Ορισμένες σκέψεις σχετικά με την τελευταία νουάρ μυθιστορία του Π. Μάρκαρη Το κίνημα της αυτοκτονίας (εκδόσεις Κείμενα, 2021)
Ας ξεκινήσουμε τούτο το κείμενο με μια δεδομένη παραδοχή: στην έκδοση κάθε νέας μυθιστορίας του Πέτρου Μάρκαρη υπάρχει ένα a priori ενδιαφέρον γι’ αυτή. Τούτο, κατά πάσα πιθανότητα, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη εξήγηση. Έγκειται μάλλον σε ένα συνδυασμόμιας γενικότερης θέλξης για το νουάρ μυθιστόρημα, από τη μία και της ιδιαίτερης γραφής του Μάρκαρη, από την άλλη. Και αυτό συμβαίνει ακριβώς με την ίδια ένταση,είτε έχουμε κάποια επανέκδοση κειμένου του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, του Ζαν-Κλωντ Ιζό ή του ΜανουέλΒάθκεθ Μονταλμπάν είτε κάποιο ακυκλοφόρητο μυθιστόρημα του Αντρέα Καμιλέρι είτε πάλι μια νέα δημιουργία του Καρίλ Φερί, του Λεονάρδο Παδούρα, του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, του Μωρίς Αττιά και,φυσικά, του Πέτρου Μάρκαρη.
Η πρώτη επαφή με κάθε λογοτεχνικό κείμενο είναισαφώς με το οπισθόφυλλο, ακόμα κι αν στην περίπτωση αγαπημένων συγγραφέων τούτο μοιάζει περιττό. Εντούτοις, η ματιά στο οπισθόφυλλο αποτελεί μια πάγια κίνηση. Η υπόθεση, όπως εμφανίζεται συνοπτικά στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, δίνει πράγματι ένα γενικό περίγραμμα της μυθιστορίας, αλλά, όπως είναι λογικό, αυτό δεν μπορεί να αποτυπώσει το κοινωνικό φόντο που αναπτύσσεται στις σελίδες του κειμένου: «Η Αθήνα σε αλλεπάλληλα λοκντάουν. Η κοινωνία διχάζεται και οι συγκρούσεις πληθαίνουν. Ο αστυνόμος Χαρίτος βουτάει πάλι στα βαθιά. Πρέπει να λύσει δύο γρίφους που δε φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους: μια σειρά από αυτοκτονίες, αλλά και μια σειρά από δολοφονίες γιατρών. Και σαν να μην του έφταναν όλα αυτά, πρέπει να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις των συνθηκών στα μέλη της οικογένειάς του». Πριν όμως εστιάσουμε στην τελευταία μυθιστορία του Πέτρου Μάρκαρη, θα πρέπει να έχουμε κατά νου -και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία- ότι για τον συγγραφέα, αλλά και τη σχολή (αν μπορούμε να τηδούμε ως τέτοια) που ακολουθεί (αυτό το ιδιαίτερο μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα, δηλαδή) σημασία μοιάζει να έχει το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η μυθιστορία, παρά η πλοκή καθαυτή. Τούτο βέβαια καθόλου δεν σημαίνει ότι το πλάσιμο της ιστορίας υστερεί ή είναι πρόχειρα δομημένο, αλλά όσο κι αν φαίνεται περίεργο για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, τούτο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι το πρώτιστο.
Για να επιστρέψουμε στο Κίνημα της αυτοκτονίας, ο Μάρκαρης, δομεί την ιστορία του με φόντο την πανδημία, ως κατάσταση που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία, αλλά και τις επιπτώσεις αυτής, σε ένα γενικότερο πεδίο βιοπολιτικών πρακτικών και κοινωνικών συγκρούσεων που αναπτύσσονται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό μοτίβο αναπαράγονται -ασφαλώς με λογοτεχνικό τρόπο- ιδεολογικές αντιλήψεις (σύγχρονες ή και παλαιότερες), συγκρουσιακές καταστάσεις (οι οποίες μπορεί να είτε βίαιες είτε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ιδεολογικής διαπάλης) και, φυσικά, το έγκλημα καθαυτό. Εδώ, όμως, έχουμε μια παράλληλη και μια όχι ταυτόσημη κίνηση των δυο διαφορετικών κινημάτων: το κίνημα της αυτοκτονίας των (αριστερών) γερόντων που κουβαλάνε την ιστορική ήττα και ένα… «κίνημα» (με αντι-κινηματικά χαρακτηριστικά όμως) που κινείται μάλλον έξω από ένα πλαίσιο υλικοτήτων,ταυτιζόμενο (όχι απόλυτα για να είμαστε ακριβείς) ακόμη και με συνωμοσιολογικές καταστάσεις. Η συσχέτιση των δύο, πέραν της αναγκαίας αστυνομικής πλοκής, μάλλον έγκειται σε μια διάσταση (όχι ακριβώς χάσμα) των γενεών, η οποία βέβαια -και τούτο είναι ιδιαίτερα διακριτό στον τρόπο που δομεί την ιστορία το Μάρκαρης– περνά τόσο μέσα από το φίλτρο της πολιτικής αντιπαράθεσης/διαφοροποίησης, όσο και μέσα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο κοινωνικών (και κατ’ επέκταση πολιτικών) πρακτικών.
Το παραπάνω όμως συγκρουσιακό πλαίσιο δεν αναπτύσσεται μόνο στο πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων που αφορούν πρακτικές και ιδεολογικές τοποθετήσεις των διαφόρων ομάδων, αλλά εκτείνεται και στη σύγκρουση των ομάδων αυτών με την κυρίαρχη πολιτική εξουσία και τις κρατικές πολιτικές,κυρίως μέσα από την ανάδυση ενός νέου προλεταριάτου,που ο συγγραφέας παρατηρεί. Τούτο είναι ιδιαίτερα διακριτό στη γραφή του Μάρκαρη και μπορεί να αποδοθεί ακόμη και μέσα από μια πρόταση που προκύπτει από τους ήρωες του μυθιστορήματος –για την ακρίβεια μέσα από μια συνομιλία του παλιού κομμουνιστή Ζήση με τον αστυνόμο Χαρίτο: «Όταν τελειώσει η πανδημία, οι σημερινοί νέοι θα είναι οι καινούριοι προλετάριοι με πτυχίο». Η αγωνία για τη δομήτου κοινωνικού σχηματισμού, ο οποίος πλέον μετασχηματίζεται ραγδαία κάτω από νέες μορφές ταξικής συμπίεσης, είναι ιδιαίτερα διακριτή στο κείμενο του Μάρκαρη. Εντούτοις, ο συγγραφέας φαίνεται να αποφεύγει -για ακόμη μια φορά θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε- να εστιάσει στη φύση (μεταβαλλόμενη ή μη, σε σχέση με την πολιτική εξουσία) των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Η ένταση των μηχανισμών αυτών είτε περνάει στα… ψιλά είτε αποκρύπτεται εντελώς. Τούτο βέβαια θα μπορούσε να έγκειται στο γεγονός ότι ο τρόπος που παρουσιάζεται η αστυνομία περνά μέσα από την ευρύτερη οπτική του ήρωα. Σε αυτή τη περίπτωση, ο Χαρίτος παραμένει ένας τυπικός αστυνομικός (άρα μέρος των κατασταλτικών μηχανισμών) που κινείται ανάμεσα στον γενικότερο συντηρητισμό του και τις όποιες αστικοδημοκρατικές αρχές μπορεί να έχει, παρόλες βέβαια τις (δεύτερες) σκέψεις και τις ευαισθησίες που προκύπτουν, κυρίως μέσα από τις συζητήσεις με τον κομμουνιστή φίλο του Ζήση. Ο Χαρίτος, δηλαδή, δεν είναι ούτε πρώην μέλος του ΚΚΙ, όπως ο Σάλβο Μονταλμπάνο, ούτε ο αναρχικός κομμουνιστής Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, ούτε ο πρώην αριστεριστής Πάκο, ούτε φυσικά ο ριζοσπάστης Πέπε Καρβάλιο. Και αν ανατρέξουμε στον τρόπο που δομείται ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός κατά την μετεμφυλιακή περίοδο (η κίνηση αυτή δεν αλλάζει ούτε κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο), δεν μας κάνει εντύπωση ο τρόπος που ο Πέτρος Μάρκαρης σκιαγραφεί τον ήρωά του.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Πέτρος Μάρκαρης, σε κάθε του νουάρ μυθιστορία, δίνει μια εικόνα των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων που αναπτύσσονται τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο που γράφει στον ελληνικό σχηματισμό. Και το εντυπωσιακό με τα κείμενα του Πέτρου Μάρκαρη είναι ότι οι σχέσεις αυτές αποδίδονται μέσα από νουάρ πεζογραφικές εικόνες, χωρίς να χάνουν καθόλου τα πολιτικά και κοινωνικά νοήματα που τις χαρακτηρίζουν και που ο συγγραφέας έχει επιλέξει, κάθε φορά, να τις επικοινωνεί με τον αναγνώστη. Παράλληλα, εμφανίζεται (και μάλιστα σε ενεστώτα χρόνο) κάθε φορά -είναι εντυπωσιακό ότι γίνεται σχεδόν σε κάθε μυθιστόρημα- μια ιδιαίτερη (αλλά ιδιαίτερα αποκαλυπτική) ανθρωπογεωγραφία της πόλης των Αθηνών, η οποία έκανε τον Λεονάρντο Παδούρα να ομολογήσει σε μια συνέντευξή του ότι έμαθε την Αθήνα μέσα από τις διαδρομές του αστυνόμου Χαρίτου και την Βαρκελώνη από τις περιηγήσεις του ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο. Εν ολίγοις, ο Μάρκαρης, σε κάθε του γραφή, από τη μια δίνει το ανθρωπογεωγραφικό στίγμα του χώρου στον οποίο λαμβάνει χώρα η μυθοπλασία, ενώ παράλληλα σκιαγραφεί ένα ευρύτερο πολιτισμικό φόντο, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται σχέσεις και δράσεις και οι οποίες δομούν την κάθε μυθιστορία με τέτοιο τρόπο που να αντιλαμβάνεται άμεσα ο αναγνώστης την κοινωνική και πολιτική συγκυρία της περιόδου. Και ακριβώς αυτή τη δομή ακολουθεί ο Πέτρος Μάρκαρης και στο τελευταίο του μυθιστόρημα, που τιτλοφορείται Το κίνημα της αυτοκτονίας.