Η στήλη των «απλοϊκών μαθημάτων» έχει, καταρχήν και κυρίως, ψυχαγωγικό στόχο. Η ιδέα είναι να σχολιάζονται κεντρικά θέματα της οικονομίας με τρόπο εύληπτο, ευχάριστο, κατά το δυνατόν έγκυρο και  πολύ σύντομο. Άρα, θα μείνει μακριά από ακαδημαϊκότητες και τις αντίστοιχες προδιαγραφές των «πέιπερς». Δεν θα έχει σημειώσεις ούτε αναφορές. Που σημαίνει πως η αναγνώστρια θα πρέπει να  έχει εμπιστοσύνη και να θεωρεί δεδομένη την εντιμότητα του γράφοντα. Τα λάθη που μοιραία θα εμφανιστούν δεν θα είναι από πρόθεση.

Σκοπός είναι η αποδόμηση των ορθόδοξων αστικών ερμηνειών, καθώς και η διευκρίνιση των «ανορθόδοξων» επιχειρημάτων. Για εμβάθυνση στις υπό συζήτηση θεματικές προτείνω τα βιβλία:

  • Χα-Τζουν Τσανγκ, 23 αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό, Καστανιώτη
  • Μαριάννα Ματσουκάτο, Το επιχειρηματικό κράτος, Κριτική
  • Χρήστος Λάσκος -Ευκλείδης Τσακαλώτος, 22 Πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, ΚΨΜ

Χρήστος Λάσκος

***

Οι τράπεζες αποτελούν ένα αναντικατάστατο εργαλείο για τη λειτουργία της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας. Μεταξύ άλλων, διασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα του χρήματος και δίνουν τη δυνατότητα να υπάρξουν επενδύσεις, που διαφορετικά –αν βασίζονταν, απλώς, στα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων–, δεν θα μπορούσε να αναληφθούν. Η καπιταλιστική συσσώρευση θα ήταν αδύνατη χωρίς την καταλυτική παρουσία τους.

Οποιαδήποτε μεγάλης έκτασης τραπεζική κρίση μπορεί να διαλύσει, κυριολεκτικά, την οικονομική ζωή της οποιασδήποτε χώρας, αλλά και της ίδιας της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και οι πιο διεστραμμένοι νεοφιλελεύθεροι, οπαδοί στα λόγια του μηδαμινού κράτους, είναι φανατικοί υποστηρικτές της κρατικής διάσωσης των τραπεζών, όποτε εμφανίζεται πρόβλημα. Άλλωστε, οι τράπεζες πλέον είναι τόσο μεγάλες –πολυεθνικές, εν πολλοίς– επιχειρήσεις, που εντάσσονται στην περίπτωση της αρχής too big to fail – πολύ μεγάλες για να αποτύχουν. Η αποτυχία τους υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να συμπαρασύρει ολόκληρο το σύστημα.

Επομένως, έχουν δίκιο και οι δικοί μας νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι να φροντίζουν για την οικονομική τους υγεία, έστω κι αν αυτή συντηρείται με τη διαρκή αφαίμαξη, έως θανάτου, των φορολογούμενων – στην Ελλάδα, σχεδόν αποκλειστικά, μισθωτών και συνταξιούχων, εφόσον τα δικά τους εισοδήματα αποτελούν το 82% των δηλωθέντων εισοδημάτων!

Με δεδομένη, λοιπόν, την ανάγκη του συστήματος να διασφαλίζει την «υγεία» των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η απειλή πως, αν αφεθούν στην τύχη τους, θα υπάρξουν ανυπέρβλητα προβλήματα, είναι από τα πιο ισχυρά επιχειρήματα των κυρίαρχων κύκλων σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες μιας πραγματικής εναλλακτικής πολιτικής.

Μόνο που αυτό εύκολα μπορεί να μεταστραφεί στο αντίθετο επιχείρημα. Εφόσον οι τράπεζες είναι έτσι, όπως περιγράφονται, υπάρχει ισχυρότατος λόγος να ανήκουν στο κράτος. Ο δημόσιος χαρακτήρας τους και η δυνατότητα που δίνει αυτός να ασκούνται κλαδικές και τομεακές πολιτικές, να διαμορφώνεται ένα πλαίσιο το οποίο θα επέτρεπε τον παραγωγικό σχεδιασμό και δεν θα άφηνε τα πάντα στο έλεος της α-νόητης αγοράς, είναι καίριος λόγος για την επιδίωξή του. Έτσι ώστε οι «διασώσεις» να μην είναι κοινωνικοποίηση των ζημιών, ενώ τα κέρδη είναι απολύτως ιδιωτικοποιημένα.

Στην προεκλογική περίοδο, φυσικά, η τρομοκρατία σε σχέση με το «κλείσιμο» των τραπεζών, ιδιαίτερα λόγω των θέσεων του ΜΕΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη, πήρε μεγάλη έκταση. «Θα μας (ξανα)κλείσετε τις τράπεζες», ισχυρίζονταν η κυβέρνηση, «φτάνει πια με τις ανοησίες», συμπλήρωνε η αξιωματική αντιπολίτευση.

Τις τράπεζες, όμως, το καλοκαίρι του 2015 δεν τις κλείσαμε εμείς, αλλά ο Ντράγκι. Επιπλέον, η άρνηση να επιβληθεί έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων συνέδραμε στη δημιουργία κατάστασης χρηματοοικονομικής ασφυξίας.

«Έστω», απαντούν οι «οικονομολόγοι». Η διακινδύνευση που δημιούργησε η πολιτική της τότε κυβέρνησης θα είχε ως κύρια θύματα τους μικρομεσαίους καταθέτες. Πράγμα, που αντίθετα από τις φιλολαϊκές διακηρύξεις, θα έπληττε το «ευρύ λαό».

Δεν θέλω, όμως, το κείμενο να γίνει «πολιτικό», αναιρώντας τον χαρακτήρα του ως «απλοϊκό μάθημα».

Γι’ αυτό θα δώσω μόνο μερικά στοιχεία, που, ίσως, μιλούν από μόνα τους – έστω και αν κανένα αριθμητικό στοιχείο δεν μιλάει «από μόνο του». Αφορούν το μέγεθος των καταθέσεων κατά κεφαλή στο τέλος του 2021.

Το 72% των καταθετών στην Ελλάδα έχει καταθέσεις μέχρι 1.000 ευρώ, ενώ οι μισοί εξ αυτών έχουν μηδενικές καταθέσεις. Αυτό το 72% κατέχει μόλις το 1.7% των συνολικών καταθέσεων.

Ένα επιπλέον 14% έχει καταθέσεις από 1.000 έως 5.000 ευρώ. Πράγμα που σημαίνει πως το 86% του πληθυσμού έχει καταθέσεις που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν ούτε άμεσες ανάγκες επείγοντος χαρακτήρα.

Στην άλλη πλευρά της κλίμακας, το 1.8% κατέχει το 53% των αποταμιεύσεων, ενώ το ανώτερο 20% περίπου του πληθυσμού έχει το 96% των καταθέσεων!

Ψάχνοντας το κοινωνικό προφίλ των διαφόρων κατηγοριών, βλέπουμε το απολύτως αναμενόμενο: στον πυθμένα βρίσκονται, κυρίως, ιδιωτικοί υπάλληλοι –εργάτριες, δηλαδή– και άνεργοι. Όσο ανεβαίνουμε τη σκάλα, τόσο αυξάνεται το πλήθος των στελεχών στον ιδιωτικό τομέα και των ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ στα μεσαία προς ανώτερα επίπεδα αποταμίευσης κυριαρχούν στελέχη επιχειρήσεων και ελεύθεροι επαγγελματίες.

Να πώς έχει το πράγμα. Και να γιατί το κύριο «φιλολαϊκό» επιχείρημα των τραπεζόφιλων –«θα καταστραφούν οι ευάλωτοι»– είναι απάτη ολκής. Οι «ευάλωτοι» δεν έχουν να χάσουν τίποτε, γιατί δεν έχουν τίποτε. Οι καταθέσεις τους (sic) είναι από μηδενικές έως σχεδόν μηδενικές. Και μιλάμε για το 86% του πληθυσμού!

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Η Ίμπιζα κάποτε έμοιαζε με μια από τις Σποράδες… Αυτή την παραοικονομία θέλουμε;

Το κείμενο το «αλιεύσαμε» από τον τοίχο της Iris Lykourioti στο Facebook.…