“Οι ιστορικοί της αποικιοκρατίας παρατήρησαν ότι οι επιστήμες του ανθρώπου και οι βιολογικές επιστήμες υπήρξαν στήριγμά τους για να υπηρετήσουν τις αποικιοκρατικές ανάγκες από τον 18ο αιώνα κ έπειτα, με πολύ παρόμοιο τρόπο με αυτόν που τα κράτη του εικοστού αιώνα και ο σχεδιασμός τους που μελέτησε ο James C. Scott, χρησιμοποίησαν την μηχανική και τις κοινωνικές επιστήμες για να θεμελιώσουν την νομιμότητα τους…”

Sheila Jasanoff, «Βιοτεχνολογία και αυτοκρατορία: Η παγκόσμια εξουσία των σπόρων και της επιστήμης»

 

Με τις πατέντες (ευρεσιτεχνίες) στα εμβόλια και το αίτημα για κατάργησή τους, ξανάρθε στο προσκήνιο η μεγάλη συζήτηση γύρω από τα θέματα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, αλλά και στα κινήματα, εδώ και χρόνια, η συζήτηση διεξάγεται πολυεπίπεδα και με πάρα πολλά επιχειρήματα.

Ένα από τα επίπεδα της συζήτησης αφορά την ελεύθερη πρόσβαση σε αγαθά όπως φάρμακα, τροφή, καθώς επίσης και το αν και κατά πόσο πρέπει να πατεντάρονται ζωντανοί οργανισμοί, όπως είναι τα φυτά ή άλλα έμβια όντα. Η ελεύθερη πρόσβαση δεν αφορά μόνο το τελικό «προϊόν», αλλά και τη γνώση γύρω από αυτό. Είναι, δηλαδή, μεταξύ άλλων, και ζήτημα διαχείρισης της γνώσης. Οι πατέντες περιφράσσουν μια περιοχή γνώσης και δεν επιτρέπουν σε κανέναν άλλο να την αποκτήσει ή να την χρησιμοποιήσει στην έρευνά του.

Ακόμα κι αν εξαιρέσουμε το κοινωνικό ζήτημα που προκύπτει σε μια πανδημία και το ηθικό ζήτημα της πατέντας, το εμβόλιο για την Covid-19 είναι αποτέλεσμα προϋπάρχουσας γνώσης και έρευνας. Δεν είναι όμως προσβάσιμο: είναι μονοπώλιο και το πουλάνε πανάκριβα οι εταιρείες που έκαναν την έρευνα. Οι αντιφάσεις είναι μεγάλες: πώς συμβαδίζει η ελεύθερη αγορά –την οποία έχει θεοποιήσει ο νεοφιλελευθερισμός– από τη μια και το μονοπώλιο απ’ την άλλη; Οι άνθρωποι που έφτιαξαν το εμβόλιο δεν χρησιμοποίησαν κάποια προγενέστερη γνώση και προγενέστερες έρευνες για να φτάσουν εκεί; Αν αυτή η συσσωρευμένη γνώση ήταν επίσης απαγορευμένη και αποτελούσε ιδιοκτησία μιας κάποιας εταιρείας, πώς θα προχωρούσε η ίδια η επιστήμη; Πώς θα έφτιαχναν εμβόλια ή φάρμακα ενάντια σε οποιαδήποτε ασθένεια;

Όλη η λογική που διέπει τις πατέντες στηρίζεται στο παράλογο της ιδιοκτησίας της γνώσης, αλλά πλέον και της ίδιας της φύσης. Ένα παράλογο που πάει μαζί με έναν τεράστιο μηχανισμό προπαγάνδας και ευνοϊκών νομοθεσιών, κυρίως σε επίπεδο υπερεθνικών οργανισμών, για να στηρίξουν αυτόν τον παραλογισμό.

Δεν είναι μόνο τα εμβόλια και τα φάρμακα. Είναι και ο εξίσου ζωτικός τομέας της τροφής. Αν υπήρχαν πάντα πατέντες, δεν θα είχε εξελιχθεί ποτέ η γεωργία και η επιστήμη της βελτίωσης φυτών, που έθρεψε την ανθρωπότητα. Στην Ελλάδα τα επιτεύγματα της γενετικής βελτίωσης φυτών και οι νέες ποικιλίες σιταριού, που προέκυψαν από πειράματα γεωπόνων του δημόσιου τομέα, έθρεψαν τους πρόσφυγες του 1922 (βλ. Παντελής Ζωϊόπουλος, Δυο λεπίδες χλόης-το αγροτικό θαύμα).

Ο τρόπος που κυρίως οι αμερικάνικες εταιρείες, μέσω διεθνών οργανισμών όπως ο ΠΟΕ, κάνουν πολιτική και υποχρεώνουν σε δεσμευτικές νομοθεσίες και συμφωνίες υπέρ των πατεντών, όπως για παράδειγμα η TRIPS (Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rights), είναι τρόπος που εξυπηρετεί μόνο τα αμύθητα κέρδη των ελάχιστων εταιρειών που ελέγχουν την τροφή παγκοσμίως. Σύμφωνα με το Δίκτυο Τρίτου Κόσμου (TWN), η TRIPS «επιτρέπει σε θεσμούς ή πρόσωπα να πατεντάρουν τους βιολογικούς πόρους μιας χώρας (ή γνώσεων σχετικών με αυτούς τους πόρους) σε χώρες εκτός της χώρας καταγωγής των πόρων ή γνώσεων».

Σε επίπεδο νομοθεσίας, ουσιαστικά, επιβάλλεται η λεγόμενη «εναρμόνιση», δηλαδή το σύστημα για τις πατέντες που ισχύει στις ΗΠΑ επεκτείνεται σε όλες τις χώρες που είναι μέλη του ΠΟΕ. Διεξήχθη μεγάλη μάχη στις διαχρονικές συνομιλίες γύρω από τις εμπορικές συμφωνίες που συνδέονται με πατέντες, όπως η TRIPS, που έφερε στην επιφάνεια τα ζητήματα του παγκόσμιου Βορρά-Νότου και ενθάρρυνε μια δημόσια συζήτηση για την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ ιδιωτικών δικαιωμάτων και δημόσιου συμφέροντος. Διότι η απαίτηση για πνευματικά δικαιώματα στα φάρμακα εμποδίζει την πρόσβαση εκατομμυρίων ανθρώπων του Νότου σε αυτά. Και η απαίτηση για πατέντες στα φυτά, σε συνδυασμό με τη βιοτεχνολογία, μετατρέπει τη βιοποικιλότητα χωρών του Νότου σε αντικείμενο ενός νέου είδους αποικιοκρατίας (το γραφείο Πατεντών στην Αμερική έδινε πατέντες για φυτά που ήταν ενδημικά στις χώρες του Νότου).

Η νομική μηχανή που έχουν αυτές οι εταιρείες είναι τεράστια. Μπορούν, από το να πετυχαίνουν συμφωνίες στα μέτρα τους, μέχρι να επιβάλουν τη θέλησή τους σε θεσμούς και πολίτες. Για παράδειγμα, η Monsanto (εξαγοράστηκε από την Bayer) επιδόθηκε σε μια βιομηχανία μηνύσεων, μέσα από τις οποίες κατέστρεψε και αφάνισε πολλούς παραγωγούς στις ΗΠΑ, με την κατηγορία ότι έσπασαν την πατέντα της και φύτεψαν δικούς της σπόρους (γενετικά τροποποιημένης σόγιας), χωρίς να έχουν πληρώσει δικαιώματα, ακόμα και για τις περιπτώσεις που αυτό έγινε τυχαία λόγω της μεταφοράς με τον άνεμο (!). Οι δικαστικές αυτές διαμάχες είναι πάρα πολλές. Η ίδια εταιρεία κατασκοπεύει ανοιχτά από αέρα τις περιοχές που την αφορούν, για να εντοπίζει «παραβάτες» παραγωγούς, ενώ έφτασε στο σημείο να δημιουργήσει έναν τηλεφωνικό αριθμό, για να μπορούν οι αγρότες να καταδώσουν το γείτονά τους, αν αυτός χρησιμοποιήσει, χωρίς πληρωμή, σπόρους που ανήκουν στη συγκεκριμένη εταιρεία («O κόσμος σύμφωνα με τη Monsanto», ντοκιμαντέρ της Μαρί-Μονίκ Ρομπέν, 2008). Τα κέρδη από τις πατέντες είναι τόσο υπέρογκα, που, οι αγροδιατροφικοί κολοσσοί αξίζει να επενδύουν σ’ όλους αυτούς τους μηχανισμούς. Φυσικά, και η προπαγανδιστική μηχανή που διαθέτουν, είναι απερίγραπτα επιτυχημένη.

Υπάρχουν απόψεις που υποστηρίζουν τις πατέντες ακόμα και για ζωντανούς οργανισμούς. Μία είναι η θεωρία ότι οι πατέντες αποτελούν κίνητρο για καινοτομία. Εδώ, υπάρχει το παράδοξο ότι δίνουν αποκλειστικά δικαιώματα για να ενθαρρύνουν την καινοτομία από τη μία, ενώ, από την άλλη, σαν νομικά μονοπώλια, μπορούν να λειτουργήσουν μειώνοντας τον ανταγωνισμό και περιφράσσοντας περιοχές από την έρευνα. Άλλη άποψη υποστηρίζει ότι οι πατέντες διευκολύνουν την πλατιά διάδοση κοινωνικά χρήσιμων πληροφοριών, διότι διαφορετικά, οι εφευρέτες μπορεί να κρατούσαν κρυφές τις νέες ιδέες, για όσο θα επιχειρούσαν να εξασφαλίσουν κάποια εμπορική αξία. Επίσης, υπάρχει και η άποψη περί «φυσικού δικαιώματος» των εφευρετών. Θεωρείται, σύμφωνα με αυτή την άποψη, ηθική και οικονομική επιβράβευση του εφευρέτη. Το 18ο και 19ο αιώνα, οι πατέντες θεωρούνταν προνόμιο ή δικαίωμα σε μονοπώλιο. Έντονα ιδεολογικοποιήθηκε και θεωρήθηκε φυσικό δικαίωμα η έννοια, μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.

Στην περίπτωση της τροφής και των σπόρων, υπόκεινται σε πατεντάρισμα κυρίως τα προϊόντα της βιοτεχνολογίας, γνωστά και ως μεταλλαγμένα. Με κάποιες τροποποιήσεις στο αρχικό γονιδιακό υλικό, οι εταιρείες ιδιοποιούνται φυτά και σπόρους, με το επιχείρημα ότι τα εφηύραν αυτές! Η αλήθεια είναι ότι, με μεθόδους βιοπειρατείας (κλοπή γενετικών πόρων από διάφορες χώρες), όπως πολλοί τις χαρακτηρίζουν, και με τη χρήση της βιοτεχνολογίας, φτάνουν σε ένα «νέο προϊόν», που το κατοχυρώνουν με πατέντα. Παραδοσιακοί σπόροι και φυτά (πολλές φορές και ολόκληρο το φυτό), που για εκατοντάδες χρόνια έχουν μεγαλώσει και έχουν βελτιωθεί από αγρότες άλλων χωρών, διασταυρώνονται σε εργαστήρια πανίσχυρων εταιρειών με άλλα φυτά, δηλαδή τροποποιούνται γενετικά, και κατοχυρώνονται ως πατέντες στις εταιρείες. Η γνώση και η συλλογική σωρευτική καινοτομία δεν αναγνωρίζονται ως κοινό αγαθό.

Οι επιπτώσεις στην παγκόσμια γεωργία είναι τεράστιες. Oι μονοκαλλιέργειες, η γενετική ομοιομορφία, η χρήση αγροχημικών κτλ, είναι πρακτικές που συνδέονται άμεσα με την καλλιέργεια πατενταρισμένων (μεταλλαγμένων κυρίως) σπόρων, και επιδρούν πολύ αρνητικά στη βιοποικιλότητα, αλλά και στην υγεία. Στο κοινωνικό πεδίο, η εξάρτηση από μεγάλες εταιρείες, ο έλεγχος των σπόρων, η διατροφική ανασφάλεια επιφυλάσσουν πολύ σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις. Στην Ινδία, κατέληξαν ακόμα και σε μαζικές αυτοκτονίες εκατοντάδων αγροτών, εξαιτίας της εξάρτησης από την εταιρεία, που τους οδήγησε σε οικονομική καταστροφή (βλ. το ντοκιμαντέρ του Micha Peled «Bitter Seeds», του 2011).

Η εξάπλωση των νόμων περί πνευματικής ιδιοκτησίας στα φυτά στο τέλος της μέρας καταλήγει στην εμπορευματοποίηση και ιδιοποίηση των γενετικών πηγών, που αποτελούν παγκόσμια κληρονομιά και εγγύηση για τη μελλοντική διατροφική μας ασφάλεια. Πρόκειται για τεράστιας σημασίας αγαθό, που θα έπρεπε να είναι αδιαπραγμάτευτα κοινό και δημόσιο.

O έλεγχος που επιθυμούν οι ελάχιστες εταιρείες που κινούν τα νήματα στην παγκόσμια αγροτική παραγωγή, αλλά και στην παραγωγή φαρμάκων, εξυπηρετείται θαυμάσια από τις πολιτικές της πατέντας: τους εξασφαλίζουν αμύθητα κέρδη και τους βοηθούν να αποκτούν τεράστια εξουσία πάνω στις κοινωνίες και στον άνθρωπο. Το ζήτημα που τίθεται στις κοινωνίες είναι αν θα επιτρέψουν ένα τέτοιο εφιάλτη να εξελιχθεί σε νομιμοποιημένη κανονικότητα και αν μπορούν να υπάρξουν οι αντιστάσεις, όχι μόνο από τα κινήματα και τους πολίτες, αλλά και από την ίδια την επιστήμη.

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…