Η αριστερά της Λατινικής Αμερικής γυρίζει την πλάτη στον Ντανιέλ Ορτέγκα

Ραούλ Ζιμπέκι*, 15/03/2023, Πηγή: publico.es

 

Η κυβέρνηση του Ορτέγκα δεν συμμετέχει σε συνόδους κορυφής ή περιφερειακές συναντήσεις, καμία πολιτική δύναμη δεν τον υποστηρίζει δημόσια και η λατινοαμερικανική Αριστερά έχει αποστασιοποιηθεί από αυτόν. Η κατανόηση των λόγων αυτής της απομάκρυνσης είναι ένα πολύπλοκο εγχείρημα.

«Νομίζω ότι είναι επικίνδυνο να συνδέουμε την αριστερή σκέψη με το καθεστώς Ορτέγκα, γιατί είναι σαν να αγκαλιάζουμε ένα τέρας και να βουλιάζουμε μαζί του», λέει ο Γκρέγκορι Ράνταλ, μηχανικός και καθηγητής πανεπιστημίου στο Μοντεβιδέο. Σε συνέντευξή του για το παρόν ρεπορτάζ, διαβεβαιώνει ότι η μη καταγγελία του καθεστώτος Ορτέγκα–Μουρίγιο από την Αριστερά «θα αποτελέσει ηθική καταστροφή, όπως ακριβώς η μη καταγγελία των εγκλημάτων του σταλινισμού ήταν καταστροφική για τον κομμουνισμό και μας επηρεάζει μέχρι σήμερα».

Γιος της Μάργκαρετ Ράνταλ, μιας εξέχουσας φεμινίστριας αλληλέγγυας στην επανάσταση των Σαντινίστας τη δεκαετία του 1980, ο Γκρέγκορι ήταν ένας από τους δύο συντάκτες του μανιφέστου Νικαράγουα, άλλο ένα χτύπημα και… άλλη μια σιωπή; το οποίο, τον Ιούνιο του 2021, κατήγγειλε το καθεστώς του Ντανιέλ Ορτέγκα και της συζύγου του Ροσάριο Μουρίγιο, με την υπογραφή προσωπικοτήτων όπως ο Χοσέ Μοουχίκα, η Λουσία Τοπολάνσκι, ο Ουίλιαμ Ι. Ρόμπινσον και η Έλενα Πονιατόφσκα, μεταξύ άλλων.

Η δικτατορία είναι τόσο απομονωμένη διεθνώς όσο και μεταξύ της Αριστεράς της ηπείρου, σε σημείο που τα περισσότερα κόμματα και κοινωνικά κινήματα την καταδικάζουν ή αποφεύγουν να μιλήσουν – και μόνο ελάχιστοι διατηρούν την υποστήριξή τους στο καθεστώς. Οι αντιλήψεις για το τι συμβαίνει στη Νικαράγουα αλλάζουν σιγά σιγά τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς οι ιστορικοί και συναισθηματικοί δεσμοί ξεπερνιούνται και οι αριστερές αξίες ενάντια στον αυταρχισμό υπερισχύουν.

Στην έβδομη σύνοδο κορυφής της Κοινότητας των Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (CELAC), που πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2023 στο Μπουένος Άιρες, ούτε μία κυβέρνηση από τα 33 κράτη μέλη δεν υποστήριξε ρητά την οικογένεια Ορτέγκα–Μουρίγιο. Η διεθνής απομόνωση ήταν τόσο εμφανής που ο πρόεδρος της Νικαράγουα αποφάσισε να μην παραστεί στη σύνοδο κορυφής, παρόλο που η παρουσία του νεοεκλεγέντος προέδρου της Βραζιλίας, Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, προσέδωσε στη συνάντηση έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Αντ’ αυτού, συμμετείχε ο υπουργός Εξωτερικών, Ντενίς Μονκάδα Κολίντρες.

Στη σύνοδο κορυφής, ο Χιλιανός πρόεδρος Γκαμπριέλ Μπόριτς ζήτησε την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και καταδίκασε τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, «ανεξάρτητα από το πολιτικό στίγμα του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία». Αρκετές προοδευτικές κυβερνήσεις προσέφεραν υπηκοότητα στους Νικαραγουανούς που το καθεστώς Ορτέγκα-Μουρίγιο τους είχε αφαιρέσει την νικαραγουανή υπηκοότητα, μεταξύ των οποίων οι κυβερνήσεις της Αργεντινής, της Χιλής και του Μεξικού. Σχεδόν αμέσως μετά, η κολομβιανή κυβέρνηση του Γκουστάβο Πέτρο έκανε το ίδιο. Αν και ο Λούλα δεν έκανε κάποια δήλωση, ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας  Μάουρο Βιέρα,  χαρακτήρισε τον Ορτέγκα δικτάτορα και ανακοίνωσε ότι το Πλανάλτο (1) θα πάρει αποστάσεις από αυτόν.

Στα δεκαέξι χρόνια από τότε που ανέλαβε τη δεύτερη προεδρία του, ο Ντανιέλ Ορτέγκα βιώνει περισσότερη μοναξιά από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση στην περιοχή. Αν και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και η Δεξιά της ηπείρου προσπαθούν να βάλουν τη Βενεζουέλα και την Κούβα στην ίδια κατηγορία με τη Νικαράγουα, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Η λατινοαμερικανική Αριστερά έχει ήδη πάρει θέση κατά του αυταρχικού καθεστώτος της Νικαράγουας, διατηρεί επιφυλάξεις για τη Βενεζουέλα και συνεχίζει την ιστορική της υποστήριξη προς την Κούβα.

Στην Αριστερά και στα κοινωνικά κινήματα οι δηλώσεις αλληλεγγύης προς την Κούβα αφθονούν ενώ υπάρχουν επίσης μηνύματα υποστήριξης προς τη Βενεζουέλα, δύο χώρες που υφίστανται πραγματικό αποκλεισμό και πολιτική πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Νικαράγουα, ωστόσο, λαμβάνει ρητή υποστήριξη από οικονομικούς οργανισμούς που είναι ευθυγραμμισμένοι με την Ουάσιγκτον, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Η κριτική στην κυβέρνηση Ορτέγκα εξαπλώθηκε από τους αρχικούς μικρούς πυρήνες στη σημερινή μαζική και σθεναρή απόρριψη. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την αλλαγή έπαιξε η λαϊκή εξέγερση του 2018 η οποία κατέδειξε το πιο αιματηρό πρόσωπο του καθεστώτος μέσω της καταστολής. Αλλά και η μόνιμη ευθυγράμμιση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις μεγάλες επιχειρήσεις αποδυνάμωσε την εικόνα του προέδρου, εξουδετερώνοντας τον αντιιμπεριαλιστικό λόγο με τον οποίο προσπαθεί να συγκαλύψει μια πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από διαφθορά και καταστολή. Οι φυλακίσεις αντιπάλων και οι σκληρές συνθήκες κράτησης κατέληξαν να πείσουν πολλούς αριστερούς ότι η κυβέρνηση Ορτέγκα –Μουρίγιο είναι δικτατορία.

Τοιχογραφία ενός σπιτιού σαντινίστα που κάηκε κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων. Jinotepe, Carazo – Φωτογραφία/gallotronic08

Ο μακρύς δρόμος προς την κοινή λογική

Τον Ιούνιο του 2008, ενάμιση χρόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας από το δίδυμο Ορτέγκα–Μουρίγιο, προσωπικότητες όπως ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, ο Νόαμ Τσόμσκι, ο Αριέλ Ντόρφμαν, ο Σαλμάν Ρουσντί, ο Χουάν Χελμάν, ο Τομ Χάιντεν, η Μπιάνκα Τζάγκερ και ο Μάριο Μπενεντέτι, μεταξύ άλλων, υπέγραψαν ένα κείμενο με τίτλο «Η Ντόρα Μαρία αξίζει να ακουστεί». Η πρώην κομαντάντε Ντόρα Μαρία Τέλες (2), η οποία απελάθηκε από τη χώρα και της αφαιρέθηκε η υπηκοότητα στις 9 Φεβρουαρίου 2023 (3), έκανε τότε απεργία πείνας για να αποτρέψει την αυθαίρετη αφαίρεση του νομικού καθεστώτος του κόμματος που είχε ιδρύσει, το Κίνημα Ανανέωσης των Σαντινίστας (Movimiento Renovador Sandinista – MRS).

Εκείνοι που είχαν διακριθεί για την υποστήριξή τους στη Σαντινίστικη Επανάσταση την περίοδο των αμερικανικών παρεμβάσεων, το 2008 απαίτησαν «να μην κλείσουν οι πολιτικοί χώροι και να υπάρξει εθνικός διάλογος για την επίλυση της επισιτιστικής κρίσης και του υψηλού κόστους ζωής, που, όπως πολλές χώρες, αντιμετώπιζε η Νικαράγουα. Κανένα από αυτά τα αιτήματα δεν είναι παράλογο και μια κυβέρνηση που θέλει τη λαϊκή υποστήριξη πρέπει να ανταποκριθεί σε αυτά» ανέφεραν στο κείμενο.

Η Ντόρα Μαρία Τέλες κατήγγειλε τότε ότι ο Ορτέγκα εγκαθιστούσε μια «θεσμική δικτατορία» στη Νικαράγουα και ο χρόνος την δικαίωσε. Το καθεστώς είχε καταλάβει τους κύριους θεσμούς, όπως επισήμανε η Βίλμα Νούνιες, πρόεδρος του Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Νικαράγουας (CENIDH), και ασκούσε την απόλυτη εξουσία του μέσω αυτών: «Η θεσμική δικτατορία ασκείται μέσω της ελεγχόμενης, ανεπαρκούς λειτουργίας των κρατικών θεσμών, βασικά της Δικαιοσύνης, ενός Εκλογικού Συμβουλίου που λειτουργεί ανάλογα με το ποιος θα πρέπει να κερδίσει ή να χάσει τις εκλογές, και ενός Ελεγκτικού Συμβουλίου της Δημοκρατίας που προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει ή δίνει καθυστερημένες απαντήσεις».

Μια δικτατορία που η Βίλμα Νούνιες θεωρεί ότι είναι καρπός του συμφώνου Ορτέγκα–Αλεμάν,  το οποίο τότε ήδη συμπλήρωνε μια δεκαετία. Όταν το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (CSE) αποφάσισε να ακυρώσει το νομικό καθεστώς του MRS εν μέσω της απεργίας πείνας της Ντόρα Μαρία Τέλες, ο δεξιός πρώην πρόεδρος Αρνόλδο Αλεμάν (1997-2002) υποστήριξε την κυβέρνηση, όπως και ο καρδινάλιος Ομπάντο, άλλοτε λυσσαλέος αντισαντινίστας.

Μια από τις πρώτες και πιο δυναμικές φωνές από την Αριστερά που μίλησε εναντίον του καθεστώτος, ήταν αυτή του πρώην προέδρου της Ουρουγουάης Χοσέ Μουχίκα, σε ομιλία του στη Γερουσία στις 17 Ιουλίου 2018. «Αισθάνομαι άσχημα… Αισθάνομαι ότι κάτι που ήταν όνειρο παρεκκλίνει, πέφτει στην απολυταρχία και καταλαβαίνω ότι αυτοί που χθες ήταν επαναστάτες έχουν χάσει το νόημα (…). Στη ζωή, υπάρχουν στιγμές που πρέπει να πεις, φεύγω», είπε ο Μουχίκα αγανακτισμένος για τις περισσότερες από 300 δολοφονίες με τις οποίες το καθεστώς Ορτέγκα κατέπνιξε την εξέγερση. Ο λόγος του έχει αρκετό κύρος ώστε κανείς να μην μπορεί να τον αγνοήσει, ούτε να τον κατηγορήσει ότι βρίσκεται στην υπηρεσία της Δεξιάς και του ιμπεριαλισμού, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι υπερασπιστές της δικτατορίας.

Αγρυπνία απαιτώντας δικαιοσύνη για όσους σκοτώθηκαν τις πρώτες μέρες των διαδηλώσεων. Jinotepe, Carazo – Φωτογραφία/gallotronic08

Από την κριτική στην απόρριψη

Το μανιφέστο του 2021 αρχίζει με μια συγκλονιστική φράση: «Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε αν ο Ντανιέλ Ορτέγκα αρρώστησε από την εξουσία, αν είναι άρρωστος για να κρατηθεί στην εξουσία ή και από τα δύο». Και συνεχίζει: «είναι ένας απολυταρχικός και αυταρχικός πρόεδρος, σύμμαχος μέχρι πρόσφατα των μεγάλων περιουσιών (συμπεριλαμβανομένου του Ανώτατου Συμβουλίου Ιδιωτικών Επιχειρήσεων), ικανός να καταπιέζει ανελέητα τον λαό του, μαζί με τον οποίο δεν ήξερε πώς, δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να οικοδομήσει μια ποιότητα ζωής ή μια δημοκρατική, διαφανή θεσμικότητα που θα του επέτρεπε να προχωρήσει με ελευθερία και ειρήνη στο πεπρωμένο του».

Το μανιφέστο καταγγέλλει τον παράνομο πλουτισμό του Ορτέγκα από το 1990 και, κυρίως, από το 2007, [όταν κατέβηκε στις εκλογές] «με μια φόρμουλα της οποίας υποψήφιος αντιπρόεδρος ήταν ένας τραπεζίτης που συνδέεται με τους Κόντρας», τις συμφωνίες με τη Δεξιά και τις διώξεις πρώην Σαντινίστας. Επισημαίνει τη «σκληρή παρενόχληση του ποιητή και ιερέα Ερνέστο Καρδενάλ». Εξιστορεί τα γεγονότα που οδήγησαν στις διαδηλώσεις του 2018. Το μανιφέστο αυτό  ήταν η αντίδραση στη φυλάκιση τεσσάρων προ-υποψηφίων προέδρων και Σαντινίστας, μεταξύ των οποίων οι Ούγκο Τόρες, Βίκτορ Ούγκο Τινόκο, Άνα Μαργαρίτα Βιχίλ και η Ντόρα Μαρία Τέλες.

Το κείμενο καταλήγει στοχεύοντας όσους σιωπούν. «Θα πρέπει να αναρωτηθούν πόσο η σιωπή τους έχει συμβάλει –άθελά τους– στην αλαζονεία και την ατιμωρησία με την οποία το καθεστώς Ορτέγκα ηγείται μιας νέας σατραπείας και πόσο κακό κάνει αυτή η σιωπή στην ανθρωπιστική συνείδηση που τόσο πολύ χρειαζόμαστε για να συμβάλουμε σε έναν πιο δίκαιο, ελεύθερο και αδελφικό κόσμο».

Μία από τους υπογράφοντες, η Λουσία Τοπολάνσκι, φυλακίστηκε για δώδεκα χρόνια στην Ουρουγουάη, όπως και ο σύντροφός της Χοσέ Μουχίκα και οι άλλοι ηγέτες των Τουπαμάρος, σε φρικτές συνθήκες, απομονωμένοι και κλεισμένοι σε υπόγεια κελιά χωρίς να βλέπουν φως. Όταν ζητήθηκε η γνώμη της γι’ αυτό το ρεπορτάζ, εξέφρασε τη θλίψη της γι’ «αυτό που συμβαίνει στη Νικαράγουα» και είπε ότι πρόκειται για «ένα καθεστώς που απέχει πολύ από τον Σαντινισμό». Υπενθύμισε ότι η Σαντινίστικη Επανάσταση «ήταν μια πολύ όμορφη διαδικασία», ότι παρέδωσε την κυβέρνηση όταν έχασε τις εκλογές (1990) και στη συνέχεια κέρδισε ξανά μέσω εκλογών (2007), «αλλά στη συνέχεια –δυστυχώς– άρχισε  να διαστρεβλώνεται και έπεσε σε ένα είδος βάλτου».

Ο διευθυντής της κολομβιανής έκδοσης της Le Monde Diplomatique, Κάρλος Γκουτιέρες, επιβεβαιώνει ότι οι εκλογές που περιοδικά διεξάγονται στη Νικαράγουα είναι «ένα τελετουργικό στο οποίο προσαρμόζονται όλες οι κυβερνήσεις για να δείξουν ότι υποτίθεται ότι δεν είναι δικτατορίες», αλλά προειδοποιεί ότι «ο κοινωνικός έλεγχος γίνεται όλο και πιο σκληρός και ξεκάθαρος με επίπεδα βίας που περιορίζουν ασφυκτικά όλους εκείνους που αμφισβητούν τον έλεγχο του κυβερνητικού μηχανισμού, δηλαδη ότι χαρακτηρίζεται ως αντιπολίτευση».

Σχετικά με τις σιωπές μέρους της Αριστεράς και του προοδευτισμού, ανέδειξε δύο διαφορετικές καταστάσεις. «Η μία είναι η συμπεριφορά ορισμένων χωρών που για λόγους γεωπολιτικής σκοπιμότητας καταλήγουν να υπερασπίζονται τα αδικαιολόγητα από πραγματισμό, αλλά με την επιβαρυντική συνέπεια ότι αυτό αποπολιτικοποιεί τον ίδιο τους τον πληθυσμό». Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν τα κοινωνικά κινήματα που «θεωρούν ότι όποιος καταγγέλλει τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι αντιιμπεριαλιστής», κάτι που ο Γκουτιέρες χαρακτηρίζει «παιδαριώδες», διότι πρόκειται για κούφιες δηλώσεις, και στην πραγματικότητα οι κυβερνήσεις αυτές είναι «πιστές στην εφαρμογή των ατζεντών που θέτει το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, και στην εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού με σαφείς εκφράσεις του εξορυκτικού μοντέλου».

Ο Γκουτιέρες αναγνωρίζει ότι υπάρχει μια ιστορική κληρονομιά που έχει τεράστιο βάρος σε αυτές τις συμπεριφορές, όπως η έλλειψη σαφούς εικόνας σχετικά με την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης και του σταλινισμού, «σύμφωνα με τον οποίο, την εξουσία την υπερασπίζεσαι με κάθε τρόπο, χωρίς ηθικούς και πολιτικούς ενδοιασμούς». Υπενθύμισε το μυθιστόρημα Το φθινόπωρο του Πατριάρχη, του συμπατριώτη του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, στο οποίο οι επαναστάτες «καταλήγουν σαν τον δικτάτορα εναντίον του οποίου εξεγέρθηκαν». Για τον Ορτέγκα και τη Μουρίγιο προειδοποιεί: «Θα τελειώσουν τις μέρες τους νεκροί από γηρατειά στις πολυθρόνες τους ή θα υποστούν το μίσος του λαού τους που θα τους απομακρύνει από την εξουσία. Το σίγουρο είναι ότι θα μείνουν στην ιστορία με την αισχύνη αυτού που είναι και όσων έκαναν ενάντια στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αξιοπρεπή ζωή των λαών τους».

Κοιτάζοντας κατάματα ή αποστρέφοντας το βλέμμα

Χωρίς να επιδιώκουν να καθιερώσουν ένα πρότυπο συμπεριφοράς, όσοι από την Αριστερά καταδικάζουν το καθεστώς Ορτέγκα-Μουρίγιο στη Λατινική Αμερική, αναφέρονται πρώτον στα ανθρώπινα δικαιώματα και δεύτερον εκφράζουν την ανησυχία τους για την κληρονομιά του καθεστώτος για τον προοδευτισμό και την κριτική σκέψη. Αυτοί οι παράγοντες, θέτουν πολλούς ανθρώπους σε δύσκολη θέση όταν πρέπει να πάρουν θέση, όπως έγινε σαφές κατά τη διάρκεια αυτού του ρεπορτάζ. Από τη μία πλευρά υπάρχει η ρητορική του Ορτέγκα που καλλιεργεί το σαντινιστικό φαντασιακό. Αλλά πάνω απ’ όλα, ο φόβος να ευνοηθεί η πολιτική των ΗΠΑ στην πίσω αυλή της, καθώς ο Λευκός Οίκος χρηματοδοτεί από το 2018 μια αλλαγή καθεστώτος με την ελπίδα ότι η Δεξιά θα αναλάβει την εξουσία.

Από αυτή την άποψη, ο θεολόγος της Απελευθέρωσης Λεονάρδο Μποφ ομολογεί μέσω της συντρόφου του, Μάρσια Μοντέιρο, ότι το ζήτημα της Νικαράγουας είναι πολύπλοκο και ότι δεν το γνωρίζει πολύ καλά. Όταν τους ζητήθηκε η γνώμη τους για το παρόν ρεπορτάζ, πρόσθεσαν ότι «είναι δύσκολο να μην επικρίνουμε μια αυταρχική κυβέρνηση, αλλά, επίσης, δεν είναι σωστό να αποδυναμώσουμε μια αντιιμπεριαλιστική στάση στην Κεντρική Αμερική». Θεωρούν ότι «κάθε απρόσεκτη φράση μπορεί να έχει αντίκτυπο που μπορεί να βλάψει τον λαό της Νικαράγουας».

Αγρυπνία απαιτώντας δικαιοσύνη για όσους σκοτώθηκαν τις πρώτες μέρες των διαδηλώσεων. Jinotepe, Carazo – Φωτογραφία/gallotronic08

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της καταστολής του 2018, ο Μποφ κάλεσε την κυβέρνηση Ορτέγκα να «σταματήσει να σκοτώνει» νέους ανθρώπους και δήλωσε «προβληματισμένος» από το γεγονός ότι εκείνος που απελευθέρωσε τη Νικαράγουα «μπορούσε να μιμηθεί τις πρακτικές ενός δικτάτορα», αναφερόμενος στον Σομόζα.

Ο Ζοάο Πέδρο Στέντιλε, συντονιστής του MST (Κινήματος των Ακτημόνων Εργατών), του σημαντικότερου κοινωνικού κινήματος της Βραζιλίας και του μεγαλύτερου στη Λατινική Αμερική, εκφράστηκε με παρόμοιο τρόπο. «Λυπάμαι, αλλά εδώ και καιρό δεν έχω παρακολουθήσει την κατάσταση στην Κεντρική Αμερική». Αυτή ήταν η σύντομη εξήγησή του για να αποκλείσει το ενδεχόμενο μιας επίσημης συνέντευξης. Ο Στέντιλε είχε συμμετάσχει σε αφιέρωμα στον Ούγκο Τσάβες στο Καράκας –στο οποίο συμμετείχε και ο Ορτέγκα– όπου τα κοινωνικά κινήματα της ALBA έδειξαν ενδιαφέρον να συμπεριλάβουν το καθεστώς του Ορτέγκα μεταξύ των προοδευτικών κυβερνήσεων. Μπροστά σε αυτή την πιθανότητα, η πρώην κομμαντάντε των Σαντινίστας Μόνικα Μπαλτοντάνο έστειλε επιστολή στον Στέντιλε στις 4 Μαρτίου: «Δεν αντιλαμβάνεστε ότι ο Ορτέγκα, και η κυβέρνησή του, αποτελεί δυσφήμιση για την Αριστερά; Είναι ο αντίποδας του αγώνα ενάντια στις νέες αποικιοκρατίες, την υπεράσπιση των ιθαγενών πληθυσμών, των δικαιωμάτων των αγροτών, των δικαιωμάτων της Μητέρας Γης, των γυναικών», έγραφε.

Ο Αργεντινός φιλόσοφος Μιγκέλ Μπενασάγιαγκ, πολιτικός κρατούμενος κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας και αργότερα εξόριστος στο Παρίσι, ρωτήθηκε για τις δυσκολίες που έχει η Αριστερά να πάρει σαφή θέση όσον αφορά την πραγματικότητα της Νικαράγουας. «Η Αριστερά έχει πολλά προβλήματα στο να μην χάσει τον κεντρικό της στόχο, που είναι η χειραφέτηση και η κοινωνική δικαιοσύνη, και τον χάνει συστηματικά στοχεύοντας στη δομή, στα τοτέμ, πάντα με τον φόβο ότι αν ειπωθούν πραγματικές αλήθειες, άλλοι θα τις εκμεταλλευτούν», εξήγησε στη συνέντευξη αυτή.

«Η Αριστερά φοβάται να σκεφτεί, να δει τα συγκεκριμένα γεγονότα» και προειδοποίησε ότι αυτή είναι η «θρησκευτική πλευρά της Αριστεράς». Κατά τη γνώμη του, αυτή η συμπεριφορά «είναι ένας καρκίνος για τον λαό, διότι σήμερα δεν υπάρχει τίποτα να διασωθεί από τη Νικαράγουα του Ορτέγκα».

Όταν ρωτήθηκε για τη θέση της, η Αργεντίνα φεμινίστρια Ρίτα Σεγκάτο μας παρέπεμψε σε μια διάλεξη που έδωσε στις 24 Οκτωβρίου 2021, επειδή εκεί, όπως είπε, μπόρεσε να κάνει μια λεπτομερή ανάλυση. Το κεντρικό μέρος της παρέμβασής της ήταν αφιερωμένο στην περίπτωση της Ζοϊλαμέρικα Ναρβάες (θετή κόρη του Ορτέγκα που τον κατήγγειλε για σεξουαλική κακοποίηση), αλλά διευκρίνισε ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα πρόσωπο, αλλά για τη δομή εξουσίας που κρύβεται πίσω από αυτό: «Η πατριαρχία, η αποικιοκρατία, η παιδαγωγική της σκληρότητας, ο επαναπροσδιορισμός της ζωής, η εκμετάλλευση της φύσης και των γυναικείων σωμάτων είναι η τέλεια εξίσωση της εξουσίας». Με αυτόν τον τρόπο, υποδεικνύει ένα νήμα μεταξύ του μοντέλου εξουσίας του Ορτέγκα και των σημερινών δεινών της κοινωνίας της Νικαράγουας και μας υπενθυμίζει ότι οι φεμινίστριες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απομόνωση του καθεστώτος πριν από πολύ καιρό.

Η Σεγκάτο έκανε αυτοκριτική επειδή άργησε δέκα χρόνια να διαβάσει την επιστολή καταγγελίας της Ζοϊλαμέρικα, κάτι για το οποίο τώρα αισθάνεται «ενοχές και ντροπή», αλλά σημειώνει ότι αυτό είναι συνηθισμένο φαινόμενο όταν πρόκειται για καταγγελίες ανθρώπων που ανήκουν «στην δική μας πλευρά στην πολιτική».

Επέλεξε μια παράγραφο από την επιστολή-καταγγελία [της Ζοϊλαμέρικα] που συμβάλλει στην κατανόηση του καθεστώτος, και την οποία θα μπορούσε να προσυπογράψει ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας της Νικαράγουας: «Έζησα μια φυλακή από το ίδιο το σπίτι όπου ζει η οικογένεια Ορτέγκα–Μουρίγιο, ένα καθεστώς αιχμαλωσίας, διώξεων, κατασκοπείας και καταδίωξης με στόχο να τραυματίσουν το σώμα μου και την ηθική και σωματική μου ακεραιότητα. Ο Ντανιέλ Ορτέγκα, με την εξουσία του, τον μηχανισμό ασφαλείας του και τους διαθέσιμους πόρους, εξασφάλισε για δύο δεκαετίες ένα θύμα υποταγμένο στα σχέδιά του».

Μια κατάχρηση εξουσίας που σήμερα επτά εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν σε ένα κράτος–φυλακή  που ονομάζεται Νικαράγουα.

Το ρεπορτάζ αυτό αποτελεί μέρος του «Νικαράγουα: Κλεμμένα Όνειρα», ενός συνεργατικού δημοσιογραφικού πρότζεκτ που συντονίζεται από τη συμμαχία των μέσων ενημέρωσης Otras Miradas, με τη συνεργασία του Desinformémonos από το Μεξικό, των νικαραγουανών Divergentes, Despacho 505 και Expediente Público, της Agencia Ocote από τη Γουατεμάλα και του Público, από την Ισπανία.

* Raúl Zibechi: Δημοσιογράφος, συγγραφέας και στρατευμένος διανοούμενος, που έχει αφιερώσει την εργασία του στη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής.

Σημειώσεις

  1. Παλάσιο ντο Πλανάλτο: η επίσημη έδρα του προέδρου της Βραζιλίας στην πόλη Μπραζίλια
  2. Dora María Téllez (Ματαγκάλπα 1955): πρώην κομαντάντε του FSLN (Σαντινιστικό Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης), πολιτικός, ερευνήτρια και ιστορικός, υπουργός Υγείας στην πρώτη Σαντινιστική κυβέρνηση (1979-1990), έχει διατελέσει επίσης αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και βουλευτής.

Από πολύ νεαρή ηλικία συμμετείχε στους αγώνες κατά της δικτατορίας του Σομόζα και το 1973, ενώ είχε ξεκινήσει τις σπουδές της στην ιατρική, εντάχθηκε στο FSLN. Στην αρχή ασχολήθηκε με την υποστήριξη των ανταρτών που βρίσκονταν στα βουνά, το 1975 πέρασε στην παρανομία, έφτασε στην Κούβα για στρατιωτική εκπαίδευση και εκπαιδεύτηκε επίσης στην «πολεμική χειρουργική». Με την επιστροφή της στη Νικαράγουα είχε μια συνεχή ανοδική πορεία. Ως «Κομαντάντε Ντος», σε ηλικία 22 ετών, ήταν η τρίτη στην ιεραρχία στην επιχείρηση που κατέλαβε το Εθνικό Κοινοβούλιο στη Μανάγκουα, τον Αύγουστο 1978, όπου συνεδρίαζε σε πλήρη σύνθεση η Εθνοσυνέλευση της χώρας, με αίτημα την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, χρηματικά λύτρα και τη δημοσίευση μιας σειράς ανακοινώσεων του FSLN σε τηλεοπτικά, ραδιοφωνικά και εφημεριδογραφικά δίκτυα. Ακολούθησε η απελευθέρωση βασικών πολιτικών κρατουμένων των Σαντινίστας, η καταβολή λύτρων ύψους ενός εκατομμυρίου δολαρίων και η δημοσίευση των ανακοινώσεων. Η Τέλες συμμετείχε στη διαχείριση αυτών των διαπραγματεύσεων. Τελικά, ηγήθηκε των μονάδων των Σαντινίστας που πολεμούσαν τις επίλεκτες δυνάμεις του εχθρού για έξι συνεχόμενες εβδομάδες, μέχρι να καταλάβουν, τον Ιούνιο του 1979, την πόλη Λεόν, την πρώτη μεγάλη πόλη που έπεσε στα χέρια των Σαντινίστας κατά την Επανάσταση. Δύο εβδομάδες αργότερα, ακολούθησε η Μανάγκουα.

Το 1995, ίδρυσε και ηγήθηκε του Movimiento Renovador Sandinista (MRS) –σήμερα  γνωστό ως UNAMOS–, το οποίο τέθηκε επίσημα σε ισχύ τον Μαΐου 1995, με στόχο τη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής δύναμης που θα «διεκδικούσε τις αυθεντικές αξίες του Σαντινισμού: τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη», καθώς θεωρούσε από τότε ότι «η Νικαράγουα είναι μια οικογενειακή δικτατορία του Ντανιέλ Ορτέγκα, της οικογένειάς του και των φίλων του». Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες είναι μια από τις κύριες αντιφρονούντες του καθεστώτος Ορτέγκα–Μουρίγιο και από το 2007, όταν ο Ορτέγκα ανέκτησε την εξουσία, έχει υποστεί την κατασταλτική και αυταρχική γραμμή που ανέπτυξε απέναντι σε όλους τους πολιτικούς αντιπάλους του.

Στις 13 Ιουνίου 2021, ενώ οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης ετοιμάζονταν να συμμετάσχουν ενωμένες στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου του ίδιου έτους, η Ντόρα Μαρία Τέλες συνελήφθη με υπερβολική βία στο σπίτι της και μεταφέρθηκε στη διαβόητη φυλακή El Chipote. Τον Φεβρουάριο του 2022 καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια φυλάκισης χωρίς καμία εγγύηση για τη διεξαγωγή μιας δίκαιης διαδικασίας. Οι συγγενείς της έχουν καταγγείλει ότι υπέστη ψυχολογικά βασανιστήρια ενώ από τη σύλληψή της κρατήθηκε σε απομόνωση, σε ένα κελί τιμωρίας χωρίς φυσικό φως, με ανεπαρκή πρόσβαση στο φως του ήλιου και περιορισμένη τροφή. Η κατάστασή της καθώς και των άλλων πολιτικών κρατουμένων είχε καταγγελθεί από τον ΟΗΕ, τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών και το Ευρωκοινοβούλιο, μεταξύ άλλων διεθνών οργανισμών και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

  1. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 9ης Φεβρουαρίου 2023, το καθεστώς Ορτέγκα– Μουρίγιο απελευθέρωσε 222 πολιτικούς κρατούμενους. Μεταξύ αυτών είναι κρατούμενοι που κρατούνταν στις φυλακές Modelo και La Esperanza για περισσότερα από δύο χρόνια και άλλοι που παρέμειναν στη διαβόητη φυλακή El Chipote και σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι και 600 ημέρες. Οδηγήθηκαν με πούλμαν στο αεροδρόμιο και με πτήση τράρτερ στάλθηκαν στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ. Από όλους αφαιρέθηκε η νικαραγουανή υπηκοότητα.

Τις τελευταίες εβδομάδες, οι δικαστές του Ορτέγκα είχαν εφαρμόσει «συμπληρωματικές ποινές» στις ήδη υπάρχουσες ποινές των πολιτικών κρατουμένων, με τις οποίες επέβαλαν «διαρκή στέρηση» των πολιτικών και αστικών τους δικαιωμάτων. Δικηγόροι ειδικοί στο ποινικό δίκαιο χαρακτήρισαν τις ποινές αυτές «άκυρες», «παράνομες» και «αντισυνταγματικές», καθώς δεν υφίστανται στο νομικό πλαίσιο της Νικαράγουας. Ζήτησαν επιπλέον την ακύρωση των πλαστών δικών ώστε όλοι οι κρατούμενοι συνείδησης να ανακτήσουν πλήρως την ελευθερία και τα πολιτικά τους δικαιώματα

Ενώ η πτήση μετέφερε τους 222 πολιτικούς κρατούμενους στις ΗΠΑ, το καθεστώς Ορτέγκα–Μουρίγιο δεν είχε δώσει καμία πληροφορία για την απελευθέρωσή τους. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ενημέρωσε το αμερικανικό Κογκρέσο ότι η εξορία των πολιτικών κρατουμένων ήταν μια «μονομερής απόφαση» της κυβέρνησης της Νικαράγουας, αν και τόνισε ότι «καλωσορίζουμε αυτούς τους ανθρώπους στις Ηνωμένες Πολιτείες». «Ενώ πιέζαμε συνεχώς δημόσια και ιδιωτικά για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων στη Νικαράγουα, η κυβέρνηση της χώρας έλαβε τη δική της απόφαση όσον αφορά την απελευθέρωση», εξήγησε η αμερικανική κυβέρνηση. Ο Μπάιντεν σημείωσε ότι οι ΗΠΑ διευκόλυναν την είσοδο στη χώρα και θα παράσχουν «υποστήριξη έκτακτης ανάγκης», η οποία περιλαμβάνει ιατρική περίθαλψη, παροχή βασικών ειδών, βασικά έξοδα διαβίωσης και ψυχοκοινωνική παρακολούθηση.

Τον Νοέμβριο του 2021, μετά την τρίτη επανεκλογή του, ο Ντανιέλ Ορτέγκα, σε μια από τις πιο σφοδρές ομιλίες εναντίον των πολιτικών κρατουμένων –οι οποίοι είχε διατάξει να φυλακιστούν για να ακυρώσει τον εκλογικό και πολιτικό ανταγωνισμό–  τους αποκάλεσε «γιούς σκύλας των ιμπεριαλιστών», εκτός από τα συνηθισμένα επίθετα «προδότες και ξεπουλημένοι». «Ακριβώς όπως ο πρόεδρος Ρούσβελτ είπε ότι ο Σομόζα ήταν ένα κάθαρμα, αλλά ότι ήταν το δικό μας κάθαρμα, αυτοί που είναι φυλακισμένοι είναι τα κάθαρματα των Γιάνκηδων ιμπεριαλιστών. Θα πρέπει να πάνε στις Ηνωμένες Πολιτείες γιατί δεν είναι Νικαραγουανοί, δεν έχουν πατρίδα. Εκεί μπορούν να υπηρετήσουν αυτό που είναι, σκλάβοι της αυτοκρατορίας, προδότες της πατρίδας», φώναξε ο Ορτέγκα υπό τα χειροκροτήματα των οπαδών του.

Τον περασμένο Ιανουάριο, ο Ορτέγκα χρησιμοποίησε επίσης την πρώτη του ομιλία για το 2023, κατά την έναρξη της νέας νομοθετικής περιόδου, για να ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να αθωώσει τους 235 πολιτικούς κρατούμενους, παρά τις «εκστρατείες» για την απελευθέρωσή τους. Διαβεβαίωσε ότι «ούτε με ισόβια κάθειρξη» δεν θα μπορούσαν να ξεπληρώσουν τη ζημιά που, σύμφωνα με τον ίδιο, προκάλεσαν στη Νικαράγουα κατά τη διάρκεια των μαζικών διαδηλώσεων του 2018, τις οποίες χαρακτήρισε και πάλι ως «αιματηρή απόπειρα πραξικοπήματος».

 

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…