Προσπάθησα σήμερα να ξαναπιάσω το διδακτορικό, το οποίο είχα αφήσει στη μέση για κάμποσους μήνες, καθώς έπεσα μέσα σε μια μαύρη τρύπα διαρκείας. Δεν είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει, έχει συμβεί και άλλες φορές παλιότερα. Όταν άφηνα ένα γραπτό στη μέση και επέστρεφα σε αυτό μετά από ένα καταθλιπτικό διάλειμμα, η συνέχεια ήταν πάντα δύσκολη. Μέχρι τώρα το είχα στο μυαλό μου σαν γυμναστική.

Πολύ απλά, όταν έχεις καιρό να κάνεις γυμναστική, πιάνεσαι σχεδόν αμέσως και δεν μπορείς να συνεχίσεις εύκολα. Χρειάζεται πρώτα λίγο ζέσταμα.

Η ίδια μέθοδος θεωρούσα πως βρίσκει εφαρμογή και στα ακαδημαϊκά.

Αλλά η τελευταία επιστροφή ήταν αρκετά πιο δύσκολη από τις προηγούμενες. Βρήκα τον εαυτό μου να κοιτάει τον υπολογιστή για αρκετές ώρες, σχεδόν ανίκανο να γράψει. Ήταν σα να μην μπορούσε ο εγκέφαλος να δώσει σήμα στα άκρα για να κινητοποιηθούν.

Κοιτούσα τη λευκή σελίδα του word ενώ ο κέρσορας αναβόσβηνε ενοχλητικά, σαν να με κορόϊδευε για την ανικανότητα μου.

Κοιτώντας όλα όσα είχα γράψει στις προηγούμενες απόπειρές μου, αισθανόμουν σα να έχω επιστρέψει στο σπίτι για να βρω μια μπουγάδα η οποία έχει μείνει βδομάδες στο πλυντήριο και τώρα πρέπει να την ξαναβάλω από την αρχή.

Όπως είπα, δεν είναι η πρώτη μου επαφή με αυτό το συναίσθημα, που κατέληξα να ονομάζω (δεν προέρχεται από μένα η ονομασία προφανώς: το έπιασα να κυκλοφορεί) ακαδημαϊκη κατάθλιψη.

Την πρώτη φορά που έπεσα πάνω σε αυτό τον τοίχο, είχα καταφέρει να ξεμπλέξω διαβάζοντας τις σημειώσεις του Μαρκ Φίσερ πάνω στην κατάθλιψη, συγκεκριμένα το κείμενο “Good for Nothing”.

Σε αυτό, εκτός άλλων, αναφέρει πως η κατάθλιψη είναι κάτι αρκετά συνηθισμένο στους ακαδημαϊκούς κύκλους, κυρίως στις νεαρές ηλικίες των μεταπτυχιακών και διδακτορικών. Το καθεστώς επισφάλειας στο οποίο υποβάλλονται είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο, όπου η συνεχής εσωτερική μείωση του ατόμου από το ίδιο άτομο κατέχει κεντρικό ρόλο.

Δεν ανήκω εδώ στην ακαδημία, οι ιδέες μου είναι κουτσουρεμένες και η δουλειά μου δεν θα είναι ποτέ αρκετά καλή ώστε να ξεφύγω από την επισφάλεια.

Από τότε που πήρα την απόφαση να συνεχίσω τις σπουδές, ας πούμε στο ανώτατο επίπεδο, είχα πάντοτε στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι εξαπατώ κάποιον. Ότι έφτασα μέχρι ένα σημείο χωρίς να το αξίζω, χωρίς να έχω διαβάσει ή μελετήσει όσο άλλοι, χωρίς να συμμετέχω στην «ακαδημαϊκή  καθημερινότητα». Με άλλα λόγια, ότι πουλάω παπά. Και ότι κάποια στιγμή θα κληθώ να απολογηθώ γι’ αυτό, σε μια απρόσωπη καφκική επιτροπή από βετεράνους boomers, οι οποίοι θα με αποβάλουν για πάντα και τότε θα πρέπει να έρθω σε επαφή με την πραγματικότητα.

Ακούγεται αρκετά γελοίο αν το πω δυνατά, ακόμα και όταν το γράφω, αλλά η αίσθηση της ατομικής ευθύνης σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό καπιταλιστικό πλαίσιο είναι αναγκαία για να διατηρηθεί αυτό το καπιταλιστικό πλαίσιο.

Δεν είσαι αρκετά καλός για να ολοκληρώσεις τις σπουδές σου. Δεν είσαι αρκετά καλός για να τελειώσεις τη διπλωματική στην ώρα της. Δεν είσαι αρκετά καλός για να βρίσκεσαι εδώ που βρίσκονται οι υπόλοιποι.

Και από εκεί γίνεται μόνο χειρότερο. Όταν το μυαλό δεν μπορεί να αποδώσει σε μια κατάσταση που έχει συνηθίσει πως είναι η βασική του λειτουργία, δηλαδή όταν εν προκειμένω δεν μπορείς να γράψεις, ενώ το μόνο που έχεις συνηθίσει να κάνεις είναι να γράφεις, η μαύρη τρύπα διογκώνεται και αρχίζει να καταπίνει.

Η τάξη των δυνητικών επαγγελματιών «διανοούμενων» στην Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα ένα πολύ σοβαρό, οντολογικό σχεδόν, πρόβλημα, που φυσικά έχει πολιτικές ρίζες.

Τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, στην ελληνική κοινωνία είχε κυριαρχήσει η άποψη πως οι επιπλέον σπουδές είναι κάτι ανάμεσα σε «χόμπι», «βύσμα» και ασχολία των πλουσίων γόνων.

Από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας που σάρωσε την αγορά και έπειτα, ο ανταγωνισμός ανέβηκε σε τέτοια επίπεδα, που πλέον ένα μεταπτυχιακό τουλάχιστον (σε πολλές περιπτώσεις 2, συν επιπλέον πιστοποιήσεις) είναι το δεδομένο. Περάσαμε, δηλαδή, από μια περίοδο όπου η ανώτερη εκπαίδευση λοιδωρούνταν ανηλεώς, σε ένα επίπεδο όπου πλέον είναι αναγκαία, αλλά ταυτόχρονα είναι τόσο ανταγωνιστικά δομημένη, και υποτιμημένη από τους θεσμούς που έχουν διαβρωθεί από τον νεοφιλελευθερισμό, που δεν επιτρέπει στα άτομα που την απαρτίζουν να επωφεληθούν από αυτήν.

Τι εννοώ: Οι ερευνητές και οι ερευνήτριες στην Ελλάδα του 2022 είναι κλειδωμένοι και κλειδωμένες σε μια συνεχή αναζήτηση πόρων (είτε από χρηματοδοτήσεις, είτε από part time εργασία, είτε είτε είτε), ώστε η ταυτόχρονη ολοκλήρωση ενός μεταπτυχιακού ή διδακτορικού μαζί με τις οικονομικές υποχρεώσεις είναι σχεδόν αδύνατη. Είναι μια κατάσταση δομημένη για να παράγει διαλυμένη ψυχολογία.

Ερχόμαστε, λοιπόν, σε μια δομική αντίφαση: Μια κατάσταση η οποία φαινομενικά αφορά προνομιούχους, και στην οποία μπαίνουμε προκειμένου να διεκδικήσουμε καλύτερους όρους για την καθημερινότητά μας, γίνεται μια κατάσταση η οποία όχι μόνο δεν παρέχει τους όρους αυτούς, αλλά μας βουτάει ολοένα και περισσότερο στην επισφάλεια.

Εντάξει, τα κατάφερες, έφτασες μέχρι εδώ. Αλλά τώρα ξεκινάμε. Μπορείς να αντέξεις, 5, 10, 15 χρόνια αβεβαιότητας, με χρηματοδοτήσεις που ποτέ δεν φτάνουν, με 215 ευρώ το μήνα, με μπλοκάκι, και με την συνεχή αίσθηση πως ό,τι και να πιάσεις θα το σκατώσεις;

Παλιότερα είχα γράψει πως η κατάθλιψη, στους καιρούς που ζούμε, αποτελεί ένα πρωτίστως πολιτικό ζήτημα. Δανειζόμενος πάλι τις θέσεις του Φίσερ, που υποστήριζε πως η ιδιωτικοποίηση της ψυχικής υγείας, ως ένα ζήτημα που αφορά το άτομο και τον εγκέφαλό του, και όχι την κοινωνία, αποτελεί μια νίκη του νεοφιλελευθερισμού και του καπιταλισμού έναντι της κοινωνίας.

Η διάλυση ολόκληρης της κοινωνίας σε άτομα και τις επιθυμίες τους, και κατ’ επέκταση, στα άτομα και τις επιδιώξεις τους, οι οποίες σχεδόν ντετερμινιστικά είναι καταδικασμένες να αποτύχουν στον καπιταλισμό, είναι ένα κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα.

Στο πλαίσιο, λοιπόν, που αναφέρεται και στην αρχή, δηλαδή στο πεδίο της ακαδημίας, φαίνεται πως η ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού έχει κερδίσει, τουλάχιστον σε θεσμικό επίπεδο.

Δεν το γράφω αυτό μόνο από προσωπικό παράπονο, αλλά επειδή νομίζω πως μαρτυρίες γύρω από την επισφάλεια της ακαδημίας είναι ικανές να συγκροτήσουν, αν μαζευτούν πολλές, ένα πολιτικό πλαίσιο και, κυρίως, μια ασφάλεια στο ότι αυτό δεν είναι κάτι ατομικό: δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο σε σένα, αλλά σε όλους μας.

Αν συμβαίνει σε όλους μας, δεν αποτελεί ατομικό πρόβλημα. Αποτελεί συλλογικό πρόβλημα. Και αυτό είναι μια καλή αρχή, τουλάχιστον.

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…