Φέτος ο αγαπημένος ράπερ έκανε δύο συναυλίες με δεκάδες χιλιάδες κόσμο και εμείς παρακολουθούμε τις επόμενες μέρες τα δεκάδες χιλιάδες άρθρα, αριστερά και δεξιά, να ρωτάνε επίμονα ποιος είναι ο ΛΕΞ. Προσπαθούν να μάθουν πώς «ξαφνικά» η νεολαία μαζεύεται κατά χιλιάδες να δουν τον θεσσαλονικιό ρωτώντας αστειότητες «πώς μάζεψε τόσο κόσμο χωρίς διαφήμιση;», «ποιος είναι ο ΛΕΞ;» και «ποιους εκπροσωπεί η μουσική του;». Εκτός από την boomerοσύνη των ανωτέρω, μπορούμε να παρατηρήσουμε και μερικά ακόμα πράγματα.

Καταρχάς, για να τελειώνουμε, ο ΛΕΞ δεν είναι άγνωστος εδώ και 8 χρόνια. Από το 2014, που έβγαλε το «Ταπεινοί και πεινασμένοι», παίζει σε κάθε ηχείο κάθε παρέας ηλικίας από 12 έως 25. Το 2018 που έβγαλε τον μνημειώδη δίσκο «2ΧΧΧ» ήταν ήδη το μεγαλύτερο όνομα στο underground και πλέον ήταν ξεκάθαρα το μεγαλύτερο όνομα στη σκηνή. Κανείς που κάνει εκατομμύρια προβολές στο youtube και στο spotify, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, δεν είναι άγνωστος. Όταν ο τελευταίος δίσκος ενός καλλιτέχνη κάνει εκατομμύρια ακροάσεις σε μερικές μέρες, είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στη χώρα. Δηλαδή ποιος άλλος έχει τόσο κοινό; Δεν ήταν άγνωστος ο ΛΕΞ τόσο καιρό δηλαδή, εσείς στην καλύτερη δεν ενδιαφερθήκατε και στη χειρότερη προσπαθήσατε να τον αφήσετε στη σιωπή.

Μια ακόμη υποσημείωση εδώ: δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει χωρίς διαφήμιση. Ο ΛΕΞ, για να προμοτάρει τον τελευταίο του δίσκο, είχε διαφημίσεις μέχρι και στις στάσεις λεωφορείου… Δεν χρειάζεται αφισάκι για να γίνει γνωστή μια μεγάλη συναυλία: όταν το κοινό αναφοράς είναι κάτω από 50, τα social media και η αγάπη στον καλλιτέχνη κάνουν τη δουλειά τους.

Γιατί λοιπόν ξαφνικά ενδιαφέρθηκε ο Τύπος για τον ΛΕΞ; Τόσο καιρό, ενώ το φαινόμενο μεγάλωνε και άκμαζε, και ενόσω ο ΛΕΞ έγραφε τις κομματάρες του και το κοινό μεγάλωνε συνέχεια, εσείς δεν δώσατε καμία σημασία. Τι έγινε φέτος και για δεύτερη φορά σε ένα τρίμηνο έχουμε τόσες χιλιάδες άρθρα ερωτήσεων και σε ποιους απευθύνονται αυτά; Η δεξιά αρθρογραφία διερωτάται επίμονα πώς αυτός ο στίχος, ο αντιμπατσικός, ο αντισυστημικός, της ρομαντικοποίησης της φτώχειας και της ναρκολουλτούρας εκφράζει την γενιά της Ελλαδας του 2.0. Η αριστερή αρθρογραφία προσπαθεί να καταλάβει ποιο είναι το κοινωνικό υποκείμενο που εκφράζει ο ΛΕΞ. Οι μεν λοιπόν, ως συνήθως, αγνοούν επιλεκτικά την πραγματικότητα της φτώχειας που ενέτειναν οι πολιτικές τους. Αδυνατεί ο 50άρης δεξιός αρθρογράφος και αναγνώστης να αντιληφθεί τι σημαίνει το 2008 να βλέπεις το ψυγείο χωρίς φαΐ και τους γονείς σου να κλαίνε γιατί τους απέλυσαν. Βλέπει την αύξηση της εγκληματικότητας (παράγωγο και η ίδια της βίας της φτώχειας) σαν ένα θέαμα αριθμών από τον καναπέ του και αγνοεί την ανάγκη που οδηγεί τον πιτσιρικά να σπρώξει λίγα γραμμάρια με την (ψευδή) ελπίδα ότι δεν θα καταλήξει μέθυσος οικοδόμος σαν τον πατέρα του και προφανώς αγνοεί τι σημαίνει το χαστούκι του ασφαλίτη και το μίσος του φτωχού για την ικανότητά του να του ρίχνει χαστούκια. Οι διάφορες μούμιες της δεξιάς αρθρογραφίας δεν θα μπορούσαν να ξέρουν τι σημαίνει το “no future”. Αυτοί, εξάλλου, σε αντίθεση με τους οπαδούς του ΛΕΞ, είχαν μέλλον, και μαζί με το δικό τους έφαγαν και το δικό μας. Ρωτάνε λοιπόν γιατί τα παιδιά μας ακούνε για αυτά: η απάντηση είναι γιατί τα ζήσαμε και τα ζούμε, και δεν έχει υπάρξει καλύτερη αποτύπωση από αυτή που έκανε ο ΛΕΞ για την βία της φτώχειας και τη βία που η φτώχεια γεννά. Το «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί» τους φαντάζει πλέον γραφικό της Ελλάδας του ’50, και δεν μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει «απ’ όλη την Ελλάδα ταπεινοί και πεινασμένοι» (για να συμπληρώσω από το ίδιο κομμάτι, «δεν μας καταλαβαίνουνε ρωτάνε τι συμβαίνει»).

Σε ό,τι αφορά την αριστερή ερώτηση τώρα, του ποιος ακούει τον ΛΕΞ, η ερώτηση αυτή δείχνει την ξεκάθαρη πλέον αδυναμία της Αριστεράς να συσπειρώσει κόσμο γύρω της ενώ, ξεκάθαρα, υπάρχει υποκείμενο. Ένα βίαιο υποκείμενο, με την πλάτη στον τοίχο, που αδιαφορεί τελείως για τον ξύλινο λόγο, γιατί όσο μιλάνε τα στελέχη, το παιδί αυτό πεινάει. Η Αριστερά λοιπόν αποπειράται να ορίσει αυτό το υποκείμενο προσπαθώντας να κάνει τον ΛΕΞ δικό της. Ο ΛΕΞ έχει πολιτικό στίχο, δεν είναι αριστερός όμως, όπως καταλαβαίνουμε, είναι η πολιτική του «μίσους απ’ τα γαλλικά προάστια» και «η πραγματικότητα στήνει τη μουσική μου». Είναι καπιταλιστικός ρεαλισμός. Η άμυνα του φτωχού απέναντι στην αηδία μέσω ρομαντικοποίησης. Ο κυρίαρχος αριστερός λόγος αρνείται να μιλήσει στο υποκείμενο με αυτούς τους όρους, γι’ αυτό βλέπουμε χιλιάδες στη συναυλία του ΛΕΞ και στο δρόμο έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε τα ίδια πρόσωπα. Όσο ο κυρίαρχος αριστερός λόγος επαινεί τον ΛΕΞ, αλλά όταν όντως «πέφτουνε οι ΔΙ.ΑΣ. από τις μηχανές», καταδικάζει τη βία, δημιουργεί κούραση και αντιφάσεις. Ο κόσμος που βιώνει τα τραγούδια του ΛΕΞ είναι βίαιος και με την πλάτη στον τοίχο, και θα εκραγεί. Είδαμε ήδη ένα παράδειγμα στην εξέγερση της Νέας Σμύρνης τον περασμένο Μάρτιο.

Σε όλο τον κόσμο αυτό το αυθόρμητο υποκείμενο της φτωχοποίησης και της ανέχειας εξεγείρεται απέναντι στο υπάρχον από τη μία και στην βαρετή αριστερά από την άλλη. Από τη Χιλή μέχρι την Αϊτή και από το Καζακστάν μέχρι την Κολομβία, αν η Αριστερά δεν θέλει να μείνει εκτός του κόσμου που πηγαία αντιστέκεται επειδή είναι φτωχός και όχι (μόνο) επειδή είναι ιδεολόγος πρέπει σε αντίθεση με το τι κάνει μέχρι τώρα, να αφήσει το υποκείμενο να μιλήσει. «Είμαστε ατίθασοι και απροσάρμοστοι, menace του society».

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…