Δεν είναι που σχεδόν τίποτα δεν θυμίζει ότι είμαστε λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, δεν είναι η απουσία κάθε πολιτικής συζήτησης από τον πολύ κόσμο, ούτε που οι περισσότεροι από τους υποψήφιους των «μεγάλων» κομμάτων πολιτεύονται ως άτομα.
Αυτό που δίνει το στίγμα της προεκλογικής περιόδου είναι κυρίως το γεγονός ότι αυτές οι εκλογές μπορούν να χαρακτηριστούν ως οι εκλογές των χαμηλών, έως μηδενικών, προσδοκιών από τους ανθρώπους. Και αυτό όχι επειδή οι άνθρωποι πιστεύουν ότι αν οι εκλογές άλλαζαν τον κόσμο θα ήταν παράνομες, όπως υποστηρίζουν συγκεκριμένοι πολιτικοί χώροι, αλλά επειδή καταλαβαίνουν ότι μέσα σε αυτήν την κατάσταση που βρίσκονται όχι μόνο δεν μπορεί να γίνει ούτε καν ένα πρώτο βήμα που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει το αλλιώς, αλλά ότι αν δεν γίνει σύγκρουση στην πράξη με αυτήν την κατάσταση, άσχετα από τον βαθμό που οι ίδιοι θα την στηρίξουν, δεν θα καταφέρουν ποτέ να πάρουν πίσω έστω και το ελάχιστο.
Ξέρουν ότι η αποδοχή όλου αυτού του δεσμευτικού πλαισίου που έχει διαμορφωθεί από τα μνημόνια καθορίζει, και θα καθορίζει για πολλά χρόνια ακόμα, εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας, τις πολιτικές που μπορούν να ασκηθούν από τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία σε οποιονδήποτε πιθανό συνδυασμό (αυτοδυναμία ή συνεργασίες) και τα όριά τους. Κόμματα, εν προκειμένω τη ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, που ασφαλώς δεν είναι ίδια μεταξύ τους, όπως ισχυρίζεται η αντιπολιτική και η ακροδεξιά, αλλά που προφανώς βρίσκονται στην ίδια πλευρά.
Και είναι και αυτή η αίσθηση του πραγματικού που έρχεται και καθορίζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Αυτή η αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, ότι «αν φύγω από τον κύκλο θα χαθώ, στα όριά του μοναχά να γυροφέρνω», που λέει και ο Αγγελάκας. Αλλά είναι και η συναίσθηση για τις επιλογές που τους δίνονται από τα αριστερά και για τις προοπτικές που αυτές ανοίγουν.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφές πια ότι προσπαθεί μέσω του αντιμητσοτακισμού και μόνο να χτίσει διάφορες αμφιλεγόμενες συμμαχίες για την σωτηρία της μεσαίας τάξης, αδιαφορώντας πλήρως από επιλογή για την εργατική τάξη, για το σύγχρονο πρεκαριάτο, για τη νεολαία χωρίς μέλλον. Αλλά παρόλη την μετατόπισή του προς το κέντρο, θεωρώ ότι ακόμα και αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ, που τέσσερα χρόνια τώρα δεν κατάφερε ούτε στο ελάχιστο να δημιουργήσει τους όρους για την ανατροπή αυτής της κοινωνικά επικίνδυνης κυβέρνησης, αν μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές θα ήταν πραγματικά ευχής έργο. Όμως δεν μπορεί να το κάνει γιατί επέλεξε να μην το μπορεί, παρ’όλο που η λαϊκή αποδοκιμασία της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν και είναι τεράστια.
Όσο για το ΚΚΕ, είναι εμφανές ότι κανείς δεν ασχολείται μαζί του, παρ’ όλο που το Κόμμα φαίνεται ότι θα αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά του. Και αυτό τα εξηγεί όλα. Άλλωστε, κάποιοι έχουν κάνει την επιλογή να πεθάνουν χωρίς να νοιώσουν ποτέ τους την ηδονή τού να μπορείς να κάνεις πολιτική για να αλλάζεις τους συσχετισμούς.
Έτσι, μέσα σε αυτό το πλαίσιο που πολλοί δεν μπορούν να δουν πολιτικά τον εαυτό τους μέσα στις δύο προαναφερόμενες εκδοχές της Αριστεράς, θεωρώ ότι η παρουσία του ΜΕΡΑ25 – ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΡΗΞΗ σε αυτές τις εκλογές μπορεί υπό προϋποθέσεις να ξεπεράσει τον άμεσο στόχο ενός θετικού εκλογικού αποτελέσματος, και να γίνει εξαιρετικά χρήσιμη για τη δυνατότητα μιας πληρέστερης/μονιμότερης/βαθύτερης εκπροσώπησης των πληβειακών κοινωνικών τάξεων, παρ’ όλα τα προβλήματα που υπάρχουν (και το ανησυχητικό θα ήταν να μην υπήρχαν).
Και το ισχυρίζομαι αυτό για πολλούς λόγους, που μπορούν όμως να συμπυκνωθούν στον εξής έναν και βασικό: γιατί βάζοντας στο κέντρο της πολιτικής του πρότασης την ρήξη με το σύστημα που γεννάει φτώχεια, βία και αδιέξοδα, στην πραγματικότητα, εκτός από την προφανή κλήση για εκλογική στήριξη, το ΜΕΡΑ25 – ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΡΗΞΗ δίνει το σήμα της ανυπακοής στους ανθρώπους που βλέπουν ότι δεν πάει άλλο (και ειδικά σε εκείνους που το νοιώθουν αυτό από ανάγκη, και όχι από ιδεολογία). Σε αυτούς δηλαδή που μετά από τις τόσες ματαιώσεις και ήττες εξακολουθούν να πιστεύουν ότι πρέπει, με κάποιον τρόπο, και πάση θυσία, να νικήσει επιτέλους η ζωή. Γι αυτό, το κάλεσμα για ρήξη είναι στην ουσία του ένα κάλεσμα για την γέννηση της πολιτικής ως κοινωνική αντίδραση των από κάτω απέναντι στην επίθεση των κυρίαρχων. Ένα κάλεσμα που, πέρα από τις εκλογές, πρέπει να το κρατήσουμε για την επόμενη ημέρα.
Δημήτρης Γκιβίσης