Τις τελευταίες μέρες έχει ανοίξει μια συζήτηση περί προβοκατόρων με αφορμή τις συγκρούσεις στις πρόσφατες συγκεντρώσεις. Μάλιστα, διάφορα μέλη αριστερών οργανώσεων αναπαρήγαγαν μια φωτογραφία από σύμπραξη ΜΑΤ και ταγμάτων εφόδου της Χ.Α. του 2009 και την παρουσίασαν σαν ντοκουμέντο προβοκάτσιας για τις συγκρούσεις της περασμένης Παρασκευής! Δεδομένων των συνθηκών, θα απαντήσουμε σε μερικές από τις υπερ-αριστερές αξιώσεις για τις συγκρούσεις, τους προβοκάτορες και τη νομιμότητα.
Το βασικό αφήγημα είναι ότι το κράτος πληρώνει κάποιους «γνωστούς-άγνωστους» για να «προκαλέσουν» την αστυνομία, και αυτή να επιτεθεί, και να διαλύσει την «ειρηνική» συγκέντρωση.
Ας αρχίσουμε από το βασικά: το κράτος δεν χρειάζεται αφορμή για να διαλύσει μια συγκέντρωση. Μπορεί να τη διαλύσει ούτως ή άλλως, και το κάνει πολύ συχνά. Έχει οχυρωθεί νομικά πίσω από την καταστολή με το νόμο για τις πορείες του Χρυσοχοΐδη, κατά τον οποίο, αν ο «υπεύθυνος» δεν έχει ζητήσει άδεια για τη συγκέντρωση, αυτή είναι παράνομη. Ο νόμος αυτός χρησιμοποιείται συνεχώς για να χτυπηθεί ο κόσμος που διαδηλώνει γιατί π.χ. «δεν είναι αρκετός για να κλείσει όλος ο δρόμος». Ο νόμος Χατζηδάκη που καθιστά παράνομες τις απεργιακές περιφρουρήσεις, η καταστολή στο όνομα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης κλπ.
Μπορούμε, βάσει της εμπειρίας, να είμαστε σίγουρα ότι το κράτος δεν χρειάζεται αφορμές για να είναι βίαιο και να διαλύσει μια συγκέντρωση: το κάνει και χωρίς προβοκάτορες. Ας δούμε λίγο και τι όντως συμβαίνει. Υπάρχουν, όντως, άνδρες της Ασφάλειας στις πορείες, οι οποίοι ντύνονται με τρόπο ανάλογο για να ανακατευτούν με το πλήθος. Αλλά ποια είναι η δουλειά τους; Να επιτίθενται στους συναδέλφους τους; Η απάντηση είναι όχι: η δουλειά τους είναι να δίνουν, με νοήματα ή με τον ασύρματο, πληροφορίες για το ποιοι, το πώς, το πού και το πότε θα συγκρουστούν. Κόβουν, λοιπόν, φάτσες για μετέπειτα συλλήψεις, ενημερώνουν και, σπάνια, συλλαμβάνουν κάποιο άτομο. Αλλά δεν κάνουν επιθέσεις. Άλλωστε, με τη γνωστή βία των ΜΑΤ και των ΔΡΑΣΗ, θα ήταν επικίνδυνο να κάνουν ότι επιτίθενται…
Είναι συνεπώς άτοπο να λέμε ότι το «παρακράτος» διαλύει με «πληρωμένους κουκουλοφόρους» τις συγκεντρώσεις, κυρίως γιατί το κράτος, απλά, δεν χρειάζεται να τις διαλύσει έτσι. Από πού τότε προκύπτει το εν λόγω …ευφυολόγημα και γιατί αναπαράγεται;
Μια υπόθεση εδώ είναι να πούμε ότι η ελληνική αριστερά, προερχόμενη ιστορικά από το ΚΚΕ, κουβαλάει και τις παραδόσεις του. Το ΚΚΕ, με τα 100 και πλέον χρόνια του χρησιμοποιεί φανατικά το εν λόγω αφήγημα. Θες γιατί το ελληνικό αντικομουνιστικό μεσοπολεμικό ή προπολεμικό κράτος χρησιμοποιούσε προβοκάτσιες για να το απονομιμοποιήσει στις συνειδήσεις; Θες γιατί η διπλή του παρανομία τού άφησε ιστορικά την ψευδαίσθηση ότι το απειλούν συνέχεια; Θες γιατί κάθε αγώνας που δεν εφορμάται από το σπίτι του λαού είναι, εκ προοιμίου, «ρεφορμιστικός», βάσει της λογικής της μίας και μοναδικής αλήθειας; Για όλους αυτούς, και άλλους, λόγους το ΚΚΕ στήνει με τα χρόνια μια αφήγηση περί προβοκατόρων όταν δεν μπορεί να ηγηθεί ενός αγώνα (βλ. ανακοίνωση της ΚΝΕ για το πολυτεχνείο ή τους 500 προβοκάτορες του 1995).
Στα διεθνή πλαίσια, και σε πολύ πιο έκρυθμες καταστάσεις, τα ΚΚ που στέκονταν δίπλα στην ΕΣΣΔ λειτούργησαν ενάντια στα κινήματα, τόσο στην Πορτογαλία όσο, και πιο έντονα, στην Ιταλία. Το ΙΚΚ θεώρησε την δεκαετία του ‘70 ότι η διαφύλαξη της αστικής νομιμότητας είναι πιο συμφέρουσα για τον προλετάριο από τον εναγκαλισμό της ανοιχτής σύγκρουσης με το κράτος. Αυτή είναι η αρχή της παράδοση της αστικοποίησης των ΚΚ στην Ευρώπη. Ο Ιστορικός Συμβιβασμός είναι μια ιδεολογία προϊόν της γραφειοκρατικοποίησης των επίσημων ΚΚ, η οποία λειτουργεί παραλυτικά για τα κινήματα τα οποία αφορίζει, αν δεν τα εμποδίζει με φυσικούς όρους. Η εν λόγω παράδοση είναι η πλέον κερδοφόρα για το ίδιο το κόμμα το οποίο, όλο και πιο ρεφορμιστικό στις θέσεις και τις πρακτικές του, γίνεται ολοένα και πιο ανοιχτό στο μη παραδοσιακά αριστερό εκλογικό ακροατήριο, ενώ ταυτόχρονα γίνεται όλο και πιο αρεστό στον αστικό κόσμο που το εντάσσει σε κοινοβούλια, κυβερνήσεις ή στην ευρωβουλή.
Ας επιστρέψουμε στα δικά μας. Το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς της Ελλάδας, προερχόμενο ως διάσπαση από το ΚΚΕ, κουβαλάει την ίδια παράδοση. Ο φόβος της να συγκρουστεί ανοιχτά με το κράτος σε στιγμές καμπής, όχι γιατί θα κέρδιζε, αλλά γιατί θα μπορούσε να διεκδικήσει με καλύτερους όρους, είναι ανάλογος με την εκλογική της δυναμική. Αντί να προσπαθήσει να νομιμοποιήσει τη σύγκρουση με τον αστικό κόσμο, η αριστερά κάνει τα πάντα για να πείσει ότι εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο της νομιμότητας, κρατώντας έτσι αλώβητη την ίδια αστική νομιμότητα που την έχει φυλακίσει στο παρελθόν. Ο κόσμος/συνθήκες δεν είναι έτοιμος για συγκρούσεις, άρα εμείς δεν θα τις κάνουμε, γιατί θα τον αποξενώσουμε!
Στις σπάνιες εξαιρέσεις, η πλειονότητα της αριστεράς «απαντά» σε κάτι: μόνο αν μας επιτεθούν, θα τους επιτεθούμε! Προσπαθεί δηλαδή να κρατήσει ένα ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στον αστικό κόσμο, το οποίο είναι όσο παράλογο όσο ακούγεται! Εδώ πέφτουμε σε έναν άλλο σκόπελο: την ταυτόχρονη επίκληση στην ειρηνικότητα της συγκέντρωσης και στους προβοκάτορες. Η ανάγκη της αριστεράς να προασπίσει την παραπάνω θέση, ότι δηλαδή οι διαμαρτυρίες είναι ειρηνικές, την οδηγεί πολλές φορές να αποκρύπτει τα πιο βίαια κομμάτια τους στις ανακοινώσεις και τις εφημερίδες της. Έτσι παράγεται ένα αφήγημα ότι το κράτος μας επιτίθεται απρόκλητα. Αλλά αν το κράτος μας επιτίθεται χωρίς λόγο, τι να τους κάνει τους προβοκάτορες; Και οι δύο αυτές θέσεις δεν μπορεί να ισχύουν καθώς η μια ακυρώνει την άλλη.
Η αριστερά, προσκολλημένη λιγότερο ή περισσότερο στους εκλογικούς αγώνες, προσπαθεί, εντασσόμενη πλήρως στο αφήγημα του Τέλους της Ιστορίας, να παραμένει μέρος της αστικής νομιμότητας, σε πλήρη ρήξη με την ιστορική της παράδοση, την οποία μάλιστα επικαλείται συχνότατα. Ενώ δηλαδή οι συγκρούσεις του παρελθόντος αισθητικοποιούνται και είναι προϊόν θαυμασμού, οι συγκρούσεις του σήμερα είναι αντικείμενα καταδίκης ή, στην καλύτερη, αιτίες μη συμμετοχής. Η λογική αυτή της προσκόλλησης σε έναν εκλογικό αγώνα a priori χαμένο αδρανοποιεί τις μαχόμενες δυνάμεις. Η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία προϋποθέτει ένα νόμιμο πρόσωπο, το οποίο προφανώς και θα ήταν αντιφατικό να συγκρούεται στα ίσια με τους θεσμούς που το νομιμοποιούν.
Ενώ λοιπόν ο εχθρός δεν περιμένει, αλλά επιτίθεται, η απάντηση είναι η καταδίκη της αντι-βίας και η ταυτόχρονη καταδίκη της βίας του κράτους. Ένα σχήμα που παράγει έναν πασιφισμό, στην καλύτερη αντιφατικό με τις διακηρύξεις για τα «κονσερβοκούτια που δεν σκούριασαν», και στην χειρότερη επικίνδυνο, καθώς, ενώ δεν έρχεται σε ρήξη με το καθεστώς, απειλεί τα άτομα τα οποία έρχονται. Αν η αριστερά δεν δει άμεσα την ανάγκη να προσπεράσει την ανικανότητά της να δράσει με όρους πέραν της συσπείρωσης κόσμου, θα αποξενωθεί παραπάνω από το υποκείμενο το οποίο, αυτόνομα πολλές φορές, συγκρούεται στα ίσια με την καταστολή εκφράζοντας έτσι τον θυμό του. Ο ρόλος της αριστεράς είναι να αγκαλιάσει αυτές τις μορφές δράσης και να τους δώσει τρόπο, όχι να τις καταστείλει, καθώς έτσι καταντά πιο γραφική και από τα πιο ρεφορμιστικά ΚΚ.
Οι συνθήκες πλέον είναι έκρυθμες και, ενόψει εκλογών, θα δούμε για άλλη μια φορά το δίλημμα μπροστά μας: να κεφαλαιοποιήσουμε την οργή του κόσμου ψηφοθηρικά, ή να δημιουργήσουμε με ριζοσπαστικούς αγώνες καλύτερους όρους διαπραγμάτευσης στο σήμερα, και ρήξης στο αύριο;