Οι Κολομβιανοί θα προσέλθουν στις κάλπες στις 29 Μαΐου για τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών [θα εκλεγεί  Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της χώρας]. Η Αριστερά του Γκουστάβο Πέτρο (Gustavo Petro) θα μπορούσε να κερδίσει μια άνευ προηγουμένου νίκη, αλλά, παρά την αναζωπύρωση ενός ισχυρού κοινωνικού κινήματος, η διακυβέρνηση της χώρας δεν θα είναι εύκολη. Η ιστορική συμμαχία ανάμεσα στις οικονομικές δυνάμεις και τις μαφίες αποτελεί σημαντικό εμπόδιο όπως φανερώνει η περίπτωση του Μεντεγίν.

Πηγή: La Diaria/Le Monde Diplomatique (Μάιος 2022) | Μετάφραση: Α.Λ.

Φτάνοντας από το διεθνές αεροδρόμιο του Ριονέγκρο στην πόλη Μεντεγίν (βλ. σημείωση 1α), όπου ζουν δυόμισι εκατομμύρια άνθρωποι, ο δρόμος διασχίζει τα δροσερά βουνά όπου βρίσκονται μερικές από τις πιο ακριβές εξοχικές κατοικίες της χώρας, μεταξύ των οποίων και αυτές του πρώην προέδρου της χώρας Αλβάρο Ουρίμπε (που σήμερα δικάζεται για διαφθορά και παραποίηση μαρτύρων). Κατά μήκος του δρόμου υπάρχουν κομψά εστιατόρια, lounge bars και εμπορικά κέντρα, των οποίων οι χώροι στάθμευσης είναι γεμάτοι με SUV (Sport Utility Vehicle, ονομασία που δίνεται σε ένα σπορ όχημα γενικής χρήσης) και κάμπριο αυτοκίνητα. Υπάρχουν παντού λουλούδια, δέντρα και κάθε τόσο κοιλάδες. Ο αέρας είναι ελαφρύς, με άρωμα πεύκου και η θερμοκρασία σπάνια ξεπερνά τους 24 βαθμούς Κελσίου.

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η μεσαία και ανώτερη τάξη του Μεντεγίν προτιμά τα περίχωρα της πόλης από την ίδια την πόλη. Είτε ακολουθήσετε την πρώτη διαδρομή, η οποία ανεβαίνει μέσα από τις προνομιούχες περιοχές Ενβιγάδο (Envigado) και Ελ Πομπλάδο (El Poblado), και στη συνέχεια κατεβαίνει 600 μέτρα στην κοιλάδα, είτε τη δεύτερη, η οποία περνάει μέσα από την εργατική γειτονιά Γκουάρνε (Guarne) και τις φτωχογειτονιές του βορειοανατολικού Μεντεγίν, το αποτέλεσμα είναι η ίδια παρέλαση απορριμματοφόρων, τρακτέρ, αυτοκινήτων και μοτοσικλετών, στην οποία τα μάτια, η μύτη και ο λαιμός θα αντιδράσουν με φτέρνισμα, βήχα, δάκρυα και ρινική συμφόρηση.

Ανάλογα με την εποχή, η συνεχής ατμοσφαιρική ρύπανση κρύβει την κοιλάδα ή τους γύρω λόφους. Ο θόρυβος των μεταφορικών μέσων και των κατασκευασικών έργων είναι εκκωφαντικός και η φτώχεια είναι πανταχού παρούσα, ακόμη και στους δρόμους των γειτονιών που οι κατοικίες περιφρουρούνται  από ιδιωτικούς φύλακες. Ο Έκτορ Αμπάτ Φασιολίνσε (Héctor Abad Faciolince), γνωστός μυθιστοριογράφος, παρομοιάζει την κοιλάδα του Μεντεγίν με έναν από τους εννέα κύκλους της κόλασης που περιγράφει ο Δάντης, εκείνον στον οποίο είναι στοιβαγμένοι οι φτωχοί. Και όμως απολαμβάνει μια εξαιρετική εικόνα στην παγκόσμια αγορά. Η Courrier International, για παράδειγμα, επαινεί τη μετατροπή της «πιο βίαιης πόλη στην πιο καινοτόμο πόλη»(1). Οι New York Times εξυμνούν «την πόλη της αιώνιας άνοιξης», μια από τις «πόλεις της Λατινικής Αμερικής με τα πιο προοδευτικά χαρακτηριστικά», χάρη στα «έργα υποδομής που εισάγουν πολύ ενδιαφέροντα, από αρχιτεκτονικής άποψης, πάρκα και βιβλιοθήκες σε φτωχές γειτονιές και πρωτότυπα  συστήματα μεταφορών»(2).

Αυτός ο μικρός τουριστικός παράδεισος σαρώθηκε πρόσφατα από μια τεράστια λαϊκή κινητοποίηση η οποία εξαπλώθηκε σταδιακά και στην υπόλοιπη χώρα. Από άποψη κλίμακας, διάρκειας και αποφασιστικότητας, το κίνημα αυτό είναι πρωτοφανές στην ιστορία της Κολομβίας. Γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018 σε γενικές φοιτητικές συνελεύσεις – ιδιαίτερα στο Πανεπιστήμιο της Αντιόκιας (Universidad de Antioquia), το σημαντικότερο της περιοχής – και αμέσως αντιμετωπίστηκε με καταστολή από τα ΜΑΤ. Ακολούθησε μια μεγάλη κινητοποίηση που παρέλυσε το Μεντεγίν και μια σειρά μαζικών διαδηλώσεων, περίπου δεκαπέντε μέσα σε λίγους μήνες, με αίτημα το σεβασμό του συνταγματικού δικαιώματος να βγαίνουν στους δρόμους και την επαρκή χρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης. Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης και των συστημικών μέσων ενημέρωσης να τους παρουσιάσουν ως βάνδαλους ή τρομοκράτες, οι φοιτητές προκάλεσαν ένα ευρύ κύμα συμπάθειας στις λαϊκές γειτονιές από τις οποίες συχνά προέρχονταν, αλλά επίσης και στους εργαζόμενους στα γραφεία, τις αποθήκες και τα εργαστήρια του κέντρου της πόλης.

Οι αγωνιζόμενοι κέρδισαν τα κύρια αιτήματά τους, ιδίως όσον αφορά τον προϋπολογισμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο οποίος είχε οδηγηθεί σε λιμοκτονία λόγω των συνεχών νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και της υπερχρέωσης των φοιτητών. Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, η κυβέρνηση δεν τήρησε τις υποσχέσεις της, γεγονός που ώθησε τους διαδηλωτές να επαναλάβουν τις κινητοποιήσεις. Στα τέλη του 2019, η γενική κινητοποίηση εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα, με τη συμμετοχή συνδικάτων, οργανώσεων και κομμάτων της αντιπολίτευσης(3).

Στην άλλη πλευρά του φόβου βρίσκεται η χώρα που ονειρευόμαστε

Ενώ το 2018 το κίνημα επικεντρώθηκε κυρίως στους φοιτητές, το 2019 εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την κοινωνία. Στις πορείες συμμετείχε νεολαία (μη φοιτητική) από τα προάστια, εργαζόμενοι όλων των κατηγοριών, υπερασπιστές των δικαιωμάτων των θυμάτων (βλ. σημείωση 2α), κοινότητες ιθαγενών και αφροκολομβιανών , queer ακτιβιστές, κινήματα για την ειρήνη, την προστασία της φύσης και την οικολογία. Στην αρχή των εορτών των Χριστουγέννων, η κυβέρνηση βρισκόταν κολλημένη στα σχοινιά, παρά –ή  εξαιτίας– της  υπέρμετρης καταστολής των διαδηλωτών. Η κινητοποίηση συνεχίστηκε τον Μάρτιο του 2020.

Ένα χρόνο αργότερα, η οικονομική και κοινωνική κρίση που επιδεινώθηκε από τον ιό covid-19, σε συνδυασμό με τη διαφθορά και την κυβερνητική αδιαφορία απέναντι στην πανδημία, τροφοδότησε εκ νέου τη δυσαρέσκεια που εκφράστηκε στους δρόμους. Τον Μάιο του 2021, η οργή ξέσπασε και οδήγησε σε πανεθνική εξέγερση. Αυτή τη φορά, ήταν οι φτωχοί, οι επισφαλείς νέοι των αστικών περιφερειών και οι οικογένειές τους που πρωτοστάτησαν. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της χώρας η κινητοποίηση των λαϊκών γειτονιών δεν είχε φτάσει σε τέτοια ένταση. Με εξαίρεση λίγες προσωπικότητες της αντιπολίτευσης, οι πολιτικοί εκπρόσωποι φάνηκε να έχουν χάσει κάθε κύρος και νομιμοποίηση. Η άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας διήρκεσε δύο μήνες. Στο τέλος μιας σφοδρής κρατικής καταστολής που άφησε σχεδόν πενήντα νεκρούς και τρεις χιλιάδες τραυματίες, η κυβέρνηση τελικά επικράτησε.

Μας σκοτώνουν

Ενώ η λαϊκή αντίσταση εξέπληξε με την τόλμη και την επιμονή της, και όχι μόνο των νέων, είναι ακόμη πολύ νωρίς για να πούμε αν θα μεταφραστεί σε επίσημη πολιτική εκπροσώπηση ή μεγαλύτερη συμμετοχή στον αστικό προγραμματισμό και τη δημόσια δράση. Ο υποψήφιος της Αριστεράς Γκουστάβο Πέτρο κέρδισε το 22% των ψήφων στο Μεντεγίν στις προεδρικές εκλογές του 2018(4) και φαίνεται ότι θα βελτιώσει το αποτέλεσμα αυτό στις 29 Μαΐου, παρά το γεγονός ότι ο δεξιός   υποψήφιος πρόεδρος που πρότεινε ο Άλβαρο Ουρίμπε, ο πρώην δήμαρχος του Μεντεγίν, Φεδερίκο Γκουτέρες (Federico Gutiérrez, 2015-2019), κέρδισε τριπλάσιο αριθμό ψήφων από τον Πέτρο [στο Μεντεγίν] στις προκριματικές εκλογές της 13ης Μαρτίου.

Στην περίπτωση που η Αριστερά κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, κάτι που οι δημοσκόποι θεωρούν πιθανό, τίθεται το ερώτημα σε ποιό βαθμό, η νέα κυβέρνηση της Μπογκοτά, θα είναι σε θέση να βρει διόδους επικοινωνίας με το κοινωνικό κίνημα του Μεντεγίν για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές ελίτ της πόλης, για να μην αναφέρουμε τις τοπικές και περιφερειακές μαφίες. Όπως παραδέχεται ο Πέτρο, αν ο μετασχηματισμός της Κολομβίας πρόκειται να είναι κάτι περισσότερο από ρητορική προεκλογικής εκστρατείας, θα πρέπει να ξεκινήσει από το Μεντεγίν.

Μοναδικότητα και υπερσυγκέντρωση

Πού οφείλεται η μοναδικότητα και η πυκνότητα του Μεντεγίν (τέσσερα εκατομμύρια κάτοικοι) στον 21ο αιώνα; Ποιος ωφελείται; Η οικονομία του Μεντεγίν χαρακτηρίζεται από ακραία επίπεδα συγκέντρωσης κεφαλαίου. Ο όμιλος Grupo Empresarial Antioqueño – GEΑ [ή Sindicato Antioqueño ή Grupo Suramericana] είναι ένας από τους ισχυρότερους ομίλους όχι μόνο στην Κολομβία αλλά σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Πριν πάρει τη σημερινή του μορφή στα τέλη της δεκαετίας του 1990, κατά τη διάρκεια της χρυσής βιομηχανικής εποχής του 20ού αιώνα, ο όμιλος GEA είχε υπό τον έλεγχό του την πολιτική στις πόλεις, τις δημόσιες αρχές, τη δικαιοσύνη, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τις οικονομικές πολιτικές. Πιο πρόσφατα, έχει επεκτείνει τις δραστηριότητές του στην Κεντρική Αμερική, την Καραϊβική, τη Νότια Αμερική και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μεταξύ 1980 και 2004, ο αριθμός των εταιρειών που απορρόφησε ο όμιλος υπερτριπλασιάστηκε ενώ τα έσοδά του οκταπλασιάστηκαν. Αυτή η υπερτροφία συνοψίζεται σε ένα νούμερο: το 2021, μόνο ο όμιλος GEA αντιπροσώπευε το 7,1% του ΑΕΠ της Κολομβίας. Ο ίδιος ο GEA αποτελείται από διάφορους ομίλους επιχειρήσεων οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με ένα πολύπλοκο σύστημα διασταυρούμενων συμμετοχών, στο οποίο κάθε εταιρεία κατέχει μετοχές μιας άλλης (5).

 

Η ναυαρχίδα του ομίλου, η Bancolombia (η οποία κατέχει το ένα τέταρτο των καταθέσεων της Κολομβίας στα θησαυροφυλάκιά της), δεν είναι μόνο το ισχυρότερο τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της χώρας. Από το 2013 έχει επίσης καθιερωθεί ως ο κορυφαίος πάροχος τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην Κεντρική Αμερική και την Καραϊβική. Ο όμιλος Grupo Suramericana (Sura), ο οποίος κυριαρχεί στον ασφαλιστικό τομέα στην Κολομβία, έχει επίσης επεκτείνει την εμβέλειά του σε όλο το ημισφαίριο την τελευταία δεκαετία, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο όμιλος Grupo Argos, κύρια θυγατρική του GEA, έχει πλέον παρουσία σε περίπου 20 χώρες. Ειδικευμένος αρχικά στην παραγωγή τσιμέντου και δομικών υλικών, έχει διευρύνει τις επενδύσεις του στην ενέργεια, τα ορυχεία, τα ακίνητα, τα δημόσια έργα και τους αυτοκινητόδρομους. Τέλος, ο όμιλος Grupo Nutresa, ο κολομβιανός ηγέτης στα μεταποιημένα προϊόντα διατροφής, διαθέτει 30 εργοστάσια στη χώρα και άλλα 16 στην υποήπειρο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτοί οι τέσσερις όμιλοι λειτουργούν ως θυγατρικές του GEA, ο οποίος τους συγκεντρώνει σε μια γιγαντιαία εταιρεία χαρτοφυλακίου.

Η εξωφρενική συγκέντρωση περιουσιακών στοιχείων, κεφαλαίων και πλούτου στα χέρια αυτού του εταιρικού γίγαντα, συνοδεύεται από ιλιγγιώδη ποσοστά κοινωνικοοικονομικής ανισότητας, αποτέλεσμα της επισφάλειας και της εξαθλίωσης που επικρατεί στις comunas (γειτονιές) γύρω από την πόλη. Για τουλάχιστον 30 χρόνια, οι διαδοχικές κυβερνήσεις, προσπάθησαν να μειώσουν τη φτώχεια στο Μεντεγίν τροποποιώντας τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη μέτρησή της. Η πρωτεΐνη αντικαταστάθηκε από τις θερμίδες στους διατροφικούς δείκτες και οι υπολογισμοί ελαχιστοποίησαν τις δαπάνες των νοικοκυριών – εισήχθησαν νέες μέθοδοι υπολογισμού του εισοδήματος για την τεχνητή διόγκωσή του. Το 2020, η κυβέρνηση καθόρισε το ποσοστό φτώχειας στο Μεντεγίν στο 19,2%, λίγο πάνω από τον εθνικό μέσο όρο, ενώ η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (DANE) το υπολόγισε στο 32,9%. Το ένα τρίτο του πληθυσμού της πόλης έχει μειώσει την πρόσληψη θερμίδων και τρώει μόνο ένα ή δύο γεύματα την ημέρα.

Ανείπωτη βία

Το αρχαϊκό φορολογικό σύστημα της Κολομβίας, ιστορικά εχθρικό προς την ιδέα της φορολόγησης των πλουσίων, είναι μία από τις κύριες αιτίες αυτών των ανισοτήτων. Οι μικρές επιχειρήσεις φορολογούνται με υψηλότερο συντελεστή από τις μεγάλες. Το 2019, η είσπραξη του φόρου εισοδήματος ήταν έξι φορές χαμηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Το συνολικό ποσό των φόρων ανήλθε στο 19,7% του ΑΕΠ, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στη Λατινική Αμερική (ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 33,8%).

Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου έχει προκαλέσει μια σημαντική μετακίνηση του πληθυσμού. Το 2021, σχεδόν 74.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, υπερδιπλάσιοι από ό,τι το προηγούμενο έτος(6).Τα κύρια θύματα αυτών των αναγκαστικών εκτοπίσεων είναι οι μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι εγκαταλείπουν τη γη τους για να εγκατασταθούν σε επισφαλείς κατοικίες στα περίχωρα των πόλεων. Παρά την ειρηνευτική συμφωνία που υπογράφηκε το 2016 μεταξύ της κολομβιανής κυβέρνησης και του αντάρτικου των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας – FARC (7), στην ύπαιθρο συνεχίζονται οι συγκρούσεις ή οι συμμαχίες μεταξύ παραστρατιωτικών, νεο-αντάρτικων ομάδων, οργανωμένου εγκλήματος και Ενόπλων Δυνάμεων. Κάθε ένα από τα μέρη που εμπλέκονται σε αυτές τις συγκρούσεις έχει οικονομικές και υλικοτεχνικές διασυνδέσεις με το Μεντεγίν. Η πόλη βρίσκεται στο δρόμο των ναρκωτικών που οδηγεί στην Καραϊβική Θάλασσα, από όπου η κοκαΐνη κατευθύνεται στην Κεντρική Αμερική, το Μεξικό και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Όμως η διακίνηση ναρκωτικών είναι μόνο ένας παράγοντας που, μεταξύ άλλων,  εξηγεί τις μετακινήσεις πληθυσμών που τροφοδοτούν την ενδοαστική ανάπτυξη του Μεντεγίν. Ο αριθμός των ανθρώπων που εκτοπίζονται βίαια στην πόλη υπερδιπλασιάστηκε το 2021 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος(8), σύμφωνα με μια πρώτη εκτίμηση που θα μπορούσε να κρύβει ένα ευρύτερο φαινόμενο. Κύριοι υπεύθυνοι είναι οι συμμορίες, οι οποίες έχουν αυξήσει την κυριαρχία τους στην περιοχή. Στην Μπάχο Κάουκα (Bajo Cauca) και το Ουραμπά (Urabá), το οργανωμένο έγκλημα δρα χέρι-χέρι με παραστρατιωτικές ομάδες και πρώην αντάρτες των FARC [που διαφώνησαν με τις ειρηνευτικές συμφωνίες]. Ως αποτέλεσμα των συνδυασμένων επιπτώσεων των εσωτερικών συγκρούσεων, των απειλών θανάτου, των εκβιασμών, των βασανιστηρίων, των δολοφονιών και της στρατολόγησης ανηλίκων από ένοπλες ομάδες, δεν είναι σπάνιο, οι οικογένειες που έχουν ήδη εκτοπιστεί από τη γη τους λόγω της βίας, να αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για δεύτερη φορά. Ο εκτοπισμός είναι μια κοινή πραγματικότητα στο Μεντεγίν, αν και παραμένει δύσκολο να υπολογιστεί, καθώς τα θύματα προτιμούν να παραμένουν σιωπηλά και ανώνυμα.

Πράσινη Ζώνη

Ωστόσο, η διακίνηση ναρκωτικών από μόνη της δεν εξηγεί το μέγεθος του φαινομένου. Μεταξύ των ενόχων είναι και τα έργα «πράσινης» υποδομής στις γειτονιές όπου ζουν οι εκτοπισμένοι, τα οποία οδηγούν σε αλυσιδωτές εξώσεις, μετεγκαταστάσεις και κατεδαφίσεις. Η «πράσινη ζώνη», η οποία διασχίζει την οροσειρά προς τα ανατολικά, και τα 75 χιλιόμετρα περιφερειακών κήπων (Jardín Circunvalar) που εκτείνονται προς τις πλαγιές της κοιλάδας, γύρω από το κέντρο της πόλης, απεικονίζουν την επιθυμία των πολιτικών αρχών και του ομίλου GEA να μακιγιάρουν την εικόνα του Μεντεγίν. Η πόλη της βίας και της εγκληματικότητας πρέπει να δώσει τη θέση της σε έναν ασφαλή, σύγχρονο και προσανατολισμένο στην ευημερία αστικό κόμβο. Η πράσινη ζώνη, που εγκαινιάστηκε το 2012, αποσκοπεί στον μετριασμό του κινδύνου κατολισθήσεων λόγω των ολοένα και συχνότερων ακραίων καιρικών φαινομένων που προκαλεί η υπερθέρμανση του πλανήτη. Όμως στοχεύει, επίσης, στην αποτροπή της αύξησης του πληθυσμού και της εξάπλωσης των προαστίων.

Περίπου 180.000 σπίτια είναι προσκολλημένα στις πλαγιές των λόφων, πολλά από αυτά χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας. Κάτοικοι που μένουν στην περιοχή πολλά χρόνια, υποψιάζονται ότι ο δήμος υπερβάλλει σκόπιμα όσον αφορά τον αριθμό των επικίνδυνων ζωνών, για να δικαιολογήσει την κατεδάφιση των φτωχικών κατοικιών και τη δημιουργία νέων κτιριακών συγκροτημάτων για τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις. Η δημιουργία οικολογικών θυλάκων και καλλωπισμένων τοπίων, έχει ως στόχο να προσελκύσει επενδυτές και νοικοκυριά υψηλού επιπέδου, σε περιοχές που προηγουμένως θεωρούνταν μη ελκυστικές. Στο επίκεντρο αυτών των κατασκευαστικών επιχειρήσεων βρίσκεται πάντα η ίδια ομάδα δρώντων: η Δημοτική Υπηρεσία Σχεδιασμού, οι κατασκευαστικοί κολοσσοί και οι επενδυτικές εταιρείες. Ο κατασκευαστικός τομέας της Κολομβίας αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 18% φέτος, τρεις έως τέσσερις φορές περισσότερο από τη συνολική οικονομία(9).

Οι δημοτικές αρχές εγκαινίασαν ένα αστραφτερό πρόγραμμα αστικής γεωργίας το οποίο, μεταξύ άλλων, προβλέπει την καταστροφή των μικρών λαχανόκηπων που καλλιεργούν οι εκτοπισμένοι ή μετεγκατεστημένοι κάτοικοι. Η ιδέα είναι η καλλιέργεια λαχανικών σε ένα επίσημο, ρυθμισμένο πλαίσιο, με σκοπό την πώληση των προϊόντων σε «βιολογικές» αγορές σε προνομιούχες γειτονιές όπως το Ελ Πομπλάδο (El Poblado) και το Λαουρέλες (Laureles). Αυτό θα σήμαινε το τέλος της κοινοτικής γεωργίας και την ενσωμάτωση της γης και της εργασίας στην τοπική καπιταλιστική οικονομία. Η συσσώρευση μέσω της «πράσινης» υφαρπαγής οδηγεί στην αναπαραγωγή του υφιστάμενου χωρικού κατακερματισμού και στην όξυνση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων.

Ο εξευγενισμός του Μεντεγίν ξεκίνησε το 2004 με την εκλογή του Σέρχιο Φαχάρδο (Sergio Fajardo 2004-2008) ως δημάρχου. Σύμμαχος του GEA και φίλος του ξένου κεφαλαίου, ο Φαχάρδο αγκάλιασε μια δοκιμασμένη νεοφιλελεύθερη στρατηγική για να καταστήσει την πόλη κατάλληλη για την επιχειρησιακή ανταγωνιστικότητα και καινοτομία. Από εκεί και πέρα, το Μεντεγίν θα εξασφαλίσει την οικονομική του ανάπτυξη μέσω των πλεονεκτημάτων του στις παγκόσμιες αγορές υπηρεσιών, χρηματοοικονομικών, τουρισμού, ιατρικής και κατασκευών. Οι διάδοχοι του Φαχάρδο ακολουθούν αδιάκοπα την πολιτική του «επανασχεδιασμού» της πόλης η οποία θα πρέπει να δημιουργήσει τις καλύτερες συνθήκες για τους επενδυτές. Μέσω της αχαλίνωτης προώθησης των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας, ενός τομέα στον οποίο ισχυρίζεται ότι βρίσκεται στην πρωτοπορία, και με κόστος τις άφθονες φορολογικές ελαφρύνσεις που χορηγούνται στις πολυεθνικές εταιρείες, το πρώην προπύργιο του εμπόρου ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ θέλει τώρα να παρουσιάζεται ως «η Σίλικον Βάλεϊ της Λατινικής Αμερικής», σύμφωνα με τα λόγια του πρώην δημάρχου Φεδερίκο Γκουτιέρες (Federico Gutiérrez, 2016-2019).

Το «πράσινο» Μεντεγίν και το κόκκινο χαλί για τους επενδυτές συμβαδίζουν με την έκρηξη του τουριστικού τομέα. Το 2008, η πόλη δημιούργησε ένα ειδικό τμήμα αφιερωμένο στον τουρισμό, τις επιχειρήσεις, τις εμπορικές εκθέσεις και τα συνέδρια, με στόχο την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των επαγγελματιών της φιλοξενίας και των διοργανωτών εκδηλώσεων. Την επόμενη δεκαετία, ο αριθμός των εγχώριων και ξένων επισκεπτών σχεδόν τετραπλασιάστηκε, ενώ το μερίδιο του τουρισμού στην οικονομική ανάπτυξη διπλασιάστηκε(10).

Narcoglamour και όχι μόνο

Όμως η ελκυστικότητα του Μεντεγίν δεν στηρίζεται μόνο στην καλή θέληση της επιχειρηματικής του κοινότητας. Η πρωτεύουσα της Αντιόκιας έχει καθιερωθεί ως ένα από τα κυριότερα κέντρα σεξουαλικού τουρισμού της Νότιας Αμερικής, καθώς και ως κόμβος ιατρικού τουρισμού, ιδίως στον τομέα της πλαστικής χειρουργικής. Ένα άλλο πλεονέκτημα είναι η γοητεία που ασκεί ο Πάμπλο Εσκομπάρ. Χάρη στο Narcos, την επιτυχημένη σειρά του Netflix που έκανε πρεμιέρα το 2015, και σε ένα ευρύ φάσμα δραματικών ταινιών και ντοκιμαντέρ, η ζωή του πρώην αρχηγού του καρτέλ του Μεντεγίν έχει γίνει ανεξάντλητη πηγή κέρδους. Τα Narcotours επιτρέπουν πλέον στους τουρίστες να βγάζουν φωτογραφίες μπροστά από τις ιδιοκτησίες και τα κρησφύγετα του Εσκομπάρ. Κερδοσκοπώντας πάνω σε μια μυθική αντίληψη του ναρκέμπορου, η βιομηχανία του narcoglamour συμβάλλει στον ευτελισμό ενός από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της ιστορίας της χώρας.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου που εξαπέλυσε εναντίον της κολομβιανής κυβέρνησης, ο Εσκομπάρ είχε μετατρέψει το Μεντεγίν σε παγκόσμια πρωτεύουσα των δολοφονιών. Το αιματοβαμμένο παρελθόν της πόλης, βολικά απολυμασμένο, έχει γίνει μέρος του εμπορικού της σήματος – ακόμη και αν οι δημοτικές αρχές, ο GEA και οι περισσότεροι απλοί πολίτες θα προτιμούσαν να προβάλλονται πιο θετικά στοιχεία, ή πιο κατάλληλα για τις νέες κοινωνικές κατηγορίες που προσπαθούν να προσελκύσουν.

Δεδομένου ότι ο τουρισμός έχει καταστεί βασικό στοιχείο της στρατηγικής για την τοπική ανάπτυξη, το Μεντεγίν παρουσιάζει ένα πιο ασφαλές πρόσωπο από πολλές μεγάλες δυτικές πόλεις. Παρά ορισμένες επεισοδιακές εξάρσεις της βίας, όπως μεταξύ 2007 και 2009 ή, σε μικρότερο βαθμό, μεταξύ 2016 και 2021, το ποσοστό ανθρωποκτονιών έχει μειωθεί κατά μέσο όρο σχεδόν κατά 90%. Αυτό το εντυπωσιακό αποτέλεσμα οφείλεται περισσότερο στις αλλαγές που έγιναν όσον αφορά τις συμμαχίες και τα άτομα στην κορυφή του οργανωμένου εγκλήματος παρά στα μέτρα των φορέων που χαράζουν τις πολιτικές. Το 2015, για πρώτη φορά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το Μεντεγίν είχε ποσοστό ανθρωποκτονιών συγκρίσιμο με τον εθνικό μέσο όρο και πολύ χαμηλότερο από εκείνο της Βαλτιμόρης ή του Σικάγο (στις Ηνωμένες Πολιτείες), ή του Κίνγκστον (Τζαμάικα) ή του Καράκας (Βενεζουέλα).

Για τις τοπικές μαφίες – οι οποίες είναι οργανωμένες σε μια συνομοσπονδία με την ονομασία Oficina de Envigadoοι δεσμοί των οποίων με τη δημοτική εξουσία και τον πολιτικό κόσμο παραμένουν αμετάβλητοι εδώ και δεκαετίες, λιγότερη αιματοχυσία σημαίνει περισσότερα χρήματα προς  είσπραξη(11). Όσον αφορά την εγκληματική βία, το Μεντεγίν έχει σίγουρα αλλάξει μετά την έκδοση του εμπόρου ναρκωτικών και παραστρατιωτικού Ντιέγκο Φερνάντο Μουρίγιο (Diego Fernando Murillo) στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2008. Πρώην μέλος των Ενόπλων Δυνάμεων που συνέλαβαν τον Πάμπλο Εσκομπάρ με την υποστήριξη της Ουάσινγκτον, ο Μουρίγιο ήταν ο πρώτος που δήλωσε ότι οι δολοφονίες ήταν κακές για τις επιχειρήσεις. Όσον αφορά όμως το Κράτος δικαίου και την ασφάλεια για όλους, τίποτα δεν έχει πραγματικά αλλάξει στο Μεντεγίν από τα σκοτεινά χρόνια.

Τα εγκληματικά δίκτυα και οι συμμορίες ναρκωτικών εξακολουθούν να κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας μέσω δολοφονιών, απειλών, εκφοβισμού και εκβιασμών. Ενώ οι κάτοικοι αισθάνονται ασφαλείς στις γειτονιές τους, όπου οι συμμορίες απαγορεύουν τους βιασμούς και τους φόνους υπό την απειλή ποινής θανάτου, παραμένουν ευάλωτοι έξω από αυτές. Το έγκλημα παραμένει εξαιρετικά οργανωμένο, αν και πλέον αποκεντρωμένο. Η χρηματοδότηση πολιτικών εκστρατειών και το ξέπλυμα χρήματος τους επιτρέπουν να διατηρούν τους δεσμούς τους με τη νόμιμη πολιτική και τον επιχειρηματικό κόσμο, ιδίως στους τομείς της ιδιωτικής ασφάλειας και της τεχνολογίας παρακολούθησης, όπου η εμπειρία τους είναι εμφανής, αλλά και στον σεξουαλικό τουρισμό, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα μπαρ, τις μεταφορές, τις κατασκευές και τα ακίνητα.

Όπως παραδέχθηκαν εμέσως, τότε, ορισμένοι από τους αρχιτέκτονες της αποστράτευσης των παραστρατιωτικών [2006], αυτή δεν ήταν παρά ένα σκληρό αστείο. Οι Autodefensas Gaitanistas de Colombia (AGC), κληρονόμοι των Autodefensas Unidas de Colombia (AUC), συνεχίζουν τη δράση τους και ευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά για την επανάληψη των δολοφονιών στην Αντιόκια το 2021. Επωφελούνται από τη συνενοχή ανώτερων στρατιωτικών διοικητών, όπως ενός αξιωματικού με το παρατσούκλι «El Padrino» (Ο Νονός), ο οποίος συνελήφθη πρόσφατα ενώ επέβλεπε ένα φορτίο κοκαΐνης που κατευθυνόταν προς την Κάουκα (Cauca) και το Ναρίνιο (Nariño), στη νότια ακτή του Ειρηνικού, κοντά στα σύνορα με το Εκουαδόρ. Οι AGC συνδέονται επίσης με το μεξικανικό οργανωμένο έγκλημα και, πιο συγκεκριμένα, με την ομάδα του Λοάιζα Γκοτσμάν (Loaiza Guzmán) της Σιναλόα (El Chapo και οι γιοι του).

Η σκιά του κώνου

Πώς, λοιπόν, να διαλύσουμε αυτό το παράδοξο σύστημα που γεννά, από τη μια πλευρά, φτώχεια σε βιομηχανική κλίμακα, επιταχυνόμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση και όλο και μεγαλύτερη απόγνωση και, από την άλλη, αχαλίνωτο καπιταλισμό, «σύγχρονη» διαχείρηση των δημοτικών ζητημάτων και κυριαρχία του οργανωμένου εγκλήματος; Το κρίσιμο ζήτημα για τη χώρα είναι η συνύπαρξη δύο μορφών κεφαλαίου, μιας νόμιμης και μιας μη νόμιμης, και ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούν. Ο όμιλος GEA συγκεντρώνει και συγκεντροποιεί τα κεφάλαια της περιοχής, ιδίως στον τομέα των χρηματοοικονομικών, των ακινήτων, των κατασκευών και των ασφαλίσεων, και προωθεί υπεργολαβίες σε όλο το ημισφαίριο. Επηρεάζει επίσης την τοπική λαϊκή κουλτούρα, για να μην αναφέρουμε τις εκλογές, μέσω της διαφήμισης και της χορηγίας στον τομέα των συναυλιών και της ψυχαγωγίας.

Ενώ ο GEA αντιπροσωπεύει τον σκληρό πυρήνα της δημοτικής και περιφερειακής εξουσίας, ενεργώντας ως μη εκλεγμένη και αμετακίνητη de facto κυβέρνηση, η Oficina de Envigado είναι αυτή που κάνει κουμάντο όταν πρόκειται να εισπράξει φόρους και εισφορές για τους άρχοντες της πόλης και τους αρχηγούς της μαφίας. Η Oficina de Envigado, και όχι το γραφείο του δημάρχου, είναι αυτή που διαιτητεύει τις συνεχείς εδαφικές διαμάχες σχετικά με τις πωλήσεις ναρκωτικών και τους εκβιασμούς. Οργανώνει το έγκλημα, εποπτεύει την καθημερινή ζωή, μονοπωλεί τη χρήση βασανιστηρίων, τις δολοφονίες, τις λεηλασίες και ξεπλένει το χρήμα της διακίνησης ναρκωτικών μέσω των διαύλων της επίσημης οικονομίας, από τα δημόσια έργα μέχρι τον τουρισμό, τα ακίνητα, τις μεταφορές, τις πολιτικές εκστρατείες και την ιδιωτική ασφάλεια.

Ο όμιλος GEA ρίχνει τη σκιά μέσα στην οποία λειτουργεί το καρτέλ της Oficina de Envigado. Η επιτακτική ανάγκη και των δύο να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, υπαγορεύει τον τρόπο με τον οποίο οι τοπικές αρχές σχεδιάζουν και υλοποιούν τα αναπτυξιακά τους σχέδια. Έτσι, η κατανομή των ρόλων έχει ως εξής: ο δημοτικός φορέας σχεδιασμού ορίζει τις νέες πράσινες περιοχές, η GEA τις προωθεί, τις χρηματοδοτεί και τις εκμεταλλεύεται, και η Oficina εκτοπίζει τους παλιούς κατοίκους για να ανοίξει χώρο στους νέους.

Ωστόσο, υπάρχει μια μεταβλητή σε αυτή τη ρύθμιση: η ανάδυση ενός νέου προοδευτικού στρατοπέδου στην πόλη, στο οποίο κυριαρχεί μια νεολαία που πλήττεται από την ανεργία και την εργασιακή ανασφάλεια και απαιτεί μια βαθιά αλλαγή στην πολιτική και οικονομική τάξη. Θα μετατοπιστεί το κέντρο βάρους της χώρας προς τα αριστερά, σπάζοντας την πρόσοψη του «θαύματος» του Μεντεγίν; Είναι δυνατό ένα πιο δημοκρατικό πρόγραμμα για την πόλη και την περιοχή; Από την Κολομβία δεν έλειψε ποτέ το απρόβλεπτο.

Ο Alcides Gómez είναι ερευνητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Κολομβίας. Ο Forrest Hylton είναι ερευνητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Κολομβίας και στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο της Bahia. Ο Aaron Tauss είναι ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.

___________________

Σημειώσεις

1) “Colombie. Medellín: ‘De la ville la plus violente à la ville la plus innovante’”, Courrier International, París, 8/1/15.

2) Nell McShane Wulfhart, “36 Hours in Medellín, Colombia”, The New York Times, 13/5/15.

3) Lola Allen y Guillaume Long, “En Colombia, fuego sobre el ‘enemigo interior’”, Le Monde diplomatique, edición Cono Sur, Buenos Aires, junio de 2021.

4) Loïc Ramírez, “En Colombia, las urnas amenazan la paz”, Le Monde diplomatique, setiembre de 2018.

5) Nicanor Restrepo Santamaría, Empresariado Antioqueño y Sociedad, 1940-2004, Penguin Random House-Grupo Editorial SAS, Bogotá, 2016.

6) www.unocha.org/colombia

7) Gregory Wilpert, “¿Habrá paz en Colombia?”, Le Monde diplomatique, edición Cono Sur, octubre de 2012.

8) “Aumentaron los desplazamientos forzados intraurbanos en Medellín”, El Colombiano, Bogotá, 11/11/21.

9) “El PIB del sector edificador crecerá 3,5 veces más que la economía en 2022”, La República, Bogotá, 15/12/21.

10) Juan G Brida, Martín Rodríguez Brindis y María L Mejía-Alzate, “La contribución del turismo al crecimiento económico de la ciudad de Medellín-Colombia”, Revista de Economía del Rosario, Vol. 24, N° 1, 2021.

11) Juan Diego Restrepo, Las vueltas de la Oficina de Envigado: Génesis, ciclos de disputa y reorganización de una empresa criminal, Íconos Editores, Bogotá, 2015.

Σημειώσεις της μεταφράστριας

1α) To Μεντεγίν είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Κολομβίας μετά την πρωτεύουσα Μπογκοτά και πρωτεύουσα του Διαμερίσματος της Αντιόκιας. Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται σε 2,5 εκατομ. κατοίκους (2020) ενώ, συμπεριλαμβανομένης της μητροπολιτικής περιοχής, ανέρχεται σε 4 εκατομμύρια.

2α) Movimiento Nacional de Víctimas de Crímenes de Estado – Movice (Εθνικό Κίνημα των Θυμάτων Κρατικών Εγκλημάτων). Το Movice είναι μια οργανωτική διαδικασία που συγκεντρώνει περισσότερες από 200 οργανώσεις θυμάτων βίαιων εξαφανίσεων, εξωδικαστικών εκτελέσεων, επιλεκτικών δολοφονιών και εκτοπισμένων ατόμων, καθώς και οργανώσεις υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ιδρύθηκε το 2005 και έχει εδαφική παρουσία σε 15 διαμερίσματα της χώρας αλλά η διαδικασία χρονολογείται από το 1996, όταν διάφορες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποφάσισαν να προωθήσουν την καμπάνια «Colombia Nunca Más» (Κολομβία Ποτέ Ξανά), μια πρωτοβουλία που προώθησε την έρευνα, τη δημιουργία μεθοδολογιών και την ανάλυση πληροφοριών σχετικά με τα κρατικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα.

 

Διαβάστε επίσης

Δίκη Πολύκαρπου Γεωργιάδη: μια κακόγουστη φάρσα της «Αντιτρομοκρατικής»

Ενάμιση χρόνο πριν, την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, ο αγωνιστής Πολύκαρπος Γεωργιάδης…

Εντουάρ Λουί: «Ενάντια στον φασισμό, θα πάω να ψηφίσω έναν υποψήφιο που μισώ βαθιά»

Τον Εντουάρ Λουί, μια από τις πιο μαχητικές φωνές υπέρ της εργατικής…