, και, σε κάθε τόπο όπου βρισκόμουν, ή συναντούσα τα ίχνη άλλων ονειρευτών όπως εμείς, ή έπεφτα πάνω σε γυναίκες και άνδρες που είναι η ζωντανή παράταση των ονείρων μας, γιατί κι εμείς ονειρευόμαστε τα δικά τους. Μα ποιος μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι τα δίκαια όνειρα είναι η μείζων έκφραση του διεθνισμού, του αγώνα να καταστεί οικουμενική, πλανητική, αυτή η κοινωνική δικαιοσύνη που είναι το μεδούλι όλων των ονείρων.]

Είναι κάπως δύσκολο να βρεις τις λέξεις και να μιλήσεις για αυτό το βιβλίο. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να διαβάσεις αυτό το βιβλίο και να συγκρατήσεις την υγρασία στα μάτια σου, να μην καταφέρει να δημιουργήσει δάκρυα.

Με τον τόμο αυτό κλείνει οριστικά το κεφάλαιο Σεπούλβεδα. Κι αν οι ιστορίες του, τα παραμύθια του κι οι μαρτυρίες του βρίσκονται στα ράφια των βιβλιοθηκών μας και μας περιμένουν, εμάς και ακόμη περισσότερο από εμάς τ@ς μελοντικ@ς αναγνώστες του, να τα [ξανα]επισκεφθούνε, παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να μη σκεφτόμαστε ότι το έργο αυτού του μεγάλου Χιλιανού συγγραφέα είναι πεπερασμένο και δεν έχουμε τίποτε άλλο να προσδοκούμε πια. Ο Γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης χάθηκε μες τις ίδιες του ιστορίες.

Το χειρόγραφο του καθρέφτη, συνοδευόμενο από τις αντανακλάσεις του Σεπούλβεδα στον φακό του Ντάνιελ Μορτζίνσκι, είναι η συρραφή δέκα αδημοσίευτων κειμένων μέσα από τα οποία ξεπροβάλει η μορφή, η πιο προσωπική, η λιγότερο, και γι’ αυτό άκρως, λογοτεχνική μορφή του Συγγραφέα, του ανθρώπου, του αγωνιστή, του γάτου, του σκύλου, και ό,τι άλλο υπήρξε σε αυτή τη σύντομη ζωή του ο Λουίς Σεπούλβεδα.

Ένας συγγραφέας που φεύγει αθόρυβα, όπως τα άλμπατρος που δύουν αθόρυβα στο βάθος του ορίζοντα, όπως μια βάρκα που ευλαβικά κυλά στα ευέξαπτα νερά της Γης του Πυρός. Χωρίς μεγάλα βραβεία, βραχείες λίστες, εύφημες μνείες, ο Λουίς Σεπούλβεδα μας χάρισε και μας αφήνει μόνη παρακαταθήκη τους αγώνες του. Αγώνες που έδωσε πότε με όπλα, πότε με στυλογράφους, πάντα όμως με την καρδία του μπροστά.

Τα δέκα αυτά κείμενα δοσμένα σε διάλογο με τις υπερδιπλάσιες φωτογραφίες, είναι σελίδες παρμένες από τα σημειωματάρια του Λουίς. Σημειώσεις στο περιθώριο, ή εν καιρώ πολέμου, ενός ακήρυχτου και ατελείωτου πολέμου, μας αφήνουν να δούμε και μας ξεναγούν στους τόπους που έπαιξαν κάποιον σημαντικό ρόλο για το συγγραφέα, στις πόλεις της εφηβείας του και στα πλάσματα, ανθρώπινα και μη, που σημάδεψαν την ζωή του.

Σαν ένα αντίο, απ’ την παρούσα έκδοση, δεν θα μπορούσε να λείπει και η προσωπική αφιέρωση τόσο του μεταφραστή όσο και του εκδότη. Σαν επίμετρο αναδημοσιεύονται και δυο διηγήματα, τα αγαπημένα μεταφραστή και εκδότη αντίστοιχα. Κι όσο για τον μεταφραστή, ο Κυριακίδης σαν μεταλαμπαδευτής του Σεπουλβεδικού σύμπαντος μας παραδίδει και το Lucho: δεκαοκτώ μίνι ενότητες που θα μπορούσαν να αποτελούν το κείμενο στην πίσω όψη κάποιων carte postale παρμένων από κάθε σταθμό του λογοτεχνικού ταξιδιού που ο μεταφραστής καλείται να κάνει πάντα, ακολουθώντας τα χνάρια του πρωτότυπου κειμένου.

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…