Η διαδικασία εκλογής Προέδρου της ιταλικής Δημοκρατίας έληξε το Σάββατο 29 Γενάρη 2022, έπειτα από εβδομάδες διαβουλεύσεων κρυφών και φανερών, συμμαχικών μαχαιρωμάτων, φαρμακερών δηλώσεων, υποκριτικών εκκλήσεων για ενότητα και «κάψιμο» πολλών υποψηφίων. Το παιχνίδι που φαινόταν να έχει ως φαβορί τον Μάριο Ντράγκι οδηγήθηκε τελικά σε ένα ακόμη πολιτικό αδιέξοδο και ο ογδοντάχρονος απερχόμενος πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα κλήθηκε ξανά να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Όλο το παρασκήνιο, καθώς και οι 8 ψηφοφορίες που οδήγησαν στην επανεκλογή του Ματαρέλα, άφησαν παγερά αδιάφορη την πλειονότητα των ιταλών πολιτών, που έχουν να ασχοληθούν με τον καθημερινό αγώνα τους ενάντια στην ακρίβεια, την επισφάλεια, την πανδημία, του πενιχρούς μισθούς τους, δηλαδή με όλα αυτά που κάνουν όλο και πιο δύσκολη την επιβίωσή τους. Αυτό το κενό πολιτικής εξηγείται με εξαιρετική διαύγεια από τον Lorenzo Zamponi, δύο μέρες πριν από την αρχή της διαδικασίας.

Μετάφραση-επιμέλεια: Τόνια Τσίτσοβιτς

 

Το κύμα του αντιμπερλουσκονισμού που αναδύθηκε αυτές τις εβδομάδες δεν μπορεί παρά να μας κάνει να χαμογελάσουμε, λόγω του vintage χαρακτήρα του και λόγω της έλλειψης πολιτικού περιεχομένου. Αυτό που απέκλεισε την υποψηφιότητα της Δεξιάς, σύμφωνα με τους σχολιαστές mainstream, δεν ήταν η πολιτική πορεία του Μπερλουσκόνι: δεν ήταν η μεταρρύθμιση της εργασίας που καταδίκασε στην επισφάλεια δύο γενιές, ούτε οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και οι εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί τους, δεν ήταν η πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση που κατέστρεψε το εκπαιδευτικό σύστημα και την έρευνα στη χώρα μας, ούτε η ιδιωτικοποίηση του νερού, ούτε οι καταστροφικές περικοπές στη δημόσια παιδεία, στις κοινωνικές υπηρεσίες, στην υγεία, δεν ήταν ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός που εντάχθηκε στο Σύνταγμα, ούτε η έγκριση της συστηματικής περιβαλλοντικής καταστροφής και της ξέφρενης τσιμεντοποίησης, δεν ήταν η κατάντια του κοινοβουλίου σε ένα εργοστάσιο νόμων ad personam, ούτε η λογοκρισία της ενημέρωσης, ούτε ο επιδεικτικός σεξισμός και η συστηματική μετατροπή των γυναικών σε αντικείμενα, ούτε η μόνιμη δηλητηρίαση της δημόσιας συζήτησης σε εθνικό επίπεδο που παρήγαν οι τηλεοράσεις του πάνω από τριάντα χρόνια. Όλα αυτά δεν προκαλούν σκάνδαλο.

Το πρόβλημα του Μπερλουσκόνι, όπως μας εξήγησαν, είναι ότι δεν θα ήταν αξιόπιστος έναντι των αγορών και των διεθνών εταίρων.

Ένας τρόπος όχι ιδιαίτερα μυστηριώδης για να φανεί ο πραγματικός στόχος του νεο-γιρονδινισμού εκτός τόπου και χρόνου κατά τη διάρκεια αυτών των εβδομάδων. Αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να είναι πιο αξιόπιστος έναντι των αγορών και των διεθνών εταίρων, τότε το όνομα είναι δεδομένο, είναι ο Μάριο Ντράγκι. Ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ είναι ένας από τους διασημότερους Ιταλούς στον κόσμο, έχει την εύνοια όλων των καγκελαριών και των διοικητικών συμβουλίων, χαίρει της κοινοβουλευτικής στήριξης μιας πλειοψηφίας πολύ ευρύτερης από αυτήν που είναι αναγκαία για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας: ποιος μπορεί να είναι καλύτερος υποψήφιος από αυτόν;

Αν η επιχειρηματολογία, στη δημόσια συζήτηση, δεν έχει ψεγάδια, είναι σημάδι ότι η πολιτική συζήτηση έχει κάποια προβλήματα. Συζητάμε στα σοβαρά να στείλουμε στο Κιρινάλιο, κορυφή των δημοκρατικών θεσμών, ένα άτομο που δεν έχει εκλεγεί ποτέ για να κάνει κάτι σε σχεδόν 75 χρόνια ζωής, που δεν έχει ποτέ υπάρξει ανοιχτά μέλος  ενός κόμματος, ενός κινήματος, ενός οργανωμένου ρεύματος, δεν μας είπε ποτέ ποιον ψηφίζει ούτε τι σκέφτεται για τα κυριότερα θέματα της εποχής μας. Η δημοκρατική ανωμαλία της τεχνοκρατικής κυβέρνησης, μιας αποκλειστικά ιταλικής ιδιαιτερότητας, θα παγιωθεί για επτά χρόνια και θα ανυψωθεί στο υψηλότερο επίπεδο, αντί να φθάσει γρήγορα στο τέλος της.

Έχει ήδη συμβεί ένας πρωθυπουργός τεχνοκρατικής κυβέρνησης, πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας, να καταλήξει στο Κιρινάλιο, με την εκλογή του Κάρλο Ατζέλιο Τσάμπι το 1999. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια λιγότερο ακραία περίπτωση, εφόσον ο Τσάμπι δεν ήταν πρωθυπουργός της εν ενεργεία κυβέρνησης, είχε από καιρό ενταχθεί πολιτικά στην Κεντροαριστερά  και είχε επίσης μια πολιτική ιστορία στην αντιφασιστική δράση. Όμως οι ομοιότητες είναι εμφανείς, και δεν είναι σημάδι δημοκρατικής υγείας: η ιταλική δημοκρατία εξακολουθεί να πρέπει να καταφεύγει σε περιοδικές επιτροπείες εκ μέρους των οικονομικών γραφειοκρατιών για τη διακυβέρνηση της χώρας, όπως και για την έκφραση των θεσμικών ανώτερων επιπέδων. Η ανικανότητα να δημιουργηθεί συναίνεση γύρω από πολιτικές συνταγές και αναγνωρίσιμες ηγεσίες είναι τόσο μεγάλη ώστε, περιοδικά, να αποφασίζεται να παραλειφθεί εντελώς ο μηχανισμός της λαϊκής συναίνεσης και να στήνονται κυβερνήσεις και προεδρίες ξένες προς το δημοκρατικό παιχνίδι.

Στο κάτω-κάτω, διαβάζουμε, η προεδρία της Δημοκρατίας είναι ένας ρόλος εγγύησης. Εγγύησης απέναντι σε ποιον; Αν θεωρούμε ότι η έννοια της υποψηφιότητας του Ντράγκι είναι ο ρόλος του ως εγγυητή έναντι των αγορών και των διεθνών εταίρων, καθίσταται προφανές ότι η ισορροπία της εκπροσώπησης έχει εκλείψει. Και παίζουμε διπλά με τη φωτιά: από τη μια πλευρά επειδή ενισχύεται η ιδέα της πολιτικής ως μιας ελίτ σαφώς χωριστής από τους πολίτες, δημιουργώντας ευρείες περιοχές συναίνεσης για τη ριζοσπαστική Δεξιά η οποία δηλώνει –εντελώς ψευδώς– ότι είναι ξένη με αυτό το παιχνίδι. Από την άλλη, επειδή υπόκειται σε συνεχή πίεση η ίδια  η συνοχή της σχέσης μεταξύ των δημοκρατικών θεσμών, των πολιτών, της οικονομίας, της Ευρώπης. Πριν από ένα χρόνο αυτός ο μηχανισμός ανάγκασε τη μεγάλη πλειοψηφία του κοινοβουλίου να ψηφίσει την εμπιστοσύνη στον Ντράγκι: από τη στιγμή που το όνομα του ατόμου που εκπροσωπεί περισσότερο, στην πατρίδα και στο εξωτερικό, τον δεσμό μεταξύ Ιταλίας και ΕΕ, είναι πάνω στο τραπέζι, το να ψηφίσει κανείς εναντίον του σημαίνει να ψηφίσει ενάντια στην ΕΕ και να ανοίξει μια σύγκρουση με εκείνο το μέτωπο. Κατά τον ίδιο τρόπο τώρα, αν ο Ντράγκι έρθει δεύτερος ή τρίτος σε μια ψηφοφορία για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, αυτό θα είναι ένα σήμα προφανούς έλλειψης εμπιστοσύνης έναντι της κυβέρνησής του και έναντι όλων αυτών που εκπροσωπεί, με συνέπειες που είναι εύκολο να φανταστεί κανείς με όρους spread, κερδοσκοπίας και τα λοιπά. Ο εκβιασμός «τι εντύπωση θα δώσουμε αν καταψηφίσουμε τον Ντράγκι», εν ολίγοις, είναι επικίνδυνος, και δεν είναι δυνατό να επαναλαμβάνεται αιωνίως.

Ήδη πριν από ένα χρόνο, για να λέμε την αλήθεια, διαβάζαμε για μια κυβέρνηση που προοριζόταν να διαρκέσει ένα χρόνο, για να μεταφερθεί στη συνέχεια ο Ντράγκι στο Κιρινάλιο. Ένα σχέδιο τόσο ανενδοίαστο, που περιφρονεί τους κινδύνους και τις ζημιές για τον δημοκρατικό ιστό, ώστε να μην μας εκπλήσσει ότι η πατρότητά του διεκδικείται δημόσια από τον Ματέο Ρέντσι. Είμαστε η μοναδική δυτική δημοκρατία που δεν έχει επικεφαλής της κυβέρνησης ένα άτομο που έχει εξουσιοδοτηθεί σε αυτόν τον ρόλο από ψηφοφόρους, κόμματα, κοινοβούλιο, και επομένως μπορεί να αντικατασταθεί με μια νέα εξουσιοδότηση, αλλά ένα άτομο που είναι το ίδιο το θεμέλιο της μορφής της παρούσης κυβέρνησης, χωρίς το οποίο υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να τιναχτούν όλα στον αέρα. Έχουμε μια κυβέρνηση που τη συνδέει μόνο ένα πράγμα: το κύρος του επικεφαλής, σύμφωνα με τον εκβιασμό που προαναφέραμε. Και σε αυτή την κατάσταση, προσπαθούν να προωθήσουν εκείνον που θα τον οδηγήσει στο άλλο αξίωμα, ελπίζοντας όμως να αντέξει η κυβέρνηση.

Και πώς νομίζουν ότι θα αντέξει η κυβέρνηση; Διαμορφώνοντας, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, μια νέα κυβερνητική συμφωνία, υπό τη διεύθυνση του ίδιου του πρωθυπουργού υποψηφίου για την Προεδρία της Δημοκρατίας, τοποθετώντας ίσως στη νέα κυβέρνηση ως επικεφαλής έναν τεχνοκράτη της εμπιστοσύνης του. Ένας τεχνοκράτης χωρίς λαϊκή εντολή περνάει από την κυβέρνηση στην Προεδρία της Δημοκρατίας, από όπου διορίζει έναν άλλο τεχνοκράτη χωρίς λαϊκή εντολή, που επιλέγει ο ίδιος, ενώ εκείνος διατηρεί έναν ρόλο εγγυητή και άτυπης διεύθυνσης και από το Κιρινάλιο. Όλα νόμιμα, όλα νομιμοποιημένα, όλα τηρώντας το γράμμα του Συντάγματος. Αλλά δεν θα έπρεπε να διαφεύγει από κανένα ότι είμαστε πολύ πέρα από την παραβίαση της δημοκρατικής κανονικότητας. Ο Ντράγκι πρωθυπουργός, ο Ντράγκι Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Ντράγκι σκηνοθέτης της νέας συμφωνίας για την πρωθυπουργία που θα του επιτρέψει να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Ντράγκι άτυπος ημιπροεδρικός καθοδηγητής της νέας κυβέρνησης από την Προεδρία της Δημοκρατίας.

Η συζήτηση στις εφημερίδες είναι για τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί καλύτερα  το κεφάλαιο Ντράγκι: «δεν μπορούμε να στερηθούμε τον Ντράγκι ως πρωθυπουργό», «όμως η θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας διαρκεί περισσότερο». Υπάρχει μια τρομερή πείνα Ντράγκι, στον τύπο και στην τηλεόραση, γιατί αυτή η κυβέρνηση είναι η πολιτική που θέλει η άρχουσα τάξη. Πριν από ένα χρόνο, όπως το 2011, η οικονομική ελίτ, ενοχλημένη από την παρουσία μιας πολιτικής μεσολάβησης μεταξύ των επιθυμιών της και των αναγκών της πλειονότητας των ανθρώπων, πέρασε στην επίθεση. Ο πειρασμός να τινάξει στον αέρα τη μεσολάβηση η οποία είχε ανατεθεί κανονικά σε προσωπικότητες λιγότερο ή περισσότερο χαρισματικές, από τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι ως τον Τζουζέπε Κόντε, περνώντας από τον Ματέο Ρέντσι, και να πάρει απευθείας την εξουσία, παραμονεύει πάντα.

Πριν από ένα χρόνο τα κατάφερε: το Σχέδιο Ανάκαμψης στα μέτρα των επιχειρήσεων ήταν το αποτέλεσμα που ήθελε και αναζητούσε,  ενώ τώρα προσπαθεί με τον καλύτερο τρόπο να δώσει τη μεγαλύτερη δυνατή συνέχεια σ’ αυτή την εμπειρία. Αυτό που για εμάς είναι μια δημοκρατική ανωμαλία που πρέπει να θεραπευθεί το ταχύτερο, για την άρχουσα τάξη είναι η καλύτερη δυνατή κυβέρνηση: αν μπορούσε να την κάνει να διαρκέσει άλλα πέντε χρόνια, χωρίς να περάσει μέσα από ενοχλητικές νέες εκλογές, θα ήταν η ιδανική λύση. Αφού η κατάργηση της ψήφου δεν είναι ακόμη μια ρεαλιστική επιλογή, της είναι αρκετό να περιφρουρεί το ανώτατο επίπεδο. Στον ένα ρόλο ή στον άλλο, αυτό που έχει σημασία είναι να υπάρχει ο Ντράγκι. Το ιδανικό θα ήταν να υπάρχουν δύο, ούτως ώστε να έχουν και τους δυο ρόλους. Παλαιότερα θα τον είχαν ονομάσει «μια ρεζέρβα της Δημοκρατίας», έναν άνθρωπο των θεσμών διαθέσιμο σε περίπτωση ανάγκης: τώρα, είναι ρεζέρβα η ίδια η Δημοκρατία. Αν η τεχνοκρατική ανωμαλία θριαμβεύει, είναι γιατί η δημοκρατική κανονικότητα, και όχι μόνο σήμερα, είναι σε πολύ δύσκολη κατάσταση.

Το κενό πολιτικής

Αν ο υποψήφιος που έχει σήμερα περισσότερες πιθανότητες να εκλεγεί στο Κιρινάλιο, παρά τα προβλήματα θεσμικής ισορροπίας και πολιτικής συμφωνίας που προαναφέρθηκαν, είναι ο Μάριο Ντράγκι, αυτό πράγματι συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει (σχεδόν) κανείς άλλος. Αν επιστρέψουμε σε εκείνον τον Μάιο πριν από τριάντα χρόνια, στην εκλογή του Όσκαρ Λουίτζι Σκάλφαρο, θα δούμε ότι υπήρχε και σε εκείνη την περίπτωση ένα γιγάντιο πρόβλημα αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, που βρισκόταν μέσα στη δίνη των σκανδάλων διαφθοράς, στην οικονομική κρίση και στις βόμβες της Μαφίας, και η μοναδική λύση ήταν να δοθεί εμπιστοσύνη σε έναν άνθρωπο των θεσμών, στον πρόεδρο της Βουλής, έναν παλιό χριστιανοδημοκράτη συντηρητικό δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας, αναζητώντας στο παρελθόν ένα κύρος που ο πρόεδρος δεν κατείχε. Μετά από την παρένθεση του Τσαμπι, οι επιλογές ήταν παρόμοιες: Ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο και ο Σέρτζιο Ματαρέλα ήταν από τους τελευταίους βετεράνους της Πρώτης Δημοκρατίας, με το κύρος και την αναγνώριση που αυτό συνεπαγόταν, ή ίσως με την αυταπάτη ότι αυτό συνέβαινε. Εξάλλου, δεν είναι κάτι καινούριο: ήδη το 1978 ο πρώτος σοσιαλιστής που εξελέγη στην προεδρία της Δημοκρατίας, ο Σάντρο Περτίνι, μπορούσε να υπολογίζει πρώτα απ’ όλα στην αξιοπιστία και στο κύρος που του εξασφάλιζε το παρελθόν του ως αντιφασίστα μαχητή.

Το πρόβλημα είναι ότι, στο μεταξύ, οι βετεράνοι της Πρώτης Δημοκρατίας, λόγω εύλογων αιτίων  ηλικίας, εξαντλήθηκαν, και η Δεύτερη δεν φαίνεται να έχει παράξει κάποια μορφή που να είναι σε θέση να έχει ταυτόχρονα μια νομιμοποίηση εντός του συστήματος και μια διαδεδομένη λαϊκή συναίνεση. Σε μια χώρα στην οποία η πολιτική είναι κάθε άλλο παρά πεθαμένη και όπου πολλές κινήσεις γίνονται, όπως αποδεικνύουν οι κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών για την εργασία, το κλίμα και τα θέματα φύλου, μοιάζει ανέφικτο να συνδεθούν όλα αυτά με τα όσα συμβαίνουν εντός των μεγάρων εξουσίας. Η Δεύτερη Δημοκρατία γέννησε ένα σύστημα ακινητοποιημένο, σάπιο, χαλασμένο, χωρίς καμία διαλεκτική ούτε εσωτερική ούτε εξωτερική. Σε αυτό το πλαίσιο, η Κεντροαριστερά μοιάζει να επιμένει στο όνομα του Ντράγκι, ως εναλλακτική στην αποδοχή, αναγκαστικά ή εθελοντικά, κάποιου μπερλουσκονικού ονόματος όπως αυτό του Πιερφερντινάντο Καζίνι ή του Φράνκο Φρατίνι, για να μην πούμε για τη Λετίτσια Μοράτι ή τη Μάρτα Καρτάμπια, πολύ προωθημένα παραδείγματα pink-washing σύμφωνα με το οποίο το να σταλεί επιτέλους μια γυναίκα για πρώτη φορά στο Κιρινάλιο, που ήταν του βασιλιά Πάπα, θα κρύβει την επιστροφή του αιώνιου πολιτικού συντηρητισμού.

Και το Κίνημα 5 Αστέρων, το οποίο γεννήθηκε ακριβώς από τη μη τηρηθείσα υπόσχεση εκπροσώπησης που η κρίση της Δεύτερης Δημοκρατίας, πριν από δέκα χρόνια, έφερε στην επιφάνεια, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί την αποτυχία του. Αν το 2013 μια υποψηφιότητα σαν αυτή του Στέφανο Ροντοτά είχε νομιμοποίηση στους θεσμούς, στα κόμματα της Κεντροαριστεράς, στους νεοεκλεγμένους των 5 Αστέρων, καθώς και στις πλατείες των κινημάτων ενάντια στη λιτότητα και για το δημόσιο νερό, σήμερα δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Τριάντα χρόνια Δεύτερης Δημοκρατίας, εκλογικών μεταρρυθμίσεων και θεσμικής μηχανικής δεν επέλυσαν τη βαθιά κρίση εκπροσώπησης μέσα στην οποία έχει βυθιστεί η ιταλική δημοκρατία. Στο παιχνίδι για το Κιρινάλιο βλέπουμε μόνο την πολλοστή προσπάθεια να αντιμετωπιστεί με μεταδημοκρατικούς εξαναγκασμούς. Γνωρίζουμε όμως ότι η λύση είναι στην διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση: μόνο ένα μεγάλο κύμα δημοκρατικής συμμετοχής, που θα είναι σε θέση να φέρει την υλικότητα της ζωής των ανθρώπων και τη ζωντάνια της κοινωνίας μας στα μέγαρα της πολιτικής, μπορεί να κάνει να βλαστήσει μια έρημος η οποία, τριάντα χρόνια μετά το 1992, είναι όλο και πιο άνυδρη.

 

Μετάφραση Τόνια Τσίτσοβιτς.

Ο Lorenzo Zamponi είναι ερευνητής κοινωνιολόγος, και ασχολείται με τα κοινωνικά κινήματα και την πολιτική συμμετοχή. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 22 Ιανουαρίου 2022, στο διαδικτυακό περιοδικό Jacobin Italia.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…