Μια συζήτηση της Λίνας Κυργιαφίνη με τον Μενέλαο Εξίογλου για το 23ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

23 χρόνια αντιρατσιστικό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ποια είναι η κεντρική ιδέα του φεστιβάλ; γιατί γίνεται; πού αποσκοπεί; ποια είναι τα στοιχεία που το έχουν καταστήσει θεσμό της πόλης;

23 Αντιρατσιστικά Φεστιβάλ, 25 χρόνια από το πρώτο φεστιβάλ, βέβαια, καθώς η πανδημία έβαλε στον πάγο την αρίθμηση για 2 χρόνια. Με ένα τέταρτο του αιώνα πίσω του, προφανώς (κι ευτυχώς) το φεστιβάλ εξελίσσεται κι αλλάζει, παρακολουθεί τις εξελίξεις (και προσπαθεί ενίοτε να συμμετέχει στη διαμόρφωσή τους). Αν υπάρχει μια κεντρική ιδέα που παραμένει σταθερή, νομίζω ότι είναι αυτό το σχήμα της «άλλης Θεσσαλονίκης», της ανάδειξης, της υπεράσπισης αλλά και του γιορτασμού της αλληλεγγύης, των πτυχών της πόλης που είναι κόντρα στο σκοτάδι, το ρατσισμό, τον εθνικισμό και το φασισμό, τη μισαλλοδοξία, τον εθνολαϊκισμό, που ευδοκιμεί σε αυτή τη μεριά της χώρας και της γης. Παράλληλα, αποτελεί κι ένα σημείο συνάντησης –προφανώς με τη φυσική έννοια του μεγάλου, ανοιχτού ανταμώματος ανθρώπων, αλλά και με την έννοια της συνάντησης κινημάτων, συλλογικοτήτων, αγώνων που έχει βοηθήσει στη διαθεματικότητα, στη συνολικοποίηση των αντιστάσεων, στην ώσμωση μεταξύ ακτιβιστών/στριών που δραστηριοποιούνται σε επιμέρους θεματικά ή τοπικά κινήματα. Αυτά τα στοιχεία που ο κόσμος του φεστιβάλ προσπαθεί να διασφαλίζει με συνέπεια είναι κι αυτά που το έχουν καταστήσει «θεσμό», εννοώντας με αυτό, κατά βάση, την αίσθηση ενός σταθερού ραντεβού για το οποίο αδημονούμε και στο οποίο θέλουμε και χαιρόμαστε να βρισκόμαστε κάθε χρόνο.

Πώς συνδέεται, κάθε φορά, με την εκάστοτε συγκυρία, όπως αποτυπώνεται στο σύνθημα, τις εκδηλώσεις, το πολιτιστικό πρόγραμμα; 

Το Αντιρατσιστικό έχει βέβαια τα πυρηνικά γνωρίσματα των φεστιβάλ, είναι γιορτή, είναι πολύχρωμο, είναι ζωηρό και θορυβώδες, αλλά είναι την ίδια στιγμή και βαθιά πολιτικό. Ως εκ τούτου, κάθε χρονιά κατά την προετοιμασία του αγωνιούμε στις συνελεύσεις ώστε να παρεμβαίνει στο εκάστοτε «εδώ και τώρα», να μπορεί να αντιλαμβάνεται το τι γίνεται στην κοινωνία και τα κινήματα, όχι καιροσκοπικά, απ’ έξω κι από τα πάνω, αλλά γιατί κι οι άνθρωποι που το στήνουμε (ως προς το περιεχόμενο αλλά κι ως προς την υποδομή του) είμαστε κομμάτια αυτής της κοινωνίας και αυτών των κινημάτων. Ίσως τα παραδείγματα να το κάνουν πιο σαφές. Στο φεστιβάλ του 2016, την περίοδο λίγο μετά τη δημιουργία των μεγάλων στρατοπέδων «φιλοξενίας» σε βιομηχανικά κτίρια γύρω από την πόλη, αποτέλεσε προτεραιότητά μας να κάνουμε εφικτή την πρόσβαση στο φεστιβάλ των προσφύγων που βρέθηκαν σε αυτά τα στρατόπεδα (φροντίδα για λεωφορεία, για ύπαρξη φαγητού προσαρμοσμένου στις διατροφικές παραδόσεις των περισσότερων προσφύγων εκείνης της περιόδου, συζητήσεις με διερμηνείες κ.α.), ώστε να σπάσει η απομόνωση και η αορατοποίηση στην οποία καταδικάζονταν οι μετανάστ(ρι)ες και οι πρόσφυγες και προσφύγγισες τότε και τώρα. Στο φεστιβάλ της περιόδου των συλλαλητηρίων των μακεδονομάχων ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών, οργανώνονταν αντιφασιστικές συγκεντρώσεις και περιφρουρήσεις μέσα από το φεστιβάλ, ενάντια στις ακροδεξιές επιθέσεις και προκλήσεις εκείνων των ημερών. Πιο χαρακτηριστική ακόμα ήταν η απόφαση του 2015, οπότε και μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, η συνέλευση του φεστιβάλ συμφώνησε πως η προτεραιότητα ήταν διαφορετική και μετασχηματίστηκε πρακτικά σε συντονισμό για την προώθηση του «ΟΧΙ» και τη διοργάνωση της μεγάλης αντιμνημονιακής συναυλίας στον Λευκό Πύργο (που δυστυχώς έκοψε πολύ γρήγορα η καταρρακτώδης βροχή). Φυσικά, όλη αυτή η έγνοια (προσπαθούμε να) αποτυπώνεται στο κεντρικό σύνθημα της κάθε χρονιάς και σίγουρα αντικατοπτρίζεται έντονα στο πρόγραμμα των πολιτικών εκδηλώσεων, αλλά πολύ συχνά και στις θεματικές των πολιτιστικών εκδηλώσεων, των εκθέσεων κτλ.

Το φετινό φεστιβάλ, μετά από δύο χρόνια αναγκαστικής απουσίας, τι νοηματοδοτεί;  

Για τον κόσμο που το έχει ξαναζήσει και για τον οποίο αποτελούσε αυτό το σταθερό ραντεβού που προανέφερα, το πρώτο φεστιβάλ μετά το 2019 σηματοδοτεί μια επιστροφή με χαρά και λαχτάρα, είναι κοινή και διάχυτη η αίσθηση της αποθυμιάς, αλλά και της ανάγκης –το φεστιβάλ δε μας λείπει (μόνο) γιατί περνούσαμε καλά σε αυτό, αλλά (κυρίως) γιατί νιώθουμε ότι λείπει από την πόλη, ότι το έχουμε ανάγκη πολιτικά, κοινωνικά και ηθικά, ότι η απουσία του δημιουργεί ένα κενό στην άρθρωση αυτής της «άλλης» φωνής. Θα συνέβαινε πιθανά, έτσι κι αλλιώς, με τέτοια απουσία σε οποιαδήποτε συγκυρία, γίνεται ακόμα πιο έντονο αν αναλογιστούμε το τι έχουμε ζήσει μέσα σε αυτά τα 3 χρόνια –κι εδώ αναφέρομαι όχι μόνο στο προφανές της πανδημίας και των σχετικών περιορισμών, αλλά και στις πολιτικές εξελίξεις στο ίδιο διάστημα με την επίταση της καταστολής, των αντιπροσφυγικών κι αντιμεταναστευτικών πολιτικών, τις εξώσεις προσφύγων, τα pushbacks, τις γυναικοκτονίες και το ελληνικό #metoo, τον πόλεμο στην Ουκρανία, τη διάλυση του συστήματος υγείας και του δημόσιου πανεπιστημίου, την ενεργειακή κι επισιτιστική κρίση κ.α.

Βέβαια, υπάρχουν και τα νεότερα συντροφάκια που είτε έχουν έρθει στην πόλη στο ενδιάμεσο είτε η ηλικία τους το 2019 δεν τους επέτρεπε να εμπλακούν πιο βαθιά με τη διοργάνωση του φεστιβάλ. Η διάθεσή τους (ψέματα, η κάβλα τους) για να γίνουν κομμάτι αυτής της ιστορίας, να νιώσουν τη χαρά της συμμετοχής, της ανάληψης ευθυνών είναι λόγος να ζηλεύεις και να θυμάσαι τον ενθουσιασμό του «πρώτου μου αντιρατσιστικού».

Παράλληλα, υπάρχει η συγκυρία των 100 χρόνων από το 1922 –ο αναλογισμός πάνω σε αυτό «το συνεχές των αγωνιών και των αγώνων» των προσφύγων μέσα σε αυτό τον αιώνα μας συγκινεί, τη νιώθουμε ως μια δικιά μας ιστορία. Αυτή τη σύνδεση αποφασίσαμε να φωτίσουμε και με το φετινό κεντρικό σύνθημα κι ας μας επιτραπεί, αυτή τη φορά, να φλερτάρουμε ελαφρά με έναν κάποιο τοπικισμό!

Τι προσφέρει στις χιλιάδες κόσμου που συμμετέχει στη διοργάνωση του φεστιβάλ και στον κόσμο που παρακολουθεί;

Στον κόσμο που «τρέχει» το φεστιβάλ νομίζω ότι δίνει όλο το πακέτο της συλλογικής ζωής και δράσης (με όλες τις όμορφες στιγμές και τις αρκετές δυσκολίες κι αναποδιές της), τη χαρά να βλέπεις το πάρκο να γεμίζει, κόσμο να σχολιάζει τις εκδηλώσεις, να περνά όμορφα στις συναυλίες, να τριγυρνά και να κουβεντιάζει στα τραπεζάκια και να ξέρεις ότι τα 3 ταμπλό εκεί τα κουβάλησα εγώ, το μπαρ παραπέρα το κρατήσαμε με τα συντροφάκια από το σχήμα εκείνο το φοβερό βράδυ, την εισήγηση που έκανε πολύ καλή εντύπωση στην τάδε εκδήλωση την παιδέψαμε πολύ με την ομάδα εργασίας που φτιάχτηκε. Είναι τόσο βιωματικό που είναι πάντα δύσκολο να το αντιστοιχίσεις σε λέξεις, γίνεται όμως αμέσως μοιρασμένη εμπειρία με το που θα βρεθείς σε αυτή τη συνθήκη.

Για τον κόσμο που το παρακολουθεί προφανώς προσφέρει ένα «πακέτο» πολύ φροντισμένο –καμιά φορά το ξεχνάμε μέσα στο τρέξιμο για τα πρακτικά και οργανωτικά και φτάνουμε να το συνειδητοποιούμε μόνο όταν το βλέπουμε τυπωμένο το πόσο καλό και πλούσιο είναι συνολικά το πρόγραμμα του φεστιβάλ, τις περισσότερες φορές. Οι κουβέντες, οι συναυλίες, τα καλλιτεχνικά δρώμενα είναι πραγματικά καλές προτάσεις για έξοδο και βόλτα –μαθαίνεις, προβληματίζεσαι, αλλά και διασκεδάζεις και μάλιστα πολύ οικονομικά (δεν είναι διόλου αμελητέο αυτό για πολλές από μας). Υπάρχει όμως και κάτι λίγο παραπέρα από αυτό. Έχουμε συνειδητοποιήσει ότι το Αντιρατσιστικό φεστιβάλ δημιουργεί κάθε χρονιά μια προσμονή, γιατί έχει καθιερωθεί και ως ένας χώρος δήλωσης παρουσίας και πολιτικής στοίχισης. Καταλαβαίνουμε ότι πολύς κόσμος έρχεται, γιατί θέλει να κάνει ένα statement σχετικά με το σε ποια όχθη του ποταμού στέκεται, το «ήμουν κι εγώ χθες βράδυ στο Αντιρατσιστικό» δίνει μια αναγνωρίσιμη και σαφή ταυτότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει την πολύ ειδική και στενή στράτευση σε κάποια οργάνωση πχ.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…