Μετά από μεγάλο διάστημα προαγγελιών και μεθοδευμένων διαρροών, δόθηκε στη δημοσιότητα -και παρέμεινε για τρεις εβδομάδες σε δημόσια διαβούλευση- το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξεις». Το νομοσχέδιο, από τα ογκωδέστερα που έχουν κατατεθεί ποτέ με 345 άρθρα σε 408 σελίδες, έχει ήδη προκαλέσει πολύ έντονες αντιδράσεις από ακαδημαϊκά και συνδικαλιστικά όργανα πανεπιστημιακών, από φοιτητικούς συλλόγους και παρατάξεις, από συλλόγους και ομοσπονδίες εκπαιδευτικών, από επιμελητήρια, από πολιτικά κόμματα.

Το σχέδιο νόμου δεν είναι αποτέλεσμα διαβούλευσης της πανεπιστημιακής κοινότητας με το Υπουργείο. Πολύ σημαντικά σημεία του, όπως αυτό του μοντέλου διοίκησης, δημοσιοποιήθηκε ξαφνικά, και συγκέντρωσε τα συντονισμένα πυρά -προφανώς από διαφορετικές αφετηρίες και με διαφορετικά σκεπτικά- πανεπιστημιακών όλου του πολιτικού φάσματος. Το νομοσχέδιο, αν και επαναφέρει ως Συμβούλια Διοίκησης τα αποτυχημένα Συμβούλια Ιδρύματος του «νόμου Διαμαντοπούλου», επί της ουσίας τον αποσύρει (καταργούνται τα άρθρα 1 έως 60 του Ν.4009/2011) και παρεμβαίνει σημαντικά και στον πρώτο «νόμο Γαβρόγλου» (καταργούνται  τα άρθρα 1 έως 68 του Ν.4485/2017).

Το νομοσχέδιο αποτελεί ακόμα ένα νομοθέτημα προς την κατεύθυνση πλήρους εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και στο χώρο της εκπαίδευσης, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται στη λεγόμενη «έκθεση Πισσαρίδη» (https://government.gov.gr/schedio-anaptixis-gia-tin-elliniki-ikonomia/), αλλά και στο «Σχέδιο δράσης για το Πανεπιστήμιο του 2030» του ιδρύματος Μποδοσάκη. (https://www.bodossaki.gr/draseis-toy-idrymatos/gia-to-21/schedia-drasis/panepistimio2030/). Είναι  αλήθεια βέβαια ότι και τα δύο προαναφερόμενα κείμενα, επί της αρχής εναρμονίζονται πλήρως με τις πολλές φορές ήδη διατυπωμένες «οδηγίες» -αναφορικά με τον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης- του ΟΟΣΑ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΣΕΒ. Μπορεί, από νομικής πλευράς, τα Πανεπιστήμια να παραμένουν ακόμα δημόσια, ωστόσο οι σκοποί τους, η λειτουργία τους και κυρίως οι δύο βασικές δραστηριότητες που επιτελούνται στο πλαίσιό τους -η διδασκαλία και η έρευνα- ρυθμίζονται πλέον θεσμικά με ιδιωτικοοικονομικούς όρους. Συμπληρωματικά προς την ίδια κατεύθυνση, τα ιδιωτικά κολέγια υποστηρίζονται και νομοθετικά, με διατάξεις που ήδη έχουν ψηφιστεί και αναγνωρίζουν επαγγελματική ισοδυναμία και ίδια επαγγελματικά δικαιώματα μεταξύ αποφοίτων ελληνικών πανεπιστημίων και αποφοίτων κολλεγίων.

Θα κάνουμε μια προσπάθεια γενικής αποτίμησης του νομοσχεδίου, χωρίς να περιηγηθούμε ανά τα άρθρα του, αλλά προσπαθώντας να ομαδοποιήσουμε τις επιπτώσεις των άρθρων σε τρεις βασικούς άξονες. Με τις διατάξεις του, το νομοσχέδιο προσβάλλει τα τρία βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν διαχρονικά το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Παρά τις όποιες παθογένειές του, το ελληνικό Πανεπιστήμιο εξακολουθεί να είναι Δημοκρατικό, Ακαδημαϊκό και Δημόσιο.

Με άρθρα του νομοσχεδίου το Πανεπιστήμιο αποδημοκρατικοποιείται, ενώ με άλλα άρθρα πλήττεται καίρια το αυτοδιοίκητό του. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Για πρώτη φορά, μετά την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας, ο Πρύτανης δεν θα εκλέγεται με απευθείας εκλογική διαδικασία από το εκλογικό σώμα -το οποίο κακώς ήδη περιορίζεται μόνο στα μέλη ΔΕΠ-, αλλά θα επιλέγεται από το Συμβούλιο Διοίκησης μεταξύ των έξι εσωτερικών μελών του. Αντιπρυτάνεις και Κοσμήτορες δεν θα εκλέγονται, αλλά θα επιλέγονται από τον Πρύτανη και το Συμβούλιο Διοίκησης αντίστοιχα. Η Γενική Συνέλευση Σχολής καταργείται. Η Σύγκλητος αποψιλώνεται από αρμοδιότητές της και για πολλές από τις εναπομένουσες απαιτείται έγκριση του Συμβουλίου Ιδρύματος, αποκαθηλώνοντάς την έτσι από την μέχρι σήμερα θέση του ανώτατου ακαδημαϊκού οργάνου, ενώ επιπλέον θα συγκροτείται από εκλεγμένα, αλλά και -επίσης για πρώτη φορά- από μη εκλεγμένα μέλη. Αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα θα λαμβάνονται από ελάχιστους -έξι- πανεπιστημιακούς, καθώς και από τους πέντε εξωπανεπιστημιακούς του 11μελούς Συμβούλιου Διοίκησης, προσβάλλοντας έτσι το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο του ελληνικού Πανεπιστημίου, αυτοδιοίκητο το οποίο καταστρατηγείται και από τη δυνατότητα κατάργησης Τμημάτων με προεδρικό διάταγμα, χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου.

Άλλα άρθρα του νομοσχεδίου πλήττουν τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα του Πανεπιστημίου και οδηγούν στην υποβάθμιση και τελικά στη διάλυση των σπουδών. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Αποφάσεις αμιγώς ακαδημαϊκού χαρακτήρα θα λαμβάνονται από φυσικά πρόσωπα, τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, που μπορεί να προέρχονται από διαφόρους επαγγελματικούς τομείς και να μην έχουν καμία απολύτως σχέση με ακαδημαϊκότητα. Τα βιομηχανικά διδακτορικά, με συγχρηματοδότηση από τη βιομηχανία και με συμμετοχή εκπροσώπου της στην τριμελή συμβουλευτική επιτροπή, θέτουν εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία της έρευνας. Για πρώτη φορά νομοθετείται η δυνατότητα πλήρους ανάθεσης διδασκαλίας, και μάλιστα σε μεταπτυχιακό επίπεδο σπουδών, από μη κατόχους διδακτορικού τίτλου σπουδών, παραβιάζοντας διαχρονικό κανόνα ακαδημαϊκής λειτουργίας. Προωθείται πολυδιάσπαση σπουδών, με διάφορους νέους τύπους σπουδών, ποικίλης χρονικής διάρκειας (3,5 – 4 – 6 ετών) απολήγοντας όλες σε πτυχία επιπέδου 6, δημιουργώντας ανισότητες μεταξύ αποφοίτων, προσβάλλοντας επαγγελματικά τους δικαιώματα. Θεσμοθετείται η δυνατότητα παρακολούθησης -για ένα ακαδημαϊκό εξάμηνο- μαθημάτων σε τμήμα που μπορεί να μην έχει καμία επιστημονική συνάφεια με το τμήμα φοίτησης και η εν συνεχεία συμπερίληψη αυτών των μαθημάτων για την λήψη πτυχίου από το τμήμα φοίτησης. Δεν προβλέπεται δημόσια χρηματοδότηση της πρακτικής άσκησης φοιτητών/τριών, το κόστος αποζημίωσης βαρύνει τους φορείς υποδοχής, καθιστώντας επισφαλή την διεξαγωγή της σε φορείς του δημοσίου τομέα.

Άρθρα του νομοσχεδίου προωθούν περαιτέρω την ιδιωτικοποίηση, την με ιδιωτικοοικονομικούς όρους λειτουργία του Πανεπιστημίου και την κατεδάφιση του εναπομείναντα δωρεάν χαρακτήρα του. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Κατά τα πρότυπα των επιχειρήσεων, θεσμοθετείται θέση εκτελεστικού διευθυντή ο οποίος δεν μπορεί να είναι μέλος ΔΕΠ του Ιδρύματος. Συνυπολογίζεται η επιχειρηματική δραστηριότητα (συμμετοχή σε εταιρείες spin off) κατά τις διαδικασίες εξέλιξης και κρίσης μελών ΔΕΠ. Θεσμοθετούνται ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών με δίδακτρα, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για οριζόντια επιβολή διδάκτρων και στο προπτυχιακό επίπεδο σπουδών. Απελευθερώνονται τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά και υιοθετείται σιωπηρά ο κανόνας της αγοράς που ρυθμίζει την ζήτηση και τις τιμές. Θεσμοθετούνται επαγγελματικά μεταπτυχιακά ειδικά για προσωπικό ιδιωτικών φορέων, στη βάση διμερών συμβάσεων. Δεν προβλέπεται χρηματοδότηση για ΠΜΣ χωρίς δίδακτρα, πιέζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο προς την κατεύθυνση επιβολής διδάκτρων σε όλα τα ΠΜΣ. Γίνεται συνεχής αναφορά σε προσέλκυση ιδιωτικών πόρων, ενώ δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε δημόσια χρηματοδότηση, προσέγγιση η οποία θίγει ιδιαίτερα τις Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες.

Το νομοσχέδιο της υπουργού για τα Πανεπιστήμια βρίσκεται, στο σύνολό του, στον αντίποδα της, δημόσιας, δωρεάν και υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Έρχεται επίσης να συρρικνώσει τη δημοκρατική αντιπροσώπευση, με τα διοικητικά όργανα σε εκτελεστικό ρόλο «επιχειρηματικών» δραστηριοτήτων. Το νομοσχέδιο διευρύνει τους ταξικούς φραγμούς, διαλύει τα εργασιακά δικαιώματα των αποφοίτων, επιταχύνει τη μετατροπή των προγραμμάτων σπουδών σε συλλογές δεξιοτήτων, υποτάσσει την ίδια την εξέλιξη των επιστημών, της διδασκαλίας και της έρευνας στην επιχειρηματική κερδοφορία.

Για την εφαρμογή του νομοσχεδίου όταν αυτό θα ψηφιστεί και θα γίνει νόμος, η κυβέρνηση έχει ήδη φροντίσει -με την περσινή ψήφιση του Ν.4777/2021, του «νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη» που εισάγει την πανεπιστημιακή αστυνομία- για την εγκαθίδρυση του δόγματος «νόμος και τάξη» στα Ιδρύματα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την αστυνομοκρατία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Εκτιμούμε ότι η Υπουργός, με μια επικοινωνιακού τύπου κίνηση, θα τροποποιήσει κάποιες από τις διατάξεις σχετικά με το μοντέλο διοίκησης, αμβλύνοντας έτσι τις έντονες αντιδράσεις που προέρχονται ακόμα και από το γαλάζιο στρατόπεδο των πανεπιστημιακών (χαρακτηριστική είναι η οξύτατη ομόφωνη αντίδραση της ΠΟΣΔΕΠ ειδικά στο μοντέλο διοίκησης) χωρίς όμως έτσι να αλλάζει η φιλοσοφία του νομοσχεδίου και -πολύ περισσότερο- ο νεοφιλελεύθερος προσανατολισμός του. Εκτιμώντας επίσης ότι το νομοσχέδιο θα ψηφιστεί, το ζητούμενο για τη συνέχεια θα είναι να μην εφαρμοστεί. Μπορούν τα μέλη των πανεπιστημιακών κοινοτήτων να αναλάβουν πρωτοβουλίες εξωστρεφούς ενημέρωσης προς τις τοπικές κοινωνίες και να δημιουργήσουν κοινωνικές συμμαχίες, όπως έχει γίνει και στο παρελθόν; Μπορούν να δρομολογηθούν και πάλι συνεργασίες διδασκόντων, εργαζομένων και φοιτητών/τριών, όπως με επιτυχία έγινε προ 15ετίας για την μη αναθεώρηση του άρθρου 16; Οι καιροί δεν είναι ίδιοι, το φοιτητικό κίνημα -και όχι μόνο αυτό- βρίσκεται σε ύφεση, οι νέοι πανεπιστημιακοί -στην πλειονότητά τους- αδιαφορούν για τον κοινωνικό ρόλο του Πανεπιστημίου, ενώ είναι στοχοπροσηλωμένοι σε ατομικές επιδιώξεις. Η αισιοδοξία δεν περισσεύει και η προσμονή μιας τυχόν κυβερνητικής αλλαγής που θα ακυρώσει το «νόμο Κεραμέως» καλλιεργεί υποσυνείδητα την λογική της ανάθεσης που μόνο θετικά δεν μπορεί να αποτιμηθεί. Η ανάπτυξη και πάλι ενός ρωμαλέου φοιτητικού και πανεπιστημιακού κινήματος -αλλά και ευρύτερα κοινωνικών κινημάτων- φαντάζει σήμερα πολύ δύσκολη υπόθεση, αλλά αποτελεί μονόδρομο για τον κοινωνικό πόλεμο που -παρά τις πολλές χαμένες μάχες της τελευταίας δεκαετίας- οφείλουμε να συνεχίσουμε να διεξάγουμε για κοινωνική δικαιοσύνη και χειραφέτηση.

 

 

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…