Οι εξελίξεις και οι θεσμικοί χειρισμοί στην υπόθεση της καταγγελίας του ομαδικού βιασμού στη Θεσσαλονίκη, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο παρακολουθούν και καλύπτουν αυτές τις εξελίξεις αρκετά Μέσα Ενημέρωσης, είναι μόνο για πικρά μειδιάματα και ειρωνικά γέλια. Επιπλέον, είναι και μια επιβεβαίωση της φοβίας για τον φεμινισμό και για την αναβαθμισμένη επιδραστικότητά του στην κοινωνία και την πολιτική κουλτούρα πλατιών κομματιών της νεολαίας.

Μήπως έκαναν λάθος οι φεμινίστριες που βιάστηκαν να εκφράσουν μαζικά και αταλάντευτα την αλληλεγγύη τους στην καταγγέλλουσα Γ. Μπ., οργανώνοντας μία από τις μαζικότερες πορείες διαμαρτυρίας της τελευταίας περιόδου; Μήπως το αποτέλεσμα των «καθαρών» τοξικολογικών της είναι μια αφορμή για να τις διαψεύσουμε και να αποδείξουμε ότι κάνουν λάθος; Με αυτόν τον τρόπο δεν «δικαιώνονται» μόνο αυτοί που καταγγέλλονται, όπως χαιρέκακα υποστήριξε ο νομικός τους εκπρόσωπος, που βιάστηκε να τοποθετηθεί δημόσια για το θέμα, αλλά «δικαιώνονται» επίσης ο κυρίαρχος μισογυνισμός –ο συγκαλυμμένος ή ο απροκάλυπτος–, αλλά και το μίσος για τον φεμινισμό και τις αξίες του; Το ενσταντανέ με τον παρουσιαστή ειδήσεων που αναρωτιέται μήπως «η τάση να έχουν οι γυναίκες επιλογές έχει παρατραβήξει» στην εξαιρετική σειρά animation Βojack Ηorseman (2014-2020) δεν θα μπορούσε να ταιριάξει καλύτερα στην προκειμένη περίπτωση.

Η φοβία για τον φεμινισμό, το δίχως άλλο, δεν είναι κάτι νέο. Έχει μάλλον κοινή ημερομηνία γέννησης με εκείνη του φεμινισμού, ως κινήματος κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης, όπως εμφανίστηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα κι έπειτα. Το μίσος αυτό δεν είναι παράλογο, δεδομένου ότι ο φεμινισμός ως πολιτική φιλοσοφία και πολιτική πρακτική όχι μόνο απείλησε τους καθιερωμένους καταμερισμούς φροντίδας και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στην ιδιωτική σφαίρα, αλλά εισήγαγε μια νέα αντίληψη για την οργάνωση των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων στο σύνολο τους.

Επιπλέον, σήμερα, σε μια συνθήκη που βιώνεται συλλογικά ως διαρκής κρίση, οι οξυμένες επιμέρους εκδηλώσεις της οποίας (πανδημία, κλιματική κατάρρευση, οικονομική κρίση και ακρίβεια) ενισχύουν την επισφάλεια της καθημερινότητας,  ο σύγχρονος φεμινισμός είναι ένα κίνημα που επιδιώκει να εκφραστεί πολιτικά περισσότερο από άλλα κινήματα, ασκώντας ισχυρές πιέσεις και προκαλώντας ρήγματα και ασυνέχειες στις λειτουργίες του πολιτικού συστήματος. Υπό την έννοια αυτή, γίνεται απειλητικός σε πολλαπλά επίπεδα, αμφισβητώντας κυρίαρχες ιεραρχίες, έμφυλες, κοινωνικές και οικονομικές, αλλά και τις θεσμικές λειτουργίες που συνήθως τις αναπαράγουν. Το τελευταίο αποκαλύπτει ότι ακόμη και στον απόηχο του #metoo και με τη δίκη για την υπόθεση Λιγνάδη να ξεκινάει την επόμενη εβδομάδα, ο μετασχηματισμός των θεσμικών διαδικασιών και η αντιμετώπιση του θεσμοποιημένου σεξισμού είναι μια σύνθετη πολιτική διαδικασία, που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια των αφηρημένων καλεσμάτων για «να σπάσουν οι γυναίκες τη σιωπή». Και βέβαια, παραμένουν ακόμη ισχυροί διαφοροποιημένοι πόλοι μικροεξουσιών –θεσμικών ή και συμβολικών– που αντιστέκονται σθεναρά σε αυτόν τον μετασχηματισμό.

Το τεκμήριο της αθωότητας που καλώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν βρίσκεται σε εξέλιξη η δικαστική διερεύνηση μιας υπόθεσης, δεν μπορεί να μεταφράζεται σε τεκμήριο ενοχής του ατόμου που καταγγέλλει. Πολλώ δε μάλλον, να γίνεται αφορμή για να στοχοποιείται και να διαπομπεύεται μια γυναίκα που βρίσκει το θάρρος να καταγγείλει δημόσια έναν ομαδικό βιασμό, αναζητώντας την προσωπική της δικαίωση αλλά και επιδιώκοντας να προστατεύσει κι άλλες γυναίκες από το να βρεθούν σε παρόμοια θέση. Ακόμη, στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανές ότι, με την αφορμή κάποιων μικροχειρισμών των συνηγόρων των κατηγορούμενων, επιχειρείται να αναθεωρηθούν με ακραιφνή αντιδραστικό τρόπο όσα τις προηγούμενες ημέρες αναδείχθηκαν με την αφορμή της συγκεκριμένης υπόθεσης: όπως για παράδειγμα οι ελλείψεις των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δομών υγείας σε ό,τι αφορά την υποδοχή των επιζησασών βιασμού (ελλείψεις σε υλικά, όπως kit και τεχνογνωσία) καθώς και η δομική ολιγωρία της αστυνομίας σε τέτοιες υποθέσεις. Κι όλα αυτά βέβαια, συνέβησαν και συμβαίνουν με την προσχηματική νομιμοποίηση που αντλείται μέσω της επιλεκτικής επίκλησης σε επιστημονικά αποτελέσματα, ακόμη κι όταν είναι ήδη γνωστό ότι τα πρωτόκολλα και οι προβλεπόμενες διαδικασίες για τη συγκέντρωση των απαραίτητων δειγμάτων για τη διενέργεια εξετάσεων και ελέγχων δεν έχουν τηρηθεί – όπως ακριβώς συνέβη στην υπόθεση της Γ.Μπ.

Αυτή η επιλεκτική επίκληση ή αντίστοιχα η επιλεκτική παραγνώριση επιστημονικών στοιχείων και δεδομένων δεν είναι νέο φαινόμενο στη διερεύνηση και στον δικαστικό χειρισμό τέτοιων υποθέσεων, οι οποίες είναι δυνητικά επιδραστικές και στη δημόσια σφαίρα. Η δίκη για την υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου, η οποία συνεχίζεται αυτή την περίοδο, είναι επίσης μια από τις αρκετές περιπτώσεις που υποτιμώνται ή παραγνωρίζονται τα ιατροδικαστικά δεδομένα που παρουσιάζονται, χάριν της δολοφονίας χαρακτήρα του Ζ.Κ. που επιχειρείται από την υπεράσπιση και ορισμένα Μέσα Ενημέρωσης.

Με άλλα λόγια, οι απόπειρες συγκάλυψης ή οι παραλείψεις στις προβλεπόμενες από τον νόμο διαδικασίες δεν στοχεύουν αποκλειστικά στην προστασία προσώπων ή θεσμικών λειτουργιών που εκτίθενται και απειλούνται. Υπηρετούν, επίσης, την ανάγκη να υπονομευτεί η επιρροή κοινωνικών κινημάτων που αμφισβητούν κυρίαρχες σχέσεις εξουσίας. Το πάθος ενάντια στον φεμινισμό είναι οπωσδήποτε ισχυρό. Ισχυρές, όμως, είναι και οι συλλογικές αντιστάσεις και η νέα πολιτική κουλτούρα που διαμορφώνεται γύρω από αυτά τα ζητήματα. Κι αυτή είναι μάλλον μια κοινωνική και πολιτική διεργασία που δεν μπορεί να αναστραφεί.

Φωτογραφία: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ / EUROKINISSI

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…