Πριν ένα χρόνο, την Τρίτη 9 Μαρτίου 2021, μια κοινωνική έκρηξη, αποτέλεσμα του εγκλεισμού, της καταπίεσης και της αστυνομοκρατίας, έλαβε χώρα στη μικροαστική περιοχή της Νέας Σμύρνης. Στο δρόμο κατέβηκαν χιλιάδες άτομα από όλη την Αθήνα, συλλογικότητες της Αριστεράς και του αναρχικού χώρου, σωματεία, οργανωμένοι οπαδοί, κάγκουρες, νοικοκυραίοι και κάτοικοι της περιοχής.

Η αφορμή για την εξέγερση ήταν ένα βίντεο ξυλοδαρμού ενός πολίτη από μπάτσους στο πάρκο πάνω από το polispark (police park ; ) της Ν. Σμύρνης. Ο άγριος ξυλοδαρμός ήταν αποτέλεσμα της παρέμβασης μελών της συνέλευσης κατοίκων της περιοχής, όταν οι εν λόγω μπάτσοι έβαλαν πρόστιμο σε οικογένεια που καθόταν στα παγκάκια. Τα κυβερνητικά ΜΜΕ επιδόθηκαν κατευθείαν στην υιοθέτηση του αφηγήματος των μπάτσων, οι οποίοι ανέφεραν ότι αντέδρασαν σε «οργανωμένη επίθεση 30 κουκουλοφόρων». Την ίδια μέρα, μια αυθόρμητη πορεία, που ξεκίνησε από τα μέλη της συνέλευσης κατοίκων και στην οποία εντάχθηκαν σταδιακά σχεδόν 1000 άτομα από τη γειτονιά, διατάραξε την ηρεμία της γειτονιάς. Η πορεία κινήθηκε προς το Α.Τ. Ν. Σμύρνης και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το δημαρχείο. Στο τέλος της πορείας μέρος των συγκεντρωμένων επιτέθηκε με πέτρες στη διμοιρία ΜΑΤ που ακολουθούσε.

Δύο μέρες μετά, συνέβησαν τα γεγονότα που διέλυσαν το, απονομιμοποιημένο στην κοινωνική συνείδηση, δεύτερο λοκντάουν. Σχεδόν 15.000 άτομα βρέθηκαν συγκεντρωμένα στην πλατεία της Ν. Σμύρνης. Η πορεία ξεκίνησε και σύντομα ξεκίνησαν και οι συγκρούσεις, όπου συμμετείχαν τα πλέον καταπιεσμένα κοινωνικά και πολιτικά στρώματα, αντιδρώντας στη στέρηση των ελευθεριών και τη συνεχή αδικία. Η «βία» που ασκήθηκε σαν αντίδραση και αντίσταση στο συνεχή αυταρχισμό και την ανελευθερία, η «βία» των από-τα-κάτω, αφορίστηκε στο διάγγελμα του πρωθυπουργού και στα κανάλια της λίστας Πέτσα. Προφανώς, δεν υπήρξε λόγος ούτε για τα γεγονότα βίας, καθημερινής και βάρβαρης, ενάντια στον κόσμο που διαδήλωνε τότε ενάντια στην τερατώδη εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και τον κόσμο που βρισκόταν στο δρόμο προς αλληλεγγύη του Δημήτρη Κουφοντίνα στην απεργία πείνας. Δεν υπήρξε λόγος και για τα γεγονότα που ακολούθησαν, πογκρόμ βίας από τους ένοπλους καβαλάρηδες της ΔΡΑΣΗ, συλλήψεις, σεξουαλικές παρενοχλήσεις και προφυλακίσεις.

Ανάμεσα στον απόλυτο αυταρχισμό, τα αντικοινωνικά νομοσχέδια, τη συνεχή βία, πριν τις 9/3, και τη φτωχοποίηση, τους διαχωρισμούς και τους χιλιάδες θανάτους από την πανδημία λόγω διάλυσης του ΕΣΥ μετά από εκείνη την μέρα, υπήρξε για μερικές ώρες η σπίθα της εξέγερσης που διέλυσε το αίσθημα αδικίας για όσα άτομα ήμασταν εκεί. Μια σπίθα που διέλυσε το δεύτερο λοκντάουν και μας έδωσε πίσω μερικές από τις χαμένες ελευθερίες, δικαιώνοντας τον κόσμο που αγωνιζόταν και συνέχισε να αγωνίζεται και μετά τη Ν. Σμύρνη, για την αλληλεγγύη στην απεργία πείνας και ενάντια στο αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο, έχοντας δεχτεί τεράστιο μέγεθος βίας από τους μπάτσους.

Οι ελευθερίες που πήραμε πίσω εκείνη τη μέρα δεν κερδήθηκαν με παρακάλια, ήταν αγώνες διαρκείας, που κορυφώθηκαν κοινωνικά στην εξέγερση της Ν. Σμύρνης και πολιτικά στη συνέχεια. Ήταν η αντι-βία των καταπιεσμένων που διέλυσε τον εγκλεισμό και έκανε το κράτος να φοβηθεί και να μαζέψει τους φρουρούς του. Διαλύθηκε εκείνη την ημέρα η αντίληψη ότι «η βία είναι καταδικαστέα από όπου και αν προέρχεται» για αρκετό κόσμο. Η βία, βέβαια, δεν είναι αυτοσκοπός, δύναται όμως να αποτελέσει μέσο: μέσο για τις προσπάθειες προς απόκτηση νέων και χαμένων ελευθεριών, μέσο για τη συνολικότερη προσπάθεια κοινωνικής και ταξικής χειραφέτησης. Οι εξεγέρσεις, λοιπόν, οι εκρήξεις αυτές των καταπιεσμένων χωρίς ηγέτες και νομενκλατούρες, με την ευρύτατη κοινωνική σύνθεση που τις χαρακτηρίζει, είτε κρατήσουν για δύο ώρες είτε κρατήσουν δύο μήνες, αποτελούν ρήγμα στην κοινωνική ειρήνη που επιβάλλει το κράτος και το κεφάλαιο. Αυτά τα ρήγματα, που πολλές φορές αφήνουν και μια πικρή γεύση στη σκέψη του «θα μπορούσαμε να τα είχαμε κάνει καλύτερα, θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει περισσότερα», είναι τα ίδια ρήγματα που μας κάνουν να ανατριχιάζουμε στη σκέψη του ότι για μερικές ώρες κερδίζαμε τον πόλεμο με τον Λεβιάθαν.

Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να θυμόμαστε αυτή και κάθε εξέγερση: Ως μια στιγμή νίκης. Έχουμε χρέος να μην αφήνουμε το κυρίαρχο αφήγημα να μας κάνει να ξεχνάμε και να παραποιούμε τις μνήμες της κάθε στιγμής κοινωνικής ρήξης. Έχουμε χρέος να μην ξεχνάμε την ταλαιπωρία και τις διώξεις που βιώνουν ορισμένα άτομα από την εκδικητικότητα του κράτους. Τον «Ινδιάνο» που φυλακίστηκε, ενώ έπαιζε μπάσκετ στην Ελευσίνα, το άτομο που προφυλακίστηκε όταν δήλωσε την απώλεια του πορτοφολιού του, το οποίο βρέθηκε κάπου στη Ν. Σμύρνη, τον Ο.Μ. που παραμένει σε κατ’ οίκον περιορισμό, τα άτομα που βασανίστηκαν εκείνα τα βράδια στη ΓΑΔΑ.

Δεν πρέπει να τα ξεχνάμε, αλλά να δείχνουμε την απόλυτη αλληλεγγύη μας. Με τα λόγια των Ρενάτο Κούρτσιο και Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι, «μια τάξη που δεν μπορεί να παράγει συνειδητά τη δική της αυτόνομη μνήμη, είναι καταδικασμένη να μείνει φυλακισμένη στα αστικά δεσμά. Αντίθετα, παραγωγή ταξικής μνήμης σημαίνει εξέγερση, ιδεολογική πάλη, ρήξη».

Διαβάστε επίσης

Το Φαρ Ουέστ των δημοσκοπήσεων και η άνοδος του ΚΙΝΑΛ

Η πολιτική αντιπαράθεση για τις δημοσκοπήσεις όχι μόνο δεν σταματάει, αλλά οξύνεται.…

Θα ΄τανε δε θα `ταν 15

Οκτώ χρόνια συμπληρώθηκαν χτες από τον θάνατο του 15χρονου Μπερκίν Ελβάν, που…

Όταν οι λέξεις τρελαίνονται…

 «Τι κάνουμε όταν θέλουμε να πούμε κάτι και η κουβέντα μας δεν…