Χριστόφορος Λιοντάκης, Ένεκεν της Ανωνυμίας σου, Εκδόσεις Κείμενα 2021, σσ.:34

Είναι που περπατάς στο κέντρο της Αθήνας και στο μυαλό σου έρχονται αβίαστα στίχοι από το τελευταίο ποίημα του Χριστόφορου Λιοντάκη.

ΣΕ ΕΙΔΑ
Στην Ομόνοια τζάνκι με το παλτό του Ακάκι Ακακίεβιτς
επί γυμνού να ασπαίρεις.
Στην Αρεοπαγίτου με μια φυσαρμόνικα να ζητιανεύεις.
Στον Κάβουρα να τραγουδάς:
«Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε».
Στη Μεσολογγίου να γράφεις συνθήματα στα αραμαϊκά.
Μες στου Αιγαίου τα νερά, όχι,
δεν σκορπάς τριαντάφυλλα
μόνο μετράς πνιγμένους πρόσφυγες και μετανάστες.

Είναι που κατεβαίνεις την Πανεπιστημίου και πλάι σου χάσκει σαν φρεσκοσκαμμένος τάφος ο Μεγάλος Περίπατος, η τελευταία ξιπασιά μιας γερασμένης πριν την ώρα της πόλης.

Είναι που περιμένεις στα φανάρια του Συντάγματος και μπροστά σου περνά ολόκληρη πομπή από μαύρα Airbnb βαν που μεταφέρουν τουρίστες σε σπίτια βραχυχρόνιας μίσθωσης και πολυκατοικίες Golden Visa.

Είναι που στο ιστορικό κέντρο ξεφυτρώνουν παντού αλυσίδες εστίασης και καταλύματα.  Αθήνα, η πόλη του διεθνούς μαμ, κακά και νάνι.

Είναι που το real estate εισβάλλει στον δημόσιο χώρο. Στις πλατείες, στα πάρκα, στους λόφους. Και στη στέγη των ανθρώπων.

ΣΕ ΕΙΔΑ
Άστεγο στη Σπυρίδωνος Τρικούπη
να διαβάζεις Σπινόζα.
Στην πλατεία Εξαρχείων να μου λες πως
μόνη σου περιουσία τα ρούχα που φοράς.
Να παραστέκεσαι στις ωδίνες μιας ναρκομανούς.
Στο πάρκο ένα παγωμένο απόγεμα στα όρθια
να με χαϊδεύεις με το γάντι.
Στον Κεραμεικό, μέσα σου
«όλα συγχωρούνται και μιλιούνται».

Είναι που σε κάθε σημείο της πόλης υπάρχουν αγέλες αστυνομικών. Και η αύρα της Αστυνομίας στην αρχή της Ακαδημίας. Σε δημόσια θέα.

ΣΕ ΕΙΔΑ
Το ’67, μέσα σε συλλήψεις και κυνηγητά
να μοιράζεις προκηρύξεις.
Πληγωμένον από τ’ ακάνθινο κίτρινο των ασπαλάθων.
Στην Ασφάλεια με τα δακτυλικά σου αποτυπώματα
να τους μπερδεύεις.
Αιρετικό στα καθημερινά δόγματα.
Μαγεμένον μπροστά στην αναρχία του μικρόκοσμου.
Να χαϊδεύεις λεπρούς και ο Τσε να σου χαμογελά.

Είναι που η Αθήνα φτάνει μέχρι την Ομόνοια και μετά γίνεται μια άλλη πόλη, ένα ξένο σώμα που αργοπεθαίνει πάνω σε βρώμικα πεζοδρόμια και σπασμένα παγκάκια.

Είναι που αισθάνεσαι μετανάστης στην καρδιά της πόλης σου ή είσαι στ’ αλήθεια, ένας ανώνυμος γυμνός στο λευκό της λήθης και Ένεκεν της ανωνυμίας σου γίνεσαι αίφνης ορατός, γίνεσαι ένα ποίημα που σε βλέπει με μάτι τρυφερό:

ΣΕ ΕΙΔΑ
Στην πλατεία Βικτωρίας να ξυρίζεσαι
με σάλιο σ’ ένα καθρεφτάκι από τη Δαμασκό.
Στο Πεδίο του Άρεως, στις αρχές του Εικοστού Πρώτου
Αύγουστο μήνα, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά
να βυζαίνει το δάκτυλό σου σαν μητρική θηλή.
Σε μια τεράστια ουρά στο Κέντρο Αλλοδαπών
μ’ ένα κινητό χωρίς μονάδες.

ΣΕ ΕΙΔΑ σημαίνει ότι η ανωνυμία γίνεται ιστορία. Από τα κάτω. Ένα δοξαστικό που ψάλλεται για κάθε αόρατο πρόσωπο μιας πόλης που χάνει το δικό της. Μια δέηση στον Άλλο που είναι το ζύγι και της δικής σου σωτηρίας, γιατί ο ανώνυμος Άλλος είναι ιστορικό υποκείμενο. ΣΕ ΕΙΔΑ σημαίνει ότι ακόμα υπάρχουν μάτια που βλέπουν μέσα από άλλα μάτια, που μνημονεύουν τον δεδιωγμένο, με μία σινδόνη μόνο επί γυμνού, και την περπατησιά του σε κάθε πόλη, σε κάθε τόπο και χρόνο που έζησε,

ΣΕ ΕΙΔΑ
Στην Ιερά Εξέταση ν’ αποστρέφεις το βλέμμα σου
από την πυρά
και «ο Θεός αγάπη εστί» να ψιθυρίζεις.
Στο Νταχάου, γυμνό και πάλι, έξω απ’ το θάλαμο
πριν αναπνεύσεις το Zyklon.
Στη Μόσχα να δικάζεσαι.
Στην Πράγα να αυτοπυρπολείσαι.
Στον Γράμμο πεσμένο από αδερφικό βόλι.

που ζει,

ΣΕ ΕΙΔΑ
Να ταξιδεύεις μέσα από τους άλλους.
Στο εύθραυστο παρόν.
Στη βαρύτητα της μνήμης.
Στο αποτύπωμα του αόρατου.

 ή που θα ζήσει:

ΣΕ ΕΙΔΑ
Στο μέλλον να θρηνείς τον πλανήτη.
Με το φως ως ιμάτιον.
Στο πουθενά.

Μέχρι που το βλέμμα, συναιρώντας ακατάπαυστα τόπους και χρόνους, απορροφάται από αυτό που κοιτάζει, δεξιώνεται τον Άλλο λόγο. Μέχρι που ξαφνικά μέσα στο πλήθος όλα τα πρόσωπα/να είναι εσύ:  ένας ανώνυμος της ζωής, πλάνητας σε πόλεις/που ποτέ δεν κατάλαβες, ένας ψαλμός μέσα στη νύχτα/με πλησμονή φωτός στο πρόσωπό σου. Μέχρι που εσύ, ακέραιος πίσω από τα φαινόμενα, γινόμαστε εμείς:

ΣΕ ΕΙΔΑ
Να είσαι εγώ
δίπλα στην παραπονεμένη σκιά της μητέρας.

(Το εκτενές Ένεκεν της ανωνυμίας σου είναι το τελευταίο ποίημα που έγραψε ο Χριστόφορος Λιοντάκης, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, τον Ιούλιο 2019. Αρχικά κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου, σε λίγα αντίτυπα, τα οποία μοίρασαν δωρεάν οι φίλοι του στο τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του ποιητή, στο εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, στην Ακαδημίας. Τον Απρίλιο του 2021 κυκλοφόρησε ως μεταθανάτια έκδοση από τις εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ. Το Ένεκεν της ανωνυμίας σου θεμελιώνεται πάνω σε ένα παραγνωρισμένο χωρίο από το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο: μετά το φίλημα του Ιούδα, ο Ιησούς εγκαταλείπεται από όλους και μόνο ένας ανώνυμος νεαρός μένει δίπλα του και τον ακολουθεί μέχρι τέλους. Ο όχλος χλευάζει τον νεαρό άνδρα και τον τιμωρεί αφαιρώντας του το ρούχο, ένα λευκό σεντόνι. Η μορφή του γυμνού και ταπεινωμένου από το πλήθος νέου –η οποία αποσιωπάται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου, του Ιωάννη και του Λουκά– γίνεται στο ποίημα η μορφή του κάθε ανυπεράσπιστου, διαφορετικού, παραβατικού, περιθωριακού ανά τους αιώνες ανθρώπου).

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…