Για το θεατρικό έργο Passport (σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης)

Όσες θεατρικές παραστάσεις κι αν δούμε με θέμα τους πρόσφυγες, όσες ιστορίες προσφύγων κι αν ακούσουμε, ποτέ δεν είναι αρκετό. Η υπόμνηση του πόνου και της αδικίας κρατά ζωντανή τη συνείδηση και το χρέος. Υπενθυμίζει την αναγκαιότητα της επαγρύπνησης, την σταθερή διεκδίκηση της απόδοσης δικαιοσύνης· το ζωντανό, το διαρκές αίτημα να μην υπάρχουν πρόσφυγες, να μην ξεριζώνονται βίαια, άγρια, οι άνθρωποι από τον τόπο τους. Κι όταν αυτό συμβαίνει, όταν δεν μπορούμε να το εμποδίσουμε να συμβεί,  να βρίσκουν ένα μέρος που θα τους υποδεχτεί με εντιμότητα, προσήνεια, φιλόξενη διάθεση, αλληλεγγύη.

Την προσφυγιά έχει θέμα της και η παράσταση «Passport» του Μάνου Καρατζογιάννη, που είδαμε στο θέατρο της Ρεματιάς Χαλανδρίου, στις 2 Ιουλίου. H παράσταση έκανε πρεμιέρα λίγες μέρες πριν, στις 20 Ιουνίου, στην πλατεία Κοτζιά, το μέρος όπου ξεκίνησε η μεγάλη διαδήλωση για την απεργία ενάντια στην επιστράτευση που είχαν κηρύξει τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, τον Απρίλη του 1942. Προφανώς η επιλογή του τόπου για την πρεμιέρα δεν ήταν καθόλου τυχαία, αφού η παράσταση επικεντρώνει στην υπεράσπιση του βασικού ανθρώπινου δικαιώματος: της ελευθερίας. Αλλά και στα παρελκόμενα δικαιώματα της ασφάλειας, της επιλογής και της ευτυχίας.

Ο σκηνοθέτης και συγγραφέας των κειμένων προσέγγισε το θέμα από το δοκιμασμένο δρόμο της βιωματικότητας, της προσωπικής μαρτυρίας. Άλλωστε η πρόθεση ήταν εξαρχής δηλωμένη: «η μνήμη και η προφορική μαρτυρία ως βασικό δραματουργικό εργαλείο για την καταγραφή της ιστορίας». Ενταγμένη στην επέτειο των εκατό χρόνων από την μικρασιατική καταστροφή, η παράσταση είχε έντονη ελληνοκεντρικότητα και ως εκ τούτου οι ιστορίες που αποτέλεσαν το δραματικό υλικό είτε συνδέονται με τους βίαιους ξεριζωμούς στην Ανατολή των αρχών του 20 αιώνα και το μικρασιατικό τραύμα –Αρμένιοι, Πόντιοι, και Μικρασιάτες, που με την σειρά τους συνδέονται και εξηγούνται από τις πολιτικές εξελίξεις στη θνήσκουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, τα παιχνίδια των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή και τον καταστροφικό ελληνικό μεγαλοϊδεατισμό– είτε αναφέρονται σε σύγχρονες προσφυγιές, που όμως σχετίζονται με την Ελλάδα ως χώρα υποδοχής. Θα θέλαμε κάποτε να δούμε και αναφορές σε άλλες περιπτώσεις, όπως οι άγριες μετακινήσεις πληθυσμών στην  Μέση  Ανατολή ή την Αφρική λόγω εμφυλίων πολέμων ή ο εξαναγκασμός σε προσφυγοποίηση  πληθυσμών ανά τον κόσμο λόγω περιβαλλοντικών καταστροφών και των οικονομικών συνεπειών τους, που δίνουν νέες διαστάσεις στις παλιές αδικίες και τον πόνο τους.

Ο σκηνοθέτης  επέλεξε να παρουσιάσει τις ιστορίες με φορά από το παρόν προς το παρελθόν, από την εμπόλεμη Ουκρανία του σήμερα στην Μικρασία του ’22, με ενδιάμεσους σταθμούς, την Συρία, την Κύπρο, την Αρμενία και τον Πόντο, δείχνοντας έτσι όχι μόνο την κοινότητα του ανθρώπινου πόνου αλλά και την ομοιότητα των αιτίων που αιώνες τώρα υποκινούν τους ξεριζωμούς.

Οι έξι γυναίκες  της παράστασης, όλες επαγγελματίες ηθοποιοί, έχουν προσωπική  προσφυγική εμπειρία ή η εμπειρία αυτή τους μεταφέρθηκε από την ζώσα οικογενειακή παράδοση. Κάθε μια λοιπόν μετέφερε αυτήν  την εμπειρία της στο σπαρακτικό αλλά χαμηλόφωνο μονόλογο που κλήθηκε να ερμηνεύσει, και ο οποίος  κρατούσε τον θεατή στην πρέπουσα απόσταση ώστε να σκέπτεται όσα ακούει, να τα εντάσσει στην ιστορική τους διάσταση. Φυσικά δεν αναζητήθηκε ιστορική αντικειμενικότητα ωστοσο καμιά από τις · ιστορίες που ακούστηκαν, όσο σκληρό και αποτρόπαιο κι αν ήταν το γεγονός στο οποίο αναφέρονταν, δεν είχε μίσος για τον άλλον, για τον απέναντι, τον εχθρό που εκδιώκει βίαια, άγρια, σημαδεύοντας σώματα και ψυχές και εγγράφοντας το τραύμα στην ιστορική μνήμη λαών και εθνοτήτων. Δεν υπήρχε ούτε συγχώρεση πάντως. Όλες οι αφηγήσεις αισθητοποιούσαν με σαφήνεια και παραστατικότητα το ιστορικό τραύμα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς. Από την ατομική περίπτωση έφταναν στο συλλογικό βίωμα. Δεν είναι τυχαίο που επιλέχτηκε η γυναικεία ματιά: η βία του πόλεμου, η εκδίκηση του νικητή ξεσπά δέκα φορές πιο άγρια πάνω στις γυναίκες και τα παιδιά τους. Στον κόσμο της πατριαρχίας εξακολουθεί το γυναικείο σώμα να βιάζεται για να εκδικηθεί ο εχθρός τον άντρα αντίπαλό του.

Στον πυρήνα της κάθε ιστορίας βρίσκουμε την έννοια του διαβατηρίου, όχι όμως ως του επίσημου εγγράφου που επιτρέπει, όπως το λέει το όνομά του, την διάβαση των εθνικών συνόρων. Το διαβατήριο εδώ βρίσκεται πιο κοντά στην έννοια των διαβατηρίων τελετών, όπως τις ανέλυσε ο Arnold van Gennep και η ανθρωπολογική σχολή του. Κάθε ιστορία είναι η διάβαση ενός ιστορικού συνόρου και μιας υπαρξιακής συνθήκης μετά από τα οποία τίποτα δεν είναι πια το ίδιο, καμιά πλευρά, κανένας άνθρωπος. Και σε κάθε ιστορία υπάρχει ένα αντικείμενο που λειτουργεί συμβολικά για να δείξει το πέρασμα, ένα βιβλίο, ένα βραχιόλι…  Τα αντικείμενα αυτά εναποθέτονται με το πέρας κάθε αφήγησης σε ένα σωρό -σωρός της μνήμης ή υλικό μιας πυρκαγιάς; Κάθε αφήγηση τελειώνει με ένα τραγούδι, μ’ ένα τραγούδι τελειώνει κι όλη η παράσταση. Καθώς οι έξι γυναίκες τραγουδούν όλοι οι διωγμοί, όλη η βία, όλος ο πόνος παύει να έχει εθνικά ή εθνοτικά χαρακτηριστικά·  σαν τις παλιές μάγισσες των σπηλαίων, σαν τις πανάρχαιες γιάτρισσες, οι έξι γυναίκες τραγουδούν τον πόνο του ανθρώπου και τις ελπίδες του. Γιατί χωρίς ελπίδα ο άνθρωπος θηριώνεται, με την ελπίδα μαλακώνει η ψυχή και ονειρεύεται τρόπους να αλλάξει τον κόσμο.

Και οι έξι ηθοποιοί αφηγήθηκαν με μέτρο και εσωτερικότητα, με φωνή που έμοιαζε να είναι το αποτύπωμα του σπαραγμού στον αέρα και το χώμα. Ξεκινώ με την Έλενα Μαρσίδου (Πόντος) για τον δωρικό σπαραγμό της και αναφέρω τις υπόλοιπες με σειρά αλφαβητική: Μαρία Ζορμπά (Μ. Ασία), Ρομίνα Κατσικιάν (Αρμενία), Αναστασία Μιροσνιτσένκο,  (Ουκρανία), Ανδριανή Νεοκλέους (Κύπρος) και Ραφίκα Σαουίς (Συρία).

 

 

 

 

 

 

 

 

Διαβάστε επίσης

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…